Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος (γ, 6) τονίζει:
«καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσµος τῆς ἀδικίας. Οὕτως ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς µέλεσιν ἡµῶν ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶµα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ φλογιζοµένη ὑπὸ τῆς γεέννης». (:Καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι φωτιά, εἶναι κόσµος ὁλόκληρος καὶ πλῆθος πολὺ ἀδικίας. Σὰν τὴν ὀλίγη φωτιά, ποὺ ἀνάβει πυρκαϊὰ µεγάλη, ἔτσι καὶ ἡ γλῶσσα γίνεται µεταξὺ τῶν µελῶν µας τὸ µικρὸ µέλος, ποὺ µολύνει ὅλον τὸ σῶµα καὶ ἀνάβει πυρκαϊὰ εἰς στὸν κύκλο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ καίεται ἔπειτα καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς γεέννης, µὲ τὸ ὁποῖον θὰ τιµωρηθοῦν οἱ παρεκτροπὲς καὶ οἱ ἀδικίες της).
Ναὶ ἡ γλῶσσα, ἄν δὲν προσέξουμε, μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήση στὸ πῦρ τῆς γεέννης.
- Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος μᾶς συμβουλεύει:
«Κάποιοι ἀδελφοὶ ξεκίνησαν ἀπὸ μιὰ Σκήτη νὰ πᾶνε στὸν Ἀββᾶ Ἀντώνιο. Μπῆκαν λοιπὸν σ’ ἕνα καΐκι, γιὰ νὰ ἔλθουν σ’ αὐτόν. Βρίσκουν τότε κάποιον γέροντα, ἄγνωστό τους, ὁποὺ ἤθελε καὶ αὐτὸς νὰ πάη ἐκεῖ. Καθισμένοι λοιπὸν στὸ πλοῖο, ἔλεγαν μεταξύ τους λόγια πατέρων καὶ ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ πάλι γιὰ τὰ ἐργόχειρά τους. Ὁ γέρων σιωποῦσε. Ὅταν τὸ πλοῖο ἄραξε, διεπίστωσαν ὅτι καὶ ὁ γέρων πήγαινε στὸν Ἀββᾶ Ἀντώνιο. Καὶ ὅταν ἦλθαν σ’ αὐτόν, τοὺς λέγει: «Καλὴ συνοδεία βρήκατε αὐτὸν ἐδῶ τὸν γέροντα». Λέγει καὶ στὸν γέροντα: «Καλοὺς ἀδελφοὺς εἶχες μαζί σου, Ἀββᾶ». Καὶ ὁ γέρων ἀποκρίνεται: «Καλοὶ βέβαια εἶναι. Ἀλλὰ ἡ αὐλή τους δὲν ἔχει πόρτα καὶ ὅποιος θέλει μπαίνει στὸν σταῦλο καὶ λύνει τὸν ὄνο». Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε, γιατὶ ἔλεγαν ὅ,τι τοὺς ἐρχόταν στὸ στόμα».
- Κάποτε ὁ Ἅγ. Νήφων ἀρρώστησε βαριά. Ὁ καιρὸς περνοῦσε, μὰ δὲν καλυτέρευε. Κι ὅμως, δέν ἀπελπιζόταν καί δέν βαρυγκωμοῦσε. Μόνο ἔλεγε καί ξανάλεγε:
-Δόξα τῷ Θεῷ!…. Δόξα τῷ Θεῷ!…
Στίς προσευχές του πάντως καλοῦσε ἱκετευτικά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο σέ βοήθειά του.
Ἦρθε ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως κι αὐτός βρισκόταν ἀκόμη ἄρρωστος στό κρεβάτι. Πέρασε ἡ Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, πέρασε καί ἡ Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μά ἡ κατάστασή του παρέμενε στάσιμη…
Ἔφτασε ἡ Δευτέρα πρίν τή Μεσοπεντηκοστή. Ξαπλωμένος στό κρεβάτι τοῦ πόνου, δόξαζε, ὅπως πάντα τό Θεό. Μέσα του ὅμως θέριεψε ὁ πόθος νά κοινωνήσει ἀνήμερα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς.
Δυό δάκρυα κύλησαν στά μάγουλά του. Σώπασε, ἀποκοιμήθηκε.
Βλέπει τότε σέ ὄνειρο δυό γυναῖκες σεμνές, μέ ποδήρεις χιτῶνες, σάν τίς μυροφόρες, νά πλησιάζουν στό κρεβάτι του. Ἡ μία, πού πήγαινε μπροστά, ἦταν πορφυροντυμένη καί κρατοῦσε ἕνα λιόκλαδο. Ἡ ἄλλη, πού τήν ἀκολουθοῦσε, ἦταν ντυμένη πιό ἁπλά καί βάσταγε στό ἕνα χέρι μπουκαλάκι μέ ἁγίασμα καί στό ἄλλο παπύρους ποτισμένους μέ ἅγιο ἔλαιο.
Σάν ἔφτασαν μπροστά του, γυρίζει ἡ πρώτη καί λέει στή δεύτερη:
-Ἀναστασία, κάνε τή διάγνωση. Ἀπό τί ὑποφέρει ὁ νέος;
-Αὐτός, Κυρία μου, ἔχει ἀρρωστήσει ἐξαιτίας τῆς γλώσσας του. Ὅταν ἦταν καλά, ἡ ἀθυροστομία καί ἡ ματαιλογία του δέν εἶχαν ὅρια. Γι’ αὐτό λοιπόν τώρα, σύμφωνα μέ τή δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ, παιδεύεται μέ τήν ἀρρώστια ἐδῶ, «ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῇ» στήν ἄλλη ζωή. Τόν τιμωρεῖ παιδαγωγικά ὁ Θεός, ἐπειδή τόν ἀγαπάει πολύ. Ἐσύ ὅμως, Κυρία μου, ἄν θέλης νά τόν ἐλεήσης, κάνε το καί μή ἀργοπορῆς.
Ἡ ἄλλη τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί δέν τόν ἄφησε, ὥσπου ἦρθαν σ’ ἕνα τεράστιο ναό, ἀφιερωμένο στούς Ἁγίους Ἀποστόλους.
Τότε λέει ἡ πορφυροντυμένη στήν ἄλλη:
-Βγάλε του ὅλα τά ροῦχα καί στῆσε τον γυμνό μπροστά στό ἅγιο Βῆμα.
Ὅταν ἡ προσταγή της ἐκτελέστηκε, ξαναλέει:
-Μπές στό Ἱερό καί φέρε μου τό ἀκοίμητο καντήλι, πού καίει πάντα στό ἅγιο θυσιαστήριο.
Ἡ γυναίκα τό ἔκανε πρόθυμα κι αὐτό.
-Σήκωσε τώρα τά μανίκια σου, καί ἄλειψέ τον μέ λάδι ἀπ’ τό κεφάλι ὥς τά πόδια.
Ἀμέσως ἐκείνη ἔχυσε πάνω στό Νήφωνα τό λάδι τοῦ καντηλιοῦ καί τό ἅπλωσε μέ τά χέρια της σ’ ὅλο του τό σῶμα. Ἔπειτα τόν ἔντυσε πάλι μέ τά ροῦχα του.
-Νά, Δέσποινά μου, ἔκανα ὅ,τι μέ πρόσταξες.
-Τοῦτος ἐδῶ εἶναι ἄνθρωπος ἐλεημοσύνης, εἶπε ἐκείνη χαμογελώντας. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς τόν ἐλεήσαμε. Ἄς εἶναι ἀπό τώρα ὑγιής.
Στράφηκε κατόπιν στό Νήφωνα καί τοῦ πρόσφερε τό κλαδί τῆς ἐλιᾶς, πού κρατοῦσε ὥς τότε.
-Συλλογίσου καλά τήν εὐεργεσία, πού ἀξιώθηκες. Ποτέ μή τήν ξεχάσεις. Καί τοῦτο τό κλαδί, πού σοῦ δίνω, εἶναι σημάδι καί ἔνδειξη τῆς εὐεργεσίας αὐτῆς. Σήμερα ξεχύθηκε πάνω σου τό ἔλεος τοῦ πανάγαθοῦ Θεοῦ. Ἀπό τώρα θά βρίσκεσαι σέ πόλεμο. Θ’ ἀγωνίζεσαι ἐναντίον τῶν δαιμόνων καί θά τούς συντρίβης σάν τό χορτάρι τίς καλαμιές.
Ὁ Νήφων ἔπεσε στά πόδια της καί τήν προσκύνησε. Μά παρευθύς ξύπνησε…
Ἦταν συνεπαρμένος ἀπό τό ὄνειρο. Ἡ Παναγία! Ἡ ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια! Τόν εἶχαν ἐπισκεφθῆ, σταλμένες ἀπό τόν Κύριο! Ἀμέσως ἔνιωσε θαυμάσια. Δυνατός καί ὑγιής.
Τήν ἄλλη μέρα σηκώθηκε, ἔφαγε μέ ὄρεξη καί περπάτησε ἄνετα μέσα στό σπίτι.
Τήν ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς πῆγε στήν ἐκκλησία. Ἔνιωθε βαθειά κατάνυξη καί πνευματική θέρμη. Μόλις μπῆκε στό ναό, μιά ὑπερκόσμια, ἄρρητη εὐωδία τόν τύλιξε καί τόν γέμισε γλυκύτητα καί χαρά. Στάθηκε ἀντίκρυ στό Ἱερό. Ἀπό τά χείλη του βγῆκαν αὐθόρμητα λόγια εὐχαριστίας στόν πανάγαθο καί πολυεύσπλαγχνο Θεό. Ἔμεινε ἐκεῖ, βυθισμένος στήν προσευχή, ὥσπου κοινώνησε κι ἔνιωσε αἰσθητά τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γεμίζοντας μέ οὐράνια γλυκύτητα.