Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιωτου
«Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς· χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς» (Ἀκάθ. ὕμν. Α 3)
Οἱ
Χαιρετισμοί, ἀγαπητοί μου, ποὺ μᾶς ἀξιώνει ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ν᾽
ἀκούσουμε, εἶνε ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ποιήματα τῆς παγκοσμίου τολμῶ νὰ πῶ
ποιήσεως. Ἀριστούργημα, ξεπερνᾷ σὲ κάλλος τὸν Παρθενῶνα.
Γιὰ πρώτη φορὰ ἐψάλησαν στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν τῆς Βασιλίδος τῶν
πόλεων τὸ 626 μ.Χ. ἐπὶ βασιλέως Ἡρακλείου καὶ πατριάρχου Σεργίου, ὅταν ἡ
Παναγία ἔκανε τὸ θαῦμα, ναὶ τὸ θαῦμα! Ἡ πολιορκία τῶν ἐχθρῶν διαλύθηκε,
τὰ πλοῖα τους στὸν Κεράτιο κόλπο τσακίστηκαν, οἱ βάρβαροι Ἄραβες καὶ
Πέρσες ταπεινώθηκαν, καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Πόλεως, εὐγνώμονες γιὰ τὸ θαῦμα
τῆς λυτρώσεώς τους, ἔκαναν παννυχίδα, ὅλη δηλαδὴ τὴ νύχτα ἔψαλαν ὄρθιοι
τὸν ὕμνο τῆς Θεομήτορος.
Πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐπὶ
χίλια τόσα χρόνια, συγκεντρωνόμαστε στοὺς ναοὺς γιὰ ν᾽ ἀπευθύνουμε στὴν
ὑπεραγία Θεοτόκο τὸ «Χαῖρε». Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος εἶνε ἐπανάληψις τοῦ
πρώτου ἐκείνου «Χαῖρε» (Λουκ. 1,28), ποὺ «ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν
ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ» (Ἀκάθ. ὕμν. Α)· ἐπαναλαμβάνεται 144 φορὲς μὲ
ποικίλες ἐκφράσεις καὶ ἀποχρώσεις, μὲ εἰκόνες ἀπὸ τὸν φυσικὸ καὶ
ὑπερφυσικὸ κόσμο, ποὺ ἀπαρτίζουν μία ὡραιότατη ἀνθοδέσμη ἀπὸ ποιητικὰ
ἄνθη.
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς ἑρμηνεύσω ταπεινὰ ἕνα μόνο χαιρετισμὸ
ποὺ ἀκούσαμε ἀπόψε. Τὸν ἐπαναλαμβάνω· «Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον
ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς· χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς»
(Ἀκάθ. ὕμν. Α3). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά;
* * *
⃝ Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸν
χαιρετισμὸ αὐτόν, ἀδελφοί μου, πρέπει ν᾽ ἀνατρέξουμε στὴν Βίβλο, ν᾽
ἀνοίξουμε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, νὰ πᾶμε στὸν προφήτη Ἠσαΐα. Στὸ 7ο
κεφάλαιό του βλέπουμε ὅτι στὰ Ἰεροσόλυμα βασιλεὺς ἦταν ὁ Ἄχαζ, ποὺ
ἀπειλούμενος ἀπὸ ἐχθροὺς εἶχε στὰ ἀνάκτορα μεγάλη ἀγωνία. Τότε ἄκουσε
θεϊκὴ φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ· «Αἴτησαι σεαυτῷ σημεῖον παρὰ Κυρίου Θεοῦ σου εἰς
βάθος ἢ εἰς ὕψος» (Ἠσ. 7,11). Μὲ ἄλλα λόγια· Βασιλιᾶ, λῦσε ἕνα αἴνιγμα,
ἀπάντησε στὸ ἐρώτημα· Ποιό στὸν κόσμο εἶνε τὸ πιὸ ὑψηλὸ καὶ τὸ πιὸ βαθύ;
Ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα αὐτὸ φαίνεται εὔκολη.
Σήμερα κ᾽ ἕνας μαθητής, ἂν τὸν ρωτήσῃς, ποιό εἶνε τὸ πιὸ ὑψηλὸ σημεῖο
στὴ γῆ, θὰ σοῦ πῇ· Τὰ Ἱμαλάϊα. Κι ἂν τὸν ρωτήσῃς, ποιό εἶνε τὸ βαθύτερο,
θὰ σοῦ πῇ· Κάπου στὸν Εἰρηνικὸ ὠκεανό. Ἀλλὰ τὸ ζήτημα δὲν τίθεται ἔτσι·
δὲν ἀφορᾷ στὴ φύσι, δὲν εἶνε ζήτημα γεωγραφίας. Δὲν ὑπάρχουν, ἀδελφοί
μου, μόνο φυσικὰ ὕψη καὶ βάθη· ὑπάρχουν καὶ ὕψη καὶ βάθη ἠθικά,
πνευματικά, μεταφυσικά. Ποιό λοιπὸν ἦταν τὸ ὕψος ἢ τὸ βάθος; Ὁ Ἄχαζ τά
᾽χασε καὶ εἶπε· Τί ξέρω ἐγώ, ἕνα σκουλήκι· δὲν ἔχω τί ν᾽ ἀπαντήσω.
Καὶ τότε, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, δίδεται ἡ ἀπάντησις. Τὸ
ὑψηλότερο καὶ τὸ βαθύτερο πρᾶγμα στὸν κόσμο δὲν εἶνε τὰ Ἱμαλάια, δὲν
εἶνε ὁ Εἰρηνικὸς ὠκεανός· τὸ ὑψηλότερο σημεῖο, τὸ μέγα, τὸ θαῦμα τῶν
θαυμάτων, εἶνε ὅτι μία παρθένος θὰ γεννήσῃ! Διαβάστε νὰ δῆτε τὸ
περιλάλητο χωρίο γραμμένο ὀχτακόσα χρόνια πρὶν ν᾽ ἀνατείλῃ τὸ ἄστρο τῆς
Βηθλεέμ· «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις
τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (ἔ.ἀ. 7,14). Ποιά εἶνε ἡ παρθένος; Ὅποιος
μελετᾷ ἀμερόληπτα, βλέπει ὅτι τὸ χωρίο δὲν ἐφαρμόζεται παρὰ μόνο στὸ
πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὕψος ἡ Παναγία – βάθος ἡ Παναγία.
Ὕψος! Τί ὕψος; πλούτου, φήμης, ὀμορφιᾶς, ὑλικῶν ἀγαθῶν; Ὄχι,
ἀγαπητέ μου. Ὕψος ἁγιότητος, ἀρετῆς, κυρίως ἁγνότητος. Λένε –ἀφοῦ μιλᾶμε
γιὰ ὕψος–, ὅτι στὴν κορυφὴ τῶν Ἄλπεων, μέσα στοὺς παγετῶνες, φυτρώνει
ἕνα σπάνιο λουλούδι, ποὺ τὸ λένε ἐντελβάις. Μὲ κίνδυνο ἀνεβαίνουν ἐκεῖ
ὀρειβάτες Ἰταλοὶ ἢ Ἑλβετοί, ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ τὸ φτάσουν καὶ νὰ τὸ
κόψουν· καὶ ὅσοι τὸ κατορθώνουν τὸ βάζουν στὸ πέττο τους καὶ καμαρώνουν
στὶς πόλεις, στὴ Φλωρεντία, στὸ Μιλᾶνο κ.λπ..
Ἀλλὰ τὸ ἄνθος τῆς παρθενίας, ποὺ ἐβλάστησε στὴν κορυφὴ τοῦ
μυστικοῦ ὄρους ποὺ λέγεται Θεοτόκος, εἶνε πιὸ ἀξιοθαύμαστο. Ἀπευθύνομαι
πρὸς τὴν νεότητα καὶ λέω· Πρὸς τὰ ὕψη, ἀγαπητά μου παιδιά, νέοι καὶ
νέες! ὄχι στὰ βαλτόνερα, ὅπου δὲν ὑπάρχουν ἄνθη καὶ ὡραιότης, ἀλλὰ ψηλά·
ἀνεβαίνετε συνεχῶς, γιὰ νὰ φτάσετε στὰ ἄνθη τῆς ἁγνότητος, ἐκεῖνα ποὺ
στόλιζαν τὴν Παναγία μας.
Ὕψος ἁγνότητος ἡ Παναγία, ἀλλὰ συγχρόνως εἶνε καὶ βάθος· βάθος
ταπεινώσεως. Καμμιά γυναίκα στὸν κόσμο δὲν ὑψώθηκε ἐκεῖ ποὺ ἔφθασε
ἐκείνη. Καὶ ὅμως, παρ᾽ ὅλη τὴ δόξα της, ἔμεινε πάντα ταπεινή. Δὲν πέρασε
ἀπ᾽ τὴ διάνοιά της λογισμὸς ὑπερηφανείας, δὲν καυχήθηκε γιὰ τὴν τιμὴ
ποὺ ἀξιώθηκε. Στὸ μήνυμα, ὅτι θὰ γεννήσῃ υἱὸν τὸν Ἐμμανουήλ, ἔκλινε
ὑπάκουα τὴν κεφαλὴ καὶ εἶπε· «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ
ῥῆμά σου» καὶ στὴν Ἐλισάβετ εἶπε· «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον…, ὅτι
ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. 1,38,47-48). Ὕψος
ἁγνότητος – βάθος ταπεινώσεως ἡ Παναγία.
⃝ Ἀλλὰ ὁ χαιρετισμὸς αὐτός, «Χαῖρε, ὕψος» ἁγνότητος καὶ «χαῖρε,
βάθος» ταπεινώσεως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἁρμόζει
καὶ στὴν Ἐκκλησία μας, τῆς ὁποίας κεφαλὴ εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός.
Εἶνε ὕψος ἡ Ἐκκλησία μας. Τί ὕψος; Ὕψος διδασκαλίας. Ὑπάρχουν
κι ἄλλες διδασκαλίες παλαιότερες καὶ νεώτερες· τοῦ Κορανίου, τοῦ Βούδδα,
διαφόρων ἄλλων θρησκειῶν καὶ φιλοσοφιῶν· θὰ ὑπάρξουν καὶ στὸ μέλλον
ἄλλα συστήματα καὶ καινοφανεῖς ᾽ αὐτό;
Λένε ὅτι ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος –τοῦ ὁποίου φέρω ἀναξίως τὸ ὄνομα–
θέλησε νὰ ἐρευνήδοξασίες. Τίποτε ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ φτάσῃ τὴ διδασκαλία
ποὺ παρέδωσε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία του ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Ἂν συγκρίνουμε ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ξέρετε πῶς μοιάζουν; Οἱ
διδασκαλίες τους εἶνε ὅπως ἡ πτῆσι μικρῶν πουλῶν μπροστὰ στὴν πτῆσι τοῦ
ἀετοῦ. Πετᾶνε κ᾽ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ σπουργίτια καὶ τὰ κοράκια, μὰ κανένα
δὲν φτάνει τὸ ὕψος τοῦ ἀετοῦ. Ἀετὸς λοιπόν, χρυσάετος ποὺ δι-ασχίζει
τοὺς γαλανοὺς οὐρανούς, εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἕνας ἀπὸ τοὺς
νεωτέρους φιλοσόφους, ποὺ ἦταν ἄπιστος καὶ κατόπιν πίστεψε στὸ Εὐγγέλιο,
εἶπε· Ἂς προοδεύουν οἱ ἐπιστῆμες, ἂς εὐρύνεται τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, ἂς
γίνωνται συνεχῶς ἔρευνες καὶ ἀνακαλύψεις· τίποτε δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ φθάσῃ
στὸ ὕψος τοῦ Χριστοῦ· τὸ φέγγος του εἶνε αἰώνιο.
Ὕψος ἡ διδαχὴ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ἀλλὰ καὶ
βάθος.Τί βάθος; Βάθος μυστηρίων. Ἂν ἀνεβῇς σ᾽ ἕνα καμπαναριὸ ἢ σὲ μιὰ
κορυφὴ καὶ κοιτάξῃς κάτω σὲ χαράδρες, ζαλίζεσαι. Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ
κυριολεκτικὰ ζαλίζεται τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ὅταν ἀναλογιστῇ τὰ
μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καὶ ποιό εἶνε τὸ μυστήριο τῶν
μυστηρίων; Ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας
Τριάδος. Πιστεύουμε, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ἕνας εἰς τρία Πρόσωπα· Πατήρ, Υἱός,
καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον! Αὐτὸ εἶνε τὸ θεμέλιο
τῆς πίστεώς μας. Ποιός μπορεῖ νὰ εἰσδύσῃ σ᾽ αὐτό;
Λένε ὅτι ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος –τοῦ ὁποίου φέρω ἀναξίως τὸ ὄνομα–
θέλησε νὰ ἐρευνήσῃ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος, νὰ δῇ πῶς ὁ ἕνας Θεὸς
εἶνε σὲ τρεῖς ὑποστάσεις. Ἄνοιξε τὰ βιβλία, τὴ Γραφή, φιλοσοφίες, καὶ
μελετοῦσε. Ζαλίστηκε. Ἄφησε τὰ βιβλία καὶ βγῆκε ἔξω νὰ κάνῃ περίπατο
στὸν αἰγιαλό. Στὴν ἀκροθαλασσιὰ βλέπει ἕνα χαριτωμένο παιδάκι (δὲν ἦταν
παιδάκι, ἄγγελος ἦταν), ποὺ μὲ τὰ χεράκια του εἶχε ἀνοίξει στὴν ἀμμουδιὰ
ἕνα λάκκο καὶ μ᾽ ἕνα κουβαδάκι ἔβγαζε νερὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ τὸ
ἔρριχνε μέσα στὸ λάκκο. –Τί κάνεις ἐκεῖ, παιδί μου; –Θὰ ἀδειάσω τὴ
θάλασσα. –Μὰ αὐτό, παιδί μου, εἶνε ἀδύνατον. Καὶ τότε ὁ μικρὸς – ὁ
ἄγγελος λέει· –Ἐὰν αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον, πολὺ πιὸ ἀδύνατο εἶνε αὐτὸ ποὺ
ζητᾷς ἐσύ, τὸν ὠκεανὸ ποὺ λέγεται ἁγία Τριὰς νὰ τὸν χωρέσῃς μέσα στὸ
μικρὸ μυαλό σου. Ἔτσι ὁ ἅγιος πῆρε τὸ μάθημα. Μικρὴ ἡ διάνοια τοῦ
ἀνθρώπου, καὶ τοῦ μεγαλυτέρου ἐπιστήμονος· δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσῃ τὸ
ἀσύλληπτο μυστήριο τῆς πίστεώς μας.
* * *
Ὤ ὕψος, – ὤ βάθος! Ἂς εὐχαριστήσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Θεό, ποὺ γεννηθήκαμε Χριστιανοὶ καὶ ἀνήκουμε στὴ μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθοδοξία. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35. Λουκ. 21,33. Μᾶρκ. 13,31. πρβλ. Ἀπ. 20,11). Ταπεινοὶ ἐνώπιον τοῦ θείου μεγαλείου, μὲ συναίσθησι καὶ κατάνυξι, ἂς γονατίσουμε ἀπόψε καὶ κλίνοντας τὴν κεφαλὴ ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς ἐπαναλάβουμε τὸν χαιρετισμό· «Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς· χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 16-3-1973 βράδυ, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 26-1-2022.