ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΗ ΠΡΟΣ ΚΛΑΙΡΚΙΟ
ΑΒΡΑΑΜ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Ιστορικές αποδείξεις της Παπικής εχθροπραξίας
κατά των Ορθοδόξων
Εδιάβασα, ότι κατά το τέλος τού ιδ’ αιώνος, έτος 1405, ο πόλεμος των Σαρακηνών για την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, ο οποίος υπεκινήθη από τους Λατίνους, όχι μόνον έγινε αιτία πολλής καταστροφής για την Ανατολική Εκκλησία, αλλά και για τη Δυτική. Καθότι οι τότε Πάπες της Ρώμης» επειδή ευρήκαν την ευκαιρία να ενεργήσουν, για να μη τεθούν υπό την εξουσία κανενός, κινούσαν πάντα λίθον, ώστε να επιτύχουν να υποταχθούν σε αυτούς όλοι οι άλλοι. Διότι όσον ο πόλεμος παρετείνετο και οι χριστιανοί της Δύσεως κατέφευγον στην Ανατολή, τόσον oι Πάπες επετίθεντο, καθώς μαρτυρεί ο Όθων Επίσκοπος Φρισιγένσης, και ο Αββάς Ουρσπεργένσης, οι οποίοι εξιστορούσαν τη βίαιη συμπεριφορά των Παπών. Τόσα δε κακά προξένησε ο πόλεμος αυτός στην Δύση δια των επιβουλών των Παπών, ώστε ο Αντώνιος ο Κόκκος στην αρχή τού Δ’ βιβλίου της Θ’ εννάδος, να ειπή ότι κατά την εποχή τού (Πάπα) Πασχάλη τού Β’ ο Φλουέντιος ο επίσκοπος της Ιταλικής πόλεως Φλωρεντίας, εβεβαίωνε χωρίς αμφιβολία, ότι εγεννήθη ο Αντίχριστος.
Εδιάβασα (ακόμη), ότι στην Ανατολή, με αφορμή δήθεν την ευσέβεια, προέβαλαν οι Πάπες Πατριάρχες στις Εκκλησίες και έπραξαν όσα άλλα ενόμιζαν ότι τους συνέφεραν, για να υποταχθούν οι Ορθόδοξοι στον ανομότατο ζυγό του Πάπα. Γι’ αυτό ο Ευγένιος ο Γ’ έλεγε: αυτός ο πόλεμος, αν και για τίποτε άλλο δεν ήταν ωφέλιμος, όμως μας ωφελεί, διότι βοηθεί να τοποθετηθούν Λατίνοι ποιμένες στις Εκκλησίες της Ανατολής. Αλλά και διότι όχι μόνον έβλαψαν την Εκκλησία της Ανατολής δι’ αυτού τού άνομου πολέμου, αλλά και την αυτοκρατορία. Διότι βλέποντας ο Ιννοκέντιος ο Γ την διχόνοια που είχε τότε το βασίλειο της Κωνσταντινουπόλεως, παρακίνησε το στράτευμα, το οποίο ήταν έτοιμο για τον Συριακό πόλεμο, να στραφή κατά της Κωνσταντινουπόλεως˙ και αυτό το γράφει και ο Χωνιάτης.
Επίσης όταν εκυρίευσαν την Ιερουσαλήμ οι Λατίνοι, ετοποθέτησαν με απόφαση τού Πάπα δικό τους πατριάρχη τον Αρνούλφον, αφού εξεδίωξαν από τον θρόνο τον κανονικό πατριάρχη Συμεών και ότι και την τάξη τού Αποστολικού θρόνου ανέτρεψαν, διότι μετέβαλαν τις επισκοπές και τις Μητροπόλεις.
Ο Όθωνας ο Φρισιγένσης εξετάζοντας τα κακά των παπών, παρουσιάζει τον Γρηγόριο τον Ζ’ να λέγη, ότι αυτός που δεν τον προσκυνή, είναι είδωλολάτρης. Αυτός, λοιπόν, ο Γρηγόριος τους μεγάλους (κατά το αξίωμα) αφώριζε και τους μικρούς παρακινούσε, και επέτρεπε να στρέφωνται κατά των αυθεντών τους, και σ’ όσους δεν μπορούσε να μεταβάλη (να ακολουθήσουν την επιθυμία του) έδινε συγχωρητικά γράμματα σαν να επρόκειτο να μεταβούν σε Ιερό πόλεμο. Τα ίδια λέγει και ο αββάς Ουρσπεργένσης, και ότι όταν ήταν στον πόλεμο ο Φρειδερίκος, ο Πάπας Γρηγόριος ο Θ’ εφρόντιζε να καταλάβη τους τόπους του. Διηγείται δε στον Φρειδερίκο Α’ και στον Ερρίκο Ε’ και στον Φίλιππο, ο αββάς -και μέχρι το τέλος τού χρονικού του- τις επιορκίες και ασυμφωνίες και τους δόλους και τις απιστίες και τους πολέμους και τις προδοσίες και επαναστάσεις των Παπών, και τις αιχμαλωσίες και τους αφανισμούς, που προξενούσαν στο γένος των χριστιανών, τους οποίους είχε υπό την εξουσία η αποστασία αυτού τού Πάπα. Και ακόμη ενόμισε ο Πάπας, ότι με αυτό τον πόλεμο θα τού δινόταν η εξουσία να χειροτονή Πατριάρχες και επισκόπους της Ανατολικής Εκκλησίας. Και ότι ο Πάπας Ευγένιος Γ’ αποβλέποντας σ’ αυτό το παράδειγμα, θέλησε να κάμη τέτοιο πόλεμο για την ίδια αιτία επί τού αυτοκράτορος Μανουήλ τού Κομνηνού, όπως μαρτυρεί ο Όθωνας. Και ότι εγκαταστάθηκαν στην Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα επίσκοποι Λατίνοι, αυτό δε προσπαθούσαν να επιτύχουν και στην Κωνσταντινούπολη. Εξ αυτού ο Ιννοκέντιος ο Γ’ παρακίνησε τον πόλεμο κατά της Κωνσταντινουπόλεως την οποία οι Λατίνοι το 1204 εκυρίευσαν, κατά τον Χωνιάτη (τον Ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη) και ο κόσμος όλος εγέμισε από αίματα χριστιανικά, καταστροφή συγγραμμάτων, από αφορισμούς Επισκόπων, ταλαιπωρίες Ιερέων˙ εγίνοντο διωγμοί μοναχών, αφανισμοί μοναστηριών, διωγμοί, Ιεροσυλίες, και ελάττωση τού αριθμού των ευσεβών, αύξηση δε και πολλαπλασιασμός των ειδωλολατρών, και όλ’ αυτά από μία και μόνη αιτία, γιατί δεν έκαναν υπακοή στον αποστάτη Πάπα (Δοσίθεος βιβλ.η’,κεφ. ιθ’,παρ.δ)· (Η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους που κράτησε περίπου 60 χρόνια υπήρξε η κύρια αιτία αποδυνάμωσης και προετοίμασαν το έδαφος για την άλωση).
Οι Δυτικοί ηγεμόνες ήταν έτοιμοι να πλεύσουν στην Ιερουσαλήμ, για να προσκυνήσουν τον πανάγιο Τάφο, επί της αυτοκρατορίας τού Αλεξίου Κομνηνού -ο οποίος αποστέρησε τον Ισαάκιον και από την βασιλεία και από τους οφθαλμούς— όταν ο γυιός τού Ισαακίου Αλέξιος υπόσχεται ότι θα γίνη παπιστής. Και τότε, όχι μόνο από τον Φίλιππο τον Αλαμανικό, αλλά και από τον τότε Πάπα Ιννοκέντιο τον Γ’ φέρνει γράμματα στους Αυθέντες, οι οποίοι ευρίσκοντο στην Βενετία με σκοπό να πλεύσουν στην Ιερουσαλήμ, δια των οποίων τους παροτρύνουν να επιτεθούν κατά της Κωνσταντινουπόλεως.
Είναι γνωστό, ότι οι Λατίνοι στην Κωνσταντινούπολη έκαμαν ψευδοπατριάρχη τον Θωμά Βενέτικον που φορούσε ψαλιδωτά ενδύματα και είχε γένειο ξυρισμένο χειρότερα από τον έχοντα ξεριζωμένες τις τρίχες. Έστειλε και ο Πάπας ένα Λεγάτο, ονομαζόμενο Πελάγιο κοκκινοβαμμένο και ντυμένο περίεργα ενδύματα και ο οποίος εξεβίαζε τους πολίτες να υποταχθούν στον Πάπα. Κρεμούσε τους μοναχούς, φυλάκιζε τους Ιερείς και έκλεινε τους αγίους ναούς για να ομολογήσουν τον Παπισμό. Γι’ αυτό το λόγο, ενώ οι κάτοικοι της Πόλεως ετοιμάζονταν να φύγουν ο Ερρής ο βασιλέας τότε τού Βυζαντίου, εμπόδισε τη σκληρότητα τού Λεγάτου και άνοιξε τις εκκλησίες. Παρά ταύτα όμως και μοναχοί και κληρικοί και άρχοντες εξ αιτίας αυτών αναχώρησαν προς τον Λάσκαρη στη Νίκαια. Αλλά και όσο χρόνο εξουσίασαν την Κωνσταντινούπολη την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ χειροτονούσαν και οι Εκκλησίες Πατριάρχες της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, αν και εσχεδίαζαν κακά εναντίον τους και συνήθως τους εμπόδισαν, καθώς το εσημείωσε και ο Θεόδωρος Βάλσαμων, τον οποιον δεν άφηναν οι Λατίνοι να μεταβή στο θρόνο του στην Αντιόχεια· περί αυτών γράφει και ο Κουροπαλάτης.
Είναι γνωστό επίσης, ότι κατά το έτος 1215, επί πάπα Ιννοκεντίου τού Γ’ συνήλθε η εν Λατερανώ Σύνοδος, φροντίζουσα δήθεν να επικυρώση τα αρχαία έθη της Εκκλησίας αλλά νομοθετούσε ρητώς, οι Πατριάρχες, όταν θα λάβουν το παλίον, δηλαδή τη σφραγίδα τού αρχιερατικού αξιώματος, από τον Πάπα της Ρώμης, και εφ’ όσον θα δίνουν σ’ αυτόν τον όρκο της πίστεως και της υποταγής, να επιτρέπεται στο εξής και σ’ αυτούς να χορηγούν το παλίον στους κατωτέρους των και τότε να λαμβάνουν όπερ αυτών το κανονικό μήνυμα και την υπόσχεση της υπακοής στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Να προπορεύεται δε αυτών παντού η Σημαία με τον Σταυρό τού Κυρίου, εκτός μόνο της Ρώμης και όπου είναι παρών ο άκρος Αρχιερέας (ο Πάπας), ή και ο παρ’ αυτού απεσταλμένος, που θα έχη τα σημεία της Αποστολικής εξουσίας. Σε όλες όμως τις επαρχίες, οι οποίες ευρίσκονται στη δικαιοδοσία τους, όταν υπάρχει ανάγκη, να απευθύνουν το έκκλητον (ο καλούμενος να δικάση ως διαιτητής) προς αυτούς, έκτος των εκκλήτων, που ανήκουν στον Αποστολικό θρόνο. Καθ˙ όσον σ’ αυτόν μόνο τον θρόνο οφείλουν όλοι οι χριστιανοί μετά ταπεινώσεως να αναφέρουν τα ζητήματά τους.
Από την εποχή της βασιλείας κυρού Μανουήλ τού Πορφυρογέννητου, μέχρι τη βασιλεία κυρού Ιωάννου τού Βατατζή εκπορθούσαν οι Λατίνοι μανιωδώς τα νησιά και τις πόλεις και απ’ όσες μπόρεσαν να κυριεύσουν εξεδίωκαν τους Ορθοδόξους Αρχιερείς και σε αντικατάσταση αυτών τοποθετούσαν Καρδινάλιους ομόφρονές τους. Δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, στην Κύπρο, στην Κρήτη, στη μεγάλη Αντιόχεια και στις υπόλοιπες χώρες που κατείχαν.
Αλλά και τον υπόλοιπο λαό, τους Ιερείς και τους μοναχούς εξεβίαζαν τυραννικά να έχουν το ίδιο φρόνημα μ’ αυτούς και να ευρίσκονται σε σύνδεσμο και κοινωνία μαζί τους και να μνημονεύουν τον Πάπα. Και σ’ όσους δεν υπάκουαν στα δόγματά τους συμπεριφέρονταν με πολύ πείσμα˙ αυτούς δε οι οποίοι τους έλεγχαν σαν αιρετικούς και τελείως απέκρουαν την επικοινωνία μαζί τους, αυτούς τους βασάνιζαν φανερά και έτσι πρόσφεραν μαρτυρία, όπως στο καιρό των αρχαίων βασιλέων και τυράννων των Ορθοδόξων Χριστιανών. Και μαρτυρούν την αλήθεια του λόγου οι άγιοι μοναχοί, που εμαρτύρησαν στην Κύπρο. Μερικούς από αυτούς, επειδή δεν εδέχθησαν να έχουν κοινωνία με αυτούς, επί τριετίαν τους εφυλάκισαν και αφού τους εβασάνισαν ποικιλοτρόπως και δεν τους έπεισαν, έστω δια τού στόματος, να ομολογήσουν το καλώς υπερέχετε και εξουσιάζετε, από τη μανία τους (τον φθόνο) άλλους μεν αφού τους έδεσαν στις ουρές των Ίππων τους, τους έσυραν σε τόπους τραχείς και δύσβατους και τους εφόνευσαν˙ άλλους δε προκρίτους μεταξύ αυτών, αφού άναψαν μεγάλη πυρκαϊά, τους κατέκαυσαν. Ο καθηγούμενός τους Αββάς Ιωάννης, ονομαζόμενος, φαινόταν επί πολύ σε όλους να στέκεται «εν μέσω της φλογός» και να προσεύχεται. Τότε ένας από αυτούς τους Λατίνους καβαλλάρης έγινε έξαλλος και έρριξε εναντίον του ένα ρόπαλο και αφού τον εκτόπησε, τον έρριξε μέσα στη φλόγα και έτσι παρέδωσε ο Όσιος την αγία του ψυχή στον Θεό. Όταν η πυρκαϊά εκείνη έσβησε, επειδή βρήκαν τα λείψανα των μαρτύρων σώα οι διώκτες τού Χριστού παπαλάτρες, εμάζεψαν οστά παντός είδους ζώων και ακαθάρτων αγρίων, τα έβαλαν επάνω στα λείψανα των αγίων και, αφού άναψαν και δεύτερη φωτιά επάνω σ’ αυτά, δεν άφησαν να σβήση μέχρις ότου έγιναν τελείως στάχτη. Ο Πάπας ελεγχόμενος γι’ αυτά έστειλε μερικούς προς τον τότε Πατριάρχη κυρ Γερμανό, στη Νίκαια διαμένοντα, οι οποίοι κατηγορούμενοι για τα παθήματα των Ανατολικών, που υπέστησαν σε όλα τα μέρη από τους Λατίνους και ιδιαίτερα για τους βασανισθέντες στην Κύπρο, απάντησαν ότι δήθεν ο Πάπας και οι αξιωματούχοι του αγαναχτούν γι’ αυτά. Επί πλέον γνωρίζουμε, ότι ο Βασιλιάς και ο Πατριάρχης έστειλαν επιστολές γεμάτες αγάπη και ταπεινοφροσύνη και ομόνοια προς τον Πάπα Γρηγόριο τον θ’ το έτος 1227, λέγοντες ότι οι Λατίνοι είναι σχισματικοί και ένοχοι στό ανάθεμα τού Παύλου προς τους Γαλάτες. Και ότι οι ίδιοι στην Κύπρο τόσο πολύ εξανάγκασαν τους Ορθοδόξους να υπακούουν στον Πάπα, ώστε πολλοί αποφάσισαν να μαρτυρήσουν επειδή δεν ανεχόταν να προδώσουν την Ορθοδοξία. Ο Πάπας Γρηγόριος απάντησε με γράμμα στον Πατριάρχη Γερμανό, και έστειλε και πρέσβεις, τον Ούγωνα και τον Πέτρο εκ των Κηρύκων, τον Αμμώνιο και τον Ραδούλφο από την τάξη των λεγομένων Αδελφών, για συζήτηση. Όταν ήλθαν αυτοί στη Νίκαια φέροντες την επιστολή, συνεκλήθη μεγάλη Σύνοδος στο καλούμενον Νύμφαιον. Αλλά δεν επακολούθησε καμία ειρήνη. Προήλθε όμως από αυτή τη Σύνοδο ένα αποτέλεσμα, ότι και στην περίπτωση αυτή οι Λατίνοι απεδείχθησαν αιρετικοί. Έγραψε δε και επιστολή εκείνη η Σύνοδος, η οποία ευρίσκεται στο α’ μέρος τού ια’ Τόμου των Συνοδικών βιβλίων (Δοσίθεος βιβλ. η’, κεφ. ιβ’, συγγρ. θ’).
Η εν Λουγδούνω Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη από τον Πάπα Γρηγόριο τον Γ’ το έτος 1274 ενομοθέτησε το έκκλητον στον Πάπα. Ότι επίσης έλεγε ο βασιλιάς Μιχαήλ ο Παλαιολόγος (όπως ιστορεί ο Παχυμέρης) στους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους για την μεθοδευμένη ένωση: ω άνθρωποι, τους έλεγε, θα είναι απαράβατα τα τού δικού μας δόγματος. Τρία μόνο απονέμομε στον Πάπα˙ πρωτείον, έκκλητον και μνημόσυνον. Αυτά θα είναι τα λύτρα πολλών αιμάτων των Ελλήνων, που κινδυνεύουν να χυθούν. Παρ’ όλα αυτά που έλεγε ο Μιχαήλ, η Εκκλησία και το σώμα της δεν επείθοντο. Γι’ αυτό οι Πατριάρχες Αρσένιος και Ιωσήφ και Γρηγόριος εναντιώνονται, και άλλος αφήνει τον θρόνο του και αναχωρεί, άλλος διώκεται, και οι εκλεκτοί Αρχιερείς και κληρικοί, και μάλιστα οι άρχοντες μαστιγώνονται, δημεύονται, φυλακίζονται, πάσχουν από τον Πάπα Ρώμης Γρηγόριο και τον Μιχαήλ (Παλαιολόγο), όσα έπαθαν οι αρχαίοι μάρτυρες από τον Νέρωνα, τον Δέκιο, τον Διοκλητιανό και Μαξιμιανό.
Είναι γνωστό επίσης, ότι τα βάσανα και τους ραβδισμούς και τις τιμωρίες και τους οδυνηρούς θανάτους που προξένησαν οι Λατινόφρονες στους Πατέρες τού Αγίου Όρους, δεν τα έκαμε κανείς ειδωλολάτρης διώκτης. Όλα αυτά τα διέπραξαν οι Λατινόφρονες, επί Μιχαήλ και Βέκκου στον Άθωνα το έτος 1275. Ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας*, ο οποίος ήταν Πατριάρχης τότε, που έλαβαν χώρα οι αντιδράσεις κατά τού λατινόφρονος Βέκκου, θέλησε να φύγη και να ιδιώτευση και περνώντας δια της Ευρίπου φιλοξενείται από λαϊκούς Ορθοδόξους. Αλλά, όταν τον αντιλήφθηκαν οι Λατίνοι, τον συνέλαβαν και ζητούσαν από αυτόν να δεχθή τον Παπισμό και ιδιαίτερα την διδασκαλία τους περί των αζύμων. Ο δε Πατριάρχης έλεγε σ’ αυτούς, ότι δεν υπάρχει ανάγκη να δεχθή τον Παπισμό. Τού επέβαλαν όμως ή να ομολογήση ή να τον κατακαύσουν, σαν αμαρτάνοντα στην θεία Εκκλησία. Συνάθροισαν δε και μία ομήγυρι λαού και τον εξεβίαζαν να ομολογήση˙ και εκείνος έλεγε ότι δεν είναι αυτή σύνοδος κανονική και νόμιμη. Επιχειρούσαν λοιπόν να τον κάψουν. Μερικοί πραγματευτές, φοβούμενοι μήπως τους ενοχλήσουν στην Αλεξάνδρεια οι συγγενείς τού Αθανασίου, για τον θάνατό του, τον έσωσαν από την θανατική καταδίκη. Όταν κατέφυγε στη Θήβα, τον συλλαμβάνει ο αρχηγός τού τόπου, και ζητεί από αυτόν δύο χιλιάδες νομίσματα, αλλά επειδή αρρώστησε και εθεραπεύθη από της θείας δυνάμεως από τον Πατριάρχη, τον απέλυσε και έφυγε.
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Λάζαρος, διωκόμενος από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη τον Καλέκα, αφού διεπεραιώθη στον Γαλατά, για να αποδήμηση από εκεί, κατεζητείτο παντοιοτρόπως από τους Λατίνους τού Γαλατά. Οι δε θρασύτατοι Λατίνοι τον παρακινούσαν να αποδεχθή τον παπισμό και τότε θα τον τιμούσαν και θα τον εξελάμβαναν σαν απόδειξη, για να τον ευεργετήση τα μέγιστα ο Πάπας. Αν δεν το έπραττε θα τον παρέδιδαν σ’ αυτούς που τον αναζητούσαν. Ο Λάζαρος όμως, επειδή εξευτέλισε τις ανοησίες τους, παραδόθηκε δέσμιος στους ζητούντες αυτόν Λατίνους. Ο δε Ιωάννης, επειδή εσεβάσθη τις αντιρρήσεις του προς τους Λατίνους, τον δέχεται με ευλάβεια και με πολύ αγάπη και αφού τον ονόμασε ομολογητή, τον άφησε εν ειρήνη. Διότι ο Ιωάννης υπέπεσε μόνο στην αίρεση τού Βαρλαάμ, ενώ στα άλλα όλα ήταν κατά πάντα ομόδοξος με την καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία. (Δοσίθ. βιβλ. β’, κεφ. θ’).
Είναι γνωστό, ότι όταν κατέπλευσε δύο φορές στην Ιταλία ο βασιλιάς Μανουήλ ο Παλαιολόγος και θερμά παρεκάλεσε, τού υποσχέθηκαν και ο Πάπας (ήταν ο Ουρβανός ο ΣΤ’) και οι υπόλοιποι ηγεμόνες να τού δώσουν βοήθεια, αλλά τελικά δεν τού έδωσαν, όπως απέδειξε το τέλος, με την πρόφαση ότι ο βασιλιάς αυτός δεν καταδέχθηκε να προσκύνηση το υπομάνικο της δεξιάς τού χωρεπισκόπου, που εκοσμείτο επάνω υφαντώς με την εικόνα τού Χριστού. Γι’ αυτό ο Πάπας, λαμβάνοντας αφορμή, έγραψε σ’ όλους τους Ιταλούς. Τον βασιλέα των Ελλήνων, ο οποίος δεν κατεδέχθη να προσκυνήση την εικόνα τού Χριστού, όποιος τον βοηθήση, θα είναι ασυγχώρητος. Όταν δε άκουσε αυτά εκείνος, ο οποίος έτρεφε μεγάλες ελπίδες, ανεχώρησε άπ’ αυτούς και κατέφυγε στην Βενετία, χωρίς να κατορθώση τίποτε από εκείνους χάρη στους οποίους επήγε και παρεκάλεσε ο χριστιανικώτατος αυτός βασιλέας (εκ της Τουρκογραικίας βιβλ.α’.κεφ. β’).
[…]
Έχω επίσης διαβάσει, ότι μετά την εμφάνιση τού Καλβινισμού, οι Ιησουίτες αφού έλαβαν αφορμή αμέσως από βιβλιάριο, που εκυκλοφόρησε επ’ ονόματι Κυρίλλου τού Λουκάρεως (το 1629 κυκλοφόρησε κείμενο με τον τίτλο: «ανατολική ομολογία της χριστιανικής πίστεως» αποδιδόμενο στον Πατριάρχη Κύριλλο τον Λούκαρι), που στην πραγματικότητα ήταν ένα κείμενο κατασκευασμένο από τους Ιησουίτες για να τον δυσφημίσουν στους λοιπούς ορθοδόξους και να τού δημιουργήσουν πρόβλημα, επειδή έλεγχε τις κακοδοξίες των ρωμαιοκαθολικών. Η ομολογία αυτή, επειδή ήταν καλβινική, διήγειρε, σ’ ολόκληρη την Εκκλησία, μεγάλο θόρυβο και δυσπερίγραπτη ταραχή. Ο Κύριλλος την απεκήρυξε ενόρκως. Η Σύνοδος των Ιεροσολύμων τού 1672 βεβαιοί ότι ο Λούκαρις «ούτε εν συνόδω, ούτε εν εκκλησία, ούτε εν οίκω ορθοδόξου τινός, και τέως ειπείν, ούτε κοινώς, ούτε κατ’ ιδίαν είπεν ή εδίδαξέ τι οποιούν, εξ ων εκείνων πρεσβεύειν οι ενάντιοι φασίν» τους Ορθοδόξους Ρώσους, που κατοικούσαν στη Λιτουανία, Ουκραίνην και Ποδολίαν και σ’ αυτήν την Λεχίαν έθλιβαν τυραννικώς, για να τους οδηγήσουν στον παπισμό, προβάλλοντες ως αιτία δήθεν εύλογον τον Καλβινισμόν του Πατριάρχου αυτού και δείχνοντες σ’ αυτούς το αναφερόμενο βιβλιάριο. Δια τούτο ο Μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας (1639) συνέταξε την «Ορθόδοξο Ομολογία» για να προφυλάξη το ποίμνιό του από την προπαγάνδα των ρωμαιοκαθολικών, που ήδη τον ΙΣΤ’ αιώνα είχε παρασύρει εκατομμύρια Ρώσων στην Ουνία. Και ο ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Βασίλειος συνεκάλεσε την εν Ιασίω Σύνοδο το έτος 1642, στην οποία τα μεν Καλβινιστικά κεφάλαια αναθεματίστηκαν, ο δε Κύριλλος, επειδή ουδέποτε ανεκαλύφθη να έχη διδάξει προφορικώς ή να έχη συγγράψει κάτι αιρετικό, που να αντίκειται στην Ορθόδοξη πίστη δεν αναθεματίσθη (Δοσιθ. βιβλ. ια’, κεφ. ι’).
[…]
Αυτές, λοιπόν, εν συντομία, δειγματοληπτικά, ήσαν οι πολιορκητικές μηχανές, τις οποίες εχρησιμοποίησαν οι Πάπες εναντίον της Ανατολικής Εκκλησίας και αγωνίσθηκαν ώστε με όλες τις δυνάμεις τους να την υποσκάψουν και να την κατεδαφίσουν. Το έργο τους αυτό δεν το σταμάτησαν ποτέ, ούτε θα το σταματήσουν μέχρι και την συντέλεια. Οι δε Λατινόφρονες αυξάνουν και στις μέρες μας τόσο στα Πατριαρχεία όσο και στις Αρχιεπισκοπές.
* Όχι φυσικά ο Μέγας, αλλά άλλος συνώνυμός του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟ
-Η ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ-
Σειρά Αντιαιρετικά-Εσχατολογικά – 4 – Εκδόσεις «Ο ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ ΑΥΛΟΣ» ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ