Ο π. Σεραφείμ Δημόπουλος αγόρασε ένα χωράφι έξω από την Λάρισα κοντά στις φυλακές και έχτισε το ασκητήριό του. Ο Γέροντας επέλεξε να ζήση στην συγκεκριμένη περιοχή, μέσα στα χωράφια, γιατί εκεί εσχηματίζετο το τρίγωνο του πόνου· δηλαδή από την μία μεριά είχε τις φυλακές, από την άλλη πλευρά το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και από την άλλη το Κοιμητήριο (Νεκροταφείο).
Στο σπίτι του επί χρόνια δεν είχε νερό και το κουβαλούσε από απόσταση. Για θέρμανση είχε μία ξυλόσομπα που σπάνια την άναβε. Οι επισκέπτες του τον χειμώνα έτρεμαν από την παγωνιά, ενώ εκείνος εστέκετο απαθής στο ψύχος. Πολλές φορές με κρύο οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα.
Το σπίτι του έδειχνε εγκαταλελειμμένο, πολλά πράγματα ήταν πεταμένα δεξιά και αριστερά, η αυλή ήταν χορταριασμένη με σκουπίδια ενώ τα ποντίκια κυκλοφορούσαν άφοβα.
Γνωστός του μαραγκός πήγε να επιδιορθώση την πόρτα του σπιτιού του στον επάνω όροφο και είδε ότι δεν είχε κρεββάτι. Είχε κάτω στο τσιμέντο στρωμένες παλαιές κουβέρτες, ένα παλαιό παλτό για σκέπασμα, ένα σακκάκι τυλιγμένο ρολό για προσκέφαλο, και δίπλα βιβλία. Στο μικρό του κουζινάκι έβραζε μέσα σ’ ένα σαρδελοκούτι μία πιπεριά. Αυτό ήταν το φαγητό της ημέρας.
Ο Γέροντας είχε χάσει τα δόντια του και με δυσκολία μασούσε την τροφή. Συνήθως έτρωγε ένα κομμάτι ψωμί με τσάι ή καφέ και ταχίνι, το οποίο συνιστούσε να τρώνε και τα πνευματικά του τέκνα. Αγόραζε ζυμαρικά, λαχανικά και φρούτα. Σπάνια μαγείρευε λάχανα, όσπρια ή ζυμαρικά, όχι για να νοστιμίσουν, αλλά για να μαλακώσουν, να μπορή να τα μασά. Κάποιοι του έφερναν καλομαγειρεμένο φαγητό, αυτός όμως το έδινε στα σκυλιά. Άλλοι έφερναν φρούτα, αλλά ο Γέροντας τα άφηνε έξω από το κελλί και σάπιζαν. Έτσι ο κόσμος σταμάτησε να του φέρνη τρόφιμα. «Μη μου φέρνετε τίποτα, σας παρακαλώ γιατί κάνω μόνος μου το κουμάντο μου», έλεγε. Πολλές φορές έμενε για μέρες νηστικός. Κάποιος του πήγε ένα πρόσφορο και ο Γέροντας το δέχθηκε λέγοντας: «Δόξα τω Θεώ· έχω μέρες να βάλω μπουκιά στο στόμα μου». Κρασί δεν έπινε ποτέ. Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος του είχε στείλει δύο μπουκάλια εξαιρετικό κρασί αλλά ο Γέροντας τα πέταξε. Έκανε μεγάλη εγκράτεια και στο νερό.
Είχε ένα μικρό ψυγειάκι που δεν λειτουργούσε και πάνω σε δύο ψαροκασέλες ένα πετρογκάζ. Βέβαια ελάχιστα άτομα είχαν την ευκαιρία να δουν όλο το εσωτερικό του σπιτιού.
* * *
Κάποτε ο Γέροντας πέρασε τον εξής πειρασμό: Σε κοντινή απόσταση από το σπίτι του, άνοιξε ένα μεγάλο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Μέχρι το πρωί εμαζεύοντο πολλά αυτοκίνητα, κόσμος, φασαρία και η μουσική στην διαπασών. Τα βράδια ο Γέροντας δεν μπορούσε να προσευχηθή αλλά ούτε και να ξεκουραστή. Αναγκαστικά εκλείνετο μέσα σε ένα δωμάτιο και κάποια στιγμή εξεκουράζετο κάνα δύο ώρες πάνω σε ένα στενό πάγκο. Έλεγε: «Δεν μπορώ να κοιμηθώ με αυτούς εδώ αλλά δεν θα κρατήσει πολύ αυτό. Σύντομα θα κλείσουν». Πράγματι μέσα σε λίγο χρόνο το κέντρο αυτό σταμάτησε να λειτουργή.
Δική του ενορία δεν είχε και λειτουργούσε σε απομακρυσμένα κυρίως χωριά που δεν είχαν ιερέα και όπου αλλού τον έστελνε η Μητρόπολη. Δεν είχε αυτοκίνητο και τις περισσότερες μετακινήσεις τις έκανε πεζός. Διήνυε μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια. Ξεκινούσε μέσα στη νύχτα και τα χαράματα έφτανε στην Εκκλησία του χωριού. Πολλές φορές με βροχή, χιόνι και κρύο έφτανε λασπωμένος, βρεγμένος και παγωμένος. Κάποτε εκμυστηρεύτηκε σε πνευματικό του παιδί ότι ξεκίνησε Σάββατο νύχτα με τα πόδια από το κελλάκι του και πήγε στην Κρανιά Ολύμπου. Ξεκουράστηκε λίγο στο δάσος κατά τη νύχτα και την Κυριακή πρωί λειτούργησε. Επέστρεψε πάλι με τα πόδια στην Λάρισα. Ας σημειωθή ότι τότε ήταν 69-70 χρόνων και η απόσταση αυτή γύρω στα 70 χλμ. να πάη και άλλα τόσα για να επιστρέψη.
Κάποτε ένας οδηγός αυτοκινήτου δεν τον πρόσεξε μέσα στη νύχτα καθώς περπατούσε στην άκρη του δρόμου και τον χτύπησε, αλλά τον φύλαξε ο Θεός και δεν έπαθε τίποτα.
Κάποια μέρα τον επισκέφτηκε πνευματικό του τέκνο. Τον βρήκε να έχη τα πόδια του σε ένα κουβά με νερό και ιώδιο γιατί ήταν γεμάτα πληγές λόγω των οδοιποριών που έκανε. Οι γάμπες του θύμιζαν γάμπες αθλητή.
Μιλώντας για τούς ολοένα αυξανόμενους καύσωνες έλεγε: «Τον χειμώνα με το κρύο παίρνω κι άλλη μία κουβέρτα κι είμαι εντάξει. Το καλοκαίρι όμως με τον καύσωνα πού να πάω;».
Δεν είχε τουαλέττα στο σπιτάκι του αλλά ούτε και τηλέφωνο. Κάποιες μέρες συνήθιζε να κλείνεται μέσα στο κελλί του και δεν άνοιγε σε κανέναν. Με αυστηρή νηστεία και προσευχή αγωνίζετο να γνωρίση και να πλησιάση περισσότερο τον Θεό, που από μικρός αγάπησε και ακολούθησε. Είχε αδιάλειπτη προσευχή. «Μέσα μου η ευχή δουλεύει σαν το καλοριφέρ συνεχώς», έλεγε.
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Β’, Άγιον Όρος 2012, σελ. 338.