Ἀποτελεῖ
πανανθρώπινο φαινόμενο ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί ἀδήριτη ψυχική ἀνάγκη ἡ
δίψα γιά γνώση καί κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἄγνοια, ὅμως, τοῦ
Θεοῦ ὁδήγησαν τους ἀνθρώπους νά πιστέψουν γιά θεούς πρόσωπα θνητά,
ἄλογα ζῶα καί φαινόμενα φυσικά, γιά νά βροῦν τήν σωτηρία τους καί ἔτσι
λάτρευσαν τήν κτίση ἀντί γιά τόν κτίστη Θεό.
Στήν
ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος παρουσιάστηκαν κατά καιρούς
πολλοί «σωτῆρες». Ἕνας, ὅμως, εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ὁ
μοναδικός Σωτήρας, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, διότι Αὐτός εἶναι:
Ὁ μόνος πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, τοῦ ἔδωσε τό αὐτεξούσιο καί σέβεται τήν ἐλευθερία του.
Ὁ μόνος πού προφητεύθηκε ἀπό πολλούς προφῆτες, πρίν γεννηθῆ, καί προφήτευσε.
Ὁ μόνος πού ἀπέδειξε καί βεβαίωσε τήν θεϊκή Του ἰδιότητα μέ τήν παρουσία καί τά θαύματά Του.
Ὁ
μόνος πού ἀπεκάλυψε τήν ἀληθινή θεογνωσία, τήν πίστη στήν
Ἁγία Τριάδα, καί φανέρωσε τό μυστήριο τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως
στό Πρόσωπό Του, τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση.
Ὁ
μόνος ἀναμάρτητος καί ὁ μόνος πού, ὡς Θεός, συγχώρησε
ἁμαρτίες καί μετέδωσε τήν ἐξουσία τῆς ἀφέσεως τῶν
ἁμαρτιῶν.
Ὁ μόνος πού γνώριζε τά πάντα, παρελθόντα, παρόντα καί μέλλοντα.
Ὁ
μόνος πού δίδαξε τήν τελειότατη διδασκαλία, τό Εὐαγγέλιο τῆς
σωτηρίας, πού ρυθμίζει κατά τόν ἄριστο τρόπο τίς σχέσεις τῶν
ἀνθρώπων μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους.
Ὁ
μόνος νικητής τοῦ θανάτου, πού ἀνέστησε νεκρούς ἀλλά καί τόν
ἴδιο τόν ἑαυτό Του, καί ἀπέδειξε μέ τίς πολλές ἐμφανίσεις Του
ἀληθινή τήν Ἀνάστασή Του.
Ὁ μόνος πού ἀναλήφθηκε μέ τό σῶμα Του ἐνώπιον τῶν Μαθητῶν Του στούς οὐρανούς ἀλλά καί παραμένει μαζί μας.
Ὁ μόνος πού ἀγάπησε πραγματικά τόν ἄνθρωπο καί θυσιάσθηκε γιά τήν σωτηρία του.
Στόν
Θεάνθρωπο συνυπῆρχε τό ἀνθρώπινο καί φυσικό μαζί μέ τό
θεϊκό καί ὑπερφυσικό, καθότι εἶναι τέλειος Θεός καί
τέλειος ἄνθρωπος. Μέσα στήν ἀσθενική ἀνθρώπινη φύση Του
ἔκρυβε τήν θεϊκή Του παντοδυναμία, πού τήν ἀποκάλυπτε μέ τά
θεϊκά Του ἔργα, ὅταν ἤθελε. Συνδύαζε τό θεϊκό μεγαλεῖο μέ
τήν ἄκρα ταπείνωση· τήν ὑπερβάλλουσα εὐσπλαγχνία μέ τήν δικαία
κρίση. Στό πρόσωπό Του ἑνώνονται τό παρελθόν, τό παρόν καί τό
μέλλον, διότι εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου καί τοῦ χρόνου, ὁ
κύριος τῆς ἱστορίας καί ὁ ἔσχατος κριτής· «ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ
ἐρχόμενος».
Ὁ
Χριστός, ὅσον οὐδείς ἄλλος, εὐεργέτησε, ἀλλά καί εἰσέπραξε
τήν πιό μεγάλη ἀγνωμοσύνη. Λατρεύτηκε, ἀλλά καί πολεμήθηκε.
Δίδαξε τήν ἀλήθεια, καί, ὅμως, συκοφαντήθηκε ὡς πλάνος.
Γνώριζε τά πάντα καί τούς πάντες, ἀλλά ἀγνοήθηκε ἀπό πλήθη.
Ξεπερνᾶ
ὅλους τούς ἥρωες τῆς ἱστορίας, γιατί δέν θυσιάσθηκε μόνο
γιά τό καλό τοῦ λαοῦ Του, ἀλλά γιά τήν σωτηρία ὅλων τῶν
ἀνθρώπων. Εἶναι μεγαλύτερος ἀπό ὅλους τούς μάρτυρες, διότι
οὐδείς ὑπέφερε, ὅσον ὁ Χριστός, ἐπειδή, ἐνῶ τούς μάρτυρες τούς
ἐνίσχυε μέ τήν χάρη Του, καί τούς ἐλάφρυνε τούς πόνους, στά δικά Του
Ἅγια Πάθη δέν χρησιμοποίησε τήν θεϊκή Του δύναμη.
Ὁ
Χριστός εἶναι μοναδικός, «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον».
Εἶναι βέβαια ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὁμοούσιος μέ
τούς ἀνθρώπους, ἀλλά διαφέρει ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα,
ἀπό τήν Μητέρα Του καί ἀπό ἡμᾶς κατά τό ὅτι εἶναι Θεός καί
ἄνθρωπος ὁ Αὐτός. «Αὐτό πραγματικά εἶναι τό ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς
ὑποστάσεως τοῦ Χριστοῦ»1, διότι ἄλλος Θεάνθρωπος δέν ὑπῆρξε ποτέ.
Ὅλα τά τοῦ Θεανθρώπου ἔχουν τήν σφραγῖδα:
–
τοῦ μεγαλειώδους, τοῦ θεοπρεποῦς, τοῦ παραδόξου, καθότι ἡ
παραδοξότης εἶναι γνώρισμα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ τελείου, διότι
μόνον ὁ Θεός εἶναι τέλειος·
– τῆς ἀνυπέρβλητης κενώσεως, διότι, Θεός ὤν, ἔγινε ἄνθρωπος·
–
τῆς εὐεργετικῆς προσφορᾶς καί τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης,
καθότι στήν ἐπίγεια ζωή Του εὐεργετοῦσε τούς πάντες, θεράπευε τούς
ἀσθενεῖς καί ἔδωσε τήν ζωή Του ἀντίλυτρο γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.
– τῆς πιστότητος στά λόγια Του, στά ἔργα Του καί στίς ὑποσχέσεις Του·
– τῆς τελείας καί ἀπολύτου ὀντολογικῆς Του ἀναμαρτησίας.
Ὁ
Χριστός εἶναι «τό ἀποκεκρυμμένον ἀπό τῶν αἰώνων καί ἀπό τῶν
γενεῶν μυστήριον»2. Αὐτός ἦταν ἡ ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν τῆς Π.
Διαθήκης. Ὅλη ἡ Π. Διαθήκη μιλᾶ γι᾿ Αὐτόν. Εἶναι ὁ κεντρικός
ἄξονας, διότι ὅλα στρέφονται γύρω ἀπό τό πρόσωπό Του καί
καταλήγουν στό πρόσωπό Του. Πολύ περισσότερο στά Εὐαγγέλια τό
κεντρικό πρόσωπο εἶναι ὁ Χριστός, ἡ δέ εὐαγγελική διήγηση
εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἐπί γῆς παρουσίας Του, ὅσων ἔπραξε καί
δίδαξε ὁ Ἰησοῦς. Ἀλλά καί τό κεντρικώτερο θέμα τῆς πατερικῆς
θεολογίας ἦταν πάντοτε τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. «Τό δόγμα τῆς
πίστεώς μας ἔχει θεμέλιο καί ἀρχή τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν».
Ἑπομένως,
ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς
Διαθήκης, ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τό κέντρο τῆς πίστεώς μας καί
τῆς λατρείας μας, ἡ ἀρχή, ἡ μεσότης καί τό τέλος πάντων τῶν αἰώνων, ὁ
Κύριος τῆς ἱστορίας, ὁ Κριτής καί Σωτήρας μας, καί κατά τόν
Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ Χριστός εἶναι «τά πάντα ἐν πᾶσι».
Ἡ
σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ἕνωση τῶν
δύο φύσεων σέ μία ὑπόσταση, ὅσα ἔπραξε καί δίδαξε καί ὅσα
ἄλλα ἀναφέρονται στόν Χριστό, ἀποτελοῦν, κατά τόν εὔστοχο
χαρακτηρισμό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «Τό μυστήριον τοῦ
Χριστοῦ»4. Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Τό
μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς τό ὀνόμασε Χριστό»5. «Παντοῦ
μυστήριο ὀνομάζει τήν ὑπέρ ἡμῶν οἰκονομία, διότι ἄνθρωπος ἔγινε ὁ Θεός
καί θεός ὁ ἄνθρωπος».
Ὄντως
πρόκειται περί ἀνυπερβλήτου καί ἀνεξιχνιάστου μυστηρίου.
Αὐτόν πού ἔτεκε ἡ Θεοτόκος ὡς βρέφος, συγχρόνως τόν λατρεύει
ὡς Θεό. Ὑπῆρξε ὁ πλάστης τοῦ Ἀδάμ, καί ἔγινε ἀπόγονός Του.
Ἦταν υἱός τοῦ Δαυΐδ καί, συγχρόνως, Θεός καί Κύριός του. Ὁ
ἄναρχος καί ἀμήτωρ Θεός ἔγινε μέσα στόν χρόνο ἀπάτωρ σαρκικῶς.
Ἔζησε ὡς ἄνθρωπος στήν γῆ, καί παρέμεινε ἀχώριστος ἀπό τόν
Πατέρα Του στούς οὐρανούς. Ἔπαθε ὁ Χριστός κατά τήν σάρκα, καί
ἐνῶ ἦταν «κατάστικτος τοῖς μώλωψι», ἦταν συγχρόνως καί
«πανσθενουργός». «(Ὁ Χριστός συγχρόνως ὑπῆρξε) μέσα σέ τάφο μέ τό
σῶμα Του, στόν ᾅδη μέ τήν ψυχή Του ὡς Θεός, στόν παράδεισο μέ τόν
ληστή, καί στόν θρόνο μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα, γεμίζοντας μέ τήν
παρουσία Του τά πάντα Αὐτός πού δέν ὑπόκειται σέ τοπικό περιορισμό (ὁ
πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν)». Ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε μέ τό
ἀφθαρτοποιημένο σῶμα Του στούς οὐρανούς, ἐνῶ συγχρόνως δέν
ἀποχωρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία Του. Δίδεται τό Σῶμα Του καί τό
Αἷμα Του ὡς βρώση καί πόση κάθε ἡμέρα σέ ἑκατομμύρια πιστούς,
καί παραμένει ἀδαπάνητο καί ἀκέραιο.
Ὁ
Χριστός, λοιπόν, ἔκανε ὅλα αὐτά, γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο,
ἀλλά δέν τόν ἔσωσε μόνος. Ὁ Χριστομονισμός εἶναι αἵρεση.
Τριαδικῶς σώζει τόν ἄνθρωπο ὁ Πατήρ δι᾿ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι, ὅπως τριαδικῶς τόν ἔπλασε, διότι οἱ ἐνέργειες εἶναι
κοινές στήν Ἁγία Τριάδα. Ὁ Πατήρ εὐδοκεῖ, τό Ἅγιο Πνεῦμα
συνεργεῖ καί ὁ Υἱός αὐτουργεῖ τήν σάρκωση καί τήν σωτηρία τοῦ
ἀνθρώπου, διότι «ὅλος ἦν ὁ Πατήρ καί ὅλον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον,
οὐσιωδῶς ἐν ὅλῳ τελείως τῷ Υἱῷ καί σαρκουμένῳ· οὐ σαρκούμενοι, ἀλλ᾿ ὁ
μέν εὐδοκῶν, τό δέ συνεργοῦν, αὐτουργοῦντι τῷ Υἱῷ τήν σάρκωσιν».
Ὑπάρχει
μία συνέχεια καί ἄρρηκτη ἑνότητα ἀνάμεσα στήν Παλαιά Διαθήκη, στήν
Καινή καί στά ἔσχατα. Στήν Ἁγία Γραφή μαρτυρεῖται ἡ σταδιακή φανέρωση
τοῦ ἀγνώστου μυστηρίου τῆς Οἰκονομίας, τό ὁποῖον ὁ Τριαδικός Θεός
ἐνεργεῖ. «Ἡ Παλαιά (Διαθήκη) ἐκήρυττε φανερά τόν Πατέρα, ἐνῶ τόν Υἱό
ἀμυδρότερα. Ἡ Καινή φανέρωσε τόν Υἱό καί ἄφησε νά φανῆ ἐν μέρει ἡ
θεότητα τοῦ Πνεύματος. Τώρα, (μετά τήν Πεντηκοστή) κατοικεῖ ἐν μέσῳ ἡμῶν
τό Πνεῦμα καί μᾶς ἀποκαλύπτεται σαφέστερα».
Ὅλα
τῆς Παλαιᾶς ἦταν σκιώδη καί μιά προετοιμασία. Ἀλλά τό τέλος καί ὁ
σκοπός ὅλης τῆς θείας Οἰκονομίας δέν εἶναι ἡ Καινή Διαθήκη, ἡ ὁποία
ἀποτελεῖ μόνον εἰκόνα τῶν μελλόντων, ἀλλά ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Σκιά γάρ
(ἦν) τά τῆς παλαιᾶς· εἰκών δέ τά τῆς νέας Διαθήκης· ἀλήθεια ἡ
τῶν μελλόντων κατάστασις».
Προηγουμένως
ὁ Υἱός ἦταν ἄσαρκος ὡς Λόγος. «Ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς καί φάνηκε καινούργιος
(μέ τήν ἐνανθρώπηση) καί γεννιέται (μέ τήν θεία χάρη) πάντοτε νέος στίς
καρδιές τῶν Ἁγίων»10. Αὐτόν τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε Υἱός ἀνθρώπου
προεῖδαν οἱ Προφῆτες, τόν γνώρισαν ὡς ἱστορικό πρόσωπο καί τόν
κήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καί τόν ἔζησαν βαθιά οἱ ἅγιοι Πατέρες,
μελετώντας τήν Ἁγία Γραφή, προσευχόμενοι καί εἰσερχόμενοι στόν
θεῖο γνόφο. Μέ τήν καθαρότητά τους κατόρθωσαν νά δοῦν τό
πνευματικό βάθος πού κρύβεται πίσω ἀπό τό γράμμα τῆς Γραφῆς, νά
ἐμβαθύνουν στό μυστήριο τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως καί νά
θεολογήσουν. «Οἱ ἅγιοι Πατέρες κατέβαλαν κάθε προσπάθεια νά ἀποδείξουν
τό ἰσόκυρο τῶν Προφητῶν (Π. Διαθήκης) καί Ἀποστόλων (Κ. Διαθήκης) καί
τήν ταυτότητα τοῦ Χριστοῦ Λόγου ἐν σαρκί μέ τόν ἄσαρκο Κύριο τῆς δόξης
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης».
* * *
Ἀποδείχθηκε
ἀπό τά ἀνωτέρω ἡ σπουδαιότητα τοῦ θέματος, ἀλλά καί ἡ ὄντως
δυσχερεστάτη πραγμάτευσή του. Ὑπάρχουν τόσα ἐπί μέρους
θέματα καί ἀπέραντη βιβλιογραφία, ὥστε σχεδόν τό κάθε
κεφάλαιο δύναται νά ἀποτελέση αὐτοτελῆ ὀγκώδη μελέτη.
Αὐτό συνιστᾶ ἀπό μόνο του ξεχωριστή δυσκολία. Ἀπό τά πολλά,
δηλαδή, στοιχεῖα πρέπει νά ἐπιλεγοῦν τά κατάλληλα, ὥστε νά
παρουσιασθοῦν συνοπτικά ἀλλά καί μέ πληρότητα· μέ ὀλίγα νά
δοθοῦν πολλά.
Ἡ
παροῦσα ἐργασία δέν ἔχει σκοπό νά παρουσιάση ἕνα βίο τοῦ
Ἰησοῦ κατά τά δυτικά πρότυπα, οὔτε μιά ἑρμηνεία τῆς
εὐαγγελικῆς διηγήσεως περιγράφοντας τήν ἱστορική πορεία
Του ἐπί τῆς γῆς. Οὔτε πάλι εἶναι μιά αὐστηρῶς ἐπιστημονική
χριστολογική διατριβή, ἔργο ἀκατόρθωτο γιά τήν ἀδυναμία μας
ἀλλά καί ἀπρόσιτο στούς πολλούς. Ἄν καί περιέχη ἀρκετά
ἀπολογητικά στοιχεῖα, δέν εἶναι οὔτε ἀποδεικτική ‐
ἀπολογητική μελέτη γιά τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτό καί
δέν χρησιμοποιοῦνται ἱστορικές ἐξωβιβλικές μαρτυρίες.
Καί ὁ Κύριος καί οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν Γραφῶν ἀπεδείκνυαν τήν
Θεότητά Του. Μέσα ἀπό τίς θεῖες Γραφές βρίσκομε καί γνωρίζομε τόν
Σωτῆρα, καί ἡ Γραφή, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, ἐξηγεῖται μέ τήν Γραφή.
Ἡ
παροῦσα χριστολογία εἶναι βιβλική ‐ θεολογική ‐
δογματική καί ἱστορική μελέτη, κατοχυρωμένη βιβλικῶς καί
ἑρμηνευομένη πατερικῶς. Δέν ὑπάρχει τίποτε «καινόν», ἀλλά
μιά διαφορετική σειρά καί θεματολογία. Κυρίως ὑπάρχει
πλούσια πατερική ἐμβάθυνση, ἑρμηνεία καί σχολιασμός,
σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία
κατέχει τό ἀλάθητο, ἀφοῦ εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς
ἀληθείας».
Κατεβλήθη
προσπάθεια νά παρουσιασθῆ ἁπλᾶ, περιεκτικά καί ὅσον τό
δυνατόν ὁλοκληρωμένα τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, καθώς καί
διάφορες πτυχές ἀπό τήν ζωή, τό ἔργο καί τήν διδασκαλία Του,
πού συνθέτουν, τονίζουν καί ἀναδεικνύουν τήν ὑπέροχη,
μοναδική, μεγαλειώδη καί τελεία εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου.
Ἀναφέρεται
ὄχι μόνο στήν παρουσία Του ὡς ἱστορικοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί στήν
ἄσαρκη φανέρωσή Του ὡς προϋπάρχοντος Λόγου στήν Π. Διαθήκη. Ὁ Υἱός
τῆς Παρθένου προϋπῆρχε ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἀποκαλυπτόταν πρό τῆς
ἐνανθρωπήσεώς Του ὡς ἄσαρκος Λόγος. Ὁ ἀϊδίως ὑπάρχων Υἱός καί Λόγος τοῦ
Θεοῦ ἔλαβε μέ τήν ἐνανθρώπησή Του χρονική ἀρχή. Ἀκόμη ἀναφέρεται καί
στόν ἀναστάντα καί δοξασμένο Θεό καί Κύριο. Εἶναι οἱ τρεῖς
χρονικές περίοδοι δράσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου· ἡ ἄσαρκος, ἡ ἔνσαρκος
οἰκονομία τοῦ Λόγου καί ἡ παρουσία Του στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν
Ἀνάστασή Του μέχρι τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας Του. Εἶναι οἱ τρεῖς
ἐκφάνσεις τοῦ Θεοῦ Λόγου: Στήν Παλαιά Διαθήκη, στήν Καινή καί
στήν Ἐκκλησία πού κατευθύνεται στά ἔσχατα, ὅπως ἀκριβῶς φαίνεται καί
στόν Χριστολογικό ὕμνο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, «ἐν μορφῇ
Θεοῦ ὑπάρχων (προΰπαρξη)… ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών
(ἐνανθρώπηση)… διό καί ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε (ὕψωση)»13. Μέ βάση
αὐτήν τήν διαίρεση – προΰπαρξη, ἐνανθρώπηση καί ὕψωση–,
χωρίσθηκε ἡ ἐργασία σέ τρία μέρη:
Τό
Πρῶτο ἀναφέρεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ διά τοῦ ἀσάρκου
Λόγου καί στήν δράση Του στήν Π. Διαθήκη: Στίς ἐμφανίσεις Του
στούς Δικαίους, στίς προεικονίσεις Του, στίς προφητεῖες πού
προανήγγειλαν τήν ἔλευσή Του, στά ὀνόματα μέ τά ὁποῖα
ἐμφανιζόταν, στήν Διαθήκη, στόν Νόμο καί στήν λατρεία πού
ἔδωσε στόν Ἰσραηλιτικό λαό, διά τοῦ ὁποίου προετοίμασε τήν
ἀνθρωπότητα, ὥστε νά δεχθῆ τόν ἐρχομό Του. Περιλαμβάνει,
δηλαδή, τήν δράση τοῦ Υἱοῦ ἀπό τήν δημιουργία ὥς τήν σάρκωσή
Του.
Τό
Δεύτερο μέρος ἀρχίζει ἀπό τόν Εὐαγγελισμό τῆς γεννήσεως τοῦ
Σωτῆρος, καί ἐκτείνεται ὥς τήν εἰς ᾅδου Κάθοδο. Περιλαμβάνει
χρονική περίοδο τριάντα τριῶν ἐτῶν, ὅσα τά ἔτη τῆς ἐπίγειας
ζωῆς Του, καί ἀναφέρεται στίς ἐνδοτριαδικές σχέσεις τοῦ Υἱοῦ μέ τόν
Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, στήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως,
στά μέγιστα γεγονότα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Σωτῆρος, στήν
μεσσιανικότητά Του καί στά ἐξαίρετα θεϊκά χαρακτηριστικά
Του ὡς ἀναμαρτήτου, παντογνώστου, ὡς ἔχοντος ἐξουσία ἀφέσεως
ἁμαρτιῶν, στά ὀνόματα καί τούς χριστολογικούς Του τίτλους, στό
τρισσόν ἀξίωμά Του, στήν μοναδική διδασκαλία τοῦ
Εὐαγγελίου Του καί στά θαύματά Του.
Τό
Τρίτο μέρος ἀρχίζει ἀπό τήν Ἀνάστασή Του, μέ τήν ὁποία
νικήθηκε ὁ θάνατος καί ἄρχισε νέα περίοδος, ἡ καινή κτίση,
ἀφοῦ ὅλα ἔγιναν «καινά». Ἡ ὕψωση τοῦ Χριστοῦ δέν ἀναφέρεται, οὔτε
περιορίζεται μόνο στήν Ἀνάληψή Του. Ὁ Χριστός δέν ἀπολαμβάνει μόνο τήν
δόξα Του, καθισμένος στό οὐρά- νιο σύνθρονο μέ τόν Πατέρα Του, ἀλλά ὁ
Ἴδιος μεσολαβεῖ γιά νά ἀποσταλῆ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπό τόν Πατέρα καί ὁ
Ἴδιος θά ἔλθη ὡς Κριτής ἀπό τόν οὐρανό. «Ἐπλήρωσε τήν ὑπέρ ἡμῶν
Οἰκονομίαν», ἕνωσε τά ἐπίγεια μέ τά οὐράνια, εἶναι μέ τό Σῶμα Του στούς
οὐρανούς χωρίς νά ἐγκαταλείψη τούς πιστούς μέχρι τήν συντέλεια τοῦ
αἰῶνος. Στήν Ἐκκλησία Του, τέλος, ἱερουργεῖται τό μυστήριο τῆς
θείας Εὐχαριστίας, διατηρεῖται ζῶσα ἡ προσδοκία τῆς Δευτέρας
Παρουσίας Του καί προετοιμάζεται ἡ εἴσοδος πάντων στήν
βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Σέ
ὅλη τήν ἐργασία οἱ ἅγιοι Πατέρες, θά εἶναι οἱ ὁδηγοί, οἱ
ἐξηγητές καί οἱ φωτιστές. Περισσότερο ἀπό ὅλους θά εἶναι ὁ
ἱερός Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος, ἐκτός τοῦ ὅτι ζοῦσε ἔντονα τό
μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, εἶχε καί τό χάρισμα νά τό διατυπώνη μέ
μεγάλη σαφήνεια, μέ δύναμη ἀλλά καί ἁπλότητα χάριν τῶν ἀκροατῶν
του. Οἱ ἑρμηνεῖες καί τά σχόλια τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι τό χρυσό
ὑπόστρωμα, «ὁ κάμπος», τῆς εἰκόνος τοῦ Θεανθρώπου, ἀλλά καί τό
στερεό καί ἀσάλευτο ὑπόβαθρο πάνω στό ὁποῖο στηρίχθηκε ὅλη ἡ ἐργασία.
Ἐπί πλέον γίνεται χρήση λειτουργικῶν μαρτυριῶν, οἱ ὁποῖες
ἔχουν τήν ἴδια ἰσχύ μέ τίς πατερικές ἑρμηνεῖες. Οἱ ἱεροί
ὑμνογράφοι στήν ὑμνολογία τους συμπεριέλαβαν ὅλον τόν ἁγιογραφικό καί
δογματικό πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀκόμη δέν ἀποκλείσθηκαν καί
ἀξιόλογες θεολογικές μελέτες.
Ἀποφεύχθηκε
ἡ παράθεση προσωπικῶν μας γνωμῶν καί κρίσεων, ἐκτός μόνο ἀπό
περιπτώσεις, ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη ἐπεξηγήσεων ἤ ἔγινε ἀπό
θαυμασμό καί ἔκπληξη γιά τά μεγαλειώδη ἔργα τοῦ Σωτῆρος. Δέν
ἔχουν ἀξία οἱ προσωπικές μας κρίσεις καί ἀπόψεις, ἀλλά ὁ λόγος τῆς
θεοπνεύστου Ἁγίας Γραφῆς καί ἡ συμφωνία πάντων τῶν ἁγίων Πατέρων
διαχρονικά. Γι᾿ αὐτό, ὅ,τι γράφεται κατοχυρώνεται καί βεβαιώνεται μέ
πλῆθος πατερικῶν μαρτυριῶν, οἱ ὁποῖες ἐξηγοῦν τήν Ἁγία Γραφή. Οἱ ἅγιοι
Πατέρες ἔγιναν ἐκτυπώματα ἔμψυχα τοῦ Σωτῆρος καί ἀνεδείχθησαν «πάγχρυσα
στόματα τοῦ Λόγου». Ὑπῆρξαν θεοφόροι, χριστοφόροι καί πνευματοφόροι
κήρυκες καί ζωγράφοι διά λόγων τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Γιά
νά γίνη πιό προσιτό καί κατανοητό τό κείμενο ἀπό τούς
πολλούς, τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί τούς μή θεολόγους, πρός τούς ὁποίους
κυρίως ἀπευθύνεται, σχεδόν ὅλα τά ἁγιογραφικά καί πατερικά
χωρία παρατίθενται σέ μετάφραση. Ἄλλη, βέβαια, δύναμη καί
χάρη ἔχουν τά πρωτότυπα ἱερά κείμενα, ἀλλά, δυστυχῶς, ἐξ
ἀνάγκης μεταφράστηκαν, διότι σήμερα, μέ τήν ἀλλαγή τῆς
γλώσσας, ἀποξενώθηκαν οἱ πολλοί ἀπό τήν ἀθάνατη Ἑλληνική
γλῶσσα, στήν ὁποία εἶναι γραμμένα πρωτοτύπως ἡ Ἁγία Γραφή, τά
λειτουργικά μας κείμενα καί τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἀκόμη καί τά
παραθέματα ἀπό παλαιότερες θεολογικές μελέτες
μετατράπηκαν στήν σύγχρονη γλῶσσα γιά τό ὁμοιόμορφο καί τό
εὐκολοκατανόητο.
Γιά
νά εἶναι πιό παραστατική καί ἐποπτική ἡ μελέτη τοῦ βιβλίου,
κοσμήθηκε μέ πλῆθος βυζαντινῶν εἰκόνων, κυρίως
χριστολογικῶν γεγονότων καί προσώπων ἱερῶν, στά ὁποῖα ὑπάρχει
ἀνάλογη ἀναφορά.
Γιά
νά γίνη πιό προσιτό τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί περισσότερη ἡ
ἐμβάθυνση σ᾿ αὐτό, συνεκδίδονται σέ ξεχωριστό τόμο πατερικές
ἀπαντήσεις σέ χριστολογικές ἀπορίες.
* * *
Εὐχαριστοῦμε
τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος, χάριν τῆς παρακινήσεως καί εὐλογίας τοῦ
Γέροντος ἡμῶν, κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους Του, παρέβλεψε τήν
ἁμαρτωλότητά μας καί ἐνίσχυσε τήν ἀδυναμία μας, ὥστε νά
περατωθῆ ἡ παροῦσα ἐργασία.
Ἡ
αἰτία δόθηκε πρό πολλῶν ἐτῶν ἀπό ἄλλον Γέροντα, ἁγιασμένο
καί τετρωμένο ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα. Στίς νουθεσίες του
ἀναφερόταν συχνά στόν Χριστό, διότι ἡ ἀγάπη ἔχει τήν
ἰδιότητα νά ἑλκύη τόν νοῦ πρός τόν Ἀγαπώμενο καί ὁ ἄνθρωπος νά
σκέφτεται καί νά μιλᾶ συνέχεια γιά τό ἀγαπώμενο πρόσωπο.
Ἀναφερόμενος σέ μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί σέ
προφητεῖες, μέ παρακινοῦσε νά διαβάζω τήν Π. Διαθήκη καί νά
σημειώνω τίς χριστολογικές προφητεῖες. Τίς συγκέντρωνα καί ὁ
Γέροντας τίς ἀντέγραφε σέ ξεχωριστό τετράδιο. Ὅταν κάποτε
εἶδε χαρούμενος διογκωμένο τόν προφητικό θησαυρό, εἶπε:
«Ἄλλο τόσο, γίνεται ἕνα βιβλίο».
Συνέχισα
τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν πατερικῶν ἔργων μέ τήν ἴδια
ἐρευνητική διάθεση, ἐμβαθύνοντας στίς χριστολογικές
προφητεῖες καί σέ ὅ,τι ἀναφέρεται στόν Χριστό, χωρίς νά
ἐξετάσω ἄν τά λόγια του ἦταν παρακίνηση ἤ εὐλογία γιά
συγγραφή βιβλίου. Ὁμολογῶ ὅτι πολύ ὠφελήθηκα καί
εὐχαριστῶ τόν Γέροντα πού μοῦ ὑπέδειξε αὐτήν τήν ὁδό, ὅτι
δηλαδή ἀπό τήν γνώση προέρχεται ἡ ἀγάπη. «Ἡ ἀγάπη εἶναι τέκνον
τῆς γνώσεως. Ἄν δέν γνωρίζης τόν Θεό, δέν εἶναι δυνατόν νά κινηθῆ μέσα
σου ἡ ἀγάπη Του»14.
Ἡ
ἔρευνα καί ἡ ἐμβάθυνση στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πρόξενος
ὠφελείας καί σωτηρίας, διότι «οἱ ἐξερευνῶντες τά μαρτύρια (λόγια)
τοῦ Θεοῦ, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ἐκζητήσουσιν Αὐτόν»15. «Ἡ γνώση τοῦ μυστηρίου
τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή»16, ὅπως λέγει ὁ Κύριος: «Αὐτή εἶναι ἡ
αἰώνια ζωή: Τό νά γνωρίζουν Ἐσένα ὡς τόν μόνον ἀληθινό Θεό καί τόν
Ἰησοῦν Χριστόν, τόν ὁποῖον Ἐσύ ἀπέστειλες»17.
Εὐχαριστοῦμε
τούς πατέρες καί ἀδελφούς, καθώς καί τούς ἐλλογιμωτάτους
καθηγητές γιά τόν κόπο τους νά διαβάσουν καί νά διορθώσουν τά
λάθη μας. Ἄν ὑπάρχουν κενά, μονομέρειες ἤ ὑπερτονισμός
κάποιων στοιχείων, δέν ἔγιναν ἐκ προθέσεως ἀλλά ἐξ
ἀδυναμίας. Ὁ Θεός, πού βλέπει ὄχι τήν ἀξία τῶν γραφομένων
ἀλλά τόν πόθο καί τήν διάθεση τοῦ γράφοντος, ἄς εὐλογήση αὐτά
τά ἄτεχνα γραπτά μας, πού ἀποτελοῦν μόνο ἐλάχιστη ρανίδα ἀπό
τόν ὠκεανό τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ καί ἀμυδρή ἀκτίνα ἀπό τόν
Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ ἀναγνῶστες, νά
ἀγαπήσουν καί νά δοξάσουν τόν
Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν μία Θεότητα, στήν
ὁποία πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί εὐχαριστία εἰς αἰῶνας
αἰώνων. Ἀμήν.
Ἱερόν Ἡσυχαστήριον
“Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος”
63088 Μεταμόρφωση Χαλκιδικής
Τηλέφωνον: 2375061592 καί 2375061103
Τηλεομοιότυπον (FAX): 2375061103