«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
'Ηγουμένου τῆς 'Ιερᾶς Μονῆς Πούτνα Μολδαβίας Ρουμανίας
(1924-1998)
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
'Ομολογοῦμε μία 'Εκκλησία, ἀλλά μέσα σ'αὐτή δύο κόσμους: ῞Ολη τήν ἀνθρωπότητα καί τόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά. 'Ομολογοῦμε ἕνα Σωτῆρα, τόν 'Ιησοῦ Χριστό, ἀλλά ἐνώπιόν Του βλέπουμε δύο λαμπάδες, ἀκοῦμε δύο φωνές νά μᾶς ἑτοιμάζουν τήν ὁδό. Γνωρίζουμε δύο προδρόμους: Τόν ἅγιο 'Ιωάννη τόν Πρόδρομο γιά ὅλο τόν κόσμο καί τήν συνείδησι τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν κάθε θνητό.
Θεωρῶ ἀναγκαῖο νά στρέψουμε τόν λόγο μας σήμερα πρός τόν ἅγιο 'Ιωάννη τόν Πρόδρομο καί νά ὁμιλήσουμε ἐκτενέστερα γιά τήν μυστική φωνή πού κράζει ἀπό ψηλά πάντοτε, κι αὐτή εἶναι ἡ φωνή τῆς συνειδήσεώς μας. 'Επαναλαμβάνω λέγοντας ὅτι αὐτό πού εἶναι ὁ ἅγιος 'Ιωάννης ὁ Πρόδρομος γιά τόν κόσμο, εἶναι καί ἡ συνείδησίς μας γιά τόν κάθε ἄνθρωπο. 'Ο ἅγιος 'Ιωάννης εἶναι ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐστάλη πρίν ἀπ'Αὐτόν· Εἶναι <ἡ φωνή βοῶντος ἐν τῆ ἐρήμῳ: <'Ετοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τάς τρίβους αὐτοῦ> (Μάρκ.1,3). 'Ομοίως καί ἡ συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου, κατά τούς ἁγίους Πατέρες, τήν ὁποία ἐνίοτε ὀνομάζουν γνῶσιν εἶναι ἡ δοσμένη φωνή ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο, εἶναι κριτήριο, πρίν ἀπό τό αἰώνιο κριτήριο, εἶναι ἄγγελος τοῦ ἀοράτου Κυρίου, ὁ ὁποῖος πηγαίνει μπροστά ἀπό τήν ψυχή του καί τήν κατευθύνει στήν καλή ὁδό τῶν ἐντολῶν Του.
'Ο ἅγιος 'Ιωάννης εἶναι ἡ λαμπάδα πού προπορεύεται τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖον κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐγγίση· ἡ συνείδησις εἶναι ἡ σπίθα τῆς θεότητος, ἡ ὁποία σάν μία λαμπάδα πηγαίνει μπροστά ἀπό τήν ψυχή καί τήν ὁποία κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἀγγίση-οὔτε ὁ διάβολος, οὔτε ὁ ἄνθρωπος, οὔτε ἡ ἁμαρτία, οὔτε ἡ ἡδονή, οὔτε ὁ θάνατος, οὔτε ἡ ζωή.
'Ο ἅγιος 'Ιωάννης ἐστάλη στόν κόσμο νά ὑψώση τούς ταπεινούς καί ἀπελπισμένους καί νά ταπεινώση <πᾶν ὄρος καί βουνόν> ('Ησ. 40, 4), δηλαδή τούς ὑπερηφάνους. 'Ομοίως καί ἡ συνείδησις: Δόθηκε στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό γιά νά τόν ταπεινώνη, ὅταν ὑπερηφανεύεται, νά τόν ἐξυψώνη ἀπό τόν τάφο τῆς ἀπελπισίας καί νά τόν πλησιάζη πάντοτε πρός τόν Χριστό.
'Ο ἅγιος 'Ιωάννης ἄρχισε νά κηρύττη στήν ἔρημο, διδάσκοντας τά πλήθη νά μετανοοῦν καί νά ἐξομολογοῦνται τίς ἁμαρτίες τους, ἐνῶ τούς μοχθηρούς καί ὑποκριτές τούς ἤλεγξε μέ σκληρά λόγια (Λουκ.3,7). Παρομοίως καί ἡ συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει νά φωνάζη ἐναντίον μας, ἀφοῦ ἐρημώσει ὁ οἶκος τῆς ψυχῆς μας, διά τῆς ἐπιτελέσεως τῆς ἁμαρτίας. Πρῶτα μᾶς ἐλέγχει μέ αὐστηρότητρα γιά τά γενόμενα ἔργα μας. Κατόπιν μᾶς διδάσκει νά μετανοήσουμε, νά ἐξομολογηθοῦμε στόν ἱερέα, νά ἐξομολογηθοῦμε καί ν' ἀρχίσουμε μιά καινούργια ζωή.
'Ο ἅγιος 'Ιωάννης, ἀφοῦ ἐδίδαξε τά πλήθη, τά ἐβάπτισε κατόπιν στά ὕδατα τοῦ 'Ιορδάνου ποταμοῦ, ἐνῶ αὐτοί ἐξωμολογοῦντο τίς ἁμαρτίες τους. Στήν συνέχεια τούς ἔδειξε τόν Σωτῆρα: <'Ιδού ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου> ('Ιωάν. 1, 29). Στό τέλος τούς ἠλευθέρωσε ὅλους μέ εἰρήνη, ἀφοῦ πρῶτα τούς ἐσυμβούλευσε πῶς νά διάγουν τήν ζωή τους στό μέλλον. 'Ομοίως ἐργάζεται καί ἡ συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου. Πρῶτα ἀρχίζει μέ δριμύτητα τόν ἔλεγχο, κατόπιν μᾶς στέλλει στήν ἐκκλησία νά ἐξομολογηθοῦμε μέ μετάνοια καί συντριβή τίς ἁμαρτίες μας. 'Εκεῖ, σάν σ' ἕνα ἄλλο 'Ιορδάνη βαπτιζόμεθα στά νερά τῶν δακρύων μας. Στήν συνέχεια μᾶς ὑποδεικνύει τήν ἀναγκαιότητα τῶν παναχράντων Μυστηρίων. Καί ἀφοῦ γευθοῦμε καί ἰδοῦμε ὅτι Καλός εἶναι ὁ Κύριος, ἡ συνείδησις ἡσυχάζει σάν τήν γεληνεμένη θάλασσα. Μᾶς ἐλευθερώνει τό οἶκο τῆς ψυχῆς μας μέ εἰρήνη καί μᾶς διδάσκει πῶς νά πορευώμεθα τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας.
'Ο ἅγιος 'Ιωάννης μᾶς διδάσκει τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά κυττάζη σέ πρόσωπα ἀνθρώπων, χωρίς νά πραΰνη τήν αὐστηρότητά του, χωρίς νά ἐπηρεάζεται ἀπό τίς κοσμικές ὡραιότητες, χωρίς νά φοβῆται τόν 'Ηρώδη, τήν φυλάκισι, τό σπαθί καί τόν θάνατο. Τό ἴδιο καί ἡ συνείδησις. Οὐδέποτε κοιμᾶται μέσα μας, δέν ζητεῖ τιμές καί ἐκδουλεύσεις, δέν ἐξετάζει περιουσίες καί σοφία τοῦ αἰῶνος τούτου. Δέν σιωπᾶ ὅταν ὁδηγοῦμε κάποιον ἀδίκως στό δικαστήριο. Οὔτε, ὅταν μᾶς κλείνουν στήν φυλακή. Οὔτε ὅταν πεινοῦμε καί εὐθυμοῦμε, οὔτε, ὅταν εἴμεθα στό κρεββάτι τοῦ πόνου. Σάν ἕνα καμτσίκι, μᾶς πληγώνει ἀλύπητα, μᾶς καταπιέζει συνεχῶς καί κράζει μέσα μας: <Τί ἔκανες; Γιατί ἔκλεψες; Γιατί ἀφήρεσες τήν ζωή τοῦ παιδιοῦ σου; 'Η συνείδησις ὅλους μᾶς ἐλέγχει καί δέν ὑπάρχει κανείς ἄνθρωπος, χωρίς αὐτή τήν φωνή μέσα του.
'Ο ἅγιος 'Ιωάννης δέν ἐσιώπησε οὔτε, ὅταν κλείσθηκε στἠν φυλακή ἀπό τόν 'Ηρώδη, ἐξ αἰτίας τῆς 'Ηρωδιάδος, τῆς ἀκόλαστης γυναίκας τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ 'Ηρώδου Φιλίππου, ἀλλά ἀπό τό βάθος τῆς φυλακῆς ἐκραύγαζε: <ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τήν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σουὅ> (Μάρκ. 6, 18). Μάλιστα, οὔτε μετά θάνατον δέν ἐσιωποῦσε, ἀλλά ἀπό τίς τύψεις πού ἔνοιωθε, ἔκραζε: <Δέν ἔπρεπε νά τό κάνης αὐτό.. > (Βλέπε στίς 29 Αὐγούστου). 'Αλλά οὔτε καί στήν ἄλλη ζωή δέν ἠμποροῦσε νά σιωπήση τό στόμα τοῦ ἁγίου 'Ιωάννου τοῦ Προδρόμου. Καί ἐκεῖ ἐκήρυττε τόν Μεσσία, παρηγοροῦσε τόν 'Αδάμ, ἐξήγειρε σέ συναίσθησι τήν Εὔα, συγκέντρωνε γύρω του τούς Προφῆτες. ῞Ολους τούς ἤλεγχε, τούς διήγειρε, τούς ἐκαλοῦσε στόν Χριστό. Μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου ἐργάζεται. 'Εκτός καί ἄν ὁ σατανᾶς αἰχμαλωτίση τήν συνείδησι τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ρίξη στήν σκοτεινή φυλακή τῆς ψυχικῆς ἀναισθησίας, αὐτή κι ἀπό ἐκεῖ ἀκόμη, ἀπό τόν βαθύ λάκκο, κράζει πρός τόν ἄνθρωπο λέγοντάς του: <Δέν ἔπρεπε ὡς χριστιανός, νά κάνης αὐτό τό ἔργοὅ Δέν εἶναι καλό αὐτό πού ἔκανες. Θά ἀποθάνης καί θά βασανίζεσαι αἰώνιαὅ>.
'Η συνείδησις βασανίζει φοβερά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα στήν ὥρα τοῦ θανάτου του. 'Αλλά τό φοβερώτερο εἶναι, ὅταν ἡ συνείδησις βασανίζει αἰώνια τόν ἁμαρτωλό καί πέραν τοῦ τάφου, μέσα στά βάσανα τοῦ ἅδου, σάν ἕνα ἀκοίμητο σκουλήκι, πού δέν ἀποθνήσκει στόν αἰῶνα, ὅπως λέγει ὁ Κύριός μας 'Ιησοῦς Χριστός (Λουκ.13,28). Διότι ἡ συνείδησις οὐδέποτε ἀποθνήσκει.
'Εδῶ ὁ 'Ηρώδης, πού ἔκοψε τήν κεφαλή τοῦ 'Ιωάννου, εἶναι ὁ σατανᾶς. 'Ηρωδιάδα εἶναι ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος πάντοτε ἐπιθυμεῖ νά πνίξη τήν συνείδησι, γιά νά μή ἐλέγχη. Σκοτεινή φυλακή εἶναι ἡ ἀναισθησία τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἀποτομή τῆς κεφαλῆς εἶναι ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου.
'Ιδού λοιπόν, πόσο θαυμάσια ἐργάζεται ἡ συνείδησις μέσα στόν ἄνθρωπο. Αὐτή εἶναι μία λαμπάδα τοῦ Θεοῦ πού πηγαίνει μπροστά ἀπό κάθε ἄνθρωπο. Τοῦ ὑποδεικνύει τόν δρόμο τοῦ καλοῦ, τόν ἐλέγχει, τοῦ ὁμιλεῖ γιά τόν Χριστό καί τόν θάνατο. Καί, ἐάν δέν μετανοῆ ἡ ψυχή, τότε τήν βασανίζει μέ αἰώνιο ἔλεγχο μέσα στήν κόλασι. 'Επαναλαμβάνω ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρίς συνείδησι, εἴτε εἶναι εἰδωλολάτρης, εἴτε ἄπιστος, εἴτε ὁποιοσδήποτε ἁμαρτωλός, τόν ὁποῖον νά μήν ἐλέγχη ἔστω καί λίγο, ὅταν σφάλλη, ἡ συνείδησίς του. Αὐτή στέκεται πάνω στόν ἄνθρωπο σάν σκιά. Καί, ὅπως δέν ἠμποροῦμε νά ἀπομακρύνουμε τήν σκιά ἀπό κοντά μας, ἔτσι δέν ἠμποροῦμε νά διώξουμε τήν συνείδησι ἀπό τήν ὕπαρξί μας. ῎Αραγε δέν γνωρίζουμε πόσο μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδησις, ὅταν κάνουμε μία ἁμαρτία; ῎Η δέν εἴδατε πῶς ἀλλάζει τό πρόσωπο κάποιου ἀνθρώπου πού διέπραξε μία παρανομία; Τά μάγουλά του κιτρινίζουν, τά μάτια του θολώνουν, τά χέρια του τρέμουν, τά πόδια του λυγίζουν, ὁ νοῦς του ταράσσεται. Δέν ἔχει ποῦ νά σταθῆ καί δέν ἠμπορεῖ νά χαρῆ μέ τίποτε στήν ζωή του. Καί γιατί ὅλα αὐτά; Διότι ἡ συνείδησις τοῦ ἐπλάκωσε τήν καρδιά σάν μία πέτρα. Τόν ἐλέγχει ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ μέσα του. Τόν κτυπᾶ μέ γροθιές στά μάγουλά του. Σάν ἕνας σκληρός φίλος τόν ὀνειδίζει, τόν ἐνοχλεῖ, τόν δημοσιεύει παντοῦ. Καί δέν τόν ἀφήνει ἥσυχον μέχρι νά μετανοήση γι' αὐτό πού ἔκανε. Μέχρι νά ζητήση συγχώρησι ἀπ' αὐτόν πού στενοχώρησε. Μέχρι νά ἐπιστρέψη ὀπίσω τό κλεμμένο πρᾶγμα. Μέχρι νά μετανοήση εἰλικρινά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Πράγματι, εἶναι πολύ μεγάλο τό δῶρο τῆς συνειδήσεως στόν ἄνθρωπο. Μεγάλη εἶναι ἡ δύναμίς της καί ἀναρίθμητες οἱ εὐεργεσίες της. Αὐτή δέν ἐξετάζει στό πρόσωπο τόν ἄνθρωπο, τό ἀξίωμά του, τήν μόρφωσί του. Οὐδέποτε σιωπᾶ, οὐδέποτε παύει νά πλήττη καί νά ἐλέγχη. Δέν κουράζεται, ἐλέγχει παντοτεινά καί ποτέ δέν κοιμᾶται. Πάντοτε μᾶς διδάσκει, πάντοτε μᾶς παρακολουθεῖ, μᾶς μαλλώνει, μᾶς προτρέπει. 'Η συνείδησις εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ γραμμένος μέ τόν δάκτυλό Του στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν ὥρα τῆς κυοφορίας του. Γι'αὐτό ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν γνωρίζουν τόν χριστιανικό νόμο, δέν ἔχουν τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς, δέν ἔχουν διδαχθῆ ἀπό κανέναν κι ὅμως κάνουν τό ἀγαθό. Δίνουν ἐλεημοσύνη, βοηθοῦν τούς πτωχούς, λυτρώνουν τούς περιπίπτοντας σέ διαφόρους κινδύνους, σέβονται τούς γέροντες. καί γιατί ὅλα αὐτά; Διότι καί σ' αὐτούς ἔχει δοθῆ ὁ νόμος τοῦ Κτίστου στίς καρδιές τους, δηλαδή ἡ συνείδησις, ἡ ὁποία τούς διδάσκει νά ξεχωρίζουν τό καλό ἀπό τό κακό.
'Ο νόμος τῆς συνειδήσεως εἶναι ὁ παλαιότερος νόμος τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε στόν ἄνθρωπο. Εἶναι παλαιότερος ἀπό τόν νόμο τοῦ Μωϋσέως καί τόν νόμο τῆς Χάριτος, τό 'Ιερόν Εὐγγέλιο. Εἶναι ἀκόμη παλαιότερος ἀπ' ὅλους τούς γραπτούς νόμους καί ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Δόθηκε στούς πρώτους ἀνθρώπους καί ἀγγέλους ταυτόχρονα μέ τήν δημιουργία τους. Κατόπιν δόθηκαν καί οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Κατόπιν ἔσφαλλαν οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι. Μετά τιμωρήθηκαν καί οἱ μέν καί οἱ δέ. Διότι, ἐάν δέν ὑπῆρχε συνείδησις ἐνώπιον τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁμαρτία δέν θά ἦτο ἁμαρτία. 'Η παρακοή δέν θά ἦτο ἄξια παιδεύσεως. 'Ο 'Αδάμ δέν θά ἐδιώκετο πλέον ἀπό τόν παράδεισο, οὔτε θά θρηνοῦσε στήν πόρτα τῆς 'Εδέμ, οὔτε θά ἐτιμωροῦντο μέ θάνατο σάν πληρωμή τῆς ἁμαρτίας τους.
Εἴπαμε ὅτι ἡ συνείδησις ἦτο παλαιότερη ἀπό κάθε νόμο καί ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, δέν ἠμποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι ὁ κόσμος μέχρι τόν νόμο τοῦ Μωϋσέως δέν εἶχε νόμο. Εἶχε τήν συνείδησι. ῎Επρεπε νά ὑπακούουν σ'αὐτήν. Αὐτή ἀπό τότε ἤλεγξε τόν 'Αδάμ, τόν Κάϊν, τόν Νῶε, τόν Λώτ, τόν Μωϋσῆ καί ὅλους τούς πρό τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτό μᾶς λέγει καί ὁ 'Απόστολος Παῦλος: <῞Οταν γάρ ἔθνη τά μή νόμον ἔχοντα φύσει τά νόμου ποιῆ, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες, ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τό ἔργον τοῦ νόμου γραπτόν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καί μεταξύ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἤ καί ἀπολογουμένωνὅ >, Δηλαδή: <Γιατί, ὅταν τά ἔθνη, τά ὁποῖα δέν ἔχουν πάρει νόμο, ἐκ φύσεως τηροῦν ὅ,τι λέγει ὁ νόμος, ἄρα αὐτοί μή ἔχοντας ἠθικό νόμο, μέσα τους εἶναι ὁ νόμος. 'Επειδή αὐτοί ἀποδεικνύουν πώς, ὅ,τι λέγει ὁ νόμος τό ἔχουν γραμμένο μέσα στήν καρδιά τους, ἐνῶ δίδει μαζί τους καί ἡ συνείδησί τους τήν μαρτυρία της καί ἀναμεταξύ τους οἱ συλλογισμοί τους ἤ κατηγοροῦν ἤ καί ἀπολογοῦνται>. (Ρωμ.2,14-15). 'Από τά λόγια αὐτά τοῦ 'Αποστόλου κατανοοῦμε ὅτι τά εἰδωλολατρικά ἔθνη, θά κριθοῦν στό τέλος τῶν αἰώνων, ὄχι κατά τό Εὐαγγέλιο, οὔτε κατά τόν νόμο τοῦ Μωϋσέως, ἀλλά σύμφωνα μέ τόν νόμο τῆς συνειδήσεώς τους, διότι <ὅσοι ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καί ἀπολοῦνται· καί ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διά νόμου κριθήσονται.. >, Δηλαδή: <῞Οσοι λοιπόν, ἁμάρτησαν, χωρίς τήν κατάκρισι πού προέρχεται ἀπό τόν νόμο, διότι δέν ὑπάρχει νόμου κατηγορία, ἀφοῦ δέν ἐπῆραν νόμο, χωρίς νόμο καί θά καταδικασθοῦν· καί ὅσοι εἶχαν νόμο καί μέ τόν νόμο ἁμάρτησαν, σύμφωνα μέ τόν νόμο θά δικασθοῦν. 'Ο γνούς καί μή ποιήσας πολλά δαρήσεται>. 'Εκεῖνος πού ἔμαθε καί δέν ἐτήρησε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, θά τιμωρηθῆ καί θά φάη πολύ ξύλο>. (Ρωμ. 2, 12).
Εἶναι γεγονός ὅτι εἶναι τόσο μεγάλη ἡ δύναμις τῆς συνειδήσεως, ὥστε πολλούς τούς ἐξάγει ἀπό τόν ἅδη καί τούς ἐπαναφέρη στήν ἐκκλησία, στήν μετάνοια, στόν Χριστό. Τούς ξυπνᾶ ἀπό τόν ὕπνο, τούς ἀφυπνίζει ἀπό τήν ἀκηδία πού εὑρίσκονται καί γιά ὅλα αὐτά ἡ συνείδησις ἔχει τούς περισσοτέρους ἐχθρούς. Διότι, ὅσο πιό μεγάλο θησαυρό ἔχει κάποιος μέσα του, τόσο παρά πολλοί πασχίζουν νά τοῦ τόν ἁρπάξουν. Αἰώνιος καί μέγιστος ἐχθρός τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος, σάν ἕνας ἄλλος 'Ηρώδης, ζητεῖ νά θανατώση τήν φωνή τῆς συνειδήσεως μέ τήν κακή ἐπιθυμία, τόν πειρασμό καί τήν ἁμαρτία, γιά νά μή τόν ἐλέγχη, ὅπως ἔκαμε καί στόν 'Ηρώδη. Κατόπιν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μέ τά ἴδια του τά χέρια ζητεῖ νά καταπνίξη τήν φωνή τῆς συνειδήσεώς του, νά τήν ρίξη στήν φυλακή τῆς ἀναισθησίας γιά νά μήν ἀκούη τήν ἐλεγκτική της γλῶσσα. Καί, στό τέλος, ἄλλος ἐχθρός εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἡδονή τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μέσῳ τῆς ἐξοικειώσεως μέ τό κακό, σάν μιά ἄλλη 'Ηρωδιάδα, ἀγωνίζεται νά κλείση τήν φωνή τῆς συνειδήσεως. 'Αλλ' ὅσο κι ἄν εἶναι βαρειές οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, ἡ φωνή τῆς συνειδήσεώς του, δέν θά παύση νά φωνάζη: <Δέν ἔπρεπε νά κάνης αὐτό τό ἔργοὅ>
'Ο διάβολος προσπαθεῖ νά σβήση τήν φωνή τῆς συνειδήσεως καί νά ἐκδιώξη τόν φρουρό τῆς ψυχῆς, νά ρίξη τόν ἄνθρωπο στόν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας καί κατόπιν μέ εὐκολία νά τοῦ ἁρπάξη τήν δύναμι, ὅπως ἡ Δαλιδά ἔκλεψε τήν δύναμι τοῦ Σαμψών, καί νά λεηλάτηση τόν κῆπο τῆς ψυχῆς του μέ ὅλα τά ἀνθισμένα χαρίσματά της. Αὐτή ἡ μάχη μεταξύ τοῦ διαβόλου καί τῆς συνειδήσεως, τήν ἀπεικονίζει πολύ καλά ἡ μάχη μεταξύ τῶν Φιλισταίων καί τῶν 'Εβραίων (Γέν.26,15). Γιά νά νικήσουν τούς 'Εβραίους οἱ Φιλισταῖοι, ἔκλεισαν κατ' ἀρχήν τά πηγάδια τοῦ 'Ιακώβ, ἀπό τά ὁποῖα ἐποτίζετο ὅλος ὁ ἑβραϊκός λαός καί κατόπιν μόνος του νά παραδοθῆ στά χέρια τους. Στήν θέσι τῶν Φιλισταίων εἶναι οἱ δαίμονες. Τά πηγάδια εἶναι ἡ συνείδησις. 'Ενῶ οἱ ἑβραῖοι συμβολίζουν τούς χριστιανούς πού μάχονται μέ τήν ἁμαρτία.
'Αγαπητοί Χριστιανοί,
'Η συνείδησις εἶναι ὁ φυσικός νόμος ἤ ὁ ἄγραφος χάρτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Καί ὅσο κι ἄν εἶναι ἁμαρτωλός ὁ ἄνθρωπος, ἡ συνείδησις δέν ἠμπορεῖ νά πεθάνη μ' αὐτόν. Συνεπῶς, εἶναι σφάλμα αὐτό πού λέγουν μερικοί: <'Ο τάδε δέν ἔχει συνείδησι.. >Ναί, ἴσως ἡ συνείδησίς του νά κοιμᾶται, νά ἔχει ἀναισθητοποιηθῆ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν, νά εἶναι σκοτισμένη, νά εἶναι φυλακισμένη στήν αἰχμαλωσία τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλά παρ' ὅλα αὐτά συνεχίζει νά ἐλέγχη τόν ἄνθρωπο. Γι'αὐτό διακρίνουμε τρία τά εἴδη τῆς συνειδήσεως: Τήν ὑγιᾶ καί ζωντανή συνείδησι, τήν κοιμισμένη καί νωθρή καί τήν ἀναίσθητη, σατανική καί αἰχμαλωτισμένη ἀπό τήν ἁμαρτία.
'Η συνείδησις οὐδέποτε ἐξαφανίζεται, ἀλλά πάντοτε μᾶς φυλάσσει, μᾶς <δαγκώνει> σάν ἕνα σκουλήκι καί σ' αὐτόν τόν αἰῶνα καί στόν μέλλοντα. Αὐτό τό σκουλήκι ἔφαγε τόν 'Αδάμ καί τήν Εὔα στόν παράδεισο καί κρύφθηκαν γιά νά μήν ἰδοῦν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τούς κατέτρωγε ἐπί 5508 χρόνια, μέχρι δηλαδή τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό σκουλήκι κατέτρωγε τόν πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο νά ἐλεήση τόν πτωχό Λάζαρο (Λουκ.16,25). Αὐτό κατατρώγει καί ὅλους τούς ἁμαρτωλούς τῆς γῆς καί τῆς κολάσεως. Αὐτό θά καταφάγη καί ἐμᾶς, ἐάν δέν μετανοήσουμε ἐδῶ, ὅσο ἀκόμη ἔχουμε καιρό. 'Ο ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως εἶναι ἀδυσώπητος στούς ἁμαρτωλούς, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου, μερικοί μέχρι σήμερα φθάνουν στό σημεῖο νά θέτουν μόνοι τους τέρμα στήν ζωή τους, ὅπως ὁ 'Ιούδας. 'Αλλά, ἀλλοίμονο, οὔτε στήν ἄλλη ζωή θά ἡσυχάσουν ἀπό τόν ἔλεγχό της.
Λοιπόν, τί πρέπει νά κάνουμε ἐμεῖς, 'Αδελφοί; ῎Οχι, νά μήν ἀπελπισθοῦμε, ὅσο μεγάλες ἁμαρτίες κι ἔν ἔχουμε κάνει. Γιά ὅλους ὑπάρχει σωτηρία. Μόνο νά μήν ἀναβάλλουμε τόν καιρό τῆς μετανοίας. Νά κάνουμε αὐτό πού μᾶς διδάσκει ὁ Κύριός μας 'Ιησοῦς Χριστός, ὁ 'Οποῖος λέγει: <῎Ισθι εὐνοῶν τῶ ἀντιδίκῳ σου ταχύ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῆ ὁδῶ μετ'αὐτοῦ, μήποτέ σε παραδῶ ὁ ἀντίδικος τῶ κριτῆ καί ὁ κριτής σέ παραδῶ τῶ ὑπηρέτῃ, καί εἰς φυλακήν βληθήσει· ἀμήν λέγω σοι, οὐ μή ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως οὗ ἀποδῶς τόν ἔσχατον κοδράντην>, δηλαδή: <Δεῖξε καλή διάθεσι (καί συμβιβάσου) μέ τόν ἀντίδικό σου γρήγορα, ὅσο καιρό εὑρίσκεσαι στόν δρόμο μαζί του, γιά νά μή σέ παραδώση στόν ὑπάλληλο τοῦ δικαστηρίου καί μπεῖς στήν φυλακή. 'Αλήθεια, σοῦ λέγω, δέν θά βγῆς ἀπό ἐκεῖ, ἕως ὅτου ἀποδώσης καί τό τελευταῖο λεπτό, δηλαδή, θά ἐφαρμοσθῆ μέ σχολαστικότητα καί ἀκρίβεια ἡ ποινή μέχρι τήν τελευταία λεπτομέρειά της> (Ματ. 5, 25-26). 'Αντίδικος εἶναι ἡ συνείδησις, ὁδός εἶναι ἡ ζωή αὐτή, κριτής εἶναι ὁ Χριστός, φυλακή εἶναι τό πῦρ τῆς γεέννης.
Λοιπόν, ἄς εἰρηνεύουμε μέ τόν ἀντίδικό μας, μέ τήν συνείδησί μας, στήν ζωή αὐτή. ῞Οταν δέν μᾶς ἐλέγχη ἡ συνείδησίς μας σέ τίποτε, αὐτό εἶναι σημεῖο ὅτι συμφιλιωθήκαμε μαζί της. Καί πῶς συμφιλιωνόμεθα; Μέ τήν μετάνοια. Νά ἐπιστρέψουμε ὀπίσω τά κλεμμένα πράγματα. Νά συγχωρήσουμε αὐτόν πού μᾶς ἐστενοχώρησε. Νά ζητήσουμε συγχώρησι ἀπ' αὐτόν πού ὑβρίσαμε. Νά προσευχώμεθα, ὅσο περισσότερο ἠμποροῦμε, νά πηγαίνουμε τακτικά στήν ἐκκλησία, νά κάνουμε, ὅσο ἠμποροῦμε, ἐλεημοσύνη, νά ζοῦμε μέ ἀγάπη, νά ἐξομολογούμεθα καθαρά, νά εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι γιά τόν θάνατο. 'Ιδού πῶς ἠμποροῦμε νά εἴμεθα ἔτοιμοι γιά τό ἄγνωστον τέλος τῆς ζωῆς μας!
῞Ενας ἅγιος Πατήρ μᾶς διδάσκει νά φυλάττουμε τήν συνείδησί μας ἀπό τρία πράγματα: 'Από τόν Θεό, ἀπό τόν πλησίον καί ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά. (῞Αγιος Δωρόθεος, Λόγος 3ος). Θά φυλάττουμε τήν συνείδησί μας ἀπέναντι στόν Θεό, ἐάν ἐκτελοῦμε πιστά τίς ἐντολές Του, τίς ὁποῖες μᾶς ἔδωσε, ὅπως τήν ἀγάπη, τήν προσευχή, τήν ἐξομολόγησι, τήν νηστεία κλπ. Πρός τόν πλησίον θά φυλάττουμε τήν συνείδησί μας ἐάν δέν κάνουμε κάτι ἀπ' αὐτά πού σκανδαλίζουν καί στενοχωροῦν τόν ἀδελφό μας. 'Απέναντι τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου θά φυλάξουμε τήν συνείδησί μας, ἐάν δέν κάνουμε ἕνα ἔργο μέ κακό σκοπό, ἐάν δέν σκορπίζουμε ματαίως τήν περιουσία καί τά ἀγαθά μας, ἐάν δέν δαπανοῦμε χρήματα γιά τήν μέθη, τά παιγνίδια, τά πολυφαγίες καί τά πολυτελῆ ροῦχα κλπ.
'Εν κατακλείδι, 'Αδελφοί, ἄς συμφιλιωνώμεθα μέ τήν συνείδησί μας, ἐν ὅσῳ ἀκόμη ἔχουμε καιρό καί εἴμεθα στήν ὁδό αὐτῆς τῆς ζωῆς. Νά ὑπακούουμε τίς συμβουλές τῶν ἱερέων μας καί τῶν γονέων πού μᾶς ἔφεραν στήν ζωή. Νά ὑπακούουμε τήν φωνή τοῦ Εὐαγγελίου, τήν φωνή τῆς 'Εκκλησίας, ἡ ὁποία πάντοτε περιμένει νά μᾶς διδάξη σάν μητέρα στοργική. 'Εάν δέν κάνουμε ἔτσι, θά πέσουμε στά χέρια τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, θά πεθάνουμε μέσα στίς ἁμαρτίες μας, θά καταφαγωθοῦμε ἀπό τόν ἀκοίμητο σκώληκα τῆς συνειδήσεως καί θά πέσουμε στό ἄσβεστο πῦρ καί οὐδείς θά ἠμπορῆ νά μᾶς βγάλη ἀπ' ἐκεῖ, ἐάν δέν πληρώσουμε καί τόν <ἔσχατον κοδράντην>. (Ματ.5,26). 'Αμήν.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου