Πρωτ. Βασίλειος Σπηλιόπουλος
Αν μας ρωτούσε κάποιος ποιοι είμαστε σίγουρα θα σπεύδαμε να του αναφέρουμε το ονοματεπώνυμό μας και, αν η ερώτηση γινόταν στον χώρο της υπαίθρου, το γενεαλογικό μας δέντρο σε όσο μεγαλύτερο βάθος χρόνου μπορούσαμε και διανθισμένο με τα όλα τα απαραίτητα προσωνύμια. Αν ο ίδιος άνθρωπος επέμενε και δεν του αρκούσε η απάντηση θα του αναφέραμε στοιχεία της προσωπικής μας ζωής και άλλες λεπτομέρειες της καθημερινότητας και του χαρακτήρα μας. Ποιος από εμάς όλους, τους καλούς Χριστιανούς, θα απαντούσε με εκείνη την φοβερή φράση “χριστιανός ειμί” με την οποία απαντούσαν και αυτοχαρακτηρίζονταν οι άγιοι Μάρτυρες; Πιθανώς ελάχιστοι.
Η απροθυμία μας όμως να αυτοχαρακτηριστούμε σαν δούλοι του Θεού λέει πολλά για την όλη μας πνευματική ζωή και όχι μόνο. Φανερώνει ξεκάθαρα ότι ο Χριστός κάθε άλλο παρά κέντρο της ύπαρξής μας και της ζωής μας είναι γεγονός που, με ακόμα περισσότερα πειστήρια, επιβεβαιώνεται, και πάλι, στο μυστήριο της εξομολογήσεως.
Εκτός του ότι γνωρίζουμε μόνο επιφανειακά τις εντολές που ρυθμίζουν την σχέση μας με τους αδελφούς μας και ζούμε στην πλάνη ότι ούτε αυτές τις παραβιάζουμε, εκτός του ότι αγνοούμε το βάθος των εντολών αυτών με συνέπεια να μην εντοπίζουμε την βάναυση καταπάτησή τους και συνεπώς την εξ αυτής βλάβη και επομένως να μην εξομολογούμαστε τις πτώσεις μας και να μην προσπαθούμε να θεραπεύσουμε τις ολέθριες συνέπειες απ’ αυτές τις πτώσεις, εκτός του ότι ζούμε σε μια μακαριότητα και βεβαιότητα του καλού και σεσωσμένου Χριστιανού δυστυχώς αγνοούμε παντελώς ακόμα και την ύπαρξη, απ’ όσο τα αποτελέσματα αποδεικνύουν, των εντολών που “ρυθμίζουν” τη σχέση μας με τον Θεό! Ιδέα δεν έχουμε ότι υπάρχουν τέτοιου είδους εντολές και τις παραβιάζουμε συστηματικά και με άνεση και γι’ αυτό ο Θεός παραμένει για μας μια ιδέα, κάτι αφηρημένο ή, στην καλύτερη ένα Πρόσωπο μεν αλλά παντελώς άγνωστο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρώτη κιόλας εντολή “Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, ος τις εξήγαγον σε εκ γης Αιγύπτου, και εξ’ οίκου δουλείας, ουκ έσονται σοι Θεοί έτεροι πλην εμού”!
Πώς όμως να γνωρίζουμε την εντολή και πώς, ακόμα περισσότερο να καταλάβουμε σε τι αναφέρεται ο Ίδιος ο Κύριος, όταν αγνοούμε παντελώς όχι μόνο το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής, όχι μόνο τον αριθμό των βιβλίων της Αγίας Γραφής αλλά αδυνατούμε, η πλειοψηφία λαϊκών αλλά και κληρικών, ακόμα και να αναγνωρίσουμε ένα βιβλίο της Γραφής όταν το ακούμε; Να γιατί ο Θεός παραμένει άγνωστος και θα παραμείνει αν δεν αλλάξουμε ριζικά κι αν δεν μελετήσουμε τον λόγο Του. Μία απλή στατιστική έρευνα ανάμεσα σε “εκκλησιαστικούς” ανθρώπους θα πείσει και τον πιο δύσπιστο ότι το 99%, ακόμα και των κληρικών, δεν γνωρίζουμε ότι η Αγία Γραφή αποτελείται από 22 βιβλία της Καινής Διαθήκης και 47 της Παλαιάς.
Κι αφού λοιπόν δεν γνωρίζουμε τον Θεό και τον λόγο Του πολύ εύκολα καταπατούμε την πρώτη αυτή εντολή την οποία, κατά τον όσιο Νικόδημο τον αγιορείτη σφάλουν:
Οι άθεοι, (άραγε εννοεί μόνο τους δεδηλωμένους αθέους ή όλους όσοι δεν έχουμε την παραμικρή ουσιαστική σχέση με τον Θεό; Ο καθένας από εμάς δηλαδή θα αυτοχαρακτηριζόταν ως ένθεος ως έχοντας πνεύμα Θεού; )
Οι πολύθεοι, (άραγε όταν ο Παύλος ονομάζει την πλεονεξία ειδωλολατρεία η λατρεία τόσων άλλων παθών δεν είναι πολυθεΐα; )
Όσοι αρνούνται την πρόνοια του Θεού ( όποιος έχει ίχνος ειλικρινείας ή “ κότσια” ας εξαιρέσει τον εαυτό του απ’ αυτήν την κατηγορία. Ας πει ότι εμπιστεύεται το Θεό και μοιράζει στους πτωχούς την δεκάτη και ακόμα περισσότερο, ότι δέχεται κάθε δυσκολία με πίστη και χωρίς άγχος, ότι δέχεται όσα παιδιά του δώσει ο Θεός με χαρά και απροβλημάτιστα κτλ )
Όσοι δέχονται την μοίρα και την τύχη (ας μην σχολιάσουμε σε πόσες περιπτώσεις στην καθημερινότητά μας τα αποδεχόμαστε και τα δύο)
Οι μάγοι, οι μάντεις, όσοι πάνε σε αυτούς κι πιστεύουν σε δεισιδαιμονίες. Και εδώ φαίνεται εύλογη όσο ποτέ η απορία “Πλήν ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;”(Λουκ. 18, 8) αλλά και η διαπίστωση του ψαλμωδού “…πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. 5 οὐχί γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; οἱ κατεσθίοντες τὸν λαόν μου ἐν βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο…” (Ψαλμ. Νβ΄, 4-5)! Ποιος σήμερα δεν ασχολείται, έστω “για πλάκα”, με τον καφέ, τις πασιέντζες και τα χαρτιά γενικά, τα πέταλα και τα γούρια και τις κρεμμύδες, τα ποδαρικά, την αστρολογία, το μεταμοντέρνο και πολύ in φεγκ σούι, τις δεισιδαιμονίες της καθημερινότητας; Ουδέ εις!
Οι αιρετικοί. Και αιρετικός είναι ο καθένας που αναιρεί ή απορρίπτει το παραμικρό σημείο της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας. Αιρετικός είναι όποιος αρνείται τη νηστεία, τα μυστήρια, την χάρη της ιερωσύνης, τις εντολές και τους κανόνες, όποιος γενικά “ κόβει και ράβει” την πίστη και το ορθόδοξο βίωμα στα μέτρα τα δικά του.
Και ο άγιος Νικόδημος στην υποσημείωση του συνεχίζει έναν πολύ μακρύ κατάλογο όσων σφάλουμε στην εντολή αυτή στον οποίο πολύ δύσκολα δε θα ανακαλύψει ο καθένας από εμάς τον εαυτό του. Μιλάει για αμέλεια στην εκμάθηση της πίστης, για αμέλεια στην μετοχή στα μυστήρια και για ασέβεια κατά την τέλεση τους, μιλάει για θεληματική άρνηση με λογισμό ή και λόγο των αληθειών της πίστεώς μας, για αγορά και για πώληση της χάριτος με χρήματα, κατηγορώντας και τον αγοραστή και τον “ έμπορο”, τον λειτουργό δηλαδή, η οποία είναι πλέον δυστυχώς απολύτως δεδομένη στα μυστήρια λες και υπάρχει αντίτιμο για Αυτήν! Μιλάει για απόγνωση, μιλάει για τέλεση της αμαρτία με την πονηριά της μετάνοιας αργότερα κι αν ζούσε στην εποχή μας θα μιλούσε σίγουρα και για τον φόβο της πανδημίας που κυριαρχεί έναντι του φόβου του Θεού, θα μιλούσε για τον επάρατο οικουμενισμό, για την αποδοχή όλων των “μεταπατερικων” σοφισμάτων και άλλα παρόμοια.
Μιλάει, όμως και ο άγιος και για κάτι πολύ μα πολύ επίκαιρο: για εκείνους που ζητούν από το Θεό θαύματα! Δεν είναι λοιπόν καταπάτηση της εντολής το να στηρίζουμε την Πίστη μας σε θαύματα, ψευδή ή και αληθή ακόμα, το να ζητούμε αποδείξεις, να ζητούμε χαρισματικούς γεροντάδες εν μορφή medium; Δεν κλείνει το στόμα του καθενός που έσπευσε να πάρει θέση για το επίκαιρο αυτό φαινόμενο στον εκκλησιαστικό χώρο; Η εμμονή στα θαύματα, ο εντυπωσιασμός των ακατήχητων “ πιστών”, η μαγική θεώρηση των μυστηρίων και των όπλων της Εκκλησίας, η εξεζητημένη προσέλκυση οπαδών μέσω της θαυματουργίας είναι ευθεία καταπάτηση της πρώτης αυτής εντολής του Θεού!
Και το ερώτημα παραμένει σε κάθε εντολή το ίδιο: Όλα αυτά τα καταθέσαμε ποτέ ως εξομολογούμενοι στο πετραχήλι ή τα ακούσαμε ως πνευματικοί; Γνωρίζει κανείς αυτήν την εντολή ή ποτέ κανείς δεν την καταπάτησε και δεν υπέπεσε σε όλα τα παραπάνω και χιλιάδες άλλα παρόμοια; Τελικώς θα γνωρίσουμε ποτέ τον Θεό; Αυτόν που μας έβγαλε από την δουλεία της αμαρτίας και την σκλαβιά της ειδωλολατρίας; Μα δεν πρέπει πρώτα να βγούμε από αυτά; Δεν πρέπει πρώτα να τηρήσουμε αυτήν την πρώτη εντολή και να αποκόψουμε κάθε είδος άρνησης του Θεού; Μακάρι ο άγιος Νικόδημος να μας ξυπνήσει και με την διδασκαλία του και με τις ευχές του και να παλέψουμε να υπακούσουμε και σε αυτήν την τόσο σημαντική εντολή που μας φέρνει πολύ κοντά στην κοινωνία με τον ίδιο το νομοδότη.
Υ. Γ: Εννοείται ότι τα βιβλία της Π.Δ είναι 49 και της Κ.Δ 27. Το “λάθος” έγινε εκουσίως για να δειχθεί στον αναγνώστη ότι ελάχιστοι το γνωρίζουν αυτό και μάλιστα τόσο καλά ώστε να το αντιληφθούν αμέσως και να ενοχληθούν.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Περί της Α’. Εντολής. (Εξομολογητάριον)
«Α’. ΕΓΩ είμι Κύριος ο Θεός σου, ος τις εξήγησόν σε εκ γης Αιγύπτου, και εξ οίκου δουλείας. ουκ έσονται θεοί έτεροι πλην εμού» (Έξοδ. κ’. 2).
Εις ταύτην σφάλλουν οι άθεοι, οι πολύθεοι, οι αρνούμενοι την πρόνοιαν του Θεού και φρονούντες το αυτόματον και την ειμαρμένην. όλοι οι μάγοι, και μάντεις, και δεισιδαίμονες και όσοι προστρέχουν εις αυτούς (1). Οι αιρετικοί, όσοι δεν πιστεύουν ορθοδόξως τον ένα εν Τριάδι Θεόν, και απλώς ειπείν, όλοι εκείνοι, οπού ελπίζουν περισσότερον εις άνθρωπον, ή εις τον εαυτόν τους, και εις τα φυσικά, και επίκτητα καλά, οπού έχουν, παρά εις τον Θεόν (2).
- Όρα τον λβ’ . Κανόνα του Αγίου Ιωάννου του Νηστευτού, και την εις εκείνον υποσημείωσιν.
- Εις ταύτην την εντολήν σφάλλει ακόμη τινάς, εάν έβαλε θεληματικώς λογισμούς απιστίας εις κανένα πράγμα της πίστεως, ή τους είπε με το στόμα του. Αν εμίσησε τον Θεόν, ή τον αρνήθη. Αν επείραξε τον Θεόν ζητώντας του θαύματα, χωρίς να ήναι ανάγκη. Αν έκλεψεν ιερόν πράγμα και Εκκλησιαστικόν. Αν επώλησεν, ή αγόρασε με άσπρα την χάριν του Θεού. Αν αμέλησε και δεν έμαθε τα Μυστήρια της Πίστεως και την Χριστιανικήν Διδασκαλίαν. Αν ανέγνωσε βιβλία εναντία της Πίστεως και αρετής. Αν δεν είχε την πρέπουσαν ευλάβειαν εις τα Θεία. Αν δεν εξωμολογήθη με την πρέπουσαν εξέτασιν της συνειδήσεως, με πόνον και με απόφασιν να μην αμαρτήση πλέον. Αν «μετάλαβε τα άχραντα Μυστήρια, ώντας εις θανάσιμον αμαρτίαν. Αν έβαλε χέρι επάνω εις τους Εκκλησιαστικούς. Αν απελπίσθη από την ευσπλαγχνίαν του Θεού, ή ήμαρτε θαρρώντας εις αυτήν, ή αποφάσισε να αμαρτάνη, έως οπού ημπορή και ύστερον να μετανοήση. Και εάν, τέλος πάντων, εσυμβούλευσεν, ή συνήργησεν εις όλα τα τοιαύτα, αμαρτήματα· ή δυνάμενος να τα ιμποδίση, δεν τα εμπόδισε λόγω ή έργω.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ :