Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης», ἔκδοση Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 2015
Ὁ
Πατὴρ Παΐσιος δὲν συμφωνοῦσε νὰ σπουδάζουν οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι στὴν
Δύση, διότι ἔβλεπε τὸν κίνδυνο νὰ μεταφέρουν ἀπὸ ἐκεῖ «πνευματικὰ
μικρόβια» καὶ νὰ μολύνουν τὴν ἀμώμητη Ὀρθόδοξη πίστη μας. «Τί θὰ πάτε νὰ
πάρετε ἀπὸ ἐκεῖ; ἔλεγε. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν τίποτε, τὰ ἔχουν γκρεμίσει
ὄλα».
Καὶ σὲ ἕναν Ὀρθόδοξο Γάλλο ἱερομόναχο ποὺ τὸν ρώτησε σὲ τί διαφέρουν
οἱ Καθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, εἶπε
χαρακτηριστικά: «Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι σὰν αὐτὸ τὸ Καλύβι
ποὺ βλέπεις, φτιαγμένο ἀπὸ πέτρες, λάσπη καὶ ζωνάρια. Οἱ Καθολικοὶ
ἀφαίρεσαν τὴν λάσπη, οἱ Προτεστάντες ἀφαίρεσαν τὰ ζωνάρια. Μποροῦν τώρα
νὰ σταθοῦν οἱ πέτρες μόνες τους;».
Στενοχωριόταν καὶ ὅταν μάθαινε ὅτι κάποιοι
Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἀντὶ νὰ τρέφωνται ἀπὸ τὴν «δυνατὴ πνευματικὴ τροφὴ»
τῶν Ὀρθοδόξων Πατερικῶν κειμένων καὶ νὰ πίνουν ἀπὸ τὰ κρυστάλλινα ὕδατα
τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, μελετοῦσαν τοὺς αἱρετικοὺς θεολόγους τῆς
Δύσεως καὶ ἔπιναν ἀπὸ τὶς θολερὲς πηγές τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φθάνουν
ἀκόμη καὶ σὲ λανθασμένα συμπεράσματα γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες.
Οὔτε
καὶ μὲ τοὺς «διαλόγους» ποὺ γίνονταν μὲ ἑτεροδόξους συμφωνοῦσε ὁ Ὅσιος.
Διότι ἔβλεπε ὅτι οἱ μὲν Ὀρθόδοξοι ποὺ ἀσχολοῦντο μὲ «διαλόγους» καὶ
«συνέδρια» καὶ «προσπάθειες γιὰ ἕνωση» δὲν εἶχαν προηγουμένως ἑνωθῆ οἱ
ἴδιοι μὲ τὸν Θεό, καὶ ἑπομένως δὲν μποροῦσαν νὰ πληροφορήσουν τοὺς
ἄλλους μὲ ὀρθόδοξα πατερικὰ βιώματα, οἱ δὲ ἑτερόδοξοι ποὺ συμμετεῖχαν σ΄
αὐτὰ δὲν εἶχαν εἰλικρινῆ διάθεση. Σὲ ἐπιστολὴ του τὸ 1978 ἔγραψε: «Τὸ
Εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα νομίζει ὅτι καὶ τὰ θέματα τὰ πνευματικὰ μποροῦν καὶ
αὐτὰ νὰ μποῦν στὴν Κοινὴ Ἀγορά. Ὅλα νὰ ἰσοπεδωθοῦν. Οἱ μὲν Ὀρθόδοξοι ποὺ
ἔχουν ἐλαφρότητα καὶ θέλουν νὰ κάνουν προβολή, «Ἱεραποστολή», συγκαλοῦν
δῆθεν Συνέδρια, γιὰ νὰ γίνεται ντόρος, νὰ γράφουν οἱ ἐφημερίδες, καὶ
νομίζουν ὅτι ἔτσι προβάλλουν τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ τὸ νὰ γίνουν ταραμοσαλάτα
μὲ τοὺς κακοδόξους. Ἀρχίζουν μετὰ οἱ ὑπὲρ ζηλωτὲς καὶ πιάνουν τὸ ἄλλο
ἄκρο, νὰ λένε καὶ βλασφημίες γιὰ τὰ Μυστήρια τῶν Νεοημερολογιτῶν κ.λ.π.
καὶ κατασκανδαλίζουν ψυχὲς ποὺ ἔχουν εὐλάβεια καὶ ὀρθόδοξη εὐαισθησία.
Οἱ δὲ ἑτερόδοξοι, ἔρχονται στὰ συνέδρια, κάνουν τὸν δάσκαλο, παίρνουν
ὅ,τι καλὸ ὑλικὸ πνευματικὸ βρίσκουν στοὺς Ὀρθοδόξους, τὸ περνᾶνε ἀπὸ τὸ
δικό τους ἐργαστήρι, βάζουν δικό τους χρῶμα καὶ φίρμα, καὶ τὸ
παρουσιάζουν σὰν πρωτότυπο, καὶ ὁ παράξενος σημερινὸς κόσμος ἀπὸ κάτι
τέτοια παράξενα συγκινεῖται καὶ καταστρέφεται πνευματικά.
Ὁ
Πατὴρ Παΐσιος εἶχε ἕναν δικό του τρόπο νὰ λέη καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς
ἑτεροδόξους τὴν ἀλήθεια, χωρὶς νὰ προκαλῆ. Ὅταν τὸ 1978 θὰ γινόταν ἡ
ἐκλογὴ νέου Πάπα, ἕνα ρωμαιοκαθολικὸς μοναχός τοῦ ζήτησε νὰ προσευχηθῆ,
ὥστε ὁ Πάπας ποὺ θὰ ἐκλέξουν νὰ εἶναι καλός. Ὁ Ὅσιος τὸν χτύπησε μὲ
συμπάθεια στὴν πλάτη καὶ τοῦ εἶπε χαμογελώντας: «Μὴ στενοχωριέσαι, παιδί
μου, ὅποιος κι ἂν εἶναι, ἀλάθητος θὰ εἶναι».
Τὴν
δεκαετία τοῦ ΄70 πολλοὶ ζητοῦσαν τὴν γνώμη τοῦ Πατρὸς Παϊσίου καὶ γιὰ
μία πρόταση ποὺ εἶχε γίνει, νὰ μὴ φοροῦν οἱ ἱερεῖς ράσα. Ἐκεῖνος τοὺς
ἔδειχνε μία ἐλιά, τῆς ὁποίας εἶχε ξεφλουδίσει τὸν κορμὸ καὶ τὰ χονδρὰ
κλαδιά, ἀφήνοντας φύλλα μόνο στὶς ἄκρες τῶν μικρῶν κλαδιῶν της. Στὸν
ξεφλουδισμένο κορμὸ της εἶχε χαράξει: «Τὰ δένδρα πέταξαν τὴν στολή τους,
θὰ δοῦμε τὴν προκοπή τους» καὶ «Παπὰς ἀράσωτος, ἄρα ἄσωτος». Ἡ ἐλιὰ
αὐτή, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ξεράθηκε.