ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ
ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ
(1907)
Είχε διαβάσει εις το Ευαγγέλιον, αλλά και πολλαίς φοραίς του εξηγούσεν ο μακαρίτης ο Γέροντας, ο πνευματικός της νήσου, με τα μεγάλα μάτια και την χονδρήν φωνήν, πως η ψυχή είνε πλέον πολύτιμον πράγμα από το σώμα, και, αν την χάση κανείς, με τίποτε πλέον, ουδέ με τον κόσμον όλον, δεν ημπορεί να την εξαγοράση . . . Το επίστευεν αυτό, και περισσότερον ακόμα επίστευε την φωνήν του Γέροντα, οπού χονδρά-χονδρά αντηχούσεν έως μέσα εις την καρδίαν του πάντοτε: — «Ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; …»
Διά τούτο ο Γεωργάκης της Λιμπέρταινας δεν ελυπήθη τόσον, όταν έμαθε τον θάνατον της μητέρας του, όσον τώρα, οπού εξημέρωνε το ψυχοσάββατον, το πρώτον ψυχοσάββατον, μετά τον θάνατόν της. Η σκούνα, με την οποίαν εμπαρκάρισεν ως ναύκληρος, ήτο αραγμένη εις μίαν έρημον ακτήν, παρά την είσοδον του Ελλησπόντου, από παρακαιρόν. Είχον φορτώσει τούβλα από τη Μασσαλίαν, προωρισμένα διά τον σιδηρόδρομον της Ανατολής, τα οποία έπρεπε να παραδώσουν εις Νικομήδειαν, και εξ αιτίας ισχυρών βορείων ανέμων εχασομερούσαν τώρα τόσαις ημέραις έξω από το Σιτλί-Μπαχάρ.
Από το πρωί ακόμα, την Παρασκευήν, σαν εκύτταξε την Σύνοψιν, επάνω εις την πρωινήν του προσευχήν, τον κατέλαβε μία βαθυτάτη μελαγχολία, όταν είδε πώς εξημέρωνε ψυχοσάββατον εις την ερημίαν εκείνην, τόσον, οπού ελησμόνησε να δώση εργασίαν εις το πλήρωμα. Και σαν να του κακοφάνη ολίγον του πλοιάρχου, όστις ήτο αγανακτισμένος και από τον καιρόν. Αλλά καλόβολος φυσικά, ως ήτο, ο καπετάν Γιάννης και ανοιχτόκαρδος, δεν τον ήλεγξε πολύ πικρά τον νεαρόν ναύκληρον, γιατί τον εγνώριζε «περήφανον στη δουλειά του» πάντοτε. Αλλ’ όταν, εξελθών από το καμάρι πίσω αφού έπιε τον καφέ του, είδε τους ναύτας να ξετινάζουν τα ράντσα των, τας κρεμαστάς των κλίνας, είπε προς τον λοστρόμον του, όστις ακκουμβισμένος επάνω εις την κωπαστήν παρηκολούθει τα κυλιόμενα πέραν αγρίως λευκά κύματα του Αιγαίου:
— Θυμήθηκες πάλι την μάννα σου! . .
Τούτο ήρκεσεν εις τον αγαθόν ναύκληρον να συνέλθη, να εννοήση το σφάλμα του και να προχωρήση προς την πρώραν.
— Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, εψιθύρισεν ο καπετάν Γιάννης τότε, ανάπτων το τσιγάρον του, και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους . . .
— Καμμιά φορά όμως έχουν την ανάγκην μας και οι πεθαμένοι, υπέλαβεν ο νεαρός ναύκληρος με κάποιαν συστολήν.
Μετ’ ολίγον επί κεφαλής του πληρώματος ο Γιωργάκης, ο ναύκληρος, ειργάζετο εις την συρραφήν μιας παλαιάς εσχισμένης μπούμας του πλοίου, την οποίαν είχον απλώσει επί του καταστρώματος. Συχνά δε ίστατο, με την σακκορράφαν την χονδρήν εις χείρας, βλέπων προς τους ιστούς επάνω περίφροντις μάλλον ή αφηρημένος.
— Θα της βράσουν τάχα κανένα πιατάκι κόλλυβα; διελογίζετο. Ποιος να φροντίση! Εκεί οπού στην αράδα θα λάμπουν στολισμένα τα κόλλυβα όλων των πεθαμένων του χωριού, εις την ενορίαν μας, αποκάτω από την εικόνα του Χριστού, κάθε ένα με το κεράκι του, κάθε ένα με τους χρωματιστούς του φιόγκους, θα είναι μαζί και το δικό της το πιατάκι, ευμορφοστολισμένο, με σταφίδες, με κουφέτα, με γαρύφαλα, με βαρακωμέναις μαντζουράναις και αρμπαρόρριζαις; Και δίπλα θα είναι και το καλό το σαμδανάκι μας, με μια λαμπαδίτσα κίτρινη, με μαύραις κορδέλλαις; Ποιος να σου τα κάμη αυτά, πτωχή μου μαννούλα! Θα σου ζυμώσουν τουλάχιστον καμμιά λειτουργιά; θα σε μνημονεύση κανένας παπάς;
Και προσεπάθει να κρύψη τα μάτια του, οπού άρχισαν να βουρκώνουν.
— Α! παιδιά! Ως το μεσημέρι να την ξενετάρωμε! απέτεινε τότε παρακέλευσιν προς τους ναύτας, οπού γύρω γύρω συνέρραπτον το παλαιόν εκείνο ιστίον, ο καθένας με την σακκορράφαν του και με το πέτσινο γάντι του.
Και πάλιν ίστατο σιωπηλός, βαστάζων ακίνητον την σακκορράφαν του και βλέπων προς τους ιστούς:
— Τι να σου κάμη και η καϋμένη η ‘ξαδέλφη μου, η μόνη συγγένισσά μου! Τι να σου κάμη η φτωχή και αυτή! διελογίζετο τότε ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, συνεχίζων τας σκέψεις του, τι να σου κάμη η ξενοδουλεύτρα! Αδειάζει κι’ αυτή, οπού και εις τον ύπνο της ακόμα πλέκει την κάλτσα της κινούσα τα χέρια της! . . .
Και ανεστέναξε βαθέως:
— Να ήμουν ταχυά κι’ εγώ στην Παναγία την Λημνιά, τη ενορία μας, ταχυά το ψυχοσάββατο! Τι κόλλυβα σωρό, οπού θα πάνε για όλους τους πεθαμένους! . . .
Και μετ’ ολίγον:
— Να ήμαστε το ελάχιστο σε κανένα λιμάνι απόψε, σε καμμιά σκάλα, νάβγω να πάω στην εκκλησιά ταχυά το ψυχοσάββατο! . . . Να σου ανάψω ένα κεράκι το ελάχιστο! . . .
Και του ήλθε τότε εις την ανάμνησιν το τελευταίον γράμμα της εξαδέλφης του, οπού του έγραφε για τον θάνατον της μητέρας του, στην Μαρσίλια· εκεί οπού φόρτωναν τα τούβλα· το είχε μέσα εις το κόρφο του, σαν φυλακτό, το γράμμα εκείνο, και το είχε μάθει απόξω νεράκι;
— Όταν θάφευγες, του έγραφεν η Λουξανιώ, η εξαδέλφη του, ήταν χαρούμενη· θυμάσαι με πόσαις ευχαίς και με πόσαις χαραίς σε κατευώδωσε. Σαν να μη ήθελε να πονέσης εις τον υστερνόν σου εκείνον μισεμόν. Σαν νάξευρεν ότι για τελευταία φορά σε έβλεπε, και ήθελε με χαρά να σ’ αποχαιρετίση, για νάχης για πάντα ως ευχή της, την χαρά. Την είδες! την θυμάσαι! Έλαβε δύναμιν, σαν από άνωθεν. Εσηκώθη επάνω, οπού είχε μήνες να σηκωθή από το στρώμα, και σου έσφιξε το χέρι και σ’ εφίλησε:
— Στο καλό, παιδί μου! την ευχή μου, παιδί μου! Δεξιά και αριστερά η ευτυχίαις να σου έρχωνται, παιδί μου! . . .
Εσταμάτησεν εδώ τας αναμνήσεις του ο Γιωργάκης βουρκωμένος, και έσκυψε μέσα εις τον κόλπον του, προσποιηθείς ότι κάτι εμβήκε μέσα εις το μάτι του, διά να μη εννοήσουν οι ναύται.
Έπειτα πάλιν εξηκολούθησε την αποστήθισιν της επιστολής:
— Σαν κατέβηκες την σκάλα, να την έβλεπες! Πού ευρέθηκεν εκείνη η δύναμι! Θυμήθηκε τα νειάτα της. Επανεκάθησε στο παραθύρι για να σε καμαρώση:
— Αρί, από πού θα ξαγναντίση το παιδάκι μου;! . . Από το παραθύρι της σαλίτσας εφαίνετο μια γωνίτσα του λιμανιού. Εκύτταζε και έλεγε, εις τα χαμένα, έτσι.
— Στο καλό, παιδί μου! στο καλό! Δεξιά και αριστερά! . . .
Αλλά προς το βράδυ ο καιρός εχάλασε. Χειμώνας, βλέπεις.
Επήρεν ένας κρύος μαΐστρος! Χιονιά δυνατή! Εγονάτισε τότε μπροστά εις την Παναγίτσα μας, την Τριχειρούσα, κ’ έκλαιεν:
— Αρί, Λουξανιώ, πώς τάφησα το παιδάκι μου και μούφυγε! Πώς τώκαμα αυτοδά, αρί. Δεν το κρατούσες, αρί να μη φύγη το παιδάκι μου; Δεν το κρατούσα, μαθές! . .
Κ’ έκαμε μετάνοιαις εις την Παναγίτσα μας, κ’ έκλαιε κλάματα κ’ εφώναξε δυνατά:
— Δεν μ’ έπαιρνες κι’ εμένα μαζί . . .
Αλλ’ επί τέλους επροδόθη ο ναύκληρος. Είδαν οι ναύται γύρω-γύρω τα βουρκωμένα τα μάτια του και ένας γεροντονιός, κοντός και καμπουράκος, με την κομμένη μύτη, οπού του την επήρε το διάκι σε μια φορτούνα, ο Καπότας, λέγει συνηθισμένος να παρεμβαίνη παντού:
— Αλήθεια, κυρ Γιωργάκη, σχωρέθηκε η γρηά!
— Τώρα! απήντησε καταπίνων δύο λυγμούς ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας και περνών νέον σπάγγον εις την σακκορράφαν του, δέκα μέραις ύστερα οπού φύγαμε για την Μαρσίλια. Δεν σας τώπα;
— Θεός σχωρέστηνε! επανέλαβεν ο Καπότας με την έρρινον πάντοτε φωνήν του· καλή γρηούλα!
Και προσέθηκε:
— Και τι οργή Θεού, κυρ Γιωργάκη! Να μη είμαστε σε καμμιά σκάλα να της πας αύριο ένα πιατάκι κόλλυβα, που ξημερώνει, κατάλαβες, ψυχοσάββατο! . . . ένα κεράκι να της ανάψης, κατάλαβες . . .
Η υπενθύμισις αύτη ήτο έλαιον εις την πυράν. Εξήναψεν ο πόνος του πάλιν. Δεν εβάσταξε πλέον. Επέρασε την σακκορράφαν του εις μίαν πτυχήν του ιστίου και εγερθείς μετέβη εις το μαγειρείον ν’ ανάψη ένα τσιγάρο, ως είπεν.
Ο μάγειρος, ένας νέος τσεσμελής, ένας ηλιοκαμένος και θαλασσοψημένος πρώην τρατάρης, μ’ ένα άσπρο τουλουπάνι περί τον ναυτικόν του κούκου, χωμένος μέσα εις το ξύλινον οίκημα του μαγειρείου, εσυγύριζε τη φασολάδα για το «τσούρμο» και συγχρόνως εκαθάριζε σιτάρι διά τον καφέ, έτσι από καλωσύνη του και όχι από φιλάργυρον ιδιοτέλειαν, γιατί βλάπτει ο καθαρός καφές — έλεγεν εις τους ναύτας — στα νεύρα.
Το σιτάρι ήτο όντως εύμορφον, μεγαλόκοκκον και χρυσόξανθον, σιτάρι της Αίνου, κ’ εκίνησεν αμέσως την προσοχήν του ναυκλήρου, όστις εκόλλησε, θαρρείς, επάνω λαίμαργον το βλέμμα του. Ολίγον κατ’ ολίγον ήρχισε τα πραΰνεται τότε η ανήσυχος μορφή του. Η ψυχή του εγαληνίασε, και εις τους οφθαλμούς του τους θαμβούς έλαμψαν αίφνης αστραπαί παραμυθίας . . .
Και ήτο αληθινά αξιαγάπητος η κυρά Λιμπέριαινα, μία γυναίκα φιλάσθενος, κοντή και ξηραγγιανή, μία γερόντισσα, να είπωμεν, πλέον, οπού επέρασε την ζωήν της πολύ σεμνά και πολύ ταπεινά, χωρίς να ενοχλήση εις το παραμικρόν ποτέ τον άλλον. Ύστερα από ένα ταχυθάνατον γάμον της ουδέ εφαίνετο ποτέ έξω, κλεισμένη εις τον οικίσκον της μέσα, αυτή με την μακράν της χηρείαν, εν προσευχαίς και νηστείαις διάγουσα, ως άλλη Άννα Φανουήλ, και μόνον εις την γειτονικήν της Εκκλησίαν της Παναγίας της Λημνιάς επήγαινε σκυφτή- σκυφτή πρωί και βράδυ, παρακολουθούσα τους εσπερινούς και τους όρθρους, ως κανδηλανάπτρια, μ’ ένα σάλι μαύρο σκεπασμένη. Αν είχε καμμίαν χαράν, η χαρά της ήτο μόνον το μοσχαναθρεμμένο παιδί της, ο Γιωργάκης της, τον οποίον επτά μηνών βρέφος της τον άφησεν ο μακαρίτης ο πατέρας του, ο καπετάν Λιμπέριος, ένας φιλήσυχος μικροκαπετάνιος, οπού απέθανε την ίδια νύκτα με το κότερό του, ένα εύμορφο και γλήγορο κότερο, οπού το πονούσε και από την γυναίκα του περισσότερον.
— Βοηθάτε με, για το Θεό, παιδιά! βοηθάτε με, εφώναζε την νύκτα εκείνην, οπού είχε σηκωθή μία αγρία παλαβονοτιά, αναστατώσασα όλον τον λιμένα της μικράς νήσου, ο οποίος είνε εκτεθειμένος εις την μανίαν της.
Ο καπετάν Λιμπέριος επάνω εις τον ύπνον του, εξαφνισθείς από τας αγρίας πνοάς του χειμερινού νότου εκείνου, κατέβη αμέσως εις τον λιμένα και εις ένα βράχον επάνω θαλασσωμένος, ξεσκούφωτος, και με τα άσπρο του εσώβρακον, σαν ο βρυκόλακας του λιμανιού, προσεπάθει να διασώση το ωραίον πλοιάριον, το οποίον παρασυρθέν είχε διπλαρώσει επάνω εις την βραχώδη ακτήν του λιμένος.
— Βοηθάτε με! έκλαιεν ολολύζων ο καπετάν Λιμπέριος μισοπνιγμένος μέσα εις τα αφρισμένα κύματα, και προσπαθών να πιάση από το μπαστούνι το κότερον, σαν παιδί από το χέρι, ο πτωχός, να το τραβήξη έξω . . .
Αλλ’ ένα τελευταίον κτύπημα του λεπτοκαμωμένου πλοίου επί των υφάλων εκεί διέλυσεν αυτό πάραυτα εις ξύλα και σχοινία, ότε και ο καπετάν Λιμπέριος έξαφνα, σαν να εγλίστρησεν, ευρέθη φαρδύς-πλατύς μέσα εις τα άγρια κύματα, συγκυλιόμενος και αυτός μετά των άλλων ναυαγίων, μέσα εις τους γοερούς γογγυτούς των αφρών και του ανέμου.
Η πένθιμος είδησις την εύρε την κυρά Λιμπέριαιναν προσευχομένην, γονατιστήν, εμπρός εις την Τριχειρούσαν της, ενώ το παιδίον, το νήπιον, εκλαυθμύριζεν άυπνον μέσα εις την κούνιαν του παραδέρνον.
Αλλ’ είχε πλάτος καρδιάς η αξία όντως γυναίκα αυτή και διήλθε νικηφόρος την θλιβεράν χηρείαν της, αφιερωμένη εις την ανατροφήν του τέκνου της, το οποίον ήδη, έφηβος είκοσιπενταετής, ήτο ο καλύτερος ναύτης της νήσου και ο συμπαθής ναύκληρος της σκούνας του καπετάν Γιάννη, απέξω από το Σιτλί-Μπαχάρ . . .
Εις το τελευταίον ταξείδι έμενε τρεις μήνας, σχεδόν όλον το φθινόπωρον, μαζί με την μητέρα του, η οποία υποφέρουσα από ένα επίπονον μαρασμόν είχε καταπέσει τελείως.
Ο χειμών πολύ πρώιμα εκραγείς και με ασυνήθη βίαν το έτος εκείνο, είχεν αποκλείσει ολοτελώς την μικράν νήσον με τας συνεχείς θυέλλας του και τας τρικυμίας του, ολίγας ημέρας μετά τον εις την νήσον καταπλούν της σκούνας, ήτις φορτωμένη σίδηρα παλαιά κατέβαινεν από την Πόλιν, κατευθυνομένη εις Μασσαλίαν.
— Καλύτερα, μαννούλα μου, οπού όλο βρέχει και χιονίζει, και κάθομαι κοντά σου, εις την παραστιά . . .
— Την ευχίτσα μου νάχης, παιδί μου. Δεξιά και αριστερά! . . . επανελάμβανεν η γερόντισα αντί πάσης άλλης ομιλίας.
Κι’ εσιώπα κατόπιν σιγήν μακράν και νεκρικήν, γυρμένη από το ένα πλευρόν εις το προσκέφαλόν της, παρά την εστίαν, και βλέπουσα ατενώς προς έν σημείον της οροφής, ως εν θεωρία μυστική των ησυχαστών της αρχαίας Λιβύης.
Και ο Γιωργάκης, ο εύσωμος ναύτης, με τους κυανούς του οφθαλμούς, εν οις κατηυγάζετο, θαρρείς, το γλυκύ του Αιγαίου χρώμα, με ένα πρόσωπον στρογγύλον και πράον, στιλπνόν και άμωμον, ως η αθωότης, με μίαν χάριν άπλαστον και διαυγή, ως το νάμα του Ταξιάρχου μας, τρεις μήνας σχεδόν δεν απεμακρύνετο από το πενιχρόν κλινίδιον της μητρός του, ήτις γυρμένη, ως ήτο πάντοτε, του εφαίνετο σαν ζωγραφιά της Αγίας Φωτεινής της Σμύρνης, απαστράπτουσα αγάπην και στοργήν.
Πρωί πρωί της άναπτε την φωτιάν και της έψηνε τον καφέ της, που της είχε φέρει από το ταξείδι, εωσού να ξημερώση καλά και έλθη η εξαδέλφη του, η Λουξανιώ, μία πτωχή και ηλικιωμένη ξενοδουλεύτρα, οπού η δουλειαίς δεν την άφησαν να πανδρευθή, για να της σκουπίση, να της ξετινάξη το μενδεράκι της, και να της μαγειρεύση έπειτα κανένα φαγάκι, έχουσα δίπλα της και τη δουλειά της, το ράψιμό της, καμμιά φορά και τα λανάρια της.
— Δεν μου λες τίποτα, μητέρα! έλεγε καμμιά φορά ο Γιωργάκης, θέλων να διακόπτη την θλιβεράν εκείνην της μητρός του σιωπήν, οπού τόσον τον έθλιβε. Δεν μ’ ερωτάς τίποτα!
— Τι να σ’ πω, παιδί μου; να σε ζαλίζω! επανελάμβανε πάντοτε η γραία, χωρίς ν’ αποσπάση από την μαυρισμένην οροφήν τους οφθαλμούς της, πλανωμένους, θαρρείς, εκεί επάνω εις καμμίαν εικόνα της φαντασίας της, κρεμασμένην εις κάποιαν μυστηριώδη της οροφής γωνίαν.
— Καμμιά φορά όμως συνήρχετο. Η λήθη, η οποία την είχε σαβανώσει, ζωντανήν, διελύετο σιγά-σιγά, σαν να ξεδιπλώνετο κάτι από πάνω της, και τότε το ωχρόν χρώμα του προσώπου της ερρόδιζεν εύμορφα, ως όταν θέλη να βασιλεύση ο ήλιος. Μειδίαμα τότε εζωγραφίζετο εις τα σιωπηλά της χείλη, μειδίαμα ελαφρόν και γλυκύ, ως είναι γλυκύ το ηλιοβασίλευμα· οι οφθαλμοί της οι νεκροί εκείνοι και ακίνητοι, ως εξ υάλου ψεύτικοι, ανεζούσαν αίφνης κ’ ελαμπύριζον κ’ έπαιζον. Και τότε ενθυμείτο ότι υπάρχει, και ενθυμείτο ότι ζη. Ενθυμείτο ότι υπήρξε ποτε ομιλητική και διαχυτική, και ενθυμείτο τα αστεία της τότε και τα ωραία της τα δίστιχα· και υπανεγειρομένη από το ερημικόν κλινίδιόν της, εσπρώχνετο σιγά-σιγά προς την εστίαν, ως διά να συνδαυλίση την φωτιάν.
Τότε, ως απαντώσα εις παλαιάς του Γιωργάκη ερωτήσεις, χθεσινάς και προχθεσινάς, έλεγε, μ’ ένα πένθιμον όμως πάντοτε μειδίαμα, μειδίαμα φεύγοντος, αποχαιρετισμόν, θαρρείς, θλιβερόν προς την ζωήν και τον κόσμον:
Γαϊτάνι πλέκω
και δεν αδειάζω.
Σαν τ’ αποπλέξω,
σε κουβεντιάζω.
— Ανέζη τότε εν ταις ολίγαις στιγμαίς εκείναις της χαράς και της διαχύσεως εις τον στυγνόν εκείνον θάλαμον όλος ο κόσμος ο παρελθών, ένας πολύ ωραίος κόσμος, ως είναι ωραία η ζωή· ένας κόσμος εύχαρις και φαιδρός, οπού ακόμη δεν τον είχε σβήσει με την κρύαν σκιάν του το θλιβερόν γήρας.
Και την έβλεπε τότε — εθάρρει — ο Γιωργάκης την μητέρα του νέαν ακόμη, φιλόπονον και ακούραστον, οπού ποτέ της δεν έλεγε, πως θα γηράση, αναιβοκαταιβαίνουσαν της σκάλαις, εις τα πρώτα της μακράς χηρείας της χρόνια, μαγειρεύουσαν, γελώσαν, προσπαίζουσαν. Την εφαντάζετο τότε την σεμνήν γραίαν κατά τας ευτυχείς εκείνας στιγμάς οπού του έλεγε τα τρυφερά δίστιχα, από τα οποία είχεν εις την μνήμην της ολόκληρον θησαυρόν, αλλά τον οποίον τώρα είχε θάψει τόσον βαθειά η πένθιμος νόσος. Την εφαντάζετο ανασκουμπωμένην και ολόχαρον, κατασκευάζουσαν εκείναις της ωραίαις λαχανόπητταις, οπού ήσαν γεμάταις με χαράν παρά με καυκαλίθραις.
— Τι έγιναν εκείνα τα χρόνια, μαννούλα μου!
— Τι έγιναν εκείνα μαθές, παιδάκι μου! . . . Και τότε ίστατο και την έβλεπε και αυτός σιωπηλός και ακίνητος. Την εκύτταζεν, ως εν απορία προς το αιώνιον πρόβλημα της ζωής, το οποίον ιδού ανωρθούτο ενώπιόν του μαύρον, ως φάντασμα, ως ο σκελετός εκείνος με το δρέπανον . . .
— Διατί να γηράσκωμεν! και διατί να αποθνήσκωμεν!
— Όμως ευσεβής, ως ήτο, κ’ ευλαβής χριστιανός, κατώρθωνεν ευκόλως να πραΰνη την ψυχήν του, παρηγορών εαυτόν και την μητέρα του με την μόνην αληθινήν παρηγορίαν:
— Έννοια σου, μητέρα. Στην άλλη ζωή να είσαι καλά. Εκεί να περάσουμε καλά, εις την αιώνιον Βασιλείαν. Να ιδής εκεί χαραίς αληθιναίς, αθάναταις χαραίς.
— Μετά το γεύμα ο καιρός έδειξε σημεία βελτιώσεως καταφανή· η Ανατολή ήρχισε να καθαρίζη από τα μαύρα εκείνα νέφη, τα οποία είχε τόσον πυκνά σωρεύσει επί του Αιγαίου ο μαΐστρος τόσας ημέρας πνέων. Η Θράκη εξ άλλου φαεινώς ελαμπύριζεν εις το χαμήλωμα εκείνο του ηλίου, τα δε άγρια του Ελλησπόντου κύματα κατέπιπτον ολονέν, εωσού το πέλαγος το Αιγαίον, ήρχισεν όλον γοητευτικώς να γαλανίζη· και από το βάθος του ορίζοντος, κάτω πολύ, και οπίσω από την Τένεδον, σημεία ελαφρά νοτίου ανέμου εσχηματίζοντο.
— Βίρα, παιδιά, διέταξε μετ’ ενθουσιασμού ο καπετάν-Γιάννης, ιδών τα καλά του καιρού προμηνύματα.
Πάραυτα οι ναύται ευρέθησαν εις τας θέσεις των.
— Να ξεμουδιάσουμε λιγάκι, παιδιά! προσέθηκεν αμέσως.
— Αλέστα! εφώναξε με την κομμένην μύτην του ο κοντός ο Καπότας, πεθαίνων για το τιμόνι, «να κάμνη τον καπετάνιο».
Έκαμαν ένας-ένας οι ναύται τον σταυρόν τους· και ιδού η μπόμπα της σκούνας, με το βραχνόν και συχνοπιασμένον κύλισμά της, άρχισε να σύρη την άγκυραν, αφίνουσα ένα ασυνήθη σιδηρούν αντίλαλον εις την έρημον ακτήν με τον σκληρόν εκείνον ανασασμόν της.
Ως πτηνά συγχρόνως, ανάλογοι ναύται εθεάθησαν επάνω εις τους εξαρτισμούς του πλοίου, το οποίον ιδού άνοιξεν ένα-ένα τα πανιά του, και ταλαντευθέν επιχαρίτως δεξιά και αριστερά εξεκίνησεν ελαφρά, ως πάπια ξεκολλήσασα πλέον από το έλος, αφού εξετίναξε με χαράν τα δυο κοντά πτεράκια της.
Άφρισεν αμέσως εμπρός εις της μάσκαις της το θαλασσάκι, απ’ εδώ και απ’ εκεί, και μία ελικοειδής κίνησις συγχρόνως εσημειώθη επί της επιφανείας της θαλάσσης.
Ο Καπότας, κοντός και κυφός, με την κομμένην μύτην, εκάθισεν αμέσως εις το τιμόνι, έχων τα μάτια του διαρκώς εις την κατέναντί του πυξίδα και σοβαρευόμενος με κωμικήν ακινησίαν. Ο καπετάν- Γιάννης καταχαρούμενος εφουμάριζεν εις την πρύμνην διασκευάζων με μίαν παράταξιν δελφίνων, υπερηφάνως εξελισσομένην προ του Ελλησπόντου, ο δε Γιωργάκης, αφηρημένος πάντοτε, ακκουμβών επάνω εις την κωπαστήν, έβλεπε με λαιμαργίαν ευλαβή ένα ερημοκκλησάκι, το οποίον κατάχρυσον εις το ηλιοβασίλευμα εστόλιζε την κορυφήν εκεί ενός λοφίσκου.
— Φύσα, χρυσέ μου, φύσα! ηκούσθη ο καπετάν Γιάννης, αποτεινόμενος προς το ούριον αεράκι.
Η σκούνα εμβαίνει ήδη εις τον Ελλήσποντον ως νύμφη εις την παστάδα. Αι πνοαί του μπάτη προσκόπτουσαι επί των ιστών της και των σχοινίων και των λοιπών του εξαρτισμού πλεγμάτων, αποτελούσιν ηδυπαθή αρμονίαν καλλιφώνου μουεζίνη, ψάλλοντος επί του μιναρέ το γλυκύτατον κιντί, του δειλινού την παθητικήν προσευχήν.
Ιδού το Σιτλί-Μπαχάρ, το αληθινόν θαλάσσιον κλειδίον, επί της Θράκης, αποτόμως και ξηρώς κοπτομένης εις ακτάς τιτανώδεις. Ιδού από το άλλο μέρος και το Κουμ Καλέ επί της Ασίας, ήτις με τας μαλακάς και αβράς όχθας της, τας τόσον απαλώς πρασινοβαλούσας ήδη υπό την πρώιμον χλόην, θαρρείς κ’ εκτείνεται ερωτικώς να χαιρετίση, ν’ ασπασθή και εναγκαλισθή μίαν φοράν ακόμη την αγαπημένην αδελφήν της, την Ευρώπην, από την οποίαν την εξεχώρισαν αποτόμως εις την διάβασιν της, την κοπτεράν, η Δημιουργία.
Την νύκτα εξηκολούθησεν ο ευνοϊκός άνεμος ισχυρότερος ακόμη. Και ουδέ παρέστη ανάγκη του ρυμουλκού, το οποίον καταγάλαζον μ’ ένα πύρινον ζωνάρι είχε διπλαρώσει εις την σκούναν.
Υπό τους αισίους αυτούς του πλου όρους ο καπετάν Γιάννης ευχαρίστως παρεχώρησε την ζητηθείσαν άδειαν εις τον λοστρόμον του, όστις ήθελησεν ενωρίτερον να καταβή εις το ράντζο του, ως είπε δικαιολογούμενος, να ησυχάση.
— Άιντε, και λιγώτερο να θυμάσαι τη μάννα σου! Όσο μπορείς λιγώτερο!
Την αυγήν, επάνω εις το γλυκοχάραμα, όταν πλέον ο βαρδιάνος της πρώρας ήρχισε να ξεχωρίζη τους μιναρέδες της Καλλιπόλεως, το πλήρωμα κατά πρόσκλησιν του ναυκλήρου, του Γιωργάκη της Λιμπέριαινας, παρέστη εις μίαν τρυφερωτάτην σκηνήν, η οποία αξίζει τωόντι τον κόπον μιας περιγραφής.
Κάτω εις την πρώραν, εις την αίθουσαν των ναυτών, εκεί προ των εικονισμάτων του πληρώματος, οπού έκαιεν η ακοίμητος του πληρώματος της σκούνας κανδήλα, επάνω εις ένα τραπεζάκι εύμορφα ευτρεπισμένον, ένα πιάτο με κόλλυβα είχε τοποθετηθή με πολλήν στοργήν παρεσκευασμένον. Ήσαν κόλλυβα με χάριν και τρυφερότητα πολλήν στολισμένα. Είχον επιπασθή με στρώμα σακχάρεως, επί της οποίας ετέθησαν σταυροειδώς σταφίδες· κλωναράκια δύο ξηρού βασιλικού και μαντζουράνας συνεπλήρουν την όλην ευπρέπειαν με πολλήν σεμνότητα.
Ένα κηρίον εμπηγμένον εις το μέσον ήτο αναμμένον. Ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, με φωτιά τα μάτια του από την αγρυπνίαν και από τον μυστικόν της νυκτός θρήνον, ξεσκούφωτος κι’ έχων έτοιμον θυμιατόν πήλινον, από εκείνα τα πρασινοκίτρινα του Τσανακαλέ, έκαμεν αμέσως τον σταυρόν του και ήρχισε να θυμιάζη τους ναύτας γύρω-γύρω αναγινώσκων συγχρόνως το Τρισάγιον και ψάλλων: «Μετά πνευμάτων δικαίων . . . . .». Οι ναύται καταπτοηθέντες αίφνης από της πρώτης εκείνης επιβολής, μεθ’ ης παρέστη ενώπιον των οφθαλμών των, την εωθινήν εκείνην ώραν, η απροσδόκητος αυτή σκηνή του πένθους, έστησαν εν ευλαβεία κατανυκτική γύρω-γύρω, ως εις Εκκλησίαν. Απεκαλύφθησαν και ήρχισαν να κάμνουν τον σταυρόν των. Μερικοί και εδάκρυον παρακολουθούντες την πένθιμον εκείνην ψαλμωδίαν. Όταν δ’ ο ναύκληρος ήρχισε να ψάλλη τελευταίον: «Μετά των Αγίων ανάπαυσον . . . » σιγά-σιγά με κλαίουσαν φωνήν, συχνά διακοπτομένην από τους λυγμούς της ψυχής του, οι ναύται δεν ημπόρεσαν να κρατηθούν από την συγκίνησιν και ανεκραύγασαν πάντες εν χορώ:
— Θεός σχωρέστηνε! Θεός σχωρέστηνε! . . . Και την εμακάρισαν έπειτα με την καρδίαν των, αληθώς, τρώγοντες τα τόσον κατανυκτικώς αοράτως ευλογηθέντα κόλλυβα, τα οποία εις την ερημίαν εκείνην, καταμεσής εις το πέλαγος, είχε παρασκευάσει η ευλαβής προς την ψυχήν της μητρός του στοργή του συμπαθούς ναυκλήρου.
Ο καπετάν Γιάννης παρασταθείς και αυτός περί το τέλος της ιεράς εκείνης σκηνής, της οποίας είχεν οσφρανθή το ευώδες θυμίαμα διασκορπισθέν από της πρώρας εις όλον το πλοίον, δεν ηδυνήθη να κρύψη ένα δάκρυ και αυτός, μ’ όλας τας φαιδράς και θυμήρεις έξεις των τρόπων του, και είπε λαμβάνων και αυτός από τα κόλλυβα:
— Οι πεθαμένοι πολλαίς φοραίς έχουν ανάγκην των ζωντανών. Είναι αλήθεια!
Ενώ συγχρόνως πίσω από την πρύμνην, όπου καμαρώνων ως γυφτοσκέπαρνον διηύθυνε τα πηδάλιον ξενυκτισμένος, κοντός και κυφός, ως ήτο, ο Καπότας, δεξιώτατος όντως πηδαλιούχος, νομίζων ότι εις αυτόν ωφείλετο ο δρόμος της ελαφράς σκούνας, εφώναξε δυνατά, με την έρρινον πάντοτε φωνή του:
— Κι’ εμένα λίγα κόλλυβα, να σχωρέσω!
Ύστερον, εκεί που έτρωγον, το μεσημέρι, διηγείτο ο μάγειρος, ο τσεσμελής εκείνος νεανίσκος, με το άσπρο μανδήλι περί τον ναυτικόν του κούκον, ότι την ώραν οπού έψαλλεν ο Γιωργάκης «Μετά των Άγιων ανάπαυσον» και συνέψαλλον και οι λοιποί, ότε όλοι οι ναύται εκλαίομεν από την συγκίνησιν — έλεγεν ο τσεσμελής — τότε, την στιγμήν εκείνην, είδεν επάνω προς τον φεγγίτην της πρώρας, από μέσα από τα τζάμια του σπιράγιου «σαν ένα κάτασπρο πράγμα, σαν ‘ποκάμισο, σαν σάβανο» οπού ελαφρά-ελαφρά εξεδιπλώνετο κι εξανεμίζετο και κάτι λάμψεις έλαμψαν τότε, σαν της αυγής τα πρώτα ξανοίγματα. Και είδεν εκεί ο τσεσμελής την μακαρίτισσαν, την ίδιαν την κυρά-Λιμπέριαινα, αδύνατην και ξηραγγινήν ως ήτο, αλλά χαρούμενην και καλοκαρδισμένην, και άκουσε μίαν γλυκυτάτην φωνήν, σαν σβύνουσαν μουσικήν, σαν ουράνιον ψαλμωδίαν, εις τα ύψη επάνω:
— Δεξιά και αριστερά, παιδί μου!
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ – ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ – ΤΟΜΟΣ Δ’ – ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ – ΑΘΗΝΑΙ — ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — 1921, Σημ. Το παρόν διήγημα ανεδημοσιεύθη πολλάκις, και εις το αναγνωστικόν βιβλίον Ι. Πολέμη.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ