Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Στὸν λόγο του «Εἰς τὴν μάρτυρα Ἰουλίτταν» (PG 31, σελ. 237 καὶ ἑξῆς) ὁ Μέγας Βασίλειος ἐγκωμιάζει τὸ ἦθος καὶ τὴν γενναιότητα τῆς Ἁγίας αὐτῆς τῆς Καππαδοκικῆς γῆς, τὴν μνήμη τῆς ὁποίας ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 30 Ἰουλίου.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἐκφώνησε τὸν λόγο αὐτὸν τὸ 373, ἀνήμερα τῆς μνήμης της, ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τοῦ ναοῦ ποὺ ἀνεγέρθηκε στὴν Καισάρεια πρὸς τιμή της, στηριζόμενος σὲ διηγήσεις πιστῶν ποὺ παρευρέθηκαν στὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας. Ἐξ ἄλλου καὶ ὁ ἴδιος εἶχε συχνὰ ἀκούσει ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ γιαγιά του, τὴν Μακρίνα, παρόμοιες διηγήσεις γιὰ κατορθώματα μαρτύρων. Μάλιστα ἀπὸ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τῆς Ἁγίας (303), στὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, μέχρι τὴν γέννησή του (329) δὲν εἶχαν μεσολαβήσει παρὰ μόνον τρεῖς περίπου δεκαετίες.
Στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας του ὁ Βασίλειος χαρακτηρίζει τὴν γυναῖκα «ἀνδρειοτάτην», ἀναρωτώμενος μάλιστα ἐὰν πρέπει νὰ τὴν ἀποκαλεῖ κάποιος γυναῖκα («εἴπερ δὴ γυναῖκα προσαγορεύειν εὐπρεπές»), ἐκείνην ποὺ ὑπερέβη τοὺς ὅρους τῆς γυναικείας φύσεως καὶ ἔδειξε τόσο μεγάλο ψυχικὸ σθένος ὄχι μόνον κατὰ τὸ μαρτύριο ἀλλὰ καὶ στὶς προσωπικὲς περιπέτειες τοῦ βίου της.
Ἡ Ἁγία ὑπῆρξε πλουσία καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν χηρεία της, προκειμένου νὰ διαφυλάξῃ τὴν περιουσία της ἀπὸ τὶς ἁρπακτικὲς διαθέσεις ἑνὸς «βιαίου» καὶ «πλεονεκτικοῦ» εἰδωλολάτρου, κατέφυγε στὰ δικαστήρια, προσδοκῶντας νὰ εὕρῃ τὸ δίκιο της. Ἐκεῖνος ὅμως, μὲ ψευδομάρτυρες καὶ δωροδοκίες, κατώρθωσε νὰ κερδίσῃ τὴν δίκη, ἐπικαλούμενος μάλιστα τὸ διάταγμα τοῦ Διοκλητιανοῦ (24/2/303), σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἀπαγορευόταν νὰ παίρνουν μέρος στὰ κοινὰ ὅσοι δὲν λάτρευαν τοὺς θεοὺς τῶν αὐτοκρατόρων καὶ δὲν ἀρνοῦνταν τὴν πίστη των στὸν Χριστό.
Ἡ Ἰουλίττα, παρὰ τὶς πιέσεις τῶν δικαστῶν καὶ τὴν ἐμφανῆ σὲ βάρος της ἀδικία, δὲν ὑπέκυψε ἀλλὰ ἀνεφώνησε μὲ θάρρος καὶ ἀποφασιστικότητα: «ἐρρέτω ὁ βίος, οἰχέσθω χρήματα, μηδὲ τὸ σῶμα μοι περιλειφθείη, πρὶν τινὰ φωνὴν ἀφιέναι κατὰ τοῦ κτίσαντός με Θεοῦ.» (ἄς πάῃ στὰ κομμάτια ἡ ζωή μου, ἄς πᾶνε περίπατο τὰ χρήματα, οὔτε τὸ σῶμα μου ἄς μὴν μείνῃ…). Προτίμησε ἔτσι τὰ ἄφθαρτα ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ ἔδραμε μὲ χαρὰ πρὸς τὸ μαρτύριο, προτρέποντας μάλιστα τὶς παριστάμενες γυναῖκες νὰ μὴν δειλιοῦν «πρὸς τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας πόνους», οὔτε νὰ προφασίζωνται τὴν ἀσθένεια τῆς φύσεώς των, διότι, ὅπως ἔλεγε, «ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος τοῖς ἀνδράσιν ἐσμέν (…) ὥστε τὸ στερρὸν καὶ εὔτονον καὶ ὑπομονητικὸν ἐξ ἴσου τοῖς ἀνδράσι καὶ παρ’ ἡμῶν ὀφείλεται τῷ Δεσπότῃ».
Ἡ περίπτωση τῆς μάρτυρος Ἰουλίττης, πέρα ἀπὸ τὸ ἡρωϊκὸ φρόνημα, ἀναδεικνύει τὰ βαθύτερα αἴτια τῶν διώξεων τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὸ ρωμαϊκὸ κατεστημένο.
Στὴν πραγματικότητα, οἱ Ρωμαῖοι διῶκτες δὲν ἐνδιαφέρονταν ἐὰν οἱ Χριστιανοὶ λάτρευαν ἕναν ἀκόμη θεὸ μέσα στοὺς πολλοὺς ποὺ πίστευαν καὶ οἱ ἴδιοι, τοὺς ἐνδιέφερε, ὅμως, πρωτίστως ἐὰν ἀπέδιδαν πίστη στὸν θεό - αὐτοκράτορα. Οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν βρῆ τρόπο καὶ τὸν θεό των νὰ λατρεύουν καὶ παράλληλα νὰ ἀποδίδουν πίστη στὸν θεό - αὐτοκράτορα, πληρώνοντας τὸν κῆνσο (ρωμαϊκὸ νόμισμα), ποὺ ἔφερε τὴν εἰκόνα τοῦ αὐτοκράτορος, ὡς ἔνδειξη τῆς νομιμοφροσύνης των. Γι’ αύτὸ ὁ Κύριος, στιγματίζοντας τὴν ὑποκριτική των στάση, ὅταν τὸν ρώτησαν ἐὰν πρέπει ἢ ὄχι νὰ πληρώνουν φόρο στὸν αὐτοκράτορα, τοὺς ἀπήντησε μὲ νόημα «ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ., κβ’ 21).
Οἱ Χριστιανοὶ ὅμως, ἀντιλαμβανόμενοι ὅτι δὲν μποροῦν νὰ «δουλεύουν» συγχρόνως σὲ δύο κυρίους (Ματθ., στ’ 24), προέκριναν τὴν πίστη στὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν πίστη στοὺς κοσμικοὺς ἄρχοντες [(«πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ., ε’ 29)], καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς διώκονταν. Μὴν μπορῶντας μάλιστα οἱ Ῥωμαῖοι εἰδωλολάτρες νὰ ἀντέξουν τὸ ἀνώτερο ἦθος τῶν Χριστιανῶν, ἀπὸ φθόνο τοὺς ἔσυραν σὲ δῖκες, ὅπου, μὲ βάση διατάγματα, ὅπως τὸ προαναφερόμενο τοῦ Διοκλητιανοῦ (βλ. παραπάνω), τοὺς ἐξόντωναν πολιτικὰ καὶ οἰκονομικά, γινόμενοι ἔτσι κύριοι τῶν περιουσιῶν των.
Ἀσφαλῶς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἔβρισκε ἀνταπόκριση στὰ ἀνώτερα οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικὰ στρώματα αὔξανε ἀκόμη περισσότερο τὸ μῖσος ἀλλὰ καὶ τὶς ἁρπακτικὲς ὀρέξεις τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως. Ἐξ ἄλλου, ἐὰν ἐπικρατοῦσε ὁ νόμος τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης, ποὺ δίδασκε ὁ Χριστός, πῶς θὰ μποροῦσαν οἱ ἄδικοι καὶ οἱ ἐκμεταλλευτὲς νὰ ἱκανοποιοῦν τὴν πλεονεξία καὶ τὴν ἀνηθικότητά των; Φυσικὰ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διανοηθοῦν ὅλοι αὐτοὶ οἱ διῶκτες ὅτι ὅσο περισσότερο ἐπετίθεντο στοὺς Χριστιανούς, ἄλλο τόσο αὔξανε ὁ ὄγκος τῶν μαρτύρων.
Ἡ γενναία στάση τῆς μάρτυρος Ἰουλίττης, ποὺ περιγράφει ὁ Βασίλειος στὸν λόγο του, εἶναι σαφῶς ὁ κανόνας καὶ ὄχι ἡ ἐξαίρεση. Οἱ γυναῖκες, τὰ παιδιά, οἱ δοῦλοι, οἱ πτωχοί, οἱ ἀδικημένοι, ποὺ ἀντιμετωπίζονταν μὲ τόση περιφρόνηση καὶ σκληρότητα ἀπὸ τὸ ρωμαϊκὸ κράτος, εἶχαν περισσότερους λόγους νὰ ἀνθίστανται, διότι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔβλεπαν τὸν δικαιοκρίτη Βασιλιὰ καὶ Λυτρωτὴ τῶν δεινῶν των.
Τὸ ἀνδρεῖο φρόνημα τῆς Ἁγίας ἀποτελεῖ, ἄλλωστε, κόλαφο γιὰ τὴν στάση πολλῶν σημερινῶν «χριστιανῶν», ποὺ προτιμᾶμε τὸν χρυσὸ ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴν καλοπέρασή μας ἀπὸ τὸ ξεβόλεμα, τὴν ἀνομία ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη, τὶς τιμὲς καὶ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ.
Χρειάζεται νὰ ἀναθεωρήσωμε ὁλοκληρωτικὰ τὴν συμπεριφορά μας αὐτήν, διδασκόμενοι ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεώς μας, παλαιῶν καὶ νέων, καὶ ἀντιλαμβανόμενοι πὼς τὸ μαρτύριο καὶ ἡ μαρτυρία εἶναι ὁ δρόμος τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ δὲν δειλιάζει, ὅπως ἡ Ἰουλίττα, μπροστὰ στὰ κοσμικὰ μαρτύρια ἀλλὰ φοβᾶται μόνον μήπως δὲν ὁμολογήσῃ τὸν Χριστό.
Ἂς ξεκαθαρίσωμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς πρωτίστως μὲ ποιόν κύριο θέλωμε νὰ συνταχθοῦμε καὶ στὴν συνέχεια ἂς προσπαθήσωμε νὰ διατηρήσωμε ὀρθὴ τὴν πίστη ἀλλὰ καὶ ὀρθὴ τὴν ζωὴ καὶ τὴν πολιτεία μας, ὥστε νὰ εὕρωμε τελικὰ παρρησία καὶ ἔλεος ἀπὸ τὸν μόνον ἀληθινὸ Βασιλέα καὶ Κύριό μας. Γένοιτο!