Κήρυγμα Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεοφύτου στον Πανηγυρικό Εσπερινό της εορτής των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ στον Ιερό Ναό του Αγίου Αυξιβίου Α΄ Επισκόπου Σόλων στο χωριό Αστρομερίτης της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου στις 7. 11. 2016. Τὴν ημέρα της εορτής της Σύναξης των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών Ασωμάτων και Ουράνιων Αγγελικών Ταγμάτων, ετελείτο μεγάλη πανήγυρις στο κατεχόμενο από τους Τούρκους χωριό Ζώδια, της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου.
Πατέρες μου και αδελφοί μου,
Σήμερον η πρόνοια του Θεού τα όρισε έτσι τα πράγματα, να έλθομε στην Εκκλησία του Αγίου Αυξιβίου δυο φορές. Και ήλθαμε σε δυο τελείως διαφορετικούς ρυθμούς και τρόπους εκκλησιαστικούς. Την μεν πρώτη φορά, κατά την μεσημβρία, δυο η ώρα, με πενθοηχούσες τις καμπάνες. Και ο λαός του Αστρομερίτη και της Ζώδιας και όλων των περιχώρων, οι νέοι, εξαιρέτως, μαυροφορεμένοι. Κι ετελέσαμε την κηδεία ενός νέου ανθρώπου είκοσι ετών. Του Νικολάου Διακουρτή. Με αυτοκινητιστικό δυστύχημα και αυτός! «Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο».
Και ζήσαμε το κλίμα μιας βαθειάς θλίψης. Αλλά τουλάχιστον προσωπικά αισθάνθηκα τες πολλές ελπίδες που έχει αυτός ο νέος άνθρωπος, είκοσι ετών μόνον, να αρπάξει την αιώνια ζωή. Και λέω ότι έχει πολλές ελπίδες. Και ας φαίνεται στα μάτια των τυπικών Χριστιανών, ότι ήτο επιπόλαιος, ότι εξέθεσε τον εαυτό του σε μεγάλο κίνδυνο.
«Όμως, αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι πονούν πολύ», μας έλεγε ο άγιος Πορφύριος, που είχε μάτια πνευματικά και έβλεπε αγγέλους και αγίους, ψυχές ζώντων, αλλά και κεκοιμημένων, «αυτοί οι άνθρωποι», μας έλεγε, «που όλως ξαφνικά χωρίζεται η ψυχή τους από το σώμα μέσα από αυτοκινητιστικά δυστυχήματα ή άλλου είδους δυστυχήματα, επειδή πονεί πολύ η ψυχή τους», λέει, «και ξαφνιάζεται από τον βίαιο χωρισμό, αυτός ο ξαφνικός τεράστιος πόνος λογίζεται εις άφεσιν αμαρτιών της ψυχής τους.»
Βεβαίως, ποιος δεν θέλει έναν εικοσάχρονο νέον άνθρωπο να τον έχει ανάμεσά του; Ιδίως οι γονείς, οι φίλοι, οι οικείοι και οι συγχωριανοί. Πολλές φορές, δυσκολεύεται ο άνθρωπος, ακόμη και ο Χριστιανός άνθρωπος, να αντιληφθεί την άλλη διάσταση ζωής. Αυτήν που έχει μονιμότητα, που έχει αιωνιότητα, που δεν έχει θλίψη, που δεν έχει πόνο, που δεν έχει στεναγμό. «Ένθα ουκ εστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος».
Όσο και να το επαναλαμβάνομε συνεχώς, δύσκολα η ψυχή αισθάνεται αυτή την πραγματικότητα. Της αιώνιας ζωής. Για να αισθανθεί ο άνθρωπος την αιώνια ζωή, σαν την μελλοντική του προοπτική, ως τον μελλοντικό μας τρόπον ύπαρξης, ότι έτσι θα υπάρχομεν μετά τον θάνατό μας, με έναν τρόπο της ψυχής, ουχί του σώματος, καθότι το σώμα μας φθείρεται. Η ψυχή δεν φθείρεται. Καθότι είναι δοσμένη εις τον άνθρωπο, όταν γίνεται κυοφορούμενον έμβρυον από τον ίδιο τον Θεό.
Εκλαμβάνει ο άνθρωπος, την ώρα που συλλαμβάνεται το σπερματοζωάριο από το ωάριο, λαμβάνει εκείνη την στιγμή από το Πνεύμα το Άγιον, που είναι Ζωοποιόν, γι’ αυτό και λέμε εις το «Πιστεύω», «Και εις το Πνεύμα το Άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν.» Αυτό, δηλαδή, που δίδει ζωήν. Και κατεξοχήν το Πνεύμα το Άγιον δίδει ζωήν στο σπέρμα και στο ωάριο, επαναλαμβάνω, την ώρα της κυοφορίας. Και γίνεται ο άνθρωπος «εις ψυχήν ζώσαν!»
Διότι μπορούμε να πούμε ότι και τα ζώα έχουν έναν είδος ψυχισμού. Αλλά δεν έχουν ψυχήν αιώνια! Πέθανε το ζώο; Ψόφησε το ζώο! Πέθανε ο άνθρωπος; Ζει η ψυχή του ανθρώπου! Δεν πεθαίνει. Μόνο το σώμα. Ακόμη και αυτό το σώμα θα αναστηθεί. Όπως λέμε πάλι στο «Πιστεύω»: «Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Άρα, από την ώρα που συλλαμβάνεται ο άνθρωπος, έστω και να ζήσει δέκα μήνες, έστω και να ζήσει δέκα μόνον χρόνια ή είκοσι, σαν τον καλό Νικόλα του Διακουρτή ή εκατόν, όπως τη γιαγιά μου τη Μυροφόρα, όσα χρόνια και να ζήσει, θα ζήσει αιώνια. Δεν πεθαίνει ο άνθρωπος ποτέ. Και αυτό είναι το μεγάλο προνόμιό μας, αλλά και η μεγάλη μας ευθύνη. Και είναι αλήθεια, ότι εμείς οι άνθρωποι, βυθισμένοι στις καθημερινές μας μέριμνες, στις αγάπες του κόσμου τούτου, είτε αληθινές είτε ψεύτικες, πολλές φορές, ξεγελιόμαστε και ξεχνούμε αυτή την αιώνια προοπτική.
Και αυτές οι γιορτές, που τελούνται από καιρού εις καιρόν ―καί Δόξα τω Θεώ και τη Αγία Ορθοδόξω πίστει μας, είναι πολλές οι γιορτές μας, μόνον τον Νοέμβριο να σκεφτούμε― ιλιγγιά ο νους πόσες πανηγύρεις έχομε! Έτσι παίρνει νόημα και η δεύτερή μας άφιξη σήμερα εις τον Αστρομερίτη. Που είναι η δεύτερή μας άφιξη, ένεκεν πανηγύρεως. Των αγίων Αρχαγγέλων η Σύναξις. Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ραφαήλ και πασών των επουρανίων Δυνάμεων Ασωμάτων.
Πραγματικά, σήμερα ο Θεός μας έδωσε εδώ, εις την κοινότητα αυτή, ότι κινούμαστε μεταξύ πένθους και χαράς. Κινούμεθα μεταξύ ζωής και θανάτου. Και αυτό που έρχεται να συνδέσει τα δυο που φαίνονται ακραία, την ζωή και τον θάνατο, το πένθος με τη χαρά, είναι οι άγιοι. Οι άγιοι, είναι αυτοί που πήραν πολύ νωρίς, οι περισσότεροι, μερικοί καθυστέρησαν την τελευταία στιγμή, αλλά οι πιο πολλοί, πολύ νωρίς πήραν την αιώνια ζωή τους εις τα σοβαρά.
Και όπως λέω και αλλού, ήταν «συμφεροντολόγοι» οι άγιοι. Ήξεραν «Τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών.» Αυτό που είπε ο διάκος προηγουμένως. Όχι μόνον το συμφέρον μου το επίγειον. Μα πόσο θα πάει το ευλογημένο μου συμφέρον του σώματος; Το πολύ είπαμε εκατόν χρόνια. Μετά; Είναι το συμφέρον της ψυχής! Και οι άγιοι αποδεικνύονται οι κατεξοχήν έξυπνοι άνθρωποι. Οι κατεξοχήν «συμφεροντολόγοι.» Που ξέρουν το αιώνιον συμφέρον της αιώνιας ψυχής τους.
Αλλά και οι άγιοι, άνθρωποι είναι! έχουν τις στιγμές τους τις ανθρώπινες. Έχουν τους πειρασμούς τους, τους δύσκολους. Πολύ πιο δύσκολους από μας τους ελεεινούς και αμαρτωλούς. Και θέλουν και αυτοί βοήθεια την ώρα του πειρασμού. Δεν είναι τυχαίο, όταν ερωτήθη ο Χριστός μας από τους αποστόλους και του είπαν οι απόστολοι, «Πες μας μιαν προσευχή να προσευχόμαστε», τους είπε το «Πάτερ ημών». Μιαν απλή προσευχή.
Δεν τους είπε πολύπλοκες φιλοσοφίες των Αρχαίων Ελλήνων ή των Αιγυπτίων ιερέων. Τους είπε μιαν απλή προσευχή, προς τον Θεόν Πατέρα. Και πως τελειώνει αυτή η προσευχή; «Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». «Καί μην επιτρέψεις, Θεέ μου, Πατέρα μου, να μπούμε», λέει, «σε πειρασμό. Και ελευθέρωσέ μας από το πονηρό πνεύμα. Το διάβολο, δηλαδή. Αυτόν που διαβάλλει. Αυτόν που καταστρέφει τη σχέση μας με τον Θεό.»
Και ξέρει ο διάβολος, πως να διαβάλλει τη σχέση μας με τον Χριστό. Πρώτα με επιθυμίες της καρδίας, ύστερα, άμα είμεθα απρόσεχτοι και δεν κάμνουμε αμέσως προσευχή να σταματήσει η επιθυμία, η επιθυμία γίνεται λογισμός. Ανεβαίνει από την καρδιά στον εγκέφαλο. Και μετά ο λογισμός, πιέζει τον άνθρωπο να κάμει την αμαρτία πράξη. Οποιανδήποτε αμαρτία. Είτε σαρκική είτε ψυχική είτε πνευματική.
Και εκεί χρειαζόμαστε δυνάμεις. Να μας βοηθήσουν, να διώξουμε εύκολα την επιθυμία. Να συγκρατήσουμε τον λογισμό. Να μην τον αφήσουμε τουλάχιστον να γίνει πράξις. Αλλά και να πέσουμε και να κάμουμε την αμαρτία, χρειάζονται μεγαλύτερες ακόμη δυνάμεις να μας σηκώσουν από την αμαρτία που πέσαμε. ε, αυτές οι δυνάμεις οι πρώτες, είναι οι σήμερον εορταζόμενοι άγγελοι και Αρχάγγελοι.
Άρα, εάν είμεθα πραγματικά έξυπνοι, αν είμεθα κατά Θεόν έξυπνοι, αν είμεθα κατά Θεόν «συμφεροντολόγοι», πρέπει να έχομε καλές σχέσεις με τους αγγέλους μας. Και όλοι οι βαφτισμένοι και μυρωμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί έχομε τον φύλακά μας άγγελο. Τον ελάβαμε την ώρα του Βαπτίσματός μας. Μόλις έκαμε τους ξορκισμούς ο παπάς στο πίσω-πίσω μέρος της εκκλησίας, ακούεται και λέει, «Άγγελος Κυρίου προπορευέτω έμπροσθεν αυτού πάσας τας ημέρας». Μέχρι να παρασταθεί η ψυχή μας ενώπιον Κυρίου του Θεού, ο άγγελος θα είναι δίπλα μας.
Το ίδιο επαναλαμβάνεται και εις την ακολουθία του Γάμου. Ότι σ’ αυτό το ζευγάρι η Εκκλησία, για να κρατηθεί ενωμένο, προσφέρει έναν άγγελο. Ως φύλακα, ως βοηθό. Να διώχνει τον πειρασμό, που διαβάλλει συνεχώς τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό.
Πόσο σημαντικό, να έχομε καλή σχέση με τον Αρχάγγελό μας Μιχαήλ, που τόσον οι πρωτινοί Κύπριοι σε όλη την Κύπρο, ετιμούσαν με μεγάλην ένταση, με μεγάλην προσοχή! Ενθυμούμαι, όταν η μάνα μου άρχισε να εισέρχεται στα ενενήντα της χρόνια, έβλεπα ότι αδυνατεί κατά τι ο νους της. Της έλεγα:
― «Πες μου, μανά, μια συμβουλή, τώρα που έχεις τον νου σου να την θυμούμαι.»
Μου λέει:
―«Ἔν να σου κάμω εγώ τη δασκάλα, Δεσπότη ανθρώπου; »
Και λέω της:
― «Μα είσαι η μάνα μου!»
Και μου έλεγε:
― «Ο Θεός, σε έβγαλε ψηλά. Πρόσεχε, να μην γύρει ο νους σου.»
Τι ωραία συμβουλή! Πόσο βάθος έχει! Και πόσον ύψος έχει!
Όταν την είδα, ότι άρχισε να πλησιάζει στον θάνατο, πήγαινα και την ρωτούσα ερωτήσεις δύσκολες. Γιατί αυτή πέρασε δύσκολες εξετάσεις της ζωής. Και της λέω.
― «Μανά, φοάσαι τον θάνατο;»
Και τι μου είπε;
― «Οι, γιε μου. Αγαπώ τον Αρκάτζιελο (=Αρχάγγελο).»
Μου έκαμε εντύπωση η απάντησή της. Την ερώτησα πολλές φορές.
― «Μανά, φοάσαι τον θάνατο;»
― «Οι, γιε μου. Έμαθα που τον άντρα μου, να αγαπώ τον Αρκάτζιελο. Ήταν ο πιο καλός μας γείτονας.»
Δεν μου είπε, θα πάω να βρω τον άντρα μου, τον γιο μου, τον γαμπρό μου, τη μάνα μου. Ήταν όλοι καλοί άνθρωποι αυτοί. Η έγνοια της ήταν η σχέση της με τον Αρχάγγελο.
Άρα, είναι πάρα πολύ σημαντικό, αυτή την σοφία των πρωτινών ανθρώπων της Κύπρου, που ενήστευαν για να πουν ένα λόγο, όχι εμείς που έχουμε πρόχειρους τους λόγους και τα κηρύγματα και … και εμείς οι ρασοφόροι. Αυτοί, για να μιλήσουν, έπρεπε να κοιτάξουν μέσα στην καρδιά τους. Αυτό που λέει ένα Δοξαστικό. «Αξίωσε ημάς», λέει, «να σε ανυμνούμε ειλικρινώς.» Προηγουμένως το ψάλλαμε.
Εμείς οι σύγχρονοι, οι τάχα μου Ευρωπαίοι, εχάσαμε, την ευθύτητα του πνεύματος. «Καρδίαν καθαράν», λέει, «κτίσον εν εμοί, ο Θεός και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου». Αυτή την ευθύτητα την εχάσαμε. Δεν μπορούμε να δούμε εύκολα μέσα στην καρδιά μας. Γιατί ξεχάσαμε τη σχέση με τους αγγέλους και την μετάνοια. Και την μετάνοια.
Τώρα που ερχόμουν, με είδαν δυο καλές κυρίες, ωσάν Μυροφόρες του Χριστού, που έχω πολύ καλή σχέση μαζί τους και αυτές μαζί μας. Και μου λέει η μια:
― «Αχ», μου λέει, «αυτά τα λόγια, που μας είπες εις την κηδεία, πολύ επαρηγόρησαν την καρδιά μας.»
Και τους είπα:
― «Από μιαν πονεμένη καρδιά θα βγει η πίκρα τζιαί η παρηορκά (=και η παρηγοριά). Αλλά πρέπει να πονέσει η καρδιά μας, για να μπορεί να παρηγορήσει έναν άνθρωπο.»
Και ο ωραιότερος πόνος, διότι ο πόνος είναι ωραίος και πρέπει να τον επιδιώκουμε, να μην τον φοβόμαστε, ο ωραιότερος πόνος, είναι ο πόνος, όταν βλέπουμε τα πάθη μας και τα λάθη μας και μετανιώνουμε. Αυτός είναι ο ωραιότερος πόνος. Η πιο αληθινή στιγμή του εαυτού μας, είναι όταν βλέπουμε τις αμαρτίες μας. Όλα τα άλλα τα καλά, δεν είναι δικά μας. Είναι των γονιών μας. Είναι των παππούδων μας. Είναι των γιαγιάδων μας. Είναι η καλή μας κληρονομικότητα.
Όμως, έχουμε και δικά μας, που τα έφτιαξαν οι κακές συνήθειες που αποκτήσαμε από τα νιάτα μας, από την παιδική μας ηλικία μέχρι σήμερα.
Και δεν αγωνιστήκαμε να τα κόψουμε. Και γερνούμε μαζί με τα πάθη μας. Και εδώ, χρειάζεται οπωσδήποτε άνθρωπος να μας βοηθήσει. Πνευματικός πατέρας, πνευματική μητέρα, χρειάζονται άγιοι, χρειάζονται άγγελοι.
Και οι άγγελοι είναι τα κατεξοχήν όντα, τα οποία ο ίδιος ο Θεός εδημιούργησε, πριν να δημιουργήσει τον κόσμο. Και αυτοί οι άγγελοι είναι χωρισμένοι σε τάγματα. Σε εννέα τάγματα. Και είναι σε τρεις τριάδες. Οι κορυφαίοι άγγελοι, να τους μνημονεύσουμε απόψε. Είναι τα Χερουβείμ, είναι τα Σεραφείμ, είναι οι Θρόνοι. Αυτή η τριάδα, λέει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, είναι πιο πλησίον στη δόξα του Θεού. Και μεσαία τάξις, μεσαία τριάδα είναι οι Δυνάμεις, είναι οι Εξουσίες και οι Κυριότητες. Και η πιο πλησίον των ανθρώπων τάξις, η τρίτη τάξις, η τρίτη τριάδα είναι οι Αρχές, οι Άγγελοι και οι Αρχάγγελοι.
Γι’ αυτό βλέπετε οι άγγελοι και οι Αρχάγγελοι έχουν περισσότερη επαφή με εμάς τους ανθρώπους. Και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι. Και τώρα και στο παρελθόν, που τους βλέπουν. Που αισθάνονται την παρουσία τους. Που αισθάνονται την προστασία τους. Που αισθάνονται την συμβουλήν τους. Ιδιαιτέρως, όταν έχουμε πένθος, είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να αυξηθεί η σχέση μας με τους αγγέλους. «Και μερικοί», μου έλεγε ο άγιος Γέροντάς μου Ιάκωβος ο Τσαλίκης, «που βλέπουν κάποτε-κάποτε κάποιον δικό τους, είτε εν οράματι είτε εν εγρηγόρσει από την άλλη ζωή, δεν είναι ο συγγενής μας που βλέπουμε. Είναι ο άγγελός μας ο φύλακας, που παίρνει την μορφή του συγγενή μας ή του φίλου μας ή του οικείου μας, του δικού μας.»
Δεν είναι οι ψυχές εγκαταλελειμμένες στον αέρα και όποτε θέλουμε εμείς, «Έλα, πατέρα μου, έλα, μητέρα μου, να σε δω.» Ο άγγελός μας, όμως, είναι συνεχώς κοντά μας. Όταν κάνομε έργα καλά, είναι φωτιστής μας. Είναι προστάτης μας. Χαίρεται μαζί μας. Και ενισχύει την καλοσύνη μας. Και μας προσφέρει την αγιότητα του Θεού και τα μηνύματά μας και τα αιτήματά μας, αυτός τα ανεβάζει στον θρόνο του Θεού.
Όταν, όμως, αμαρτάνουμε, απομακρύνεται ο άγγελος. Και τότε, μη νομίζετε ότι υπάρχει στιγμή κενή. Αν δεν είναι οι άγγελοι κοντά μας, θα είναι οι διάβολοι κοντά μας. Ψάχνουν οι πονηρές, οι αντίθεες δυνάμεις, όπως έλεγε ο άγιος Πορφύριος, ψάχνουν στιγμή που να μην είναι κοντάμας ο φύλακάς μας άγγελος, να μας επιτεθούν. Να μας βάλουν κακές επιθυμίες, κακούς λογισμούς. Να μας φέρουν διχοστασίες μεταξύ μας.
Γι’ αυτό, είναι πάρα πολύ σημαντικό, επειδή άνθρωποι είμαστε και θα πέφτουμε και θα σηκωνόμαστε και θα ξαναπέφτουμε και θα ξανασηκωνόμαστε, είναι πάρα πολύ σημαντικό να έχομε το πνεύμα της μετάνοιας γρήγορο. Δηλαδή, πέσαμε; Μη μας πιάνουν οι μαύρες ενοχές. Επειδή έχουμε μεγάλην ιδέα για τον εαυτό μας. Τι πιο φυσικό να πέσεις; «Ανθρώπινο το πίπτειν», λένε οι Πατέρες. Αμέσως σηκώθου. Ζήτησε βοήθεια. Από τον φύλακα σου άγγελο. Από κάποιον άγιο που αγαπάς. Από την Παναγία ιδιαιτέρως. Και τότε, μετάνοιωσε αμέσως.
Και μίλα του Χριστού με λόγια της καρδιάς. Μια καρδιά που πονεί, δεν μπορεί να μην την ακούσει ο Χριστός. Δεν μπορεί να μην της συμπαρασταθεί η Παναγία, η οποία, ακούσαμε προηγουμένως το δοξαστικό των αποστίχων. Είναι Σκέπη, Αγία Σκέπη η Παναγία μας. Σε όποιον μετανοιώνει, δεν φοβάται η Παναγία μας τους αμαρτωλούς. Φοβάται τους αμετανόητους. Τους εγωιστές. Που έχουμε μεγάλην ιδέα για τον εαυτό μας. Αυτούς τους φοβάται η Παναγία. Και οι άγγελοι δεν τους πλησιάζουν.
Γι’ αυτό και ο πρώτος μακαρισμός πως είναι; «Μακάριοι», λέει, «οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών». Ποιος είναι πτωχός στο πνεύμα; Δεν είναι ο παλαβός, όπως ενομίζαμε εις την Ζώδια, οι έξυπνοι. Ο πτωχός στο πνεύμα, είναι αυτός που δεν έχει ιδέα μεγάλη για τον εαυτό του. Αυτός που ταπεινώνει δηλαδή τον νουν του. Αυτό που μου είπε η μάνα μου.
―«Νὰ μη γύρει ο νους σου. Να νομίσεις ότι είσαι κάποιος.»
Της είπαν της μάνας μου κάποτε,
― «Μιλά ωραία ο Δεσπότης.»
Και ξέρετε τι απάντησε;
― «Ο πατέρας του αγράμματος εμίλαν (=μιλούσε) πιο ωραία.»
Αμέσως μας εταπείνωσε. Δεν μας άφησε λεπτό να ανέβει ο νους μας. Διότι ήξερεν ότι ο νους που υπεραίρεται, που υπερηφανεύεται, χάνει την προστασίαν πρώτα του φύλακα του άγγελου.
Γιατί υπάρχει μια συγγένεια ξέρετε. Μεταξύ αγγέλου και νου. Είναι και οι δυο νοερά κατασκευάσματα. Δεν είναι τυχαίο, που οι άγγελοι λέγονται και νόες. Νόες και νους, είναι άυλη υπόθεσις. Άυλοι, εν σχέσει με το σώμα. Εν σχέσει με τον Θεό, είναι μια μορφή υλικότητας. Πνευματικής, όμως, υλικότητας. Και οι ασκητές και οι αγιασμένοι άνθρωποι βλέπουν το φως και των αγγέλων και του νου. Το νοερόν φως. Υπάρχει άκτιστον φως. Που είναι το φως που βλέπουν οι άγιοι. Του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Φως ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα.
Αυτά τα ωραία, πρέπει να τα ζήσουμε. Να τα ποθήσουμε. Να τα αγαπήσουμε. Όχι να είναι η ζωή μας, μια ζωή μόνο συναισθηματική, να ασχολούμαστε με λίγα πολιτιστικά, λίγα πολιτικά, λίγα οικογενειακά. Και μια ζωή μετρημένη, είναι μια ζωή μέτρια. Η Ορθοδοξία δεν είναι για τους μέτριους. Είναι γι’ αυτούς, που θέλουν να έχουν μεγάλες αγάπες. Μεγάλους έρωτες. Ο μεγαλύτερος έρωτας, η μεγαλύτερη αγάπη, είναι ο Τριαδικός Θεός. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.
Και μερικοί άνθρωποι του Θεού και ασκητές μοναχοί και παπάδες και λαϊκοί, αξιώνονται και αποκαλύψεων από τους αγγέλους. Και προφητικόν λόγο, όπως ο συγχωριανός μας. Και άλλοτε το έχομεν πει. Ο Δημήτρης του Πρωτόπαπα. Με πήρε προχθές ένας καθηγητής της μουσικής τηλέφωνο και μου λέει, «Πανιερώτατε, σε άκουσα να μιλάς και να αναφέρεσαι στον δεξιό ψάλτη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ της Πάνω Ζώδιας. Τον Δημήτρη του Πρωτόπαπα. Ήμουν», μου είπε, «μαθητής του Γεωργικού Γυμνασίου και μάθαινα βυζαντινή μουσική και μου άρεσε αυτός ο ψάλτης. Όχι μόνον η φωνή του και οι μουσικές του γνώσεις. Μου άρεσε», μου λέει, «το αρχοντικό του ήθος και το ταπεινόν του φρόνημα.» Σπάνια να βρεις κάποιον που να είναι αρχοντικός και να είναι ταπεινός. Και αυτός είχε αυτά τα δυο.
Και αυτός ο άνθρωπος, όπως έχουμε πει και άλλες φορές, αξιώθηκε να δει τον φύλακά του άγγελο και του αποκάλυψε ο άγγελός του, από το ’72, ’73. «Δημήτρη, θα βγείτε πρόσφυγες. Τούρκοι θα κατοικήσουν στο χωριό σας. Μέχρι τον Αστρομερίτη θα σταματήσουν.» Και ιδού, είμαστε στον Αστρομερίτη εις ανάσαν αναπνοής και δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε τον Αρχάγγελο. Για τες αμαρτίες μας. Για τες περηφάνειες μας. Για τες πλεονεξίες μας. Για τη σάρκα μας την ατίθασο. «Και θα μείνουμε για πάντα πρόσφυγες, άγγελέ μου;» «Όχι», του είπε. «Όταν ακούσετε ότι εδημιουργήθη μια καινούργια χώρα στην Τουρκία, που θα λέγεται Κουρδία, θα επιστρέψετε όλοι πίσω.»
Και βλέπομε τώρα τα γεγονότα. Πως εξελίσσονται. Μέρα τη ημέρα. Και οι Κούρδοι έχουν γίνει, από τους χαμένους της ιστορίας, τα πρωτοπαλίκαρα της υπερδύναμης. Να παρακολουθούμε τα πολιτικά γεγονότα. Να μην είμεθα όμως άπραγοι. Να περιμένουμε τα πολιτικά γεγονότα, να περιμένουμε τις προφητείες των αγίων πατέρων και μητέρων να πραγματοποιηθούν. «Άη Γιώρκη», λέει, «βοήθα μου, κούνα και συ τον πόδα σου.»
Εάν θέλουμε τα κακά που θα έλθουν με αυτό τον μεγάλο Παγκόσμιο Πόλεμο… Διότι δεν θα είναι μέσα μόνον τα κακά. Θα έχομε και καλά. Έναν καλό! Η ελευθερία της Κύπρου. Είναι το ότι πολλοί θα μετανοήσουν. Πολλοί θα επιστρέψουν στην Εκκλησία. Όλων των φυλών. Όλων των εθνών. Αν θέλομε, όμως, να έλθουν τα κακά λιγότερα του μεγάλου πολέμου, δεν έχομε παρά να αυξηθούν οι άνθρωποι της μετάνοιας. Της ελεημοσύνης. Της συγχωρητικότητας.
Μου είπεν ένας άνθρωπος του Θεού… Εγώ τον θεωρώ άγιον αυτόν. Δεν λέω τ’ όνομά του.
― «Εάν», μου είπε, «οι μισοί Έλληνες μετανοούσαν Ορθόδοξα, απ’ όλα αυτά τα προφητευμένα, θα γίνονταν μόνο τα μισά.»
Σκεφτείτε, τι ευθύνην έχομε που είμεθα Ορθόδοξοι, που είμεθα Έλληνες, ενώπιον του Θεού, ενώπιον των αγίων αγγέλων, ενώπιον των παιδιών μας, που είναι αθώα. Γι’ αυτό, αυτές οι πανηγύρεις πια οι προσφυγικές, οι πονεμένες, οι ταπεινές, αποκτούν και άλλες διαστάσεις. Και πολιτικές και πνευματικές. Η δική μας αντίσταση απέναντι στη μνήμη, απέναντι στο χρόνο που προχωρά, και εμείς γερνούμε και λιγοψυχούμε, είναι η μετάνοια η προσωπική. Με τη βοήθεια της Παναγίας, των αγίων μας και εξαιρέτως των αγίων αγγέλων και να μην ξεχνάτε τον λόγο της ταπεινής Ζωδκιάτισσας.
― «Φοάσαι τον θάνατο;»
―«Ἀγαπῶ τον Αρκάτζιελο.»
Έτη πολλά, ευλογημένα!