Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Χριστούγεννα στις κομμουνιστικές φυλακές

 

Ψυχοφελή

πως ζούσαν την μεγάλη αυτή εορτή οι χριστιανοί ομολογητές

Η γέννηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού βιώνεται και βιωνόνταν υπό οποιεσδήποτε κοινωνικές συνθήκες. Έτσι στις μεγάλες αίθουσες συναυλιών ή στους μικρούς παράδρομους, στους μεγάλους καθεδρικούς ναούς και στα μικρά ταπεινά κελιά, στα αρχοντικά και στις καλύβες, στην γαλήνη της οικογένειας ή στις παγωμένες φυλακές, η είδηση της Γέννησης του Χριστού, διέσχιζε πάντοτε τον κόσμο, ενισχύοντας τους αδυνάμους και ανασταίνοντας νεκρές καρδιές.

  Επειδή όλην αυτή την περίοδο των εορτών δημιουργούμε πλαστές επιθυμίες, που μας εμποδίζουν να χαρούμε όπως πρέπει αυτήν την μεγάλη δεσποτική εορτή, θα δούμε πως ζούσαν την μεγάλη αυτή εορτή οι χριστιανοί ομολογητές των κομμουνιστικών φυλακών, έχοντας μπροστά τους αυτό καθεαυτό το γεγονός.

Χριστούγεννα στις κομμουνιστικές φυλακές

   Στις φυλακές – οι οποίες κατά την κομμουνιστική περίοδο έμειναν γνωστές για την σκληρότητα και την απανθρωπιά της άθεης ηγεσίας τους-η γιορτή των Χριστουγέννων δεν μπόρεσε να περάσει χωρίς να αφήσει τα ίχνη της στις ψυχές των κρατουμένων.

 Οι πιστοί κρατούμενοι των κομμουνιστικών φυλακών – για την αγάπη τους προς την Εκκλησία και την πατρίδα τους είχαν φυλακιστεί χωρίς δίκη ή με παρωδία δίκης – ανάμεσα σε κρατουμένους του κοινού ποινικού δικαίου. Μακριά από τις οικογένειές τους και τους φίλους τους πολλοί από αυτούς πέρασαν στην αιώνια ζωή μέσα στα σκοτεινά κελιά,ενώ άλλοι απελευθερώθηκαν, βασανισμένοι σωματικά και ψυχικά,μετά από πολλά χρόνια.

  Η ηγεσία των φυλακών και οι βασανιστές μισούσαν την χριστιανική πίστη και όταν πλησίαζαν οι μεγάλες χριστιανικές εορτές συμπεριφερόνταν σαν δαιμονισμένοι, ψάχνοντας να καταστρέψουν και το παραμικρό ίχνος αξιοπρέπειας των κρατουμένων.’Οταν πλησίαζαν οι μεγάλες εορτές, τα έτσι και αλλιώς φριχτά βασανιστήρια γίνονταν αφόρητα…

 Διηγείται ο Ντουμίτρου Μπορντειάνου: «Το πρωί των Χριστουγέννων, μόλις σήμανε έγερση στις 6.00, ο Ζαχαρίας ένας από τους πιο σκληρούς βασανιστές τους διέταξε από τη στιγμή εκείνη κάθε πρωί να στέκομαστε ακίνητοι στα κρεβάτια μας και να κάνουμε την σωματική μας ανάγκη στην καραβάνα μας»!

Ανάμεσα σε αυτούς που είχαν καταδικαστεί για αντικομμουνιστική δράση βρίσκονταν και παιδιά. Και αν οι μεγάλοι μπορούσαν πιο εύκολα να βρουν την δύναμη να νικήσουν την μοναξιά και τα βασανιστήρια για τα παιδιά ήταν δύσκολο,αφού βρισκόνταν ξαφνικά μόνοι χωρίς τους δικούς τους.

Αν και σε μικρή ηλικία τους φέρονταν όπως και στους μεγάλους και μπορούσαν να γράψουν σπίτι τους μια φορά τον μήνα,

 Ενώ ήταν μόλις 15 ετών ο 15χρονος Φλορ Στρέζνικου και βρισκόνταν σε αυτές τις φυλακές. Σε ένα γράμμα που έστειλε στην μητέρα του με την ευκαιρία των Χριστουγέννων έγραφε: «Αγαπημένη μου μητέρα. Πίσω από τα κάγκελα κλαίω και αναστενάζω, φιλώντας τρελά τα σιδερένια παράθυρα. Νομίζω ότι φιλάω εσένα αλλά ξαφνικά αισθάνομαι το κρύο σίδερο στα χείλη μου»

 Ανεξάρτητα από την ηλικία τους και την ποινή τους οι κρατούμενοι των κομμουνιστικών φυλακών πάλευαν τα Χριστούγεννα με την πείνα, το κρύο,τη βρωμιά, τα βασανιστήρια και τις αρρώστιες

Παρόλα αυτά ο Χριστός βρισκόνταν παρών ανάμεσά τους. Οπως ο Χριστός γεννήθηκε σε μια φτωχική φάτνη στη Βηθλεέμ, την ώρα που οι άλλοι είχαν βρει ένα κατάλυμα,έτσι ο Σωτήρας Χριστός γεννήθηκε και στα παγωμένα κελιά των κομμουνιστικών φυλακών.

Ο ομολογητής πατέρας Ιουστίνος Πίρβου θυμάται «Κυρίως στις γιορτές δεν μπορούσες ούτε να αναπνεύσεις. Αυτήν την περίοδο οι δαίμονες ”όπλιζαν”. Ένας δαιμονισμένος μπορεί να ήταν ήρεμος όλη την εβδομάδα όταν όμως έφτανε ο εσπερινός του Σαββάτου και η Κυριακή,η ημέρα της Αναστάσεως, τότε ο Θεός να σας φυλάξει. Ορμούσαν επάνω μας σαν λυσσασμένα σκυλιά. Την νύχτα των Χριστουγέννων, του Πάσχα ή της Αναλήψεως οι βάρδιες τριπλασιαζόνταν»!

 Ο Αθανάσιος Μπερζέσκου, ενθυμούμενος τα Χριστούγεννα του 1952 διηγείται: «Επιτέλους το σινιάλο για να αρχίσουν τα κάλαντα δόθηκε.’Οσοι ήμασταν στο κελί – 4 άτομα- έχοντας την έκφραση που είχαμε όταν ήμασταν παιδιά,την καρδιά να χτυπά δυνατά,τα χέρια μπηγμένα στα σιδερένια παράθυρα και τα μάτια να πετάνε σπίθες μέσα στο μισοσκόταδο αρχίσαμε όλοι οι κρατούμενοι απ’ όλα τα κελιά να τραγουδάμε ”O,ce veste minunata” (Ω,τι χαρμόσυνο νέο). Οι φύλακες απελπισμένοι χτυπούσαν τις πόρτες με γροθιές και με κλωτσιές,απειλώντας μας και διατάζοντάς μας να σταματήσουμε. Οι κάτοικοι του Αϊουντ (η μικρή πόλη όπου βρισκόνταν οι φυλακές) είχαν μαζευτεί έξω από τις φυλακές ακούγοντας έκπληκτοι τα κάλαντα,ενώ οι φωνές τους ενώθηκαν με τις δικές μας!

  Αυτές οι στιγμές έμειναν βαθιά χαραγμένες μέσα μας. Εκείνες τις ώρες μπορούσαν ν’ ανοίξουν όλες τις πόρτες και οι φύλακες να μας σκοτώσουν στο ξύλο, εμείς δεν φοβόμασταν τίποτα. Ήμασταν με τον Θεό και ο Θεός ήταν μαζί μας.

 proskynitis.blogspot.