Ἰωάν. 5, 1-15
Mητροπολιτου Φλωρίνης Αυγουστινου
«Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ
ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῆ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ»
(Ἰωάν. 5, 5)
ΤΙΘΕΤΑΙ, ἀγαπητοί μου, τίθεται τὸ ἐρώτημα˙ Τί εἶνε ἡ ζωή; Ἀπόλαυσι; Διασκέδασι; Χορὸς καὶ γλέντι; «Φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» (Λουκ. 12, 19). Ἔτσι νομίζουν πολλοί, ἰδίως νέοι τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, ποὺ παρασύρονται ἀπὸ ἀθεϊστικὲς καὶ ὑλιστικὲς ἰδέες καὶ νομίζουν ὅτι τὰ λίγα χρόνια ποὺ θὰ ζήσουν ἐδῶ στὸν πλανήτη πρέπει νὰ τὰ περάσουν ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ εὐχάριστα καὶ ἡδονικά. Ἔχουν σὰν σύνθημα τὸ ἰταλικὸ «ντόλτσε βίτα», ποὺ σημαίνει «γλυκειὰ ζωή», καὶ σὰν τέτοια γλυκειὰ ζωὴ θεωροῦν τὴ ζωὴ ποὺ ζοῦν τὴ νύχτα μέσα στὰ διάφορα κέντρα διασκεδάσεως,
ὅπου χορεύουν ἔξαλλους χορούς,
τραγουδοῦν αἰσχρὰ τραγούδια, διαπράττουν διάφορες ἀσχήμιες, καὶ γιὰ νὰ
βρίσκωνται σὲ μιὰ κατάστασι εὐχάριστη παίρνουν ναρκωτικὰ καὶ δημιουργοῦν
γιὰ λίγες ὥρες ἕνα τεχνητὸ παράδεισο ἡδονῆς. Κι ὅταν περάσουν οἱ ὥρες
αὐτές, οἱ δυστυχισμένοι περιπίπτουν σὲ μιὰ κατάστασι φοβερῆς καταπτώσεως
καὶ μελαγχολίας.
Ἀλλὰ γιὰ κείνους ποὺ ἐμβαθύνουν στὰ πράγματα καὶ φιλοσοφοῦν, ἡ
ζωὴ ἔχει βαθύτερο νόημα. Ἡ ζωὴ τοῦ καθήκοντος καὶ τῆς ἀρετῆς δὲν μοιάζει
μὲ δρόμο ἀσφαλτοστρωμένο, ἀνθοστόλιστο, ποὺ διασχίζει κανεὶς τρέχοντας
μὲ λιμουζίνα, ἀλλὰ μοιάζει μὲ στενὸ καὶ ἀνηφορικὸ δρόμο, στὸν ὁποῖο ὁ
ἄνθρωπος θὰ συναντήση πολλὰ ἐμπόδια, πολλὲς θλίψεις καὶ δοκιμασίες. Ὅπως
παρατηρεῖ ὁ Ἰώβ, ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε «πειρατήριον». Τί θὰ πῆ
πειρατήριον; Μιὰ ζωὴ γεμάτη πειρασμούς, θλίψεις καὶ δοκιμασίες. Ὅπως το
χρυσάφι βγαίνει ἀκάθαρτο μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς καὶ γιὰ νὰ
καθαρισθῆ ἀπὸ τὰ χώματα καὶ ἄλλες οὐσίες τὸ παίρνουν καὶ τὸ ρίχνουν σὲ
φλογισμένο καμίνι, ὅπου ὅλα τὰ ἄχρηστα πράγματα καίγονται καὶ ὁ χρυσὸς
τρέχει ὁλοκάθαρος, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, πρέπει νὰ
περάση ἀπὸ τὸ φλογισμένο καμίνι τῶν θλίψεων καὶ τῶν πειρασμῶν γιὰ νὰ
καθαρισθῆ ἀπὸ ἐλαττώματα, κακίες καὶ πάθη.
* * *
Ὑπῆρχε βέβαια ἐποχή, ποὺ ὁ
ἄνθρωπος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάθαρσι. Ἦταν ἁγνὸς καὶ καθαρός. Πότε; Ὅταν
ζοῦσε κοντὰ στὸν Θεό, στὸν παράδεισο. Ἀλλὰ ὅταν ἁμάρτησε, ἡ ἁμαρτία
ἐμόλυνε τὸν ψυχικό του κόσμο, ὁ ἄνθρωπος γέμισε ἀπὸ κακίες καὶ
ἐλαττώματα, καὶ σὰν ἀκάθαρτο χρυσάφι ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ καθάρισμα καὶ
ἐξαγνισμό. Ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὴν πτῶσι τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, ἄρχισαν οἱ
πόνοι, οἱ θλίψεις, οἱ πειρασμοί. Ἡ γῆ, ποὺ ἦταν πεντακάθαρη καὶ
μοσχοβολοῦσε ἀπὸ τὰ ὡραῖα λουλούδια, ἀγρίεψε καὶ ἄρχισε νὰ βγάζη
ἀγκάθια, ποὺ γιὰ νὰ τὰ ξερριζώση ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ κάνη τὴ γῆ γόνιμη θὰ
ἔπρεπε νὰ ματώσουν τὰ χέρια του. Ἥμερα ζῶα ἀγρίεψαν καὶ ἔγιναν θηρία,
ποὺ καὶ αὐτὸ τὸ μουγκριτό τους τρομάζει τὸν ἄνθρωπο. Οἱ ποταμοὶ
φούσκωσαν καὶ ἔκαναν πλημμύρες καὶ κατακλυσμούς. Ἡ γῆ ἄρχισε νὰ σείεται
ἀπὸ τρομεροὺς σεισμούς. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὑγιὴς πρὶν καὶ ἀθάνατος, ἐξ
αἰτίας τῆς ἁμαρτίας προσεβλήθη ἀπὸ ἀρρώστιες, πόνους καὶ θάνατο.
Θλίψεις, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀκαταστασία τῶν στοιχείων
τῆς φύσεως, ἀπὸ σεισμοὺς καὶ πλημμύρες. Θλίψεις ἀπὸ ἀρρώστιες καὶ
θανάτους. Ἀλλὰ καὶ θλίψεις ἀκόμα ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του, καὶ αὐτὲς
εἶνε οἱ μεγαλύτερες. Διότι οἱ ἄνθρωποι, καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶνε πιὸ κοντὰ καὶ
ὀνομάζονται φίλοι καὶ συγγενεῖς, ἔρχονται στιγμὲς ποὺ μὲ τὴν κακία τους
ποτίζουν τὸν ἄνθρωπο μὲ φαρμάκι. Κʼ ἐξ αίτίας τῆς κακίας τῶν
συνανθρώπων του ἔχει ὁ ἄνθρωπος θλίψεις πολλὲς καὶ μεγάλες. Ἀδικίες,
κλοπές, προσβολὲς οἰκογενειακῆς τιμῆς, πορνεῖες καὶ μοιχεῖες, ψέματα,
διαβολὲς καὶ συκοφαντίες, τραυματισμοί, φόνοι, ἐγκλήματα, πόλεμοι ποὺ
προκαλοῦν φρίκη καὶ κάνουν τὴ γῆ ἕνα ἀπέραντο πειρατήριο, νὰ μιὰ μεγάλη
πηγὴ θλίψεων τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅπου νὰ πάη καὶ νὰ σταθῆ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχει θλίψεις, ποὺ νὰ
προέρχωνται ἄλλοτε μὲν ἀπὸ τὴν ἐπανάστασι τῶν στοιχείων τῆς φύσεως,
ἄλλοτε δὲ ἀπὸ τὴν κακία καὶ μοχθηρία τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὸν
ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Κι ἄλλες θλίψεις προέρχονται κατὰ παραχώρησι Θεοῦ
ἀπὸ τὸ διάβολο, ποὺ προσπαθεῖ νὰ καταστρέψη τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τέλος
ὑπάρχουν θλίψεις, ποὺ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτρέπει σὰν
ἐξαγνισμὸ τῆς ἁμαρτωλῆς ἀνθρωπότητος ὁ παντοδύναμος, πανάγαθος καὶ
πάνσοφος Θεός.
Μέσα σʼ ἕναν ὠκεανὸ θλίψεων ταξιδεύει ὁ ἄνθρωπος. Τὸ βεβαίωσε ὁ
Χριστὸς ὅταν εἶπε «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε˙ ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ
νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. 16, 33). Δὲν ὑπῆρξε οὔτε ὑπάρχει ἀλλʼ οὔτε
θὰ ὑπάρξη στὸ μέλλον ἄνθρωπος ἐξω ἀπὸ τὶς θλίψεις. Ἐὰν ὑπάρχη νησὶ ποὺ
νὰ μὴ βρέχεται ἀπὸ τὴ θάλασσα, τότε θὰ ὑπάρξη καὶ ἄνθρωπος ποὺ δὲν θὰ
προσβάλλεται ἀπὸ τὰ ἄγρια κύματα τῶν θλίψεων.
Τὸ πρόβλημα εἶνε˙ πῶς ἀντιμετωπίζει τὶς θλίψεις ὁ ἄνθρωπος;
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ὅταν εἶνε καλὰ καὶ τὸ πορτοφόλι τους εἶνε γεμᾶτο
καὶ τὰ παιδιά τους προοδεύουν καὶ ὅλα εἶνε εὐχάριστα, δοξάζουν τὸν Θεό.
Ὅταν ὅμως ἔλθη καμμιὰ θλῖψι, τότε χάνουν τὴν ψυχραιμία τους, γογγύζουν
καὶ βλαστημοῦν καὶ καταριῶνται τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκαν. Ὑπάρχουν δὲ καὶ
ἄλλοι ποὺ τόσο πολὺ ἀπογοητεύονται, ὥστε δίνουν τέρμα στὴ ζωή τους μὲ
αὐτοκτονία.
* * *
Ὤ ἄνθρωποι ποὺ θλίβεσθε στὸν
κόσμο αὐτόν! Γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσετε νικηφόρα τὶς θλίψεις, πρέπει νὰ
ὁπλισθῆτε μὲ ὑπομονή. Γιὰ νʼ ἀποκτῆσετε δὲ ὑπομονή, πρέπει νʼ άνοίγετε
τὴν ἁγία Γραφή, νὰ βλέπετε τί λέει, γιὰ τὶς θλίψεις, καὶ νὰ διαβάζετε τὰ
ὑπέροχα παραδείγματα ὑπομονῆς.
Στὴν ἁγία Γραφὴ βλέπουμε ἥρωες ὑπομονῆς. Ἕνα δὲ τέτοιο
παράδειγμα ὑπομονῆς μᾶς δίνει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Ἕνας
ἥρωας παρουσιάζεται. Ἥρωας ἀνώτερος ἀπʼ αὐτοὺς ποὺ νικοῦν στὰ πεδία τῶν
μαχῶν μὲ παράσημα ἀνδρείας. Εἶνε ὁ παράλυτος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου.
Ρίξετε ἕνα βλέμμα πάνω στὴ ζωὴ τοῦ ἥρωα αὐτοῦ. Ζοῦσε μέσα σὲ
ὠκεανὸ θλίψεων. Ὄχι μέρες, ὄχι ἑβδομάδες, ὄχι λίγα χρόνια ἀλλὰ –
παρακαλῶ – 38 ὁλόκληρα χρόνια ἦταν ἄρρωστος, ἦταν τελείως παράλυτος. Καὶ
μόνο αὐτό; Δίπλα του δὲν εἶχε κανένα. Ἄνθρωπο δὲν εἶχε. Κι ὅμως δὲν
γόγγυσε, δὲν βλαστήμησε, δὲν καταράστηκε τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε, ἀλλὰ
μὲ ὑπομονή, ποὺ θυμίζει ὑπομονὴ Ἰώβ, περνοῦσε τὶς μέρες τῆς θλίψεως
πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψη ἀλλὰ τελικῶς θὰ δείξη τὸ
ἔλεός του. Καὶ ἔδειξε ὁ Θεὸς τὸ ἔλεός του. Ἦρθε ὁ ἴδιος, ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ τὸν θεράπευσε, καὶ τὸν ἔκανε καλά, καὶ
ὅλοι εἶδαν καὶ θαύμασαν. Ὁ παράλυτος τὴ μέρα ἐκείνη, ὁ ἥρωας αὐτὸς τῆς
ὑπομονῆς, πῆρε ἀπὸ τὸ Χριστὸ τὸν παμβασιλέα τὸ βραβεῖο τῆς ὑπομονῆς.
Εἴθε, ἀγαπητοί μου, τὸ βραβεῖο αὐτὸ τῆς ὑπομονῆς νὰ λάβουμε
ὅλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὅσοι καὶ ὅσες στὸν κόσμο αὐτὸ ὑποφέρουμε
διάφορες θλίψεις. Γιὰ νὰ ὑπομένουμε δέ, ἄς ρίχνουμε ἕνα βλέμμα στοὺς
ἥρωες τῆς ὑπομονῆς, ὅπως ὁ παράλυτος, ἰδιαιτέρως δὲ στὸν βασιλέα τοῦ
πόνου καὶ τῆς θλίψεως, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶπε˙
«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε˙ ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 112-117 (ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).