Ο γέρων Ιάκωβος – μαρτυρεί ο υποτακτικός του ιερομόναχος Ιάκωβος – ήταν απλός, ταπεινός, πράος, γλυκύς, επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος. Περπατούσε σαν άρχοντας με σιγανό βάδισμα και μάτια πάντα χαμηλωμένα λέγοντας διαρκώς την ευχή.
Διάβαζε συνέχεια ευχές για κάθε πονεμένη ψυχή. Με πόνο ψυχής έκλαιγε για όλους τους πάσχοντες ασθενείς.
Στο εξομολογητήριο έβλεπε τι είχε ο καθένας πριν μιλήση και τα ήξερε ο Γέροντας όλα.
Ήταν λιγόφαγος, έτρωγε σαν να ήταν πουλάκι. Δεν είχε γραφεία και ηγουμενεία. Ένα απλό κελλί, καθόταν γονατιστός και ένα σκαμνάκι το είχε για τραπέζι. Μέχρι την τελευταία στιγμή έπλυνε τα ρούχα μόνος του και σκούπιζε το κελλάκι του.
Ο Γέροντας άλλαζε την Αγία Τράπεζα φορώντας πάντα πετραχήλι, με “Ευλογητός” και “Δι’ ευχών”. Ακόμη, όταν σιδέρωνε τις κορδέλλες από τον αέρα, και τις κορδέλλες του Ευαγγελίου φορούσε πετραχήλι. Λειτουργούσε πάντα με ζήλο και φόβο Θεού και δάκρυα.
Νύχτες ολόκληρες αγρυπνούσε και προσευχόταν για όλους και όλα. Διάβαζε το Ψαλτήρι ολόκληρο γονατιστός. Έλεγε την ευχή συνεχώς και έκανε παρακλήσεις.
Ο Γέροντας διάβαζε συνέχεια Παρακλήσεις, ευχές, έκανε και Σαρανταλείτουργα. Έγραφε τα ονόματα και έβαζε σαράντα γραμμές (/////…) και κάθε μέρα έσβηνε και από μία, αλλά μόλις έσβηνε την μία, πολλές φορές πρόσθετε άλλη από την άλλη μεριά. Και κάποιος αδελφός του λέει, «Γέροντα, αφού σβήνης, γιατί γράφεις πάλι άλλη γραμμή;». Και λέει «καλύτερα να κάνωμε πάνω από 40 Λειτουργίες για να έχωμε μισθό περισσότερο και ωφέλεια ψυχών».
Ο Γέροντας την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου, έψαλλε με ευλάβεια και κατάνυξη και τα μάτια του πάντα ήταν γεμάτα δάκρυα. Όταν δεν έψαλλε, ήταν γονατιστός πάντα μπροστά στην Παναγία, και όταν έψαλλαν το Μεγαλυνάριο της Παναγίας “μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων”, ο Γέροντας με ιλαρό πρόσωπο και γεμάτος δέος και κατάνυξη κοίταζε την Παναγία και έλεγε: «Θα μας τις ελέγξη μία προς μία». Κρατούσε στα χέρια του το κομποσχοίνι και διαρκώς έλεγε την ευχή «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς και τον κόσμο σου άπαντα». Αγωνιούσε για την σωτηρία των ψυχών των ανθρώπων, ήθελε όλοι να σωθούμε και να κερδίσωμε τον Παράδεισο και να γίνωμε άγιοι της Εκκλησίας.
Κάποτε, ένας Επίσκοπος είπε στον Γέροντα:
– Γέροντα, θέλω να με σταυρώσετε να γίνω καλά. Και ο Γέροντας είπε:
– Εγώ, ένας αμαρτωλός καλόγερος;
– Ναι, Γέροντα, εσείς.
– Να ‘ναι ευλογημένο. Θα σας πω κάτι, άγιε Αρχιερεύ. Και εγώ παπάς και εσείς παπάς, συγγνώμη αυτό που λέω με πνευματικό τον τρόπο. Η διαφορά είναι, ότι μόνο εσείς κάνετε χειροτονίες, που δεν κάνομε εμείς οι ιερείς.
Και ο Επίσκοπος είπε: “Γέρον, μεγάλε γέρον Ιακωβε”.
Από το βιβλίο: Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες), σελ. 145, 153, 156. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.