ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΟΜΙΛΙΑ ΕΠΙ ΑΝΟΜΒΡΙᾼ ΚΑΙ ΞΗΡΑΣΙᾼ (*)
Ζοῦμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἡμέρες τραγικές ἐδῶ στήν πατρίδα μας. Ὅλοι εἴδαμε τίς τρομακτικές πυρκαϊές πού σκόρπισαν καταστροφή στήν νότια Ἑλλάδα. Ὅλοι πονοῦμε γιά τούς δεκάδες συνανθρώπους μας πού ἔχασαν τήν ζωή τους, γιά τούς χιλιάδες πού ἔχασαν τίς περιουσίες τους καί τά σπίτια τους. Ὁ πόνος πολύς. Ἡ προσευχή μας θερμή νά σπλαγχνισθῇ ὁ Θεός τά παιδιά Του.
Ἀλλά καί ἐδῶ στήν περιοχή μας, ἄν καί δέν ἔχουμε φωτιές, ἔχουμε ὅμως μεγάλη ξηρασία ἀπό τήν ἀνομβρία. Καί ἐδῶ οἱ γεωργοί εἶναι σχεδόν ἀπελπισμένοι. Ὅλοι ἀνησυχοῦμε καί προσευχόμαστε καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά κάνῃ τό θαῦμα του, νά βρέξῃ. Καί μαζί μέ τήν ἀγωνία μας, ἕνα μεγάλο ἐρώτημα βγαίνει ἀπό τά χείλη μας ἤ τίς καρδι ές μας:
Γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός;
Θά διαβάσουμε μία θεόσοφη ὁμιλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού μᾶς ἐξηγεῖ, γιατί ἐπιτρέπει ὁ Θεός τέτοιες δοκιμασίες σάν κι αὐτή τῆς ἀνομβρίας. Σᾶς ἀνακοινώνουμε ὅτι στίς 6.30΄ τό ἀπόγευμα, σήμερα, θά κάνου με λιτανεία καί θά παρακαλέσουμε τόν Κύριο καί τόν μεγάλο Προφήτη Ἠλία νά στείλουν βροχή ἀπό τόν οὐρανό, γιά νά παρηγορηθοῦμε ἀπό τόν μεγάλο πειρασμό τῆς ἀνομβρίας.
Οἱ εὐλαβεῖς πατέρες μας παλαιότερα, σέ περιπτώσεις ἀνομβρίας, καλοῦσαν τούς ἱερεῖς καί ἔκαναν λιτανεῖες μέ πίστι καί μετάνοια καί συντριβή, καί ὁ Θεός τούς ἄκουγε καί ἔρριχνε ἀμέσως βροχή. Εἶναι πολλές οἱ περιπτώσεις πού ἡ πίστις ἁγίων ἱερέων καί εὐλαβῶν λαϊκῶν ἔλυσε τήν πολύμηνη ἀνομβρία καί ἀπέσπασε ἀπό τόν οὐρανό πλούσια καί εὐεργετική βροχή.
Θά σᾶς παρακαλέσουμε νά ἔρθετε ὅλοι νά προσευχηθοῦμε μέ πίστι θερμή καί μέ πνεῦμα συντετριμμένο.
* * *
Στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὅταν ἐπίσκοπος τῆς πόλεως ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος, ἔγινε μεγάλη ἀνομβρία καί ξηρασία. Ὁ οὐρανός εἶχε νά βρέξῃ ἀπό τόν Φεβρουάριο, ἡ γῆ ἦταν κατάξερη, τό καλοκαίρι ἔφθασε χωρίς τά χωράφια νά δώσουν σοδειά. Ὁ κόσμος μέ σταυρωμένα χέρια περίμενε ἀπελπισμένος τήν πεῖνα πού θά ἀκολουθοῦσε καί ἤδη εἶχε ἀρχίσει. Τότε ὁ Μέγας Βασίλειος συγκέντρωσε τό λαό καί τούς μίλησε μέ τά παρακάτω λόγια:
Βλέπουμε τόν οὐρανό, ἀδελφοί, ἑρμητικά κλεισμένο, γυμνό, χωρίς σύννεφα. Εἶναι αἴθριος, ἀλλά μᾶς εἶναι μισητός. Εἶναι καθάριος, ἀλλά μᾶς προκαλεῖ λύπη. Ἄν καί, ὅταν κάποτε ἦταν γεμᾶτος μέ σύννεφα καί μᾶς ἔκανε σκοτεινούς καί ἀνήλιους, ἐπιθυμούσαμε τήν καθαρότητά του. Καί ἡ γῆ ἀπό τήν ἄλλη καταξεράθηκε. Στενοχωρεῖσαι νά τήν βλέπῃς.
Κατήντησε ἄκαρπη καί ἄγονη. Γέμισε μέ ρήγματα ἀπό τήν ξέρα, ἔτσι πού οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου φθάνουν στά κατάβαθά της. Καί οἱ πηγές, πού πρῶτα ἔδιναν ἄφθονο τρεχούμενο νερό, τώρα πιά στέρεψαν. Καί στά μεγάλα ποτάμια τό νερό λιγόστεψε, τόσο πού καί τά μικρά παιδιά μποροῦν νά τά περάσουν καί γυναῖκες φορτωμένες πράγματα. Σέ πολλούς ἀπό ἐμᾶς καί τό πόσιμο νερό λιγόστεψε καί κινδυνεύουμε νά πεθάνουμε ἀπό τήν δίψα...
Ἀντίκρυσα τά χωράφια καί ἔκλαψα πολύ γιά τήν ἀκαρπία τους. Ξέσπασα σέ ἀναφιλητά, καθώς ἡ βροχή δέν ἦρθε σέ μᾶς ἀκόμα. Ὁ σπόρος ἀλλοῦ ξεράθηκε, προτοῦ κἄν νά φυτρώσῃ, κρυμμένος μέσα στό χῶμα, ὅπως τόν ἄφησε τό ἀλέτρι. Καί ἀλλοῦ, μόλις ξεπρόβαλε καί βλάστησε, μαράθηκε ἀξιολύπητα ἀπό τόν καύσωνα. Ὥστε ταιριάζει τώρα νά πῇ κανείς τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου ἀντίστροφα: “οἱ μέν ἐργάται πολλοί, ὁ δέ θερισμός οὔτε κἄν λίγος”. Καί οἱ γεωργοί, καθισμένοι στά χωράφια, μέ τά χέρια μπλεγμένα στά γόνατά τους (ἔτσι κάθονται ὅσοι κλαῖνε τήν μοῖρα τους), χύνουν δάκρυα γιά τούς χαμένους κόπους τους...
Λοιπόν, ἄς ἀφήσουμε τόν Προφήτη νά μᾶς μιλήσῃ γιά ὅλα αὐτά: “Ἐγώ, λέγει, σᾶς ἐστέρησα τήν βροχή τρεῖς μῆνες πρό τοῦ θερισμοῦ. Ἐγώ ἔβρεξα στήν μία πόλη καί στέρησα τήν βροχή ἀπό τήν ἄλλη. Τό ἕνα χωράφι ποτίσθηκε καί τό ἄλλο ξεράθηκε. Καί θά μαζευτοῦν δύο ἤ τρεῖς πόλεις σέ μία γιά νά πιοῦν νερό, ἀλλά δέν θά βρίσκουν γιά νά ξεδιψάσουν. Κι αὐτό γιατί δέν γυρίσατε σέ μένα (ξεχάσατε τίς ἐντολές μου), λέγει ὁ Κύριος”.
Ἄς μάθουμε λοιπόν ὅτι ὁ Θεός μᾶς δίνει αὐτά τά χτυπήματα, γιατί τόν ξεχάσαμε καί τό ρίξαμε στήν ἀμέλεια. Δέν τά ἐπέτρεψε γιά νά μᾶς ἐξοντώσῃ, ἀλλά γιατί φροντίζει νά μᾶς διορθώσῃ. Ὅπως κάνουν οἱ καλοί πατέρες καί ὅσοι φροντίζουν παιδιά, οἱ ὁποῖοι δέν θυμώνουν κατά τῶν παιδιῶν οὔτε τούς βάζουν τίς φωνές γιατί θέ λουν νά τούς κάνουν κακό, ἀλλά γιά νά τά ὁδηγήσουν ἀπό τήν νηπιώδη ἀδιαφορία καί τά νεανικά σφάλματα στήν ἐπιμέλεια. Κοιτᾶτε λοιπόν, πῶς ἡ πληθώρα τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων ἄλλαξε καί τήν φύσι τῶν ἐποχῶν καί τούς χαρακτῆρες τῶν καιρῶν σέ ἀλλόκοτα ἀνακατώματα...
Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ αἰτία τῆς ἀταξίας καί τῆς συγχύσεως στήν φύσι; Για τί ἀλλάξανε ἔτσι οἱ καιροί; Ἄς τό ἐρευνήσουμε ὡς ἄνθρωποι μυαλωμένοι, ἄς τό σκεφθοῦμε ὡς λογικοί.
Μήπως ὁ κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος δέν ὑπάρχει; Μήπως ὁ ἀριστοτέχνης Θεός ξέχασε τήν πρόνοιά του; Μήπως στερήθηκε τήν ἐξουσία καί τήν δύναμι; Ἤ μήπως, ἔχει μέν τήν ἴδια δύναμι καί κρατεῖ τήν ἐξουσία Του, ξεγλίστρησε ὅμως σέ σκληρότητα καί, ἀπό πανάγαθος καί προνοητικός γιά μᾶς, ἔγινε μισάνθρωπος;
Ἕνας πού ἔχει τά λογικά του δέν μπορεῖ νά πῇ τέτοια πράγματα. Οἱ αἰτίες πού δέν μᾶς ἔρχονται βολικά τά πράγματα εἶναι ὁλοφάνερα ἄλλες. Ποιές; Ἐνῶ ἐμεῖς παίρνουμε (χρήματα ἤ σοδειές), στούς ἄλλους δέν δίνουμε. Ἐνῶ ἐπαινοῦμε τήν εὐεργεσία, δέν εὐεργετοῦμε ὅσους τό χρειάζονται. Ἐνῶ ἀπό δοῦλοι γίναμε ἐλεύθεροι, δέν σπλαχνιζόμαστε τούς μέχρι πρότινος συνδούλους μας. Ἐνῶ βρήκαμε φαγητό νά κορέσουμε τήν πεῖνα μας, παραβλέπουμε αὐτόν πού ἀκόμα πεινάει. Ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς τά δίνει ὅλα, ἐμεῖς γινόμαστε τσιγκούνηδες καί δέν φροντίζουμε τούς φτωχούς...
Γι᾿ αὐτό ἔρχεται ἐπάνω μας ἡ δικαία κρίσις. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός δέν μᾶς δίνει τό δῶρο τῆς βροχῆς, γιατί καί ἐμεῖς ξεχάσαμε τήν φιλαδελφία. Γι᾿ αὐτό ξεραθήκανε τά χωράφια, ἐπειδή ψυχράθηκε ἡ ἀγάπη. Κάνουμε λιτανεῖες μέ δυνατές ψαλμωδίες, ἀλλά πᾶνε στά χαμένα καί σκορπίζονται στόν ἀέρα. Ἄλλωστε καί ἐμεῖς δέν γυρίσαμε τό αὐτί μας σ᾿ αὐτούς πού μᾶς ζητοῦσαν.
Καί ἡ προσευχή μας καί ἡ δέησίς μας τί περιεχόμενο ἔχουν; Οἱ ἄνδρες, πλήν ὀλίγων, ἀσχολεῖσθε μέ τίς δουλειές σας. Καί οἱ γυναῖκες ὑπηρετεῖτε τούς ἄνδρες σας, γιά νά βγάλετε περισσότερα χρήματα. Λίγοι ἔρχονται ἐδῶ γιά νά προσευχηθοῦν, κι αὐτοί ζαλίζονται, χασμουριοῦνται, ὅλη τήν ὥρα γυροφέρνουν καί κοιτᾶνε πότε θά τελειώσῃ ὁ ψάλτης τά τροπάρια, πότε θά βγοῦν ἀπό τήν ἐκκλησία, σάν νά ἦταν φυλακισμένοι, καί πότε θά τελειώσῃ ἡ ὑποχρέωσις τῆς προσευχῆς. Ἀκόμη καί τά παιδιά, αὐτά τά τόσο δά μικρούλια, πού ἄφησαν τά βιβλία τους στά σχολεῖα καί ἦρθαν νά συμπροσευχηθοῦν μαζί μας, κι αὐτά βλέπουν τό πρᾶγμα μᾶλλον σάν ἀνακούφισι καί διασκέδασι. Κάνουν τήν δική μας λύπη δική τους γιορτή, για τί ἔτσι γλυτώσανε γιά λίγο ἀπό τό βάρος τοῦ σχολείου καί ἀπό τά μαθήματα.
Κατήντησε ἄκαρπη καί ἄγονη. Γέμισε μέ ρήγματα ἀπό τήν ξέρα, ἔτσι πού οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου φθάνουν στά κατάβαθά της. Καί οἱ πηγές, πού πρῶτα ἔδιναν ἄφθονο τρεχούμενο νερό, τώρα πιά στέρεψαν. Καί στά μεγάλα ποτάμια τό νερό λιγόστεψε, τόσο πού καί τά μικρά παιδιά μποροῦν νά τά περάσουν καί γυναῖκες φορτωμένες πράγματα. Σέ πολλούς ἀπό ἐμᾶς καί τό πόσιμο νερό λιγόστεψε καί κινδυνεύουμε νά πεθάνουμε ἀπό τήν δίψα...
Ἀντίκρυσα τά χωράφια καί ἔκλαψα πολύ γιά τήν ἀκαρπία τους. Ξέσπασα σέ ἀναφιλητά, καθώς ἡ βροχή δέν ἦρθε σέ μᾶς ἀκόμα. Ὁ σπόρος ἀλλοῦ ξεράθηκε, προτοῦ κἄν νά φυτρώσῃ, κρυμμένος μέσα στό χῶμα, ὅπως τόν ἄφησε τό ἀλέτρι. Καί ἀλλοῦ, μόλις ξεπρόβαλε καί βλάστησε, μαράθηκε ἀξιολύπητα ἀπό τόν καύσωνα. Ὥστε ταιριάζει τώρα νά πῇ κανείς τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου ἀντίστροφα: “οἱ μέν ἐργάται πολλοί, ὁ δέ θερισμός οὔτε κἄν λίγος”. Καί οἱ γεωργοί, καθισμένοι στά χωράφια, μέ τά χέρια μπλεγμένα στά γόνατά τους (ἔτσι κάθονται ὅσοι κλαῖνε τήν μοῖρα τους), χύνουν δάκρυα γιά τούς χαμένους κόπους τους...
Λοιπόν, ἄς ἀφήσουμε τόν Προφήτη νά μᾶς μιλήσῃ γιά ὅλα αὐτά: “Ἐγώ, λέγει, σᾶς ἐστέρησα τήν βροχή τρεῖς μῆνες πρό τοῦ θερισμοῦ. Ἐγώ ἔβρεξα στήν μία πόλη καί στέρησα τήν βροχή ἀπό τήν ἄλλη. Τό ἕνα χωράφι ποτίσθηκε καί τό ἄλλο ξεράθηκε. Καί θά μαζευτοῦν δύο ἤ τρεῖς πόλεις σέ μία γιά νά πιοῦν νερό, ἀλλά δέν θά βρίσκουν γιά νά ξεδιψάσουν. Κι αὐτό γιατί δέν γυρίσατε σέ μένα (ξεχάσατε τίς ἐντολές μου), λέγει ὁ Κύριος”.
Ἄς μάθουμε λοιπόν ὅτι ὁ Θεός μᾶς δίνει αὐτά τά χτυπήματα, γιατί τόν ξεχάσαμε καί τό ρίξαμε στήν ἀμέλεια. Δέν τά ἐπέτρεψε γιά νά μᾶς ἐξοντώσῃ, ἀλλά γιατί φροντίζει νά μᾶς διορθώσῃ. Ὅπως κάνουν οἱ καλοί πατέρες καί ὅσοι φροντίζουν παιδιά, οἱ ὁποῖοι δέν θυμώνουν κατά τῶν παιδιῶν οὔτε τούς βάζουν τίς φωνές γιατί θέ λουν νά τούς κάνουν κακό, ἀλλά γιά νά τά ὁδηγήσουν ἀπό τήν νηπιώδη ἀδιαφορία καί τά νεανικά σφάλματα στήν ἐπιμέλεια. Κοιτᾶτε λοιπόν, πῶς ἡ πληθώρα τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων ἄλλαξε καί τήν φύσι τῶν ἐποχῶν καί τούς χαρακτῆρες τῶν καιρῶν σέ ἀλλόκοτα ἀνακατώματα...
Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ αἰτία τῆς ἀταξίας καί τῆς συγχύσεως στήν φύσι; Για τί ἀλλάξανε ἔτσι οἱ καιροί; Ἄς τό ἐρευνήσουμε ὡς ἄνθρωποι μυαλωμένοι, ἄς τό σκεφθοῦμε ὡς λογικοί.
Μήπως ὁ κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος δέν ὑπάρχει; Μήπως ὁ ἀριστοτέχνης Θεός ξέχασε τήν πρόνοιά του; Μήπως στερήθηκε τήν ἐξουσία καί τήν δύναμι; Ἤ μήπως, ἔχει μέν τήν ἴδια δύναμι καί κρατεῖ τήν ἐξουσία Του, ξεγλίστρησε ὅμως σέ σκληρότητα καί, ἀπό πανάγαθος καί προνοητικός γιά μᾶς, ἔγινε μισάνθρωπος;
Ἕνας πού ἔχει τά λογικά του δέν μπορεῖ νά πῇ τέτοια πράγματα. Οἱ αἰτίες πού δέν μᾶς ἔρχονται βολικά τά πράγματα εἶναι ὁλοφάνερα ἄλλες. Ποιές; Ἐνῶ ἐμεῖς παίρνουμε (χρήματα ἤ σοδειές), στούς ἄλλους δέν δίνουμε. Ἐνῶ ἐπαινοῦμε τήν εὐεργεσία, δέν εὐεργετοῦμε ὅσους τό χρειάζονται. Ἐνῶ ἀπό δοῦλοι γίναμε ἐλεύθεροι, δέν σπλαχνιζόμαστε τούς μέχρι πρότινος συνδούλους μας. Ἐνῶ βρήκαμε φαγητό νά κορέσουμε τήν πεῖνα μας, παραβλέπουμε αὐτόν πού ἀκόμα πεινάει. Ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς τά δίνει ὅλα, ἐμεῖς γινόμαστε τσιγκούνηδες καί δέν φροντίζουμε τούς φτωχούς...
Γι᾿ αὐτό ἔρχεται ἐπάνω μας ἡ δικαία κρίσις. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός δέν μᾶς δίνει τό δῶρο τῆς βροχῆς, γιατί καί ἐμεῖς ξεχάσαμε τήν φιλαδελφία. Γι᾿ αὐτό ξεραθήκανε τά χωράφια, ἐπειδή ψυχράθηκε ἡ ἀγάπη. Κάνουμε λιτανεῖες μέ δυνατές ψαλμωδίες, ἀλλά πᾶνε στά χαμένα καί σκορπίζονται στόν ἀέρα. Ἄλλωστε καί ἐμεῖς δέν γυρίσαμε τό αὐτί μας σ᾿ αὐτούς πού μᾶς ζητοῦσαν.
Καί ἡ προσευχή μας καί ἡ δέησίς μας τί περιεχόμενο ἔχουν; Οἱ ἄνδρες, πλήν ὀλίγων, ἀσχολεῖσθε μέ τίς δουλειές σας. Καί οἱ γυναῖκες ὑπηρετεῖτε τούς ἄνδρες σας, γιά νά βγάλετε περισσότερα χρήματα. Λίγοι ἔρχονται ἐδῶ γιά νά προσευχηθοῦν, κι αὐτοί ζαλίζονται, χασμουριοῦνται, ὅλη τήν ὥρα γυροφέρνουν καί κοιτᾶνε πότε θά τελειώσῃ ὁ ψάλτης τά τροπάρια, πότε θά βγοῦν ἀπό τήν ἐκκλησία, σάν νά ἦταν φυλακισμένοι, καί πότε θά τελειώσῃ ἡ ὑποχρέωσις τῆς προσευχῆς. Ἀκόμη καί τά παιδιά, αὐτά τά τόσο δά μικρούλια, πού ἄφησαν τά βιβλία τους στά σχολεῖα καί ἦρθαν νά συμπροσευχηθοῦν μαζί μας, κι αὐτά βλέπουν τό πρᾶγμα μᾶλλον σάν ἀνακούφισι καί διασκέδασι. Κάνουν τήν δική μας λύπη δική τους γιορτή, για τί ἔτσι γλυτώσανε γιά λίγο ἀπό τό βάρος τοῦ σχολείου καί ἀπό τά μαθήματα.
Πάντως οἱ πιό πολλοί ἀπό τούς ἐνήλικες, ἄνθρωποι μπλεγμένοι μέ ἕνα σωρό ἁμαρτίες, γυρνᾶνε στήν πόλι ἄνετοι, χαρούμενοι, χωρίς νά πολυσκοτίζωνται. Αὐτοί μέσα στίς ψυχές τους κουβαλᾶνε τήν αἰτία τῶν κακῶν. Αὐτοί φέρανε τήν συμφορά.
Τί νά τά κάνω τά βρέφη, πού τρέχουν καί συνωθοῦνται γιά νά ἐξομολογηθοῦν. Αὐτά οὔτε καταλαβαίνουν οὔτε ἀξιοκατηγόρητα εἶναι. Οὔτε ἀφορμή ἔδωσαν γιά τίς συμφορές πού μᾶς ζώνουν, οὔτε νά προσευχηθοῦν ξέρουν ἤ μποροῦν.
Ἐσύ, παρακαλῶ, ἐσύ πού εἶσαι φορτωμένος μέ ἁμαρτίες, ἐσύ ἔλα ἐδῶ. Γονάτισε καί κλᾶψε καί στέναξε. Ἄφησε τό βρέφος νά κάνῃ τά παιδικά του καμώματα. Ἀφοῦ ἐσύ εἶσαι ὁ κατηγορούμενος, γιατί κρύβεσαι καί στέλνεις τό ἀνεύθυνο νήπιο ἐδῶ μπροστά; Μήπως μπορεῖς νά ξεγελάσῃς τόν Θεό, βάζοντας μπροστά ἄλλο πρόσωπο ἀντί γιά τόν ἑαυτό σου;
Ἔπρεπε νά τό ἔχῃς καί ἐκεῖνο μαζί σου, ὄχι ὅμως νά τό στέλνῃς μόνο του. Βλέπεις πῶς οἱ Νινευῖται, ὅταν μέ τήν μετάνοια παρακαλοῦσαν τόν Θεό καί πενθοῦσαν γιά νά τούς συγχωρήσῃ τά ἁμαρτήματα, δέν προέτρεψαν σέ μετάνοια μόνο τά νήπια ἀλλά καί τούς μεγάλους;...
Λοιπόν, ὅλοι μας, καί ξεχωριστά ὁ καθένας καί ὅλοι μαζί, ἄς ἐξετάσουμε τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Ἄς δοῦμε τήν ξηρασία ὡς παιδαγωγό πού ὑπενθυμίζει στόν καθένα μας τίς δικές του ἁμαρτίες. Ἄς ποῦμε καί ἐμεῖς μέ συναίσθησι τόν λόγο τοῦ γενναίου Ἰώβ: “μέ ἄγγιξε τό χέρι τοῦ Θεοῦ”. Καί μάλιστα ἄς θεωρήσουμε ὅτι ἀκριβῶς γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες ἦρθε ἡ συμφορά. Καί ἄν πρέπει νά προσθέσουμε καί κάτι ἀκόμη, νά ξέρουμε ὅτι οἱ κακοτυχίες αὐτές ἐνίοτε συμβαίνουν στούς ἀνθρώπους, γιά νά δοκιμασθοῦν οἱ ψυχές καί νά φανοῦν οἱ δόκιμοι, οἱ πραγματικά ἐνάρετοι, πάνω στίς δυσκολίες. Εἴτε πτωχοί εἶναι αὐτοί εἴτε πλούσιοι. Διότι καί οἱ μέν καί οἱ δέ δοκιμάζονται ἀκριβῶς στήν ὑπομονή. Καί σ᾿ αὐτές κυρίως τίς περιστάσεις φανερώνεται ἄν ὁ πλούσιος εἶναι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος ἤ ἄν ὁ πτωχός εἶναι εὐγνώμων καί ὄχι βλάσφημος, πού ἀλλάζει διαθέσεις τόσο γρήγορα ὅπως ἀλλάζουν οἱ περιστάσεις τῆς ζωῆς. Ἐγώ γνωρίζω πολλούς (ὄχι ἐξ ἀκοῆς ἀλλά προσωπικά), οἱ ὁποῖοι, ὅσο τά πράγματα τούς ἔρχονται βολικά, ἐκφράζουν εὐχαριστία στόν εὐεργέτη Θεό, ἄν καί ὄχι πάντοτε. Ἄν ὅμως κάποτε τά πράγματα γυρίσουν ἀντίθετα, καί ὁ πλούσιος γίνῃ πτωχός, ἡ ὑγεία τοῦ σώματος γίνῃ ἀρρώστια, ἡ δόξα καί ἡ περιφάνεια γίνουν ντροπή καί ἀτιμία, τότε οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἀχάριστοι, ξεστομίζουν βλαστήμιες, δέν θέλουν νά προσεύχωνται, τά βάζουν μέ τόν Θεό σάν νά τούς τά χρωστάῃ, καί δέν τόν νοιώθουν σάν Θεό πού ἀγανακτεῖ ἐναντίον τους.
Διῶξε τέλος πάντων κάτι τέτοιους λογισμούς. Ὅταν βλέπῃς τόν Θεό νά μή σοῦ τά δίνῃ ὅλα, νά συλλογίζεσαι μέσα σου: Μήπως ὁ Θεός ἀδυνατεῖ νά μᾶς θρέψῃ; Πῶς εἶναι δυνατόν; Αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καί ὅλης τῆς δημιουργίας, σοφός ρυθμιστής τῶν ἐποχῶν καί τῶν καιρῶν, αὐτός κυβερνάει τά πάντα, αὐτός ὥρισε τίς ἐποχές καί τίς καιρικές μεταβολές νά διαδέχωνται ἡ μία τήν ἄλλη σάν σέ εὔτακτο χορό, γιά νά ἐξοικονομοῦνται οἱ δικές μας ἀνάγκες...
Τί νά τά κάνω τά βρέφη, πού τρέχουν καί συνωθοῦνται γιά νά ἐξομολογηθοῦν. Αὐτά οὔτε καταλαβαίνουν οὔτε ἀξιοκατηγόρητα εἶναι. Οὔτε ἀφορμή ἔδωσαν γιά τίς συμφορές πού μᾶς ζώνουν, οὔτε νά προσευχηθοῦν ξέρουν ἤ μποροῦν.
Ἐσύ, παρακαλῶ, ἐσύ πού εἶσαι φορτωμένος μέ ἁμαρτίες, ἐσύ ἔλα ἐδῶ. Γονάτισε καί κλᾶψε καί στέναξε. Ἄφησε τό βρέφος νά κάνῃ τά παιδικά του καμώματα. Ἀφοῦ ἐσύ εἶσαι ὁ κατηγορούμενος, γιατί κρύβεσαι καί στέλνεις τό ἀνεύθυνο νήπιο ἐδῶ μπροστά; Μήπως μπορεῖς νά ξεγελάσῃς τόν Θεό, βάζοντας μπροστά ἄλλο πρόσωπο ἀντί γιά τόν ἑαυτό σου;
Ἔπρεπε νά τό ἔχῃς καί ἐκεῖνο μαζί σου, ὄχι ὅμως νά τό στέλνῃς μόνο του. Βλέπεις πῶς οἱ Νινευῖται, ὅταν μέ τήν μετάνοια παρακαλοῦσαν τόν Θεό καί πενθοῦσαν γιά νά τούς συγχωρήσῃ τά ἁμαρτήματα, δέν προέτρεψαν σέ μετάνοια μόνο τά νήπια ἀλλά καί τούς μεγάλους;...
Λοιπόν, ὅλοι μας, καί ξεχωριστά ὁ καθένας καί ὅλοι μαζί, ἄς ἐξετάσουμε τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Ἄς δοῦμε τήν ξηρασία ὡς παιδαγωγό πού ὑπενθυμίζει στόν καθένα μας τίς δικές του ἁμαρτίες. Ἄς ποῦμε καί ἐμεῖς μέ συναίσθησι τόν λόγο τοῦ γενναίου Ἰώβ: “μέ ἄγγιξε τό χέρι τοῦ Θεοῦ”. Καί μάλιστα ἄς θεωρήσουμε ὅτι ἀκριβῶς γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες ἦρθε ἡ συμφορά. Καί ἄν πρέπει νά προσθέσουμε καί κάτι ἀκόμη, νά ξέρουμε ὅτι οἱ κακοτυχίες αὐτές ἐνίοτε συμβαίνουν στούς ἀνθρώπους, γιά νά δοκιμασθοῦν οἱ ψυχές καί νά φανοῦν οἱ δόκιμοι, οἱ πραγματικά ἐνάρετοι, πάνω στίς δυσκολίες. Εἴτε πτωχοί εἶναι αὐτοί εἴτε πλούσιοι. Διότι καί οἱ μέν καί οἱ δέ δοκιμάζονται ἀκριβῶς στήν ὑπομονή. Καί σ᾿ αὐτές κυρίως τίς περιστάσεις φανερώνεται ἄν ὁ πλούσιος εἶναι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος ἤ ἄν ὁ πτωχός εἶναι εὐγνώμων καί ὄχι βλάσφημος, πού ἀλλάζει διαθέσεις τόσο γρήγορα ὅπως ἀλλάζουν οἱ περιστάσεις τῆς ζωῆς. Ἐγώ γνωρίζω πολλούς (ὄχι ἐξ ἀκοῆς ἀλλά προσωπικά), οἱ ὁποῖοι, ὅσο τά πράγματα τούς ἔρχονται βολικά, ἐκφράζουν εὐχαριστία στόν εὐεργέτη Θεό, ἄν καί ὄχι πάντοτε. Ἄν ὅμως κάποτε τά πράγματα γυρίσουν ἀντίθετα, καί ὁ πλούσιος γίνῃ πτωχός, ἡ ὑγεία τοῦ σώματος γίνῃ ἀρρώστια, ἡ δόξα καί ἡ περιφάνεια γίνουν ντροπή καί ἀτιμία, τότε οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἀχάριστοι, ξεστομίζουν βλαστήμιες, δέν θέλουν νά προσεύχωνται, τά βάζουν μέ τόν Θεό σάν νά τούς τά χρωστάῃ, καί δέν τόν νοιώθουν σάν Θεό πού ἀγανακτεῖ ἐναντίον τους.
Διῶξε τέλος πάντων κάτι τέτοιους λογισμούς. Ὅταν βλέπῃς τόν Θεό νά μή σοῦ τά δίνῃ ὅλα, νά συλλογίζεσαι μέσα σου: Μήπως ὁ Θεός ἀδυνατεῖ νά μᾶς θρέψῃ; Πῶς εἶναι δυνατόν; Αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καί ὅλης τῆς δημιουργίας, σοφός ρυθμιστής τῶν ἐποχῶν καί τῶν καιρῶν, αὐτός κυβερνάει τά πάντα, αὐτός ὥρισε τίς ἐποχές καί τίς καιρικές μεταβολές νά διαδέχωνται ἡ μία τήν ἄλλη σάν σέ εὔτακτο χορό, γιά νά ἐξοικονομοῦνται οἱ δικές μας ἀνάγκες...
Ὁ Θεός λοιπόν εἶναι δυνατός, καί τό δεχθήκαμε ὅτι εἶναι δυνατός. Μήπως ὅμως ἔπαψε νά εἶναι ἀγαθός; Καί αὐτός ὁ λόγος εἶναι ἀνυπόστατος. Διότι ποιά ἀνάγκη ἔκανε αὐτόν πού δέν εἶναι ἀγαθός νά δημιουργήσῃ κατ᾿ ἀρχήν τόν ἄνθρωπο; Ποιός ἀνάγκασε τόν Δημιουργό μας νά πάρῃ χῶμα, καί μάλιστα χωρίς νά θέλῃ, καί ἀπό τήν λάσπη νά μορφοποιήσῃ τέτοιο κάλλος; Ποιός τόν ἀνάγκασε νά δημιουργήσῃ τόν ἄνθρωπο κατ᾿ εἰκόνα Του καί νά τόν προικίσῃ μέ τόν λόγο, ὥστε σάν λογικός νά μάθῃ τίς τέχνες καί νά μάθῃ νά φιλοσοφῇ γιά τά οὐράνια πού δέν τά βλέπῃ;
Ἄν ἔτσι συλλογίζεσαι, θά καταλάβῃς ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί συνεχίζει νά εἶναι μέχρι τώρα. Γιατί, τί θά ἐμπόδιζε, πές μου, νά μή εἶναι ἁπλῆ ξηρασία αὐτό πού βλέπουμε ἀλλά τελεία πυρπόλησις, ἄν ὁ ἥλιος ἄλλαζε λίγο τήν συνηθισμένη τροχιά του καί, πλησιάζοντας τήν ἀτμόσφαιρα, αὐτομάτως κατέκαιε τά πάντα;
Ἔλα στόν ἑαυτό σου καί στά συγκαλά σου, ἄνθρωπε!
Μή κάνῃς σάν τά ἀνόητα παιδιά, πού, ἐπειδή τά μάλωσε ὁ δάσκαλος, σχίζουν τά βιβλία τους... Νά ἐλπίζῃς στόν Θεό.
Μήπως δέν βλέπει ὅτι στενοχωρεῖσαι; ... Κάνε λίγη ὑπομονή στήν συμφορά σάν τόν γενναῖο Ἰώβ... Σάν πολύτιμο θησαυρό φύλαξε στήν ψυχή σου τήν εὐχαριστία, γιά νά λάβῃς καί ἐσύ διπλό τόν μισθό γιά τήν εὐγνωμοσύνη σου. Νά θυμᾶσαι τόν ἀποστολικό λόγο: “ἐν παντί εὐχαριστεῖτε”...
Διότι σέ Αὐτόν, τόν Θεό, ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμις καί ἡ προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἄν ἔτσι συλλογίζεσαι, θά καταλάβῃς ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί συνεχίζει νά εἶναι μέχρι τώρα. Γιατί, τί θά ἐμπόδιζε, πές μου, νά μή εἶναι ἁπλῆ ξηρασία αὐτό πού βλέπουμε ἀλλά τελεία πυρπόλησις, ἄν ὁ ἥλιος ἄλλαζε λίγο τήν συνηθισμένη τροχιά του καί, πλησιάζοντας τήν ἀτμόσφαιρα, αὐτομάτως κατέκαιε τά πάντα;
Ἔλα στόν ἑαυτό σου καί στά συγκαλά σου, ἄνθρωπε!
Μή κάνῃς σάν τά ἀνόητα παιδιά, πού, ἐπειδή τά μάλωσε ὁ δάσκαλος, σχίζουν τά βιβλία τους... Νά ἐλπίζῃς στόν Θεό.
Μήπως δέν βλέπει ὅτι στενοχωρεῖσαι; ... Κάνε λίγη ὑπομονή στήν συμφορά σάν τόν γενναῖο Ἰώβ... Σάν πολύτιμο θησαυρό φύλαξε στήν ψυχή σου τήν εὐχαριστία, γιά νά λάβῃς καί ἐσύ διπλό τόν μισθό γιά τήν εὐγνωμοσύνη σου. Νά θυμᾶσαι τόν ἀποστολικό λόγο: “ἐν παντί εὐχαριστεῖτε”...
Διότι σέ Αὐτόν, τόν Θεό, ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμις καί ἡ προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
(*) Ἀποσπάσματα σέ μετάφρασι δική μας ἀπό τήν ὁμιλία πού ἐξεφώνησε ὁ Μέγας Βασίλειος σέ περίοδο ἀνομβρίας καί ξηρασίας –τίτλος πρωτοτύπου: «ὁμιλία ῥηθεῖσα ἐν λιμῷ καί αὐχμῷ»–. Προετάξαμε μικρή δική μας ἐπίκαιρη εἰσαγωγή. Ἀνεγνώσθησαν στό ἐκκλησίασμα τοῦ Μετοχίου τοῦ Προφήτου Ἠλιού τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς, τήν Κυριακή 2-9-2007 μετά τήν Θ. Λειτουργία, μέ ἀφορμή τίς καταστροφικές πυρκαϊ ές τοῦ Αὐγούστου τοῦ 2007.