«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Κυριε καί Δεσποτα...
Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος Πετρωνίου Ἀγιορείτου
Ἡ προσευχή αὐτή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, πού λέγεται συνήθως στήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι μία ἁπλή, σύντομη, ἀλλά γεμάτη ἀπό δύναμι καί πλοῦτο πνευματικό προσευχή, τήν ὁποία ἠμποροῦσε νά γράψη μόνο ὁ μεγάλος πατήρ Ἐφραίμ ὁ Σῦρος, "ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος".
Τό τυπικό προβλέπει νά ἀπαγγέλεται μέ τά μάτια τοῦ σώματος καί τά χέρια κατεβασμένα πρός τήν γῆ, ἐνῶ τά νοερά μάτια ἀνεβασμένα στόν οὐρανό. Νά συνοδεύεται μέ ταπείνωσι, δάκρυα, φόβο Θεοῦ, μετάνοιες προσκυνητές καί έδαφιαίες. Ὅταν προφέρεται μέ μία τέτοια αἴσθησι καί νοερά συμμετοχή, μεταποιεῖ καί ἀνακαινίζει ὁλόκληρη τήν πνευματική ζωή τῆς ψυχῆς. Ἐάν ἐπιμείνουμε λίγο ἐπάνω στό περιεχόμενό της, θά ἀποκαλύψουμε ἕνα θαυμαστό πλοῦτο μετανοίας, ὥστε νά δικαιώνουμε τήν ὀνομασία της ὡς προσευχῆς τῆς μετανοίας.
Ἡ προσευχή αὐτή λέγεται σ᾿ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες τοῦ ἡμερονυκτίου: στόν ἑσπερινό, ἀπόδειπνο, μεσονυκτικό, ὄρθρο, ὧρες καί τυπικά· συνολικά ἐννέα φορές καί ὀκτώ ὅταν τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Ὁ ἀριθμός ὀκτώ καί ἐννέα μᾶς ὑπενθυμίζει τόν μέλλοντα αῖῶνα, πού συμβολίζεται μέ τόν ἀριθμό ὀκτώ καί τό ἐννέα τά ἀγγελικά τάγματα. Εἶναι ὡσάν νά μᾶς λέγη ὅτι μόνη ἡ μετάνοια μπορεῖ νά μᾶς ἀξιώση τῆς μακαρἰας ζωῆς καί κοινωνίας μέ τούς ἀγγέλους.
Ἡ προσευχή χωρίζεται σέ τρία διαφορετικά μέρη. Στό πρῶτο μέρος προσευχόμεθα στόν Θεό: "Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου! Πνευμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δός". Στό δεύτερο μέρος: "Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ". Καί τό τρίτο μέρος "Ναί Κύριε βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν!".
Ἀπό τό ἕνα μέρος προσευχόμεθα νά μᾶς φυλάξη ὁ Θεός ἀπό τά τέσσερα πνεύματα τῆς κακίας, τά τέσσερα πάθη, ἐνῶ ἀπό τό ἄλλο μέρος ζητᾶμε νά μᾶς χαρίση τά τέσσερα ἀγαθά πνεύματα, τίς τέσσερεις ἀρετές.
Ἐδῶ παρατηροῦμε ὅτι ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ἐκθέτοντας δύο προτάσεις μέ πάθη καί ἀρετές, τά ὀνομάζει ὅλα ἐξ ἴσου "πνεύματα: πνεῦμα ἀργίας, σωφροσύνης... Πῶς νά ἐννοήσουμε ἄραγε τήν λέξι ἐδῶ "πνεῦμα";
Ὅσον ἀφορᾶ τά κακά πνεύματα τό πρᾶγμα εἶναι ἁπλό. Ἡ κάθε πηγή κακίας εἶναι τό πνεῦμα τῆς πλάνης, ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος, "ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίη" (Α' Πέτρ. 5,), καί ὁπότε τήν πάλη μας πρέπει νά τήν στρέψουμε "πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις". (Ἐφεσ. 6, 12).
Τά πάθη πού ὑποδουλώνουν τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά τό σημεῖο τῆς ἧττας τοῦ ἀνθρώπου στόν ἀγώνα του πού εἶχε μέ τίς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ. Γι᾿ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνηθίζουν νά λέγουν "Πνεῦμα" ὄχι μόνον τό πνεῦμα τῆς κακίας, τόν διάβολο, ἀλλά καί τό ἔργο του, λέγοντας ἐξ ἴσου πνεῦμα της ἀργίας τόν δαίμονα τῆς ἀργίας, τό πνεῦμα τῆς γαστριμαργίας, δηλ. τόν δαίμονα τῆς γαστριμαργίας κ.λ.π. Αὐτός ὁ τρόπος ἐκφράσεως τῶν Πατέρων εἶναι πολύ περιεκτικός καί μᾶς βοηθεῖ νά καταλάβουμε πληρέστερα πώς ἐκδηλώνονται τά ἔργα. Ἕνα πάθος εἶναι βαρύτερο ἀπό μία ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ πτῶσις στήν αἰχμαλωσία μιᾶς σατανικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία κυριαρχεῖ ἐπάνω μας βίαια, μᾶς πολιορκεῖ ἀνελέητα, ἕως ὅτου μᾶς ὁδηγήσει στόν αἰώνιο θάνατο τῆς ψυχῆς, διότι πίσω ἀπό κάθε πάθος κρύβεται ἡ ἐχθρική δύναμις τοῦ ἐχθρου μας διαβόλου.
Ἀλλά γιατί στό πρῶτο μέρος τῆς προσευχῆς αὐτῆς παρακαλοῦμε τὀν Θεό νά ἀπομακρύνη τά τέσσερα πνεύματα τῆς κακίας; Ἄραγε ὁ Θεός εἶναι πού μᾶς δίνει τήν ἀκηδία, ὀργή καί τά ἄλλα πάθη; Φυσικά ὄχι. Τά πάθη περιέχουν δαιμονική ἐξουσία καί κανείς δέν θά ἠμπορέση νά λυτρωθῆ ἀπ᾿ αὐτά, ἐάν ὁ Θεός δέν τά κατευνάση, ἀφοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι δέν θά ἐπιτρέψη νά πολεμηθῆ ὁ ἄνθρωπος περισσότερο ἀπό τίς δυνάμεις του. Γι᾿αυτό, ὅταν λέγωμεν: "Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας... μή μοι δός", παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μή μᾶς ἀφήση στήν δουλεία τοῦ πάθους τῆς ἀκηδίας, νά μή ἀφήση τόν δαίμονα αὐτόν νά μᾶς έξουσιάζη.
Ἐάν μέ τά πνεύματα τῶν παθῶν ἐννοοῦμε τούς δαίμονες, τότε μέ τά πνεύματα τῶν ἀρετῶν, τῆς σωφροσύνης, ταπεινώσεως κ.λ.π. πρέπει νά ἐννοοῦμε τά ἀγαθά πνεύματα, τούς ἀγγέλους. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἄγγελοι μᾶς βοηθοῦν ἀδιάκοπα στήν ἐπιτέλεσι τοῦ ἀγαθοῦ, ἐάν ἐμεῖς δέν ἀπομακρυνώμεθα ἀπ᾿ αὐτούς μέ τίς ἁμαρτίες μας, ὅπως ἀκοῦμε στόν ὄρθρο τῆς Δευτέρας τοῦ Τυροφάγου: "Οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄγγελοι, φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διά νηστείας ἡμῖν κεκαθαρμένοις". Ἐπίσης oἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν ὁμιλοῦν γιά τίς ἀρετές, ποτέ δέν ὁμιλοῦν ὅπως στήν περίπτωσι τῶν παθῶν, δηλαδή δέν λέγουν "ὁ ἄγγελος τῆς σωφροσύνης", "ὁ ἄγγελος τῆς ταπεινώσεως", κ.λ.π. ὅπως συμβαίνη μέ τήν ἄλλη κατηγορία τῶν παθῶν, πού λέγομεν, "ὁ δαίμων τῆς ὑπερηφάνειας", ὁ δαίμων τῆς ἀκηδίας ἤ γαστριμαργίας κ.λ.π. Ὁπότε λοιπόν αὐτά τά τέσσερα πνεύματα δέν εἶναι ἄγγελοι, ἀλλά κάτι ἄλλο.
Γνωρίζουμε ὅτι στό Ἅγιο Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται τόν σατανᾶ καί ἐνδύεται τόν Χριστό, γίνεται κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί λαμβάνει δύναμι γιά νά γίνη υἱός τοῦ Θεοῦ κατά χάριν. Ἔχει μέσα του ὅλα τά σπέρματα τῶν ἀρετῶν, "τάς δωρεάς τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος" καί στόν ἄνθρωπο δέν ἀπομένει τίποτε ἄλλο παρά νά ἐργασθῆ γιά τήν ἐκπλήρωσι τῶν θείων ἐντολῶν καί νά γίνη ὁ ἀνακαινισμένος ἐκ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν γιά τήν πνευματική ζωή ὅτι εἶναι μία ἀξιοποίησις αὐτῶν τῶν δυνάμεων, μία δραστηριοποίησις τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καί Χρίσματος. Οἱ ἀρετές λοιπόν, ἐπειδή εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού δίδονται στόν ἄνθρωπο ὀνομάζονται καί αὐτές "πνεύματα", ὅπως καί ἡ Πηγή ἀπό τήν ὁποία προέρχονται. Ἔτσι ὀνομάζει καί ὁ Προφήτης Ἡσαΐας τίς δωρεές τοῦ Θείου Πνεύματος λέγοντας: "Πνεῦμα σοφίας, πνεῦμα συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς..." (Ἡσάίου 11,2-3).
Λοιπόν αὐτά τά τέσσερα ἀγαθά πνεύματα, δηλαδή τό πνεῦμα τῆς σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης δέν εἶναι ἄγγελοι, ἀλλά δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί προσευχόμεθα στόν Θεό γιά νά μή παραμείνουν ἀνενέργητες.
Μία ἁπλῆ ματιά ἐπάνω σ᾿αὐτές τίς δύο προτάσεις πού ἀναφέρονται στά πνεύματα, μᾶς βοηθεῖ νά καταλάβουμε ἕνα πρᾶγμα πολύ σημαντικό γιά τήν πνευματική μας ζωή. Τά πνεύματα τῆς κακίας εὑρίσκονται ἔξω ἀπό ἐμᾶς, συνεπῶς καί τό κακό εἶναι ἐξωτερικό· τά πνεύματα τῶν ἀρετῶν, οἱ δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ πηγή κάθε ἀγαθοῦ εἶναι μέσα στό ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς μας. Πρός τό κακό μᾶς προτρέπουν ἐξωτερικές δυνάμεις, ἐνώ πρός τό ἀγαθό ἡ θεία δύναμις καί οἱ προσωπικές μας δυνάμεις πού εὑρίσκονται μέσα μας. Συνεπῶς λοιπόν, εἶναι εὐκολώτερο νά κάνουμε τό ἀγαθό παρά τό κακό. Ἀπό ἐδῶ προέρχεται καί ἡ μεγάλη εὐθύνη τήν ὁποία ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐπιτέλεσι τοῦ ἀγαθοῦ καί τήν σκληρά τιμωρία, ὅταν ἐπιτελῆ τό κακό.
Σκόπιμα ἔθεσε ὁ ἅγιος Ἐφραίμ πρῶτα-πρῶτα τά πνεύματα τῆς κακίας καί κατόπιν τά πνεύματα τῶν ἀρετῶν. Δέν ἠμποροῦμε νά ἐργασθοῦμε τήν ἀρετή, ἐάν δέν καθαρισθοῦμε πρῶτα από τά πάθη. Ὅταν ὁμιλοῦν γιά πάθη οἱ Ἅγιοι Πατέρες, Ἐφραίμ ὁ Σῦρος, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ἄλλοι, ἐννοοῦν ἕνα μεγάλο ἀριθμό αὐτῶν.Ἐπικεφαλῆς ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ παράλογη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ λεγόμενη φιλαυτία, ἐνῶ ἡ ἄγνοια, ἡ λήθη καί ἡ ἀδιαφορία εἶναι οἱ βάσεις ὅλων τῶν παθῶν. Ἀπ᾿αὐτά πηγάζουν τά ἑπτά θανάσιμα πάθη ἀπό τά ὁποῖα πάλι ξεκινοῦν τά βαλτώδη νερά καί δηλητήρια ὅλων τῶν ἄλλων παθῶν. Εἶναι φυσικό λοιπόν νά ἐρωτήσουμε, γιατί ἀπ᾿ αὐτό τό μεγάλο πλῆθος τῶν παθῶν ὁ Ἅγιος ἐξέλεξε μόνο τέσσερα πάθη καί γιατί αὐτά καί ὄχι ἄλλα; Μήπως καί αὐτά δέν ἀνήκουν ἀνάμεσα στά πλέον θανάσιμα; Τήν ἀπάντησι σ᾿ αὐτή τήν ἀπορία θά τήν λάβουμε, ἀφοῦ σταματήσουμε γιά λίγο σέ καθένα ἀπ᾿ αὐτά τά τέσσερα τῆς κακίας πνεύματα.
1. Τό πνεῦμα τῆς ἀργίας.
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργημένος ἀπό τόν Θεό κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Αὐτοῦ, προωρίσθηκε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ὑπάρξεως του νά ἐργάζεται στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς (Γεν. 2, 15). Μετά τήν ἐκδίωξί του ἀπό τόν παράδεισο, ἡ ἐργασία του στράφηκε κυρίως στην ἀπόκτησι τῶν ἀναγκαίων τῆς ζωῆς του: διά τήν τροφή, ἐνδυμασία, κατοικία. Χωρίς αὐτά δέν θά ἠμποροῦσε νά ζήση. Ἀπό ἀνάγκη ἔπρεπε νά ἐργασθῆ, δέν ἠμποροῦσε νά ζήση μέ τεμπελιά. Ὅ ἅγιος Ἐφραίμ ὅμως ἐδῶ, παρακαλεῖ τόν Θεό νά λυτρωθῆ ὄχι ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀργία, ἀλλά ἀπό τήν ἀδιαφορία τῆς μή ἐκτελέσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.Ἡ ἐργασία αὐτῶν, ὡς προϋπόθεσις τῆς πνευματικῆς προόδου τοῦ ἀνθρώπου, πού πηγάζει ἀπό τό Βάπτισμα, ἀποσκοπεῖ στήν ὁμοίωσι μέ τόν Θεό.
Μέ τό παράδειγμα τῶν ταλάντων ὁ Σωτήρ μᾶς διδάσκει ὅτι οἱ δυνάμεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κατασκηνώνουν στόν ἄνθρωπο εἶναι πολύ μεγάλες καί μποροῦν νά τόν ὁδηγήσουν στήν ὑψηλότερη ἀνθρωπίνως βαθμίδα πνευματικῆς τελειώσεως. Καί ἐάν δέν φτάνουν ὅλοι στά ἴδια μέτρα ἤ δέν προοδεύουν καθόλου, αὐτό ὀφείλεται στήν ὀκνηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀργία λοιπόν, εἶναι ἡ ἄμεσος ἐχθρική προϋπόθεσις γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁποία τόν ἀγγιστρώνει στά φθαρτά καί ἀτελῆ αὐτοῦ τοῦ βίου. Ὁ Σολομών, ὅταν εἶχε κάποιον τεμπέλη κοντά του, τόν ἔστελνε νά πάρη παράδειγμα ἀπό τήν ἐργατικότητα τοῦ μυρμηγκιοῦ (Παρ. 6, 6), ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διατάζει ὅπως "εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεται μηδέ ἐσθιέτω" (Β' Θεσ. 3, 10). Γι᾿αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ θέτει τήν ἀργία μπροστά ἀπό τά ἄλλα τέσσερα πνεύματα τῆς κακίας, ὡς ἕνα πάθος, τό ὁποῖο εἶναι ἐμπόδιο γιά ὅλα τά καλά ἔργα καί ἀντίθετο στόν ὕψιστο προορισμό τοῦ ἀνθρωπου.
2. Τό πνεῦμα τῆς περιεργείας.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι πνεῦμα περιεργείας εἶναι τό σημεῖο τῆς ἐμπαθοῦς προσκολλήσεως στά ὑλικά πράγματα, εἶναι ἡ κόλλα πού μᾶς ἑνώνει μέ τά ἐπίγεια καί μάταια. Αὐτό ἀκολουθεῖ τό πνεῦμα τῆς ἀργίας καί εἶναι μεταξύ των σφικτά συνδεδεμένα. Πράγματι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν φροντίζει γιά τά πνευματικά ἔργα, ζητᾶ ὁ ἴδιος μία ψεύτικη ἀπασχόλησι, ἐργαζόμενος μέ ὅλα τά ἐξωτερικά πράγματα καί σκεπτόμενος μόνο τό παρόν καί τό μέλλον τοῦ βίου του, προκειμένου νά ἐπιτύχη τά εὐχάριστα καί λυτρωθῆ ἀπό τά θλιβερά τῆς ζωῆς γεγονότα. Αὐτή ἡ ἀναζήτησις τῶν ἡδέων τοῦ βίου καί ἡ ἀποφυγή τῶν λυπηρῶν εἶναι, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ἡ παντοτεινή φροντίς τοῦ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου. Τόν πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐφρόντιζε πῶς νά ἀξασφαλίση τούς καρπούς τῶν κτημάτων του γιά πολλά χρόνια, ὁ Σωτήρ τόν ὠνόμασε ἄφρονα (Λουκ. 12, 20). "Προσέχετε δε ἑαυτοῖς, μᾶς λέγει ὁ Σωτήρ, μήποτε βαρυνθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καί μέθη καί μερίμναις βιοτικαῖς" (Λουκ. 21, 34).
Ὅταν ἀσχολούμεθα μέ τά ἐξωτερικά καί πρόσκαιρα, αὐτή ἡ ἐμπαθής προσκόλλησις εἶναι ἐναντία στήν πνευματική ζωή καί μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι ἡ μοναδική τελειότης καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά συναντήση Αὐτόν παρά μόνο ὅταν ἐπιστρέψη στόν ἑαυτό του καί διά μετανοίας καί προσευχῆς ἑνωθῆ μαζί Του στόν ἐσώτερο οἶκο τῆς ψυχῆς του, διότι ἡ "βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντός ἡμῶν ἐστί" (Λουκ. 17, 21). Ἐνῶ ὁ συνεχής περισπασμός μέ τά ἐπίγεια μᾶς βοηθεῖ νά συναντούμεθα μέ τά πάθη καί τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος καταλύει τά πάντα καί λέγεται "λεγεών" τό ὄνομά του.
Οἱ πνευματικοί Πατέρες πάντοτε μᾶς παρακινοῦν νά ἀποκτήσουμε ἀπροσπάθεια γιά ὅλα καί ἡ μόνη φροντίς πού θά πρέπει νά δεσπόζη καί νά μᾶς κατευθύνη νά εἶναι ὁ φόβος τῆς ἀπολογίας μας κατά τήν μέλλουσα κρίσι καί ὁ πόθος για τήν σωτηρία μας.
Ἐάν ἡ ἀργία κάνη ἀνενέργητη τήν χάρι στόν ἄνθρωπο, ἡ περιέργεια καί ἡ φροντίς γιά τά ὑλικά κάνει τόν ἄνθρωπο ἄχρηστο γι᾿αὐτό τό πνευματικό ἔργο, εφ᾿ὅσον τόν ὁδηγεῖ στην ἀντίθετη ἀπό τήν σωτηρία ὁδό.
3. Τό πνεῦμα τῆς φιλαρχίας
Ἡ ἐξουσία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ δοσμένη ἀπό τόν Θεό ἐντολή ὅπως, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, "πᾶσα ψυχή ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω"(Ρωμ.13,1). Εἶναι ὅμως καί ἕνα ἀπό τά πνεύματα της κακίας, ὅπως ἕνα βλοσυρό βλέμμα κατά τοῦ πλησίον, μία αὐθαιρεσία ἐναντίον του, τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ ὡς μέσον προσωπικῆς του αἰσχροκερδείας. Ὁ Σωτήρ μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι αὐτό τό πνεῦμα εἶναι εἰδωλολατρικό καί τελείως ξένο πρός τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, διδάσκοντας τά ἑξῆς στούς μαθητάς Του: "Καί ὅς ἐάν θέλη ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος καί ὅς ἐάν θέλη ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· ὥσπερ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν" (Ματθ. 20, 27 - 28). Αὐτό τό ἔδειξε μέ τό ἔργο, ὅταν ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν Του καί θυσίασε τήν ζωή Του γιά τήν σωτηρία μας. Ἀπό ἐδῶ καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ἀληθινή ἐξουσία δέν εἶναι γιά ἰδιοτελεῖς σκοπούς, ἀλλά γιά τήν διακονία τῶν ἄλλων, γιά τήν βοήθεια τοῦ πλησίον μέ ἀγάπη, μέχρι προσφορᾶς καί τῆς ζωῆς μας ἀκόμη γιά τήν σωτηρία του.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μία μεγάλη ἀξία, διότι εἶναι κατ᾿εἰκόνα Θεοῦ καί ἀξίζει ὅσο αὐτή ἡ εἰκόνα πού τόν περιβάλει. Εἶναι ἐξαγορασμένος μέ τό ἀνεκτίμητο Αἷμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί ἀξίζει ὅσο ἡ τιμή αὐτοῡ τοῦ Αἵματος. Γι᾿ αὐτό ἡ διακονία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὑψίστης ἀξίας καί τιμῆς, διότι γίνεται ὡς διακονία σ᾿ αὐτό τό Πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. "Εφ᾿ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε" (Ματθ. 25, 40), θά μᾶς εἰπῆ ὁ Κύριος στήν φοβερά κρίσι. Ἡ ὑπηρεσία τοῦ πλησίον εἶναι εὐαγγελική ἀρετή, ἀνεκτίμητο ἔργο καί τελεία ὁδός γιά τήν σωτηρία. Ἐνῶ τό πνεῦμα τῆς φιλαρχίας ἐξευτελίζει τόν ἄνθρωπο καί τὀν καταβιβάζει στήν τάξι τῶν ἐπιγείων πραγμάτων καί τόν ἀποστερεῖ τῶν ἀγαθῶν, πού πηγάζουν ἀπό τίς ἀρετές. Αὐτό τό πνεῦμα εἶναι στενά ἑνωμένο μέ τό πνεῦμα τῆς ἀκράτου βιοτικῆς μερίμνης. Πράγματι, ὅταν κάθε φροντίς τοῦ ἀνθρώπου κατευθύνεται μόνο γιά ὑλικά, εἶναι φυσικό νά μεταβληθῆ ὁ ἄνθρωπος σέ ὄργανο αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου πού ἐργάζεται καί τό ὁποῖο δέν ἀξίζει τίποτε, παρά μόνο μία μικρή ἀνθρώπινη ὠφέλεια πού τοῦ προσφέρει.
4. Τό πνεῦμα τῆς ἀργολογίας
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει ὅτι αὐτό τὀ πνεῦμα εἶναι ὁ θρόνος τῆς κενοδοξίας, σημεῖο ἀγνωσίας, καρπός πολυφαγίας καί ἀκαθαρσίας, ἀπώλεια ταπεινώσεως καί σκότος προσευχῆς. Εἶναι ἡ σπατάλη τοῦ τιμιωτέρου δώρου πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, τό δῶρο τῆς ὁμιλίας πού φθείρεται ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτωλῆς του χρήσεως καί διαγωγῆς. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος ἔχει μία μεγάλη καί μυστική δύναμι, διότι προσφέρει μέ αὐτόν ὁ ἄνθρωπος κάτι ἀπό τήν ὕπαρξί του, τό ὁποῖον καί ἀναγγέλει. Ἐάν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τότε καί λόγος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι, "ἐάν θέλης νά γνωρίσης τί ὑπάρχει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πρόσεχε σ᾿ αὐτά πού λέγουν τά χείλη του". Ἡ πολυλογία καί ἀστειότης φανερώνουν τήν ἐσωτερική ἀσυδοσία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν φθορά καί ψυχική βλάβη καί ἄλλους ἀνθρώπους. Ὅταν ὁ λόγος στερεῖται πνευματικῆς χάριτος καί δυνάμεως, εἶναι ἀνούσιος καί ἐπιβλαβής. Γι᾿ αὐτό ὁ Σωτήρ μᾶς λέγει: "Πᾶν ρῆμα ἀργόν, ὅ ἐάν λαλήσωσι οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρα κρίσεως" (Ματθ. 12, 36). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες φοβούμενοι τίς μεγάλες συνομιλίες καί συναντήσεις, ἀγάπησαν καί ἐπαίνεσαν περισσότερο τήν σιωπή παρά τήν πολυλογία. Ὁσάκις ὡμιλοῦσα, ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος, συχνά μετανοοῦσα, ἐνῶ, ὅταν σιωποῦσα, οὐδέποτε μετανοοῦσα". Ὁ ὅσιος Ἀγάθων ἐπί τρία χρόνια ἔφερε στό στόμα του μία μικρή πέτρα γιά νά ἐπιβάλη στόν ἑαυτόν του τήν σιωπή, ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέγει ὅτι ἡ σιωπή εἶναι ἡ φωνή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀκόμη καί ἡ συζήτησις γιά τά πνευματικά εἶναι παγίς πολυλογίας, ὅταν ὑπερβαίνει τό κανονικό μέτρο. Λέγει ἐπίσης καί ἡ σοφία τοῦ λαοῦ: "Ὁ λόγος εἶναι ἄργυρος, ἐνῶ ἡ σιωπή χρυσός".
Ἐάν προσέξουμε τώρα σ᾿ αὐτά τά τέσσερα πνεύματα τῆς κακίας, παρατηροῦμε δύο πράγματα μεγάλης σημασίας. Κατ᾿ ἀρχήν βλέπουμε ὅτι αὐτά συνδέονται μεταξύ τους καί σχηματίζουν ἕνα εἶδος βουνοπλαγιᾶς, ὅπου ὁ ἄνθρωπος γλυστρᾶ καί παρασύρεται σ᾿ αὐτά. Ἀπό τήν ἀργία καί ἀδιαφορία γιά τήν σωτηρία του παραδίδεται στήν πλεονεξία καί ἐπιμέλεια τῶν ὑλικῶν πραγμάτων. Κατόπιν αἰχμαλωτίζεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς φιλαρχίας, ἀδιαφορώντας γιά τόν πλησίον του, τόν ὁποῖον κατεβάζει στήν τάξι τῶν πραγμάτων (RES). Μετά ἀπό ἐδῶ φθάνει στήν ἔλλειψι ἐλέγχου τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ του, πού τόν παρουσιάζει στούς ἄλλους μέ τίς ἀργολογίες του καί ἔτσι ἐξευτελίζεται. Αὐτός ὁ δεσμός τῶν τεσσάρων κακῶν πνευμάτων εἶναι πολύ ὀργανικός, καθώς θα ἰδοῦμε εὐθύς ἀμέσως.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς φανερώνουν ὅτι μία βασική προϋπόθεσις γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά φυλάξουμε τήν συνείδησί μας καθαρή ἐνώπιον τεσσάρων μαρτύρων: Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς διατάζει πάντοτε νά ἐκπληρώνουμε τίς ἐντολές Του, ἐνώπιον τοῦ πλησίον μας φυλαγόμενοι ἀπό κάθε ἔργο πού ἀντίκειται στήν πρός αὐτόν ἀγάπη, ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ μας χρησιμοποιώντας γιά ἀγαθούς σκοπούς τά χαριζόμενα δῶρα τοῦ Θεοῦ καί ἐνώπιον τῶν ἔργων, τά ὁποῖα ὀφείλουμε νά ἐκμεταλλευώμεθα μόνο γιά τόν κατάλληλο σκοπό πού δημιουργήθηκαν, δηλ. νά μᾶς εξυπηρετοῦν στίς διάφορες ἀνάγκες μας.
Πρέπει λοιπόν, νά καταλάβουμε ὅτι αὐτά τά τέσσερα πάθη μᾶς πληγώνουν τήν συνείδησι ἐξ αἰτίας τῶν τεσσάρων προμνημονευθέντων παραγόντων. Ἡ ἀργία μᾶς πληγώνει τήν συνείδησι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διότι ἀντιστέκεται στό ἔργο τῆς Χάριτος, πού κατοικεῖ μέσα μας καί ἐξ αἰτίας μας παραμένει ἀνενέργητη. Ἡ περιέργεια καί βιοτική μέριμνα πληγώνει τήν συνείδησι μας ἐνώπιον τῶν ἔργων, τά ὁποῖα τελικά χρησιμοποιοῦμε γιά τήν ἀπώλεια καί ὄχι γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Ἡ φιλαρχία, ἡ ὁποία σκοτίζει τόν ἄνθρωπο, πληγώνει τήν συνείδησι μας ἐνώπιον τοῦ πλησίον μας, ἐνῶ ἡ ἀργολογία μᾶς τραυματίζει τήν συνείδησι ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ μας, μέ τήν παράλογη χρῆσι τοῦ θείου δώρου τῆς ὁμιλίας. Ἔτσι λοιπόν, τά τέσσερα αὐτά πάθη παρουσιάζουν μία κατάστασι γενικῆς ἐξασθενίσεως τῆς ψυχῆς, μία ἀνάρμοστη συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον κάθε παράγοντος πού τόν πλησιάζει δηλ. ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ συνανθρώπου, τῶν ὑλικῶν ἔργων καί τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀδιαφορεῖ γιά τήν σωτηρία του, εἶναι πολυάσχολος στά βιοτικά, καταπιεστής πρός τόν πλησίον του καί ἐλευθερόστομος. Παρέχει τήν εἰκόνα τῆς πλήρους φαυλότητας τῆς ψυχῆς καί τήν ἄχαρι μορφή τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σωτηρία εἶναι προσωπικό ἔργο γιά τόν καθένα μας· παρ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά τήν κατορθώση μόνος του, παρά μόνο σε στενή συνεργασία μέ τόν Θεό καί τά λοιπά δημιουργήματα, τόν συνάνθρωπο καί τα κτίσματα. Ἡ σωτηρία ἤ καταδίκη μας ἐξαρτᾶται ἀπό τόν τρόπο συμπεριφορᾶς μας πρός τούς ἄλλους. Τά τέσσερα αὐτά πάθη, ὅταν στιγματίζουν τήν ἐξωτερική συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ κόσμου, ἀποκλείουν καί ὁποιαδήποτε δυνατότητα σωτηρίας. Δέν εἶναι δύσκολο νά καταλάβουμε, λοιπόν γιατί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος ἐμνημόνευσε καί ἀπηγόρευσε αὐτά ἀκριβῶς τα τέσσερα πνεύματα.
Ἐνῶ σ᾿ αὐτούς πού εἶναι ὑγιεῖς στήν πνευματική τους κατάστασι, βλέπουμε ὁ ἅγιος Ἐφραίμ νά ἀναφέρη τό δεύτερο σκέλος τῆς προσευχῆς του, στό ὁποῖο ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς χαρίση: πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης, ἐπάνω στίς ὁποῖες θά ἀσχοληθοῦμε στήν συνέχεια.
1. Τό πνεῦμα τῆς σωφροσύνης
Μέ τήν λέξι σωφροσύνη δέν θά πρέπει νά ἐννοήσουμε μία ἁπλῆ σωματική καθαρότητα ἀπό τά ἀχαλίνωτα πάθη. Ἡ καθαρότης εἶναι ὁ πρῶτος βαθμός τῆς ἀπαθείας, εἶναι ἡ κατάστασις τῆς ἐξαγνισμένης ἀπό τά πάθη ψυχῆς, πού εἶναι προετοιμασμένο ἔδαφος γιά τήν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν. "Πῶς ἄσομεν τήν ὠδήν Κυρίου ἐπί γῆς ἀλλοτρίας", ἔλεγαν οἱ Ἑβραῖοι στήν Βαβυλῶνα ὡς αἰχμάλωτοι, τό ὁποῖο, ἐξηγώντας οἱ Πατέρες, μας διδάσκουν ὅτι δέν ἠμποροῦμε νά ἀποκτήσουμε καμμία ἀρετή, ἐν ὅσῳ εὑρισκόμεθα στήν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ τοποθετεῖ τήν σωφροσύνη ἐπί κεφαλῆς ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν, διότι αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία τῆς ἐνάρετου καί ἁγίας ζωῆς.
2. Τό πνεῦμα τῆς ταπεινοφροσύνης
Αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος βλαστός πού φυτρώνει στό ἔδαφος τῆς σωφροσύνης. Εἶναι ἕνα πνευματικό οἰκοδόμημα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τό ἕνα μέρος τά ἔργα μας εἶναι ἀδύνατα καί μηδαμινά "ὡς χόρτος καί ὡς ἄνθος χόρτου" (Ψαλμ. 102) καί "ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεί οὐδέν ἐνώπιόν σου" (ψαλμ. 38, 6), ἀπό τό ἄλλο μέρος δέ, τά πάντα, ἀκόμη καί αὐτη ἡ ὕπαρξίς μας, ἔχουν προσφερθῆ ὡς δῶρα στόν Θεό. "Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες;" μᾶς ἐρωτᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α' Κορ. 4, 7), γιά νά καταλήξη ὅτι, "Χάριτι δέ Θεοῦ εἰμί ὅ εἰμί" (Α' Κορ. 15, 10). Γι᾿ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔλεγαν ὅτι ἡ ταπείνωσις σημαίνει νά θεωρῆ ὁ ἄνθρωπος κατώτερο τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀκόμη καί ἀπό τά ζῶα καί νά ἀποδίδη ὅλα τά ἀγαθά ἔργα στήν χάρι τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στίς δυνάμεις του, ὅσο μεγάλες καί νά φαίνωνται.
3. Τό πνεῦμα τῆς ὑπομονῆς
Εἶναι ὁ δεύτερος βλαστός πού ἀναθάλλει ἀπό τόν ἀγρό τῆς κα-θαρότητος. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθῆ καί συναισθανθῆ τίς ἁμαρτίες του, τότε ἀντιλαμβάνεται ὅτι εἶναι ἄξιος μυρίων παιδεύσεων ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Καί ὄχι μόνο ἐπιγείων, ἀλλά καί αἰωνίων βασάνων εἶναι ἄξιος, ἐπειδή κατεπάτησε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὡς ἕνας ὀκνηρός δοῦλος. Ἔτσι μέ τήν ταπείνωσι ὑπομένει ὅλες τίς δοκιμασίες, τίς συμφορές καί στενοχώριες τῆς ζωῆς μέ χαρά, διότι ἔχει πιστεύσει βαθειά τόν λόγο τοῦ Κυρίου πού λέγει: "ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε ἀλλά θαρσεῖτε" (Ἰωάν. 16. 33), καί "ὅτι διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ" (Πράξ. 14, 22), καί ὅτι μόνο "ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται" (Ματθ. 24, 13). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν μᾶς προτρέπουν μέ τά ἀποστολικά λόγια ὅτι "οὐκ εἰσιν ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφῆναι, ἥν ἡτοίμασεν ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν", μᾶς ἐνθαρρύνουν μέ τήν ὑπόσχεσι ὅτι "ὀλίγος εἶναι ὁ κόπος καί αἰώνια ἡ ἀνάπαυσις" (Ἀββᾶς Μωϋσῆς). Ἡ ὑπομονή καθαρίζει, μεταμορφώνει καί ἀνακαινίζει τήν ψυχή, καθώς λέγει κάποιος ἀββᾶς τοῦ Γεροντικοῦ: "Τό κερί, ἐάν δέν τό πλησιάσουμε στήν φωτιά γιά νά μαλακώση, δέν ἠμποροῦμε νά χαράξουμε τήν σφραγίδα πού θέλουμε νά κάνουμε· ἔτσι ἀκριβῶς γίνεται καί μέ τόν ἄνθρωπο. Ἐάν δέν λειώση ἀπό τήν δυνατή φλόγα τῶν πειρασμῶν, κόπων, ἀσθενειῶν, συμφορῶν καί πειρασμῶν, δέν ἠμπορεῖ νά χαραχθῆ μέσα του ἡ σφραγίς τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
4. Τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης
Ἡ ἀγάπη εἶναι τό κορύφωμα καί στεφάνωμα ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ὅποιος στολίσθηκε μέ τήν ἁγνεία, ταπείνωσι καί ὑπομονή, αὐτός γίνεται φιλόθεος καί φιλάνθρωπος· ἔφθασε στήν ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι τό πλήρωμα ὅλων τῶν ἀρετῶν, δέν πίπτει οὐδέποτε καί εἶναι ἡ πηγή κάθε ἀγαθοῦ. Σ᾿ ὅποιον ἄνθρωπο κατασκηνώσει ἡ ἀγάπη, ζῆ μέσα του ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι Ἀγάπη (Α' Ἰωάν. 4, 8). Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος, τήν τοποθετεῖ στήν κορυφή τῶν ἄλλων ἀρετῶν, ὅπως καί ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τήν ἔχει στήν τελευταία βαθμίδα τῆς Κλίμακος τοῦ παραδείσου, διότι ὄντως εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες, τίς περιέχει ὅλες καί εἶναι ἀναφαίρετο κτῆμα σ᾿ αὐτόν πού τήν ἔχει.
Ἐάν τά τέσσερα πάθη σχηματίζουν μία κλιμακωτή σειρά πού ἀρχίζει ἀπό τήν ἀργία καί συνεχίζεται πρός τά κάτω, οἱ τέσσερες ἀρετές εἶναι οἱ βαθμίδες ἀναβάσεως πού ἀρχίζουν μέ τήν σωφροσύνη καί καταλήγουν στόν Θεό. Συγχρόνως αὐτές εἶναι ἀντίθετες πρός τά τέσσερα κακά πνεύματα καί μᾶς δείχνουν πῶς ἠμποροῦμε νά θεραπεύσουμε τήν ἀρρωστημένη ἀπ᾿ αὐτά ψυχή μας.
Ἡ σωφροσύνη θεραπεύει τήν ψυχή πού ἀσθενεῖ ἀπό τήν ἀργο-λογία, ἡ ταπείνωσις ἐξυγιαίνει τίς σχέσεις μέ τόν πλησίον, ἡ ὑπομονή μᾶς λυτρώνει ἀπό τήν ἐμπαθῆ προσκόλλησι στά ὑλικά ἀγαθά, ἐνῶ ἡ ἀγάπη ἰατρεύει τήν ψυχή, πού ἀναισθητεῖ γιά τήν σωτηρία της, μέ τήν συναίσθησι τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Διότι στόν καθαρό ὅλα εἶναι καθαρά, συνεπῶς καί ἡ γλῶσσα του· στόν ταπεινό ὁ κάθε συνάνθρωπός του εἶναι ἀνώτερος ἀπό τὀν ἑαυτό του· στόν ὑπομονητικό ἡ κάθε ἐλπίδα του δέν στηρίζεται στά ἔργα του ἤ στά ἀγαθά του, ἐνῶ στόν φιλόθεο δέν ὑπάρχει ἄλλος πόθος παρά πῶς θά ἠμπορέση συνεχῶς νά ἐφαρμόζη τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι λοιπόν, ὁ ἐγκρατής στήν γλῶσσα του ἄνθρωπος, ὁ ταπεινός, ὑπομονητικός καί φιλόθεος μᾶς παρουσιάζει τήν ἐξαγνισμένη ἀπό τά πάθη εἰκόνα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου.
Ἐάν ἰδοῦμε τήν προσευχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ ὑπό τό φῶς καί ἄλλων πνευματικῶν διδασκάλων, ὅπως τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, θά βροῦμε μιά κοινή ψυχολογική-πνευματική βάσι καί κάτι περισσότερο ἀπ᾿ αὐτό. Ἡ ἁμαρτία ἀλλοιώνει τό ἐπιθυμητικό καί θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς, οἱ ὁποῖες δυνάμεις, ἀντί νά ὑπακούουν στόν νοῦ, τίθενται στήν ὑπηρεσία τῶν αἰσθήσεων. Ἡ ἐπιθυμία ἀντί νά εἶναι φλογερός πόθος ἀγάπης γιά τόν Θεό, μεταβάλλεται σέ ἐπιθυμία ἐρωτική τοῦ σώματος, τῆς φιλοκτημοσύνης καί τῆς φιλοδοξίας· ἐνῶ ὁ θυμός, ἀντί νά εἶναι ὅπλο κατά τῆς ἐπιθυμίας, μετατρέπεται σέ ὀργή καί μανία κατά τοῦ πλησίον.
Τά τέσσερα πάθη τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ δείχνουν αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀλλοίωσι της ἐπιθυμίας καί τοῦ θυμοῦ καί τήν διάθεσι αὐτῶν στήν ὑπηρεσία τῶν αἰσθήσεων. Ἡ περιέργεια καί ἡ πλεονεξία εἶναι τό σημεῖο τῆς ἐμπαθοῦς προσκολλήσεως στά ὑλικά ἀγαθά, ἡ φιλαρχία δείχνει τήν νόσο τῆς ὑπερηφανείας, ἡ ἀργολογία εἶναι τό σημεῖο τῆς ψυχικῆς ἀκαθαρσίας, ἐνῶ ἡ ἀργία καί φιλαυτία εἶναι τό θεμέλιο πού στηρίζει ὅλα τά ἄλλα.
Ἡ ἀπαλλαγή ἀπ᾿ ὅλα αὐτά πρέπει νά ἀκολουθῆ τήν ἀντίθετη πορεία: Ἔξοδος τῆς ὀργῆς καί ἐπιθυμίας ἀπό τήν ζωή τῶν αἰσθήσεων καί ἐπιστροφή αὐτῶν στήν ὑπηρεσία τοῦ νοῦ. Ἡ σωφροσύνη θεραπεύει τήν σαρκική ἐπιθυμία, ἡ ταπείνωσις λυτρώνει ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, ἡ ὑπομονή διώχνει τόν δαίμονα τῆς πλεονεξίας, ἐνῶ ἡ ἀγάπη ἐπαναφέρει τόν θυμό στήν φυσική του κατάστασι.
Ἄλλη μία φορά ἀκόμη καταλαβαίνουμε πόσο βαθειά καί θεμελιώδης εἶναι ἡ πνευματική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ πού ἐκτίθεται στίς δύο προτάσεις περί κακῶν καί ἀγαθῶν πνευμάτων τῆς προσευχῆς του. Αὐτές μᾶς τοποθετοῦν ἐνώπιον δύο εἰκόνων: ἡ μία εἶναι τοῦ διεφθαρμένου ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπου καί ἡ ἄλλη τοῦ ἀναγεννημένου μέ τήν μετάνοια καί τίς ἀρετές ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη εἶναι ἁμαρτωλή κατάστασις στήν ὁποία εὑρισκόμεθα καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς ἐλευθερώση καί ἡ δεύτερη εἶναι ἡ πνευματική κατάστασις, τήν ὁποία ἐπιδιώκουμε διά τῆς προσευχῆς νά μᾶς χαρίση ὁ Θεός.
Τό τρίτο μέρος τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ εἶναι: "Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, χάρισαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μά κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου...". Αὐτή ἀποτελεῖ μία ἀνακεφαλαίωσι τῶν αἰτημάτων τοῦ δευτέρου μέρους τῆς προσευχῆς. Πράγματι ἡ συναίσθησις τῶν προσωπικῶν μας παραπτωμάτων ἀποτελεῖ ἕνα σημεῖο ταπεινώσεως, διότι ὁ ταπεινός δέν φροντίζει γιά τίποτε ἄλλο περισσότερο παρά μόνο γιά τίς ἁμαρτίες του καί ὅποιος ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία του, ἔχει ἀρκετό ἔργο νά κάνη στόν ἀγρό τῆς ψυχῆς του. Εἶναι μία τρέλλα, λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, νά ἀφήνη κάποιος τόν ἰδικό του νεκρό καί νά πηγαίνη νά κλαύση ἄλλον". Ἔτσι λοιπόν, τά ἀκατάκριτον πρός τόν πλησίον εἶναι ἕνα σημεῖον ἀγάπης, ἡ ὁποία "μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οῦ λογίζεται τό κακόν..." (Α' Κορ. 13, 4).
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ποτέ δέν ἠμποροῦμε νά γνωρίσουμε τίς πραγματικές αἰτίες τῶν ἁμαρτημάτων μας. Εἶναι ἄραγε από σωματική ἀδυναμία, ἀπό πόλεμο τοῦ διαβόλου, εἶναι δοκιμασία καί παραχώρησις ἐκ Θεοῦ καί ἐπί πλέον δέν ἠμποροῦμε τίποτε νά γνωρίζουμε γιά τήν μετάνοια τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς συμβουλεύουν νά φυλαγώμεθα ἀπό τήν κατάκρισι τῶν ἄλλων καί νά τά ἀφήνουμε ὅλα στήν κρίσι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τά ἀπόκρυφα.
Οἱ δύο μεγάλες ἀρετές πού συμπληρώνουν καί ὁλοκληρώνουν ἡ μία τήν ἄλλη, τίς ὁποῖες ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τίς ὀνομάζει ἁγιασμένη δυάδα εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωσις. Ἡ πρώτη ὑψώνει καί ἡ ἄλλη συγκρατεῖ, ὅσους ὑψώθηκαν καί δέν τούς ἀφήνει νά πέσουν (Λόγος 25, 36). Μέ αὐτές τίς ἀρετές ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν ὁμοίωσι μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποιος μᾶς ἀγάπησε μέ μία ἄπειρη ἀγάπη καί ταπεινώθηκε γιά χάρι μας μέχρι θανάτου.
Μετά τήν ἀπαγγελία τῆς προσευχῆς μέ τίς τρεῖς μετάνοιες, ἀκολουθοῦν δώδεκα προσκυνητές. Σέ κάθε μία ἀπ᾿ αὐτές λέγομε μυστικά τοὐς ἑπόμενους τέσσερεις στίχους, πού ἐπαναλαμβάνονται ἀνά τρεῖς φορές
1. : Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
2. Ὁ Θεός καθάρισόν με τόν ἁμαρτωλόν.
3. Ὁ Θεός, ὁ πλάσας με σῶσον με, καί
4. Κύριε συγχώρησόν μοι, ἡμάρτηκα ἀμμέτρως.
Ὁ πρῶτος στίχος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ προσευχή τοῦ Τελώνου, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ στάθηκε λίγο μακριά, κτυποῦσε τά στήθη του καί ἔλεγε: "Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ" (Λουκ. 18, 13). Εἶναι μία ἱκεσία γεμάτη ἀπό μετάνοια, ἡ ὁποία ἐξύψωσε τόν ταπεινό Τελώνη σέ ἀσύγκριτο βαθμό ὑψηλότερα ἀπό τόν ὑπερήφανο Φαρισαῖο. Τόν ἐξύψωσε διότι συναισθάνθηκε τά ἁμαρτήματά του, ταπεινώθηκε καί δέν τόλμησε νά ζητήση τίποτε ἄλλο, παρά μόνο τό ἔλεός Του. Ἔτσι, κατά τον λόγο τοῦ Κυρίου, αὐτός πού ταπεινώθηκε, ὑπερυψώθηκε.
Στόν δεύτερο στίχο διακρίνουμε καθαρά τήν προσευχή τοῦ λεπροῦ ὁ ὁποῖος βλέποντας τόν Ἰησοῦ, ἔπεσε μπροστά του κάτω στό ἔδαφος καί Τόν παρεκάλεσε, λέγοντας: "Κύριε, εἰ θέλεις δύνασαί με καθαρίσαι" (Λουκ. 5, 12). Ἁμαρτία δέν εἶναι μόνο μία παράβασις τῆς θείας ἐντολῆς, ἀλλά καί ἕνας μικρός ψυχικός μολυσμός, γι᾿ αὐτό καί ὁ διάβολος, ὁ ἀρχηγός καί τό ὄργανο τῆς ἁμαρτίας ὀνομάζεται ἀκάθαρτος. Ἡ ἁμαρτία λοιπόν, εἶναι μία λέπρα πού καταδυναστεύει κυριολεκτικά τόν ἄνθρωπο. Σέ ποιόν νά προστρέξη, ἐάν ὄχι στόν Ἰατρό καί θεράποντα κάθε ἀσθενείας; "Κύριε, μόνο ἐσύ, ἐάν θέλης, ἠμπορεῖς να καθαρίσης ἐμένα τόν ἁμαρτωλό!". Καί ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ: "Ναί, θέλω νά καθαρισθῆς" (Λουκ. 5, 13).
Ὁ τρίτος στίχος μᾶς ὑπενθυμίζει τήν προσευχή τοῦ ψαλμωδοῦ: "Αἱ χεῖρες σου ἐποίησάν με καί ἔπλασάν με..." (Ψαλμ. 118, 73). Εἶναι ἀλήθεια, ἀναγνωρίζω ὅτι εἶμαι ἁμαρτωλός, γεμᾶτος ἀπό τήν λέπρα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά δέν ἐσήκωσα τά χέρια μου σέ ξένους Θεούς, δέν ξεχνῶ ὅτι εἶμαι πλάσμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί προστρέχω σ᾿ Αὐτόν, πού μέ ἐδημιούργησε καί ἠμπορεῖ νά μέ σώση: "Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καί τό ὄνομά σου ἐπικεκλήμεθα". Ἐκτός ἀπό Σένα δέν γνωρίζω ἄλλον, εἶμαι ἰδικός σου, σῶσον με, Ἐσύ πού μ᾿ἔπλασες, Θεέ μου σῶσον με!
Ὁ τέταρτος καί τελευταῖος στίχος πηγαίνει ἀκόμη μακρύτερα: Ὄχι μόνο ἁμάρτησα, ἀλλά οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι πλῆθος ἀμέτρητο. "Οὐδείς ἐκ τῶν ζώντων δίκαιος ἐνώπιόν Σου" (ψαλμ. 142), λέγει ὁ ψαλμωδός, ἐνῶ οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι, ἐάν καί μία μόνο ὥρα νά ζήση ὁ ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς, πάλι θά ἁμαρτήση. Ὁλόκληρη ἡ ζωή μας εἶναι μία ἀδιάκοπη ἁλυσίδα ἁμαρτιῶν καί παραβάσεων τῶν θείων ἐντολῶν. Γι᾿ αὐτό ὁ Σωτήρ μεταξύ τῶν πλέον ἀναγκαίων πνευματικῶν μας αἰτημάτων, μᾶς διδάσκει τήν ἐκζήτησι τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας. "Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν". Ὅπως ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τὀν ἐπιούσιο ἄρτο, τόν ὁποῖο ζητᾶμε, ἔτσι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτή τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας. Νά ζητᾶμε συγχώρησι, ἀφοῦ συγχωροῦμε καί ἐμεῖς τόν πλησίον μας καί ἔχουμε τήν μετάνοια τοῦ ἀσώτου υἱοῦ "Ἡμαρτον, Κύριε, εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου" (Λουκ. 15, 21). Ἐπίσης νά λέγωμεν μέ συντριβή καρδίας: Ἀμέτρητες φορές ἁμάρτησα καί λυποῦμαι, Κύριε, διότι σέ παρώργισα· μετανοῶ καί Σέ παρακαλῶ συγχώρεσε με".
Παρατηροῦμε ὅτι αὐτοί οἱ τέσσαρες στίχοι προκαλοῦν δύο αἰσθήματα: Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἐνοχή τῆς συνειδήσεως γιά τίς γενόμενες ἁμαρτίες: δηλ. εἶμαι ἁμαρτωλός, πληγωμένος ἀπό τά πάθη μου, ἀναρίθμητες φορές ἔσφαλα· ἐνῶ τό δεύτερο εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στό ἔλεος καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ: ἐλέησόν με, καθάρισόν με, συγχώρησόν με! Εἶναι δύο ψυχικές καταστάσεις: Φόβος καί ἐλπίς, γιά τίς ὁποῖες λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι πρέπει πάντοτε νά συνοδεύουν τόν ἄνθρωπο στήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Αὐτά τά συναισθήματα τοῦ φόβου καί τῆς ἐλπίδος ἀνώρθωσαν ψυχικά τόν Τελώνη, ἐπανέφεραν τόν ἄσωτο υἱό στό πατρικό σπίτι, ἄνοιξαν τίς πύλες τοῦ παραδείσου στόν ληστή. Οἱ στίχοι αὐτοί ἐπαναλαμβάνονται ἀπό τρεῖς φορές ὁ καθένας, ἀπό τρεῖς φορές διότι τούς ἀπευθύνουμε στόν Τριαδικό Θεό. Στόν Πατέρα, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἔπλασε, στόν Υἱό, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἐχάρισε τήν συγχώρησι διά τοῦ ἑκουσίου σταυρικοῦ Του θανάτου καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο μᾶς καθαρίζει ἀπό παντός μολυσμοῦ. Λέγονται καί ἀπό τρεῖς φορές καί ὡς σημεῖο σταθερότητος καί ἀποφασιστικῆς συναρμονίσεως τῶν τριῶν πνευματικῶν δυνάμεων, δηλαδή τοῦ θυμικοῦ, τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καί τοῦ λογιστικοῦ πρός τήν ὁδό τῆς σωτηρίας.
Αὐτοί οἱ στίχοι λέγονται μυστικά, καθένας τούς λέγει γιά τόν ἑαυτό του, ἐπειδή καί ἡ μετάνοια καί διόρθωσις εἶναι ἔργα προσωπικά, τά ὁποῖα γίνονται μυστικά στήν καρδιά τοῦ καθενός.
Μετά ἀπό τίς δώδεκα προσκυνητές μετάνοιες ὁ ἱερεύς ὡς ἐπισφράγισμα ἀπαγγέλλει ἀκόμη μία φορά τήν προσευχή τοῦ τρίτου μέρους καί τήν κλείνει μέ μία ἐδαφιαία μετάνοια.
Ρίχνοντας τώρα μία ματιά σ᾿ ὅλο τό τυπικό αὐτῆς τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, τί παρατηροῦμε; Κατ᾿ ἀρχήν βλέπουμε στήν μορφή τοῦ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου αὐτά τά τέσσερα πάθη καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπ᾿ αὐτά· βλέπουμε κατόπιν τήν εἰκόνα τοῦ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου μέ τίς τέσσερεις ἀρετές καί ζητᾶμε νά μᾶς τίς χαρίση γιά νά προοδεύσουμε σ᾿ αὐτή τήν ὁδό. Μετά ἀπ᾿ αὐτά ἐπιμένουμε στήν μυστική προσευχή ταπεινούμενοι γιά τίς ἀδυναμίες καί ἁμαρτίες μας καί ἔχοντας μεγάλη ἐλπίδα στήν δύναμι καί βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά τά συναισθήματα τά συνοδεύουμε μέ μετάνοια καί προσκυνητές μετάνοιες. Τί σημαίνει ἄραγε ὅλη αὐτή ἡ λειτουργία τῆς προσευχῆς;
Ἡ σωματική μετάνοια, ἡ κλίσις τῆς κεφαλῆς μέχρι τοῦ ἐδάφους, εἶναι τό ὁρατό σημεῖο τῆς μετανοίας. Μέ τήν συμμετοχή τοῦ σώματος ὁμολογοῦμε τήν πτῶσι μας στήν ἁμαρτία, στήν κατάστασι πού εὑρισκόμεθα, ἐνῶ μέ τήν ἔγερσι ἀπό τό ἔδαφος, ἐκδηλώνουμε τόν πόθο μας γιά τήν λύτρωσι ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν ψυχική μας μεταμόρφωσι. Ἀλλά καί ἡ λέξις "μετάνοια" μέ τήν ἀρχική της ἔννοια αὐτό σημαίνει: τήν μεταλλαγή, τήν ἀλλοίωσι καί ἀναγέννησι τοῦ νοῦ. Τό ἔργο τῆς μεταβολῆς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου σέ νέο καί πνευματικό τελειοῦται μέ τήν μετάνοια.
Ἰδού ποιό θαυμαστό ἔργο περιέχεται σ᾿ αὐτή τήν πρακτική ἐξάσκησι τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου, πού συνοδεύεται καί μέ μετάνοιες. Αὐτό πού λέγουμε μέ τό στόμα στήν προσευχή, τό φανερώνουμε συγχρόνως καί μέ τό σῶμα. Ἀναγνωρίζουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας στήν ὁποία εὑρισκόμεθα καί πίπτομεν μέ ταπείνωσι στήν γῆ, ἀλλά σηκωνόμεθα ἀμέσως δείχνοντας ἔτσι τήν σταθερά ἐπιθυμία τῆς ψυχικῆς μας ἀναπλάσεως.
Αὐτό ἐδῶ εἶναι περισσότερο ἀπό προσευχή, εἶναι τό ἴδιο τό ἔργο τῆς μετανοίας, τό ὁποῖον μεταμορφώνει καί ἀνακαινίζει ὁλοκληρωτικά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι μία πραγματική ἐσωτερική ἀλλαγή, ἡ ὁποία μᾶς μεταφέρει τόν νοῦ στήν εὐχαριστιακή μεταβολή τῶν Θείων Δώρων ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης, μία Εὐχαριστία τῆς μετανοίας τοῦ ἀνθρώπου. Διότι, ὅπως στήν Θεία Λειτουργία μέ τήν ἐπίκλησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπό τοῦ ἱερέως, ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἐδῶ, μέ τήν προσευχή τοῦ ἱερέως πού ζητᾶ τίς δωρεές τοῦ θείου Πνεύματος-τά τέσσερα πνεύματα τῆς προσευχῆς-καί ὁ ἐμπαθής γίνεται ἄνθρωπος θεωμένος καί θεοειδής. Ἐδῶ ἡ προσευχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὐτῆς τῆς λειτουργίας τῆς μετανοίας. Καί καθώς ἡ εὐχαριστιακή ἐπίκλησις εἶναι ἡ προσευχή τήν ὁποία ὁ Θεός ἐκπληρώνει ἀμέσως, ματαβάλλοντας τά προσφερόμενα δῶρα, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ἐπίκλησις τῆς μετανοίας, ἡ ἱκεσία πρός τόν Θεό μέ ταπείνωσι, συντριβή καί πίστι, εἰσακούεται καί ἐκπληρώνεται ἀμέσως. Αὐτό μᾶς τό πιστοποιεῖ τό Ἱερό Εὐαγγέλιο. Ὁ Τελώνης ἐστέναξε λέγοντας: "Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ" καί ἀμέσως δικαιώθηκε, ἡ ληστής ἐπί τοῦ σταυροῦ ἔκραξε: "Μνήσθητί μου, Κύριε", καί ἀμέσως ἄκουσε τό: "Σήμερον ἔση μετ᾿ἐμοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ"!
Ἰδού λοιπόν, ὅτι οἱ ἀγῶνες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι λειτουργία τῆς μετανοίας, στήν ὁποία προσφέρουμε ὡς θυσία τήν ἴδια τήν ὕπαρξί μας. Ὁ Θεός δέχεται αὐτή τήν θυσία τῆς ὑπάρξεώς μας, τήν ὁποία θεραπεύει καί πνευματοποιεῖ.
Ἡ ἀναγέννησις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὀντολογική του μεταμόρφωσις δέν γίνεται σέ τέλειο βαθμό ἀπότομα, ἀλλά σταδιακά καί ἡ λειτουργία τῆς μετανοίας ἐπαναλαμβάνεται πολλές φορές τήν ἡμέρα, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ κάθε μία εἶναι καί ἕνα βῆμα πρός τήν πληρότητα τῆς θείας Χάριτος, ἕνα ἀκόμη σκαλί πρός τήν τελειότητα.
Ἐάν ἡ εὐχαριστιακή Λειτουργία εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους, ἡ λειτουργία τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀπάντησις τοῦ ἀνθρώπου σ᾿ αὐτή τήν ἀγάπη, πού μέ πλήρη ἐμπιστοσύνη καί ταπείνωσι ἀντιπροσφέρει συνολικά τά δῶρα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἐδῶ μία ἁπλῆ ὁμοιότης. Τήν ὕπαρξι καί ἐκτέλεσι τῆς λειτουργίας τῆς μετανοίας τήν μαρτυρεῖ ἥ ἴδια ἡ λειτουργική παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι γνωστό, ὅτι, κατά τήν τάξι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στό ἴδιο Ἱερό Βῆμα δέν γίνονται δύο Λειτουργίες τήν ἴδια ἡμέρα. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι ὅλες τίς ἡμέρες τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὅταν τελεῖται ἡ λειτουργία τῆς μετανοίας, δέν τελεῖται ἡ Εὐχαριστιακή Λειτουργία τῶν Τιμίων Δώρων. Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, ὡς γνωστόν, δέν εἶναι πλήρης Λειτουργία, ἀλλά μία ἱερά τάξις γιά τήν συχνότερη συμμετοχή στήν Θεία Κοινωνία μέ προηγιασμένο Ἄρτο.
Ἡ κατακλείς τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ μέ τίς ὕψιστες ἔννοιες γιά τήν πνευματική τελειότητα, τήν ταπείνωσι καί ἀγάπη κάτι ἀκόμη ἔχει νά μᾶς εἰπῆ: Ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἄν καί καθαρίσθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀναγεννήθηκε μέ τήν μετάνοια, δέν παραμένει, ἔκτοτε ἀμέριμνος, ἀλλά ἀγωνίζεται νά προοδεύση ἀπό δυνάμεως εἰς δύναμιν, μέχρις ὅτου νά φθάση στά μέτρα τοῦ τελείου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μετάνοια μᾶς ἀνοίγει τήν ἀτελεύτητη ὁδό τῆς θεώσεως.
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου