Μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος διὰ τὸν Κύριόν μας:
«ὅπου πρόδροµος ὑπὲρ ἡµῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόµενος εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἑβρ. στ΄, 20). (: Ἐκεῖ, εἰς τὸν οὐρανὸν πρόδροµος χάριν ἡµῶν, διὰ νὰ µᾶς ἀνοίξῃ τὸν δρόµον καὶ µᾶς ἑτοιµάσῃ τόπον, ἐµβῆκεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη Ἀρχιερεὺς ὄχι προσωρινός, ἀλλ’ αἰώνιος κατὰ τὴν τάξιν τοῦ Μελχισεδέκ).
- Στὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀποδίδεται τὸ ἀκόλουθο κείμενο: «Περὶ Μελχισεδέκ».
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦταν κάποιος βασιλεὺς ὀνομαζόμενος Μελχὶ καὶ ἡ γυναίκα του ἡ βασίλισσα ὀνομαζόταν Σαλήμ. Καὶ ἡ πόλη ποὺ κατοικοῦσαν λεγόταν ἐπίσης Σαλήμ, ποὺ σημαίνει δικαιοσύνη, εἰρήνη. Εἶναι τὰ σημερινὰ Ἱεροσόλυμα.
Γέννησαν δύο γυιοὺς τὸν Μελχί, ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν Μελχισεδέκ. Ὁ πατέρας ἀγαποῦσε περισσότερο τὸν μεγαλύτερο γυιό του τὸν Μελχί, ἡ δὲ βασίλισσα ἀγαποῦσε περισσότερο τὸν μικρότερο τὸν Μελχισεδέκ.
Ὁ βασιλεὺς ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ ἔκαμε θυσίες στὰ εἴδωλα, στοὺς 12 θεούς. Εἶπε στὸν γυιό του Μελχισεδέκ: Πάρε δούλους καὶ πήγαινε καὶ φέρε μου 7 μόσχους γιὰ θυσία. Καθὼς πήγαινε ὅμως ὁ Μελχισεδὲκ στὸ δρόμο κοίταζε τὸν ἥλιο, τὴν σελήνη, τὰ ἄστρα, ὅλη τὴν φύση καὶ κατὰ θεία φώτιση εἶπε μέσα του: Θυσία ταιριάζει μόνον σ’ Ἐκεῖνον ποὺ δημιούργησε τὸ σύμπαν. Αὐτὸς μόνον εἶναι ἄφθαρτος καὶ αἰώνιος, ἀληθινὸς Θεός. Θὰ ἐπιστρέψω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ τὴν σκέψη μου, ἴσως μὲ καταλάβη.
Σὰν τὸν εἶδε ὁ πατέρας του τὸν ρώτησε: Ποῦ εἶναι τὰ ζῷα γιὰ θυσία; Ὁ Μελχισεδὲκ ἀπάντησε: Πατέρα μου μὴ θυμώνεις. Ὁ δὲ πατέρας τοῦ εἶπε: Λέγε μου γρήγορα τί ἔχεις νὰ πῆς.
Ὁ Μελχισεδέκ: Ἂς μὴ δώσωμε πατέρα μου θυσία σ’ αὐτοὺς τοὺς θεούς, διότι δὲν μοῦ φαίνονται ἀληθινοὶ θεοί, ἀλλὰ νὰ κάνουμε τὴν θυσία στὸν ἀναπαυόμενο ἐπάνω στοὺς οὐρανούς, αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῶν θεῶν. Καὶ ὁ πατέρας ὀργισθεὶς τοῦ εἶπε: Πήγαινε γρήγορα καὶ φέρε μου ὅ,τι σοῦ εἶπα, ἀλλοιῶς δὲν θὰ ζήσης.
Μόλις ἔφυγε ὁ Μελχισεδὲκ ὁ πατέρας εἶπε στὴν γυναίκα του: Γυναίκα νὰ θυσιάσουμε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά μας. Ἡ γυναίκα του σὰν τάκουσε ἔκλαψε πικρά, κατάλαβε μάλιστα ὅτι ὁ βασιλεὺς θέλει νὰ θυσιάση τὸν Μελχισεδέκ. Ὁ βασιλεὺς τῆς εἶπε: Μὴ κλαῖς, ἀλλὰ ἂς βάλουμε κλῆρο κι ἂν ὁ κλῆρος πέση σὲ σένα, διάλεξε ἐσὺ ποιὸν θὰ κρατήσης, ἂν πέση σὲ μένα θὰ διαλέξω ἐγὼ ποιὸν θὰ κρατήσω· πίστευε ὁ βασιλεὺς ὅτι ὁ κλῆρος θάπεφτε ὄχι στὴν βασίλισσα ἀλλὰ σ’ αὐτόν. Ὅμως ὁ κλῆρος ἔπεσε στὴν βασίλισσα. Κι ἡ βασίλισσα φύλαξε ζωντανὸ τὸν Μελχισεδέκ.
Ὁ βασιλεὺς στόλισε μεγαλοπρεπῶς τὸν γυιό του Μελχὶ γιὰ θυσία, ἐν τῷ μεταξὺ ἔφερε κι ὁ Μελχισεδὲκ τοὺς 7 μόσχους. Ξεκίνησε λοιπὸν ὁ βασιλεὺς γιὰ τὸν ναὸ τῶν εἰδώλων, συνοδεύων τὸν γιὰ θυσία γυιό του. Καὶ ἄλλοι πολλοὶ πατέρες καὶ μητέρες συνόδευαν κι αὐτοὶ τοὺς γυιούς τους γιὰ θυσία· ἀκολουθοῦσαν πρόβατα, βόδια.
Ἡ βασίλισσα στὸ σπίτι κλαίει ἀπαρηγόρητη τὸν γυιό της Μελχί.
Ὁ Μελχισεδὲκ φεύγει στὸ Ὄρος Θαβώρ, ἡ δὲ μάνα του τρέχει στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων νὰ δῆ γιὰ τελευταία φορά ζωντανὸ τὸν γυιό της πρὶν θυσιασθῆ.
Ἐκεῖ στὸ Ὄρος Θαβὼρ ὁ Μελχισεδὲκ γονάτισε καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεὸ λέγοντας: Θεέ μου ἀληθινέ, δημιουργὲ τοῦ παντός, ἄκουσέ με καὶ ὅσοι βρίσκονται στὴν δαιμονικὴ αὐτὴ θυσία νὰ ρουφηχθοῦν ἀπὸ τὴν γῆ. Καὶ πράγματι ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ κατάπιε τὰ πάντα, ὅλη τὴν φυλὴ τοῦ Μελχί, ὁλόκληρη τὴν πόλη, ἀνθρώπους, ζῷα, κτίσματα, ναό, δὲν ἔμεινε τίποτε ἀπολύτως.
Κατεβαίνει ἀπὸ τὸ Ὄρος ὁ Μελχισεδὲκ καὶ σὰν εἶδε ὅτι τὸν ἄκουσε ὁ Θεός, καταφοβήθηκε κι ἐπέστρεψε στὸ βουνὸ πάλι στὸ δάσος κι ἔμεινε ἐκεῖ 7 χρόνια. Τὰ νύχια του ἔγιναν μακριὰ μιὰ σπιθαμή, τὰ μαλλιά του μάκραιναν ὥς τὴν μέση, ἡ πλάτη του ἔγινε σὰν ὄστρακο χελώνας. Ἔτρωγε βελανίδια κι ἔπινε δροσιά.
…Ἀφοῦ πέρασαν τὰ 7 χρόνια εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ: Πάρε τὸ ζῷο σου, ροῦχα πολυτελῆ, ξυράφι καὶ νὰ πᾶς στὸ Ὄρος Θαβὼρ καὶ νὰ φωνάξης: Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ ’ρθῆ ἕνας ἄνθρωπος ἐξαγριωμένος, μὴ φοβηθῆς, ξύρισέ τον, ντύσε τον, κόψε τὰ νύχια του καὶ παρακάλεσέ τον νὰ σ’ εὐλογήση.
Πράγματι ὁ Ἀβραὰμ πῆγε στὸ Ὄρος Θαβώρ καὶ ἔκαμε ὅ,τι τὸν πρόσταξε ὁ Θεὸς καὶ μετὰ 3 ἡμέρας κατέβηκε ὁ Μελχισεδέκ, πῆρε δοχεῖο ἐλαίου, ἄλειψε τὸν Ἀβραὰμ μὲ λάδι, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ εἶπε: Στὸ ἑξῆς δὲν θὰ λέγεσαι Ἄβραμ – ἔτσι λεγόταν πρῶτα – ἀλλὰ Ἀβραάμ.
Καὶ πάλι ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς Ἀβραάμ: «Ἐπειδὴ ἐκ τοῦ γένους τοῦ Μελχισεδὲκ δὲν ἔμεινε κανείς, διὰ τοῦτο λέγεται ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν ἔχων, μήτε τέλος ἔχων ζωῆς, ἀφομοιωμένος τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ θὰ μένη ἀρχιερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα, ἔχω ἀγαπήσει αὐτὸν – συνεχίζει ὁ Θεὸς – ὅπως ἀγάπησα τὸν Υἱόν μου τὸν ἀγαπητόν, διότι ἐφύλαξε τὰς ἐντολάς μου καὶ ἐμίσησε τὰ εἴδωλα».
Ὁ Μελχισεδέκ, τοῦ ὁποίου σκοπίμως ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποσιωπᾶ τὴν γέννηση καὶ τὸν θάνατό του, εἶναι προτύπωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ μας, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος λέγεται ἀρχιερεὺς κατὰ τὴν τάξη Μελχισεδὲκ (Ἑβρ. ε΄ 6).
Ἀργότερα – σημειώνει, τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως κεφ. ιδ΄ στ΄ 18-20 – ὅταν ὁ Ἀβραὰμ ἐπέστρεφε νικητὴς ἀπὸ πόλεμο, ὅπου ἀπελευθέρωσε τὸν αἰχμαλωτισθέντα ἀνεψιό του Λὼτ καὶ τὸν στρατό του, ὁ Μελχισεδὲκ βασιλεὺς Σαλήμ, ἱερεὺς Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, προϋπάντησε τὸν Ἀβραὰμ καὶ προσέφερε στὸν Ἀβραὰμ καὶ στοὺς 318 δούλους στρατιῶτες του «ἄρτον καὶ οἶνον, εἰς τύπον τῆς ἀναιμάκτου θυσίας», ὁ δὲ Ἀβραὰμ προσέφερε στὸν Μελχισεδὲκ τὸ 1/10 ἀπὸ τὰ ἐκλεκτότερα λάφυρα τοῦ πολέμου, διότι ὁ Μελχισεδὲκ εἶναι πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀβραάμ. Ὁ ἀριθμὸς τῶν 318 δούλων προτυπώνει τοὺς 318 Θεοφόρους Πατέρας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου».