Θυμάμαι, όταν είχα πάει κάποτε στο Άγιον Όρος, μέσα σε έναν πυκνά δενδροφυτευμένο τόπο, βλέπω από μακριά κάποιον ασκητή, ο οποίος προχωρούσε ψάλλοντας. Ενώ έψαλλε, από ώρα σε ώρα έκανε μία βαθειά μετάνοια, προσκυνούσε, σηκωνόταν και πάλι προχωρούσε. Μου έκανε εντύπωση. Ποιον άραγε προσκυνούσε; Τρέχω μέσα από τα δένδρα, τον φθάνω, τον σταματώ.
- Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο;
- Μα, παιδί μου, δεν τον βλέπεις;
- Ποιόν;
- Τον Χριστόν. Τουλάχιστον, αν δεν τον βλεπης, δεν τον νοιώθεις ότι είναι μπροστά σου; μου απήντησε εκείνος.
Αγαπητοί μου, οι άνθρωποι έλεγαν παλαιότερα το όνομα του Χριστού ή το άκουγαν και βούρκωναν τα ματιά τους, άρπαζαν φωτιές τα στήθη τους, έπεφταν στα γόνατά τους. Εμείς γιατί; Γιατί, Θεέ μου, τόσο λίγο σε σκεπτόμαστε και τόσο λίγο συγκινούμεθα από σένα; Γιατί τόσο σπάνια σε ποθούμε; Όπου ο θησαυρός μας εκεί και η καρδιά μας, λέγει η Αγία Γραφή. Σαν να λέμε: Θέλεις να μάθης πόσο κοστίζει, πόσο αξίζει η ζωή σου για τον Χριστόν, για τον ουρανό; Όσο τον διψάς, όσο σε αυτόν έχεις την καρδιά σου, τόσο κοστίζει
Ένας άλλος ασκητής τα τελευταία χρόνια, πόσες φορές, όταν ελειτούργει, εχρειάζετο ώρας ολοκλήρους, διότι τον επεσκέπτοντο οι άγιοι και μαζί του συλειτουργούσαν και καθυστερούσε και έβγαζε έξω τα καλογέρια, δια να είναι μόνος του και να μη εκπλήσσωνται. Και όταν τελείωνε η έκστασις, άνοιγε την πόρτα και έλεγε «Να συνεχίσωμε την λειτουργίαν».
Ένας άλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα μέσα εις την ακολουθίαν, ο νους του ξέφυγε και επέταξεν επάνω εις την θάλασσαν, επήγεν εις τα βουνά και εις τα λαγκάδια, αγνάντεψε τα δένδρα, τα λουλούδια, τα ψάρια της θαλάσσης, τα βουνά, τα νησιά, επεσκόπευσε την γην και τον ουρανόν, και είδε και ήκουσεν ότι όλα δοξολογούν τον Θεόν. Από την ημέραν εκείνην δεν ημπορούσε να σταθή καθόλου και από τους οξυδρόμους οφθαλμούς του δεν εσταμάτησαν τα δάκρυα. Είδε και έλεγεν ότι η άψυχος κτίσις εκχέει τα δάκρυά της με την δοξολογίαν «και εγώ, που έχω ψυχήν, είμαι μέσα εις την αμαρτίαν».
Αιμιλιανος Σιμωνοπετρίτης
- Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο;
- Μα, παιδί μου, δεν τον βλέπεις;
- Ποιόν;
- Τον Χριστόν. Τουλάχιστον, αν δεν τον βλεπης, δεν τον νοιώθεις ότι είναι μπροστά σου; μου απήντησε εκείνος.
Αγαπητοί μου, οι άνθρωποι έλεγαν παλαιότερα το όνομα του Χριστού ή το άκουγαν και βούρκωναν τα ματιά τους, άρπαζαν φωτιές τα στήθη τους, έπεφταν στα γόνατά τους. Εμείς γιατί; Γιατί, Θεέ μου, τόσο λίγο σε σκεπτόμαστε και τόσο λίγο συγκινούμεθα από σένα; Γιατί τόσο σπάνια σε ποθούμε; Όπου ο θησαυρός μας εκεί και η καρδιά μας, λέγει η Αγία Γραφή. Σαν να λέμε: Θέλεις να μάθης πόσο κοστίζει, πόσο αξίζει η ζωή σου για τον Χριστόν, για τον ουρανό; Όσο τον διψάς, όσο σε αυτόν έχεις την καρδιά σου, τόσο κοστίζει
Ένας άλλος ασκητής τα τελευταία χρόνια, πόσες φορές, όταν ελειτούργει, εχρειάζετο ώρας ολοκλήρους, διότι τον επεσκέπτοντο οι άγιοι και μαζί του συλειτουργούσαν και καθυστερούσε και έβγαζε έξω τα καλογέρια, δια να είναι μόνος του και να μη εκπλήσσωνται. Και όταν τελείωνε η έκστασις, άνοιγε την πόρτα και έλεγε «Να συνεχίσωμε την λειτουργίαν».
Ένας άλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα μέσα εις την ακολουθίαν, ο νους του ξέφυγε και επέταξεν επάνω εις την θάλασσαν, επήγεν εις τα βουνά και εις τα λαγκάδια, αγνάντεψε τα δένδρα, τα λουλούδια, τα ψάρια της θαλάσσης, τα βουνά, τα νησιά, επεσκόπευσε την γην και τον ουρανόν, και είδε και ήκουσεν ότι όλα δοξολογούν τον Θεόν. Από την ημέραν εκείνην δεν ημπορούσε να σταθή καθόλου και από τους οξυδρόμους οφθαλμούς του δεν εσταμάτησαν τα δάκρυα. Είδε και έλεγεν ότι η άψυχος κτίσις εκχέει τα δάκρυά της με την δοξολογίαν «και εγώ, που έχω ψυχήν, είμαι μέσα εις την αμαρτίαν».
Αιμιλιανος Σιμωνοπετρίτης