Γράφει ὁ Ἐλευθέριος Ἀνδρώνης
Τό
ψευτορωμαίικο μπορεῖ νά φαίνεται πώς κυριαρχεῖ σήμερα. Ὅμως τό αἷμα τῶν
ἡρώων πού χύθηκε στήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα, χτυπᾶ ἀκόμα στίς φλέβες
τοῦ λαοῦ.
Τί καί ἄν τά ὁρατά καί τά ἀόρατα κέντρα ἐξουσίας ἀγωνίζονται νά σύρουν τήν Ἑλλάδα πίσω ἀπό τό μαῦρο ἅρμα τῆς παγκοσμιοποίησης; Τί καί ἄν τό ψευτορωμαίικο
ἔχει κατακλείσει τούς ἐξουσιαστικούς θώκους καί σπρώχνει τή χώρα στόν
γκρεμό τοῦ ἐθνομηδενισμοῦ; Τί καί ἄν οἱ προσκυνημένοι προβάλλουν ὡς μοναδική ἀξία καί μονόδρομο, πότε τήν εὐρωατλαντική καί πότε τήν εὐρωπαϊκή «προοπτική»;
Ὅσο ἀπεγνωσμένα καί ἄν προσπαθοῦν, τό πνεῦμα τοῦ λαοῦ δέν ἐγκαταλείπει τήν μία καί μοναδική προοπτική πού συντροφεύει τήν Ἑλλάδα στά βάθη τοῦ χρόνου. Τήν αἰώνια.
Τά ἀθάνατα ἰδανικά πού βρίσκονται χαραγμένα στίς καρδιές. Τήν
προσκόλληση στήν πίστη καί τόν πατριωτισμό τῶν προγόνων μας. Τήν ζῶσα
ψυχή ἑνός μαρτυρικοῦ ἔθνους πού μεταφέρεται ἀπό γενιά σέ γενιά.
Αὐτός
ὁ ἀθάνατος παλμός, αὐτό τό αἷμα τό μεθυσμένο γιά λευτεριά, πού ξεχύθηκε
ἡρωικά στόν Μοριᾶ, στό Μεσολόγγι, στή Μάνη καί τά Ψαρά, κυλᾶ ζωντανό μέχρι τίς μέρες μας. Δέν χάθηκε στή λήθη. Βρίσκεται στήν κιβωτό τῆς ψυχῆς, ὅλων ὅσων ἀναριγούν στή θέα τῆς γαλανόλευκης.
Σέ
πεῖσμα διαβολέων καί διαβόλων, οἱ πολεμικές ἰαχές μιᾶς στρατιᾶς
νεομαρτύρων, φέρνουν τήν βροντερή ἠχώ τους ὡς τό σήμερα. Ζητοῦν
ἐπαγρύπνηση, θάρρος, μετάνοια, καί ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Ἡ Ἑλληνική ἐθνεγερσία εἶναι πραγματική κοσμογονία.
Εἶναι ἕνα θαῦμα θαυμάτων, πρωτόγνωρο στήν ἱστορία. Μιά ἀνέλπιστη
ἀνάσταση ἑνός τσακισμένου λαοῦ, πού δέν σύρθηκε πίσω ἀπό κάποια κοσμική
ἰδεολογία, ἄλλα στηρίχθηκε μόνο στήν λατρεία σέ Χριστό καί Ἑλλάδα.
Ἑλλάδα,
χώρα συνταιριασμένη παράξενα μέ τήν εὐλογία καί τό μαρτύριο μαζί. Μόνο
ἄν ἠθελημένα ἐπιλέξεις νά σφραγίσεις μάτια καί αὐτιά, δέν θά ἀκούσεις τό
ἀέναο μήνυμα τοῦ '21.
Στό
ἀρχαῖο μάρμαρο, στή βυζαντινή ψαλμωδία, στό τσαρούχι πού βροντᾶ γιά νά
ἀκοῦν οἱ νεκροί, παντοῦ θά βρεῖς Ἑλλάδα ζωντανή καί ἀδιαίρετη,
ἠλιοφώτιστη καί δοξασμένη. Πάντα προδομένη καί πάντα διψασμένη γιά
λευτεριά.
Χωρίς
πίστη καί πατρίδα δέν εἶσαι παρά ἕνα ἄψυχο ἀνδρείκελο πού τό γυροφέρνει
ὁ ἄνεμος. Χωρίς ταυτότητα πού κουβαλᾶ ἰδανικά, δέν εἶσαι παρά ἕνας
ἀνώνυμος νεκρός, καταδικασμένος στή φθορά τῆς ψυχικῆς ἀποσύνθεσης.
Κι
ὅμως, ὁ σπόρος τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδας ὑπάρχει ἀκόμα στίς ἀδούλωτες
ψυχές. Καί ἄς ἔχει πέσει ἐπάνω του βαρύς χειμῶνας, καί ἄς τόν πλακώνει ἡ
παγκόσμια ἀντάρα. Τό μόνο βέβαιο εἶναι πώς ὅταν ἔρθει ὥρα, θά
ξυπνήσει. Καί θά ὀρθωθεῖ γιά μιά ἀκόμη φορά ἀγέρωχο τό κραταιό δέντρο
τῆς ρωμιοσύνης.
Γι' αὐτό τό ξύπνημα εἶναι πού κραυγάζει καί ὁ λόρδος Βύρων μέσα ἀπό τήν ἄχλη τῶν αἰώνων:
Ψυχή, ξύπνησε, ψυχή μου! Τήν Ἑλλάδα δέν ξυπνῶ
Ἔξυπνη εἶνε ἡ Ἑλλάς μου! Ψυχή, ξύπνα ἀπ' το βυθό.
Τήν ἀθάνατη στοχάσου, τήν οὐράνια πηγή
Πού ποτίζει τό κορμί σου. Ὅθεν ἦρθες τρέχα ἐκεῖ!