«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ» (Ματθ. η΄, 13). (: 13 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ἑκατόνταρχον· Πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου καὶ ὅπως ἐπίστευσες, ὅτι δηλαδὴ µὲ µόνον τὸν λόγον καὶ ἀπὸ µακρυὰ δύναµαι νὰ θεραπεύσω τὸν δοῦλον σου, ἔτσι ἂς γίνῃ εἰς σέ. Πράγµατι κατὰ τὴν στιγµὴν ἐκείνην ἐθεραπεύθη ὁ δοῦλος του).
Πίστη σημαίνει πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ζητοῦμε κάτι ἀπὸ τὸν Θεὸ χωρὶς δισταγμό.
- Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
«Ὁ εὐλαβὴς καὶ πιστὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἔχη τόσο ἀκλόνητη πίστη στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ὥστε κι ἄν ἀκόμη αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν φαίνωνται ὅτι εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὶς ὑποσχέσεις του, οὔτε καὶ τότε νὰ ταράσσεται κι οὔτε νὰ χάνη τὴν ἐλπίδα του πρὸς τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα.
Στὸ Θεὸ κι ὅταν μιλάη κι ὅταν κάνη θαύματα πρέπει τὸ ἴδιο νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ὑπακοῦμε, ἐπειδὴ καὶ τὰ ἔργα καὶ τὰ θαύματα γίνονται ἀπ’ τὰ δικά Του τὰ λόγια. Γιατὶ πραγματικὰ καὶ ὁ οὐρανὸς κι ὅλα τ’ ἄλλα ἔτσι στερεώθηκαν».
- Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε:
«Ἔστειλε μιὰ φορὰ τὸν ὑποτακτικό του ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος ὁ Θηβαῖος, νὰ φέρη νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι. Καθώς ἔσκυψε ἐκεῖνος νά τραβήξη, εἶδε μέσα μιά μεγάλη ἀσπίδα (δηλητηριῶδες ἑρπετό). Ἄφησε συγχυσμένος τόν κουβά κι ἔτρεξε στό Γέροντά του.
-Ἀββᾶ, χαθήκαμε. Τό νερό μας δηλητηριάστηκε. Βρῆκα ἀσπίδα στό πηγάδι.
-Κι ἄν ὁ διάβολος ἀποφασίση νά ρίξη ἀσπίδες σ’ ὅλα τὰ πηγάδια, ἐσύ θά πεθάνης ἀπό τή δίψα; Ρώτησε ὁ Γέροντας κουνώντας τό κεφάλι του γιά τή δειλία τοῦ ὑποτακτικοῦ του.
Ὕστερα πῆγε στό πηγάδι, πῆρε τόν κάδο κι ἔβγαλε μόνος του νερό. Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἤπιε πρῶτος, κατόπιν ἔδωσε στόν ὑποτακτικό του.
-Ὅπου ὑπάρχει σταυρός, εἶπε, δέ μπορεῖ νά σταθῆ ἡ κακία τοῦ ἐχθροῦ.
- Στὸ βίο τῆς Ἁγίας Πιαμοὺν τῆς Παρθένου βλέπουμε πῶς μία πιστὴ γυναίκα μὲ τὴν πίστη της ἀκινητοποίησε ὅλους τοὺς ἐχθρούς.
«Ἡ Ὁσία Πιαμοὺν καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε τὸν τέταρτο αἰῶνα μετὰ Χριστόν. Περνοῦσε τὴν ζωή της μὲ προσευχὲς καὶ νηστεῖες, ζώντας μαζὶ μὲ τὴν μητέρα της. Ἐπειδὴ ζοῦσαν μέσα στὴ φτώχεια, ἡ Ὁσία ἔγνεθε νῆμα, γιὰ νὰ συντηροῦνται. Ἔτρωγε μία φορά τὴν ἡμέρα καὶ ἡ τροφή της ἦταν ἐλάχιστη.
Ἔτσι ζώντας μέσα στοὺς κόπους, ἡ εὐλογημένη Πιαμοὺν ἀξιώθηκε νὰ ἀποκτήση τὸ προορατικὸ χάρισμα. Κάποια ἐποχὴ στὴν Αἴγυπτο, μία χώρα κήρυξε πόλεμο ἐναντίον ἄλλης χώρας, λόγῳ τοῦ ὅτι πολλοὶ φόνοι ἐγίνοντο γιὰ τὸ μοίρασμα τῶν ὑδάτων τοῦ Νείλου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀρδεύονταν. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο χῶρες ἦταν μεγάλη καὶ μὲ πολὺ πληθυσμό, οἱ κάτοικοί της ἔκαναν ἐπιδρομὴ μὲ κοντάρια καὶ ἅρματα ἐναντίον τῆς μικρότερης καὶ ὅρμησαν, γιὰ νὰ φονεύσουν τοὺς κατοίκους της. Σὲ αὐτὴ τὴν χώρα τὴν μικρὴ ζοῦσε καὶ ἡ Παρθένος Πιαμούν. Παρουσιάστηκε λοιπὸν στὴν Ὁσία Ἄγγελος Κυρίου καὶ τῆς ἔφερε μήνυμα ὅτι ἔρχονται ἐχθροὶ νὰ ἀφανίσουν τὴ χώρα. Ἡ Πιαμοὺν τότε ἀμέσως κάλεσε τοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς εἶπε νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη νὰ ὑποδεχτοῦν τοὺς ἐχθροὺς καὶ νὰ τοὺς παρακαλέσουν νὰ μὴ πραγματοποιήσουν τόσους φόνους. Ὅμως οἱ Ἱερεῖς φοβήθηκαν νὰ βγοῦν ἐκτὸς τῆς πόλης τους καὶ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν τόση ὁρμὴ τῶν ἐχθρῶν. Γι’ αὐτὸ ὅλοι μικροὶ καὶ μεγάλοι ἔπεσαν στὰ πόδια τῆς Ὁσίας καὶ τὴν παρακαλοῦσαν νὰ βοηθήση τὴν χώρα της μὲ κάθε τρόπο, ποὺ ἐκείνη γνώριζε.
Ἡ Ἁγία τότε λυπήθηκε πολὺ καὶ ἀφοῦ τοὺς καθησύχασε, καὶ τοὺς συνέστησε νὰ ἐλπίζουν στὸ Θεό, ἀνέβηκε στὸ δωμάτιό της καὶ ὅλη ἐκείνη τὴ νύχτα προσευχόταν γονατιστή, παρακαλόντας τὸν Θεὸ μὲ τὰ λόγια αὐτά: «Κύριε, Κύριε, Ἐσὺ ποὺ κρίνεις ὅλη τὴ γῆ, Ἐσὺ Κύριε ποὺ μισεῖς τὴν ἀδικία, παρακαλῶ τὸ ἔλεός Σου, ὥστε ἡ προσευχή μου αὐτὴ νὰ εἰσακουστῆ καὶ νὰ εὐδοκήσης, ὥστε οἱ ἐχθροὶ ποὺ μᾶς ἐπιτίθενται νὰ παραμείνουν ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται καὶ νὰ μὴ μπορέσουν νὰ προχωρήσουν μπροστά». Καὶ πραγματικὰ ἔγινε ἔτσι ἀκριβῶς, καί, παρὰ τὸ ὅτι τὸ σημεῖο ποὺ βρίσκονταν οἱ ἐχθροὶ ἀπεῖχε μόνο τρεῖς ὧρες ἀπὸ τὴ μικρὴ χώρα, ἐκεῖνοι ἔμειναν ἀκινητοποιημένοι, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ κάνουν οὔτε τὴν παραμικρὴ κίνηση. Μάλιστα, ἐπειδὴ ἀποκαλύφθηκε καὶ σὲ ἐκείνους τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴν προσευχὴ τῆς Ἁγίας Παρθένου Πιαμοὺν ἐμποδίστηκαν μὲ ἀπρόοπτο τρόπο, μὲ πολὺ φόβο ἀπέστειλαν ἀντιπροσωπία καὶ παρακαλοῦσαν νὰ γίνη εἰρήνη, λέγοντας ὅτι ὀφείλουν νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεό, ποὺ εἰσάκουσε τὴν δέηση τῆς Ὁσίας καὶ ἐμπόδισε τὴν ἐπίθεση καὶ τοὺς τόσους φόνους, ποὺ θὰ γίνονταν».