«Εισαγγελέα, το βλέπεις αυτό; μου λέει, δείχνοντάς μου παράλληλα ένα ιδιόμορφο πέτρωμα, όσο ένα μανταρίνι σε μέγεθος, μέσα σ’ ένα μικρό γυάλινο βαζάκι, πάνω στο κομοδίνο...
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου
και ο Γέροντας συνέχισε...
«Άκου, που λες, εισαγγελέα μου...
Πρίν καιρό πέρασε, από δώ ένας Ελβετός γιατρός, φίλος του Δεσπότη της Λαμίας, του Δαμασκηνού.
Ήρθανε μαζί.
Εγώ εκείνο τον καιρό υπέφερα, από κάτι πόνους στη μέση και ο Δεσπότης το ήξερε.
Λέει του γιατρού το πρόβλημα και εκείνος, αφού με εξέτασε, είπε ότι πρέπει να χειρουργηθώ άμεσα !
Είναι πρόβλημα νεφρού αυτό και η εγχείρηση, θα φρόντιζε αυτός, να γίνει στη Βιέννη, στο καλλίτερο νοσοκομείο...!
Έκαμα υπακοή στο Δεσπότη και πήγα, που λές, στην Ελβετία...
Μπήκα στο νοσοκομείο, γίνανε οι εξετάσεις και προγραμματίστηκε η εγχείρηση ...
Όλοι συμφωνούσαν με τη διάγνωση κι έλεγαν ότι είναι σοβαρή εγχείριση…!
Μου έλεγαν να μην ανησυχώ και τέτοια...
Εγώ πάλι, μια απορία την είχα, αλλά δεν ανησυχούσα, γιατί είχα ζήσει πολλά θαύματα… ό,τι θέλει ο Θεός...!
Την παραμονή της εγχείρισης, απόγευμα, κατέβηκα στον κήπο του νοσοκομείου να προσευχηθώ και να περπατήσω...
Μεγάλο νοσοκομείο !...
Όπως περιπάταγα, βλέπω που λές, εισαγγελέα μου, κι’ ένα άλλο παπά, πολύ-πολύ γνωστό, μέτριο ανάστημα, να’ ρχεται προς το μέρος μου, από την αντίθετη μεριά, από άλλη πόρτα του νοσοκομείου.
Έφθασε κοντά μου... χαιρετηθήκαμε...
Τι κάνεις παπα-Αμβρόσιε, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω !!!
Πολύ καλά πάτερ μου, αλλά να, σκέφτομαι τον κόσμο μας, τα λάθη μας τις αμαρτίες μας, πονάω κιόλας, αλλά δόξα τω Θεώ…!
Πιάσαμε πολλή κουβέντα, που λές, αλλά ντρεπόμουνα να τον ρωτήσω τ’ όνομά του που δεν μπορούσα να το θυμηθώ με τίποτα.
Μου ήταν όμως πολύ γνωστός...Είπαμε για τον Αρχιεπίσκοπο, τον Σεραφείμ, για Δεσποτάδες, για πολλά…
Τον θαύμασα !
Αλλά πώς τον ρωτάς «πώς σε λένε, πάτερ;», μεγάλη ντροπή το ένιωθα κάτι τέτοιο…
Περπατήσαμε ώρα...
Σουρούπωσε και έπρεπε να γυρίσω στο θάλαμο, να περάσουν οι νοσοκόμες, να ετοιμαστώ για την εγχείριση...
Καθώς το σκεφτόμουνα μου λέει:
Άντε, πάμε μέχρι το θάλαμο, Αμβρόσιε, και θα φύγω και γώ.
Δεν μπορούσα να του φέρω αντίρρηση και παρακαλούσα τη χάρη Της να θυμηθώ το όνομά του…
Μπήκαμε κι’ έκατσε δίπλα μου στο κρεβάτι...
Κουβεντιάσαμε ακόμα λίγο και κάποια στιγμή, βάζει το χέρι του στα πλευρά μου και μου λέει :
Εδώ θα εγχειρισθείς ;
Ναι, αδελφέ μου, του λέω…
Αμέσως ένοιωσα ένα πόνο, όπως με ακούμπησε και έντονη επιθυμία να πάω στην τουαλέτα...
Πήγα και «Μέγας εί Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου» !!!
Με έντονους πόνους, σαν τους πόνους της γέννας λένε είναι τούτοι, έβγαλα αυτή την πέτρα που βλέπεις !
Γύρισα εξαντλημένος στο κρεβάτι και λέω στον παπά, που ήταν ακόμα εκεί :
Πάτερ μου, μου είσαι τόσο γνωστός, μα τόσο γνωστός, αλλά δεν θυμάμαι το όνομά σου...!
Συγχώρα με...Αλλά πώς σε λένε και πώς βρέθηκες εδώ ;
Σηκώνεται και τι μου λέει :
Μ’ αγαπάς τόσο πολύ κι’ εγώ σ’ αγαπώ και δεν με θυμάσαι, Αμβρόσιε;
Άκου να δείς, εδώ βρέθηκα, γιατί πάω όπου θέλω...!!!
Συκοφαντήθηκα και κατηγορήθηκα όσο κανένας άλλος... και η αμοιβή μου είναι να πηγαίνω όπου θέλω και όποτε θέλω για να βοηθάω τους ανθρώπους...!!!
Είμαι ο Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ !!!
... κι’ επειδή σ’ αγαπώ, ήρθα και σε χειρούργησα...!!!
Αυτό να το δείξεις αύριο στους γιατρούς, γιατί αυτοί δεν πιστεύουν, είναι ασταύρωτοι και αμύρωτοι...
Όταν το δούν και σε εξετάσουν πες τους ότι σε χειρούργησα εγώ...!!!
Θα το καταλάβουν !!!...
Σ’ αφήνω τώρα και καλή αντάμωση καλή επιστροφή… και βγήκε από το θάλαμο….»
Αυτή που λές εισαγγελέα μου είναι η ιστορία αυτού του μανταρινιού που βλέπεις...
Το’ χω εδώ, για να μην ξεχάσω ποτέ τη συνάντηση αυτή...!!!
(Διήγηση π.Αμβροσίου Λάζαρη)