«Ὥστε ὁ δοκῶν ἑστᾶναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α΄ Κορ. ι΄ 12). (:Ἀπὸ τὰ διδακτικὰ λοιπὸν αὐτὰ παραδείγµατα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραὴλ βγαίνει ὡς συµπέρασµα, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἰδέαν, ὅτι στέκεται καλά, ἂς προσέχῃ µήπως πέσῃ, ὅπως ἔπεσαν καὶ οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ ἀνέφερα).
- Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ἐπειδή ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι, εὔκολα ἁμαρτάνουμε μέ τίς σκέψεις, ὁ Πλάστης μᾶς πρόσταξε νά ἔχουμε ὡς πρωταρχική φροντίδα τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ, πού εἶναι ὁ ἡγεμόνας τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου. Οἱ πράξεις τοῦ σώματος, γιά νά πραγματοποιηθοῦν, χρειάζονται καί χρόνο καί κόπους καί συνεργάτες καί τίς κατάλληλες εὐκαιρίες. Οἱ κινήσεις, ὅμως, τοῦ νοῦ ἐπιτελοῦνται ταχύτατα καί σέ κάθε καιρό, δίχως κόπους καί ἰδιαίτερες φροντίδες. Ὅπου, λοιπόν, ἡ ἁμαρτία εἶναι εὔκολη καί γρήγορη, ἐκεῖ ἀπαιτεῖται καί αὐξημένη ἐπαγρύπνηση. “Φυλάξου”, μᾶς φωνάζει ὁ Θεός, “μή ἁμαρτήσεις μέ καμιά κρυφή σκέψη τῆς ψυχῆς σου”.
Ἄς παραμείνουμε, ὅμως, στό πρῶτο μέρος τοῦ ἁγιογραφικοῦ αὐτοῦ λόγου: «Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου!». Τά ζῶα ἔχουν ἔμφυτη ἀπό τόν Θεό τή δυνατότητα νά ἀποστρέφωνται ἐνστικτωδῶς τίς βλαβερές τροφές καί νά ἀποζητοῦν τίς ὠφέλιμες. Σ’ ἐμᾶς, ὅμως, ὁ παιδαγωγός Θεός ἔδωσε τό παράγγελμα τῆς προσοχῆς, ὥστε μέ τόν νοῦ μας νά μποροῦμε νά ἐπιλέγουμε ἐλεύθερα καί νά κάνουμε ἐνσυνείδητα ὅ,τι τά ζῶα κάνουν ἀσυνείδητα. Ἔτσι, μέ τή συνεχῆ καί προσεκτική ἐπιστασία τῶν λογισμῶν μας, μποροῦμε νά γινώμασθε πιστοί τηρητές τῶν θείων ἐντολῶν, ἀποφεύγοντας τήν ἁμαρτία, ὅπως τά ζῶα ἀποφεύγουν τίς δηλητηριώδεις τροφές, καί ἐπιδιώκοντας τήν ἀρετή, ὅπως ἐκεῖνα τά θρεπτικά χόρτα.
«Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου!». Δηλαδή, ἀπό κάθε μεριά νά παρακολουθῆς προσεκτικά τόν ἑαυτό σου. Ἀκοίμητα νά ᾽χης τά μάτια τῆς ψυχῆς σου».
- Στὸν Εὐεργετινὸ διαβάζουμε: «Κοντὰ στὸν Ἀββᾶ Ἀντώνιο κατοικοῦσε ἕνας Μοναχὸς νέος κατὰ τὴν ἡλικία. Κάποτε λοιπὸν εἶδε μερικοὺς Γέροντες νὰ πηγαίνουν πρὸς τὸ Ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καὶ ἐπειδὴ κατάλαβε ὅτι ἡ ὁδοιπορία τοὺς εἶχε καταπονήσει, πρόσταξε, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, μερικοὺς ἄγριους ὄνους, οἱ ὁποῖοι ἔβοσκον ἐκεῖ πλησίον, νὰ ἔλθουν κοντά του. Πράγματι αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῷα ὑπήκουσαν καὶ ἦλθαν, ὁπότε τὰ ἐχρησιμοποίησαν οἱ Πατέρες ὡς πειθαρχικὰ ὑποζύγια καὶ τοὺς μετέφεραν στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο.
Μόλις ἔφθασαν, διηγήθηκαν στὸν Ἀββᾶ Ἀντώνιο τὸ θαῦμα τῆς ἐξημερώσεως τῶν ἀγρίων ὄνων, ποὺ ἔκαμε ὁ νέος ἐκεῖνος Μοναχός. Ἀφοῦ ἄκουσε τὴν διήγηση ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος εἶπε: «Πατέρες μου, ὁ Μοναχὸς αὐτὸς ὁμοιάζει μὲ πλοῖο, ποὺ εἶναι φορτωμένο μὲ πολλὰ ἀγαθά· δὲν γνωρίζω ὅμως, ἐὰν τελικὰ θὰ φθάση σῶο στὸ λιμάνι τοῦ προορισμοῦ του».
Μετὰ παρέλευση ἑνὸς χρονικοῦ διαστήματος καὶ ἐνῷ καθόταν ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος μετὰ τῶν μαθητῶν του, ἔξαφνα ὁ μέγας αὐτὸς Ἀσκητὴς καὶ προορατικὸς Πατὴρ ἄρχισε νὰ κλαίη καὶ νὰ θρηνῆ.
Πρὸ τοῦ θεάματος αὐτοῦ ἔντρομοι οἱ μαθητές του τὸν πλησίασαν ἀκόμη περισσότερο καὶ τὸν ἐρώτησαν:
– Ἀββᾶ, τί συνέβη καὶ τόσο ἀπαρηγόρητα καὶ πολυστένακτα θρηνεῖς;
– Ὤ! Αὐτὴ τὴν στιγμὴ μέγας στῦλος τῆς Ἐκκλησίας κατέπεσε!
– Ποιός, Πάτερ; ἐρώτησαν μὲ ἀγωνία οἱ μαθητές.
– Ἐκεῖνος ὁ νέος Μοναχός· πηγαίνετε ὅμως ἕως ἐκεῖ, διὰ νὰ ἰδῆτε. Πράγματι μετέβησαν οἱ μαθητὲς καὶ βρῆκαν τὸν Μοναχὸ αὐτὸν νὰ ἔχη πέσει ἐπάνω εἰς τὸ ψαθὶ καὶ νὰ κλαίη διὰ τὴν ἁμαρτία, τὴν ὁποίαν ἔκαμε.
Μόλις σήκωσε τοὺς δακρυσμένους ὀφθαλμούς του καὶ εἶδε τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἀββᾶ Ἀντωνίου, λέγει μὲ φωνὴ διακοπτομένη ἀπὸ λυγμούς.
– Πατέρες μου, ἁμάρτησα· εἴπατε ὅμως στὸν Ἅγιο Γέροντα νὰ παρακαλέση τὸν Θεὸ νὰ μοῦ χαρίση δέκα ἡμέρες καὶ ἐλπίζω ὅτι ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ θὰ μὲ βοηθήση στὸ διάστημα αὐτὸ νὰ ἐπανορθώσω, ὥστε νὰ ἔχω ὁμολογίαν κατὰ τὴν ὥρα τῆς κρίσεως. Ἀφοῦ ἀνεχώρησαν οἱ ἀδελφοί, σὲ διάστημα πέντε ἡμερῶν ἀπέθανε».
Καὶ θαύματα νὰ κάνη κάποιος, ἄν δέν προσέξη τόν ἑαυτόν του, μπορεῖ νὰ ἁμαρτήση.