«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Ὁσίου Φιλοθέου Ζερβάκου
... Έξεστράτευσε τόν παλαιόν καιρόν κατά τής Ιερουσαλήμ μετά πολυαρίθμου στρατιάς ό βασιλεύς τών Άσσυρίων Σενναχηρίμ. Πρίν φθάση είς Ιερουσαλήμ, μαθών ό βασιλεύς τής Ιερουσαλήμ Έζεκίας ότι ό βασιλεύς Σενναχηρίμ όλας τάς πόλεις άπό τάς όποιας διήλθε τάς κατέστρεψε καί τάς ήφάνισε, τούς δέ κατοίκους άλλους έφόνευσε καί άλλους ήχμαλώτισε καί φοβηθείς μή πάθη τά ίδια, έπειδή δέν είχε στρατόν ίκανόν νά άντιπα ρατάξη, απέστειλε πρέσβεις πρός τόν Σενναχηρίμ ζητών ειρήνην, παρακαλών δέ αύτόν νά μή καταστρέψη τήν πόλιν, υπενθυμίζων είς αύτόν ότι δέν είναι δίκαιον νά ά φανίση τοιαύτην πόλιν, μέ τόσους κατοίκους, οί όποιοι δέν τόν έπταισαν τίποτε, καί ότι ύπάρχει Θεός, ό όποιος δέν θά παραβλέψη τό δίκαιον. Άλλά ό ύπερήφανος Σενναχηρίμ είπεν είς τούς άπεσταλμένους:
«Νά είπήτε είς τόν Έζεκίαν τόν βασιλέα σας, νά μοΰ παραδώση τήν πόλιν καί νά παύση νά σάς άπατα ότι υπάρχει Θεός. Μή έχετε ελπίδας είς τόν Θεόν ότι θά σάς βοηθήση. Ποιος είναι αύτός ο Θεός; Έάν ύπήρχε Θεός, θά έβοήθει καί τάς άλλας πόλεις καί χώρας, τάς οποίας έκυρίευσα, τήν Σαμάρειαν, τήν Άμάθ, τήν Άφραίθ καί άλλα».
Τοιαύτην άπάντησιν έδωκεν είς τόν Έζεκίαν διά τών άπεσταλμένων ό Σενναχηρίμ καί άλλας βλασφημίας καί μωρολογίας έξήμεσεν έναντίον τού Θεοΰ καί τοΰ Έζεκία, τά όποια μαθών ό Έζεκίας καί μή έχων άλλην ελπίδα σωτηρίας, κατέφυγεν εις τόν μόνον δυνάμενον σώσαι αύτόν καί τήν πόλιν Παντοδύναμον Θεόν, διέρρηξε τά ίμάτιά του, έκλαυσε πικρώς, έφόρεσε σάκκον καί μετέβη εις τόν Ναόν καί έδεήθη τοΰ Κυρίου, όπως λυτρώση τήν πόλιν καί αύτόν άπό τήν απειλή ν τοΰ τυράννου. Απέστειλε δέ τούς άνωτέρω απεσταλμένους πρός τόν Προφήτην Ήσαΐαν, νά ειπούν εις αύτόν νά δεηθή τοΰ Κυρίου, όπως λυτρώση τήν πόλιν άπό τήν έπικειμένην ανάγκην καί αίχμαλωσίαν. Ό δέ Ησαΐας, έχων πίστιν εις τόν Θεόν, εϊπεν είς τούς άπεσταλμένους: «Είπατε είς τόν βασιλέα, νά έχη πίστιν, θάρρος καί ελπίδα εις τόν Θεόν καί νά μή φοβηθή τάς άπειλάς τών έχθρων ότι τάδε λέγει Κύριος ό Θεός τοΰ Ούρανου καί τής γης πρός τόν βασιλέα τών Άσσυρίων: Δέν θά εισέλθη είς τήν πόλιν, αλλά θά έπιστρέψη άπρακτος καί κατησχυμένος, διότι έγώ θά υπερασπισθώ τήν πόλιν καί θά σώσω αύτήν» (Δ' Βασ. 191, 34). Τήν νύκτα έκείνην έξήλθεν Άγγελος Κυρίου καί έθανάτωσεν έκ τοΰ στρατεύματος τών Άσσυρίων εκατόν όγδοήκοντα πέντε χιλιάδας. Καί έξαναστάντες τό πρωΐ εύρον πάντα τά σώματα νεκρά, καί άπήλθεν ό Σεν ναχηρίμ κατησχυμένος. Έπαναστατήσαντες δέ κατ' αύτού οί υιοί αύτού έφόνευσαν αύτόν διά μαχαιρών καί έ βασίλευε Άσορδάν ό υίός αύτοΰ άντ' αύτού. Τοιαύτην μεγάλην βλάβην καί ζημίαν, τοιούτον μέγιστον κακόν έπροξένησεν ό βασιλεύς Σενναχηρίμ, διά τήν άπιστίαν του, τήν άσέβειάν του καί τάς δυσσεβείς κατά τοΰ άληθινού Θεού βλασφημίας, είς τόν εαυτόν του, είς τόν στρατόν καί είς τό έθνος του.
* * *
Άντίοχος ό βασιλεύς, ό άσεβής καί βλάσφημος, ό μολύνας τόν έν Ίεροσολύμοις άγιον Ναόν και προσονομάσας ναόν τοῦ Όλυμπίου Διός, ό συλήσας τά ιερά σκεύη, έξαναγκάζων τούς Ιουδαίους νά εγκαταλείψουν τούς πατρώους νόμους, ό θανατώσας τόν σοφόν γέροντα Έλεάζαρον καί τούς έπτά παῖδας μέ τήν εαυτών μητέρα Σολωμονήν μή θελήσαντας νά παραβούν τούς πατρώους νόμους καί μιαροφαγήσουν, αύτός εις ϋψος ασεβείας καί ύπερηφανείας αρθείς, ώς άλλος Εωσφόρος, έτιμωρήθη παρά Θεού μέ πληγήν θεήλατον. Πορευόμενος κατά τής Ιερουσαλήμ καί άπειλών αύτήν νά τήν καταστρέψη, πε σών έκ τού άρματος έστρεβλώθη καί έπληγώθη εις πάντα τά μέλη τοΰ σώματος του. Έκ δέ τών πληγών σκώληκες ανεφύησαν, κατεσθίοντες αύτόν, όδύναι θανάτου καί πόνοι φρικτοί τόν κατέλαβον, τοσαύτη δέ δυσωδία έ ξήρχετο έκ τών πληγών, ώστε βαρύνεσθαι καί μυσσάτεσθαι (βδελύττεσθαι, άηδιάζειν) άπαν τό στράτευμα, όταν δέ καί αύτός ό ίδιος δέν ήδύνατο νά ύποφέρη τήν δυσω δίαν του, έταπεινώθη, ήλθεν εις συναίσθησιν καί άνεφώ νησε: «Δίκαιον ύποτάσσεσθαι τώ Θεώ καί μή θνητόν ἰσόθεα φρονεῖν υπερηφάνως». Τοιουτοτρόπως, ό αιμοχαρής, ό άνδροφόνος καί βλάσφημος, μακράν τών πόλεων, μακράν τής πατρίδος του, τών οικείων του, εις ξένην γήν, εις έρημον τόπον, κακώς άπωλέσθη καί απέρριψε τήν μιαράν του ψυχήν.
* * *
"Οταν ό Ούάλης, ό 'Αρειόφρων βασιλεύς, έξεστρά τευσε κατά τών Γότθων αύτοπροσώπως τό 278 έτος μ.Χ., μαθών αύτό ό όσιος Ίσαάκιος, θαυμάσιος άσκητής, έ ξελθών τοΰ ερημικού κελλίου του, συνήντησε τόν βασιλέα καί, στάς κατά πρόσωπον αύτοΰ, μετά παρρησίας καί ζήλου ήλεγξεν αύτόν ειπών αύτω: «Γίγνωσκε, βασιλεΰ, ότι ο Θεός εκίνησε τούς βαρβάρους έναντίον σου, έπειδή καί σύ εκίνησες τήν γλώσσάν σου εις βλασφημίας κατά τοΰ Θεοΰ, καί τούς Όρθοδόξους, λατρεύοντας καί ύμνοΰντας τόν Θεόν, άπεδίωξας έκ τών θείων Οἴκων. Καί έάν παύσης πολεμών τόν Θεόν διά τής αιρέσεως και απόδωσες τούς αρίστους ποιμένας εις τά ποίμνια τού Χριστού, θά κερδίσης τήν νίκην άπόνως, έάν δέ μή ποίησης ούτω, μηδέ έχων σύμμαχον τόν Θεόν κροτήσης τήν μά χην, ή καταστροφή σου καί τού στρατεύματος σου έστι βεβαία. Μάθηση, είπεν, έκ τής πείρας, όσον έστι σκλη ρόν τό πρός κέντρα λακτίζειν, ούτε γάρ έπανήσεις καί προσαπολέσεις τήν στρατείαν».Ό βασιλεύς, όργισθείς, είς φυλακήν κατέκλεισε τόν Όσιον, διά νά τιμωρήση αύτόν καί θανατώση κατά τήν επιστροφή" εκίνησε δέ κατά τών βαρβάρων, άλλά κατά κράτος νικηθείς ύπ' αυτών κατεκαύθη ζών. (Θεοδ. Κύρου Ίστ. έκκλ. Λόγος δ', 31).
* * *
Κατά τόν Μικρασιατικόν πόλεμον, όταν ό ελληνικός στρατός ήγωνίζετο διά τήν άπελευθέρωσιν τών ά δελφών μας Μικρασιατών, έπληροφορήθην ότι πολλοί τών στρατιωτών καί ύπαξιωματικών καί μερικοί τών αξιωματικών έβλασφήμουν τά θεία, ενίοτε δέ καί κατά τήν ώραν πού ήρχιζεν ή μάχη, κατά τήν οποίαν ώφειλον όχι νά βλασφημούν τόν Χριστόν, τήν Παναγίαν, καί τόν Τίμιον Σταυρόν, άλλά νά έπικαλώνται είς βοήθειαν καί συμμαχίαν. Ταύτα πληροφορηθείς, ώς Πνευματικός Πατήρ καί Ιερεύς τού Θεού, έλυπήθην σφόδρα καί έγραψα έπιστολήν είς τόν αείμνη στον βασιλέα Κωνσταντίνον, ύπομιμνήσκων είς αύτόν ότι πρέπει νά έκδοση διαταγήν αύστηροτάτην, νά παύση τελείως ή βλασφημία καί άπό τόν λαό ν καί ιδίως άπό τόν στρατό ν, καί νά γίνωνται προσευχαί, δεήσεις καί παρακλήσεις, διότι αί νίκαι καί οί θρίαμβοι τούς οποίους πολλές φορές κατήγαγον άπό τών αρχαιοτάτων χρόνων οί πρόγονοι ήμών, έπί Βυζαντινών αυτοκρατόρων καί οί προπάτορες ήμών κατά τήν άπελευθέρωσιν τής Ελλάδος τό 1821, άκόμη καί έπί τών ημερών μας κατά τά έτη 1912-1913, δέν έγιναν μέ βλασφημίας έναντίον του Θεοΰ καί τής Παναγίας Μητρός Αύτοϋ, άλλά μέ πίστιν θερμήν, άληθινήν πρός τόν Θεόν, μέ προσευχάς, μέ δεήσεις καί παρακλήσεις, καί μέ τήν βοήθειαν καί συμμαχίαν τοϋ Θεοΰ καί τήν προστασίαν τής Παναγίας Μητρός Αύτοΰ.
«Πιστεύω, Μεγαλειότατε, αναμφιβόλως, έγραφον τότε, ὅτι, έάν παύση ή βλασφημία, παύση ή διχόνοια καί ή διαίρεσις (καθ* ότι έξηκολούθει ή διαίρεσις μεταξύ Βασιλικών καί Βενιζελικών), συνδεθούν δέ πάντες οί "Ελληνες, καί ό λαός καί ό στρατός, διά τοΰ συνδέσμου τής άγάπης καί αναπέμπονται θερμαί δεήσεις καί ίκεσίαι μετά πίστεως καί εύλαβείας, θά μάς βοηθήσουν ό Θεός καί ή Παναγία καί θά νικήσωμεν. Θά έλευθερώσωμεν τούς αδελφούς μας Μικρασιάτας καί θά δοξασθώμεν παρ᾿ Αύτοΰ είς όλον τόν κόσμον. Έν εναντία περιπτώσει καί άν δέν παύση ή βλασφημία καί ή διχόνοια, φοβούμαι, πολύ φοβούμαι, οτι θά συμβή τό έναντίον καί θά καταισχυνθώ μεν».
Ό βασιλεύς άδιαφόρησεν, άλλ' ή άδιαφορία έκείνη επέφερε τήν δικαίαν τοΰ Θεοΰ οργήν καί άγανάκτησιν, τήν τελείαν ήτταν τοῦ στρατοΰ, τήν ολοσχερή κατα στροφήν τής Μ. Ασίας, τήν έξορίαν έκ τής Ελλάδος καί τόν θάνατον έκ τής στενοχώριας καί πολλής θλίψε ως τοΰ βασιλέως, τόν θάνατον τών 6 κορυφαίων πολιτικών τής Ελλάδος καί τά λοιπά θλιβερά γεγονότα τής εποχής εκείνης.
Όλίγους μήνας πρό τής καταστροφής τής Μ. Ασίας, εύρισκόμην είς Αίτζια, μίαν ώραν μακράν τοΰ Τζεσμέν, ένθα ύπάρχουν θερμαί πηγαί ίαματικαί. Ήμέραν τινά εϊχομεν συζήτησιν μετά τίνος φιλοπάτριδος πλουσίου έκ Σμύρνης, ό όποιος μοΰ έλεγε: «Νά ήξεύρης π. Φιλόθεε, ότι εις ολίγας ήμέρας ό στρατός μας θά είσέλ θη είς Κων/λιν». «Ήξεύρω, τοῦ λέγω, ὅτι είς ολίγας ήμέρας θά ευρίσκεται είς τάς Αθήνας ήττημένος καί καταδιωγμένος», «Μή είσαι, μου λέγει, τόσον απαισιόδοξος». «Δέν είμαι, απήντησα, άλλ' έφ' όσον έπληροφορήθην ασφαλώς ότι οί στρατιώται, άντί νά επικαλούνται τόν Θεόν είς βοήθειαν, τόν υβρίζουν, τόν βλασφημούν, είναι αδύνατον, αδύνατον νά μή τιμωρηθούν, διότι λέγει τό Πνεύμα τό 'Άγιον: Φυλάσσει Κύριος πάντας τούς αγαπώντας Αύτόν καί πάντας τούς αμαρτωλούς έξολοθρεύ ση. Οί βλάσφημοι όχι μόνον δέν αγαπούν τόν Θεόν, άλλά καί τόν βλασφημούν μέ τάς αίσχροτέρας λέξεις. Οί βλάσφημοι είναι οί ασεβέστεροι καί άμαρτωλότεροι πάντων. Επομένως οί λόγοι τοΰ Κυρίου είναι άδύνατον νά μή έκπληρωθοΰν». Καί δέν παρήλθον ίκαναί ήμέραι καί έξεπληρώθησαν. Ό ελληνικός στρατός, έγκαταλειφθείς άπό τόν Θεόν, έδειλίασε καί οπισθοχώρησε καί άφήκε τούς άδελφούς μας ύποδούλους είς τάς χείρας τών βαρβάρων, οί όποιοι όσους ήδυνήθησαν έφόνευσαν, τούς δέ άλλους έδιωξαν γυμνούς έκ τών οικιών των καί πάντων τών ύπαρχόντων αύτών.
Όλων δέ αύτών αιτία καί αφορμή ήσαν καί άλλαι άμαρτίαι, άλλά πρό πάντων ή βλασφημία. Ανάγκη άπό λυτος νά έξαλειφθή ή πληγή τής βλασφημίας τελείως άπό τό "Εθνος διά νά εύτυχήση, νά δοξασθή καί ύψωθή.
Ἐπιμέλεια: Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου