Ο ιερεύς αρχίζει τη λειτουργία με δοξολογία: «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Η συνομιλία με τον Θεό είναι ευχαριστία, δοξολογία, εξομολόγηση, αίτηση.
Πρώτη απ’ όλα αυτά είναι η δοξολογία, μάλιστα δε διότι αυτό που χαρακτηρίζει τους ευγνώμονες δούλους όταν πλησιάζουν τον κύριό τους είναι ότι δεν παρουσιάζουν από την αρχή τις δικές τους υποθέσεις, αλλά εκείνα που είναι μόνο του κυρίου. Αυτό ακριβώς είναι η δοξολογία.
Διότι εκείνος που ζητά, το κάνει αυτό διότι θέλει να βελτιώσει την κατάστασή του. Εκείνος που εξομολογείται, κατηγορεί τον εαυτό του διότι θέλει να απαλλαγεί ο ίδιος από κακά. Εκείνος που ευχαριστεί, είναι φανερό, ότι χαίρεται για τα αγαθά του και γι’ αυτό ευχαριστεί εκείνον που του τα έδωσε. Εκείνος όμως που δοξολογεί, αφού αφήσει κατά μέρος τον εαυτό του και όλα τα δικά του, δοξολογεί τον Κύριο για τον ίδιο τον Κύριο και για τη δύναμή Του και τη δόξα Του.
Έπειτα, και αυτή η φύση και η λογική του πράγματος απαιτεί την πρώτη θέση να έχει η δοξολογία. Πράγματι, μόλις πλησιάσουμε τον Θεό, ευθύς αντιλαμβανόμαστε το απλησίαστο της δόξας Του και τη δύναμη και το μεγαλείο Του. Και από αυτό προκαλείται θαυμασμός και έκπληξη και τα παρόμοια, με αναγκαία συνέπεια τη δοξολογία.
Προχωρώντας, μαθαίνουμε την αγαθότητα και τη φιλανθρωπία του Θεού, και σ’ αυτό ακολουθεί η ευχαριστία.
Κατόπιν αναλογιζόμαστε την υπερβολή της αγαθότητάς Του και τον πλούτο της φιλανθρωπίας Του, και βρίσκουμε πειστικό σημάδι αυτής της υπερβολής και αυτού του πλούτου την ίδια μας την κακία. Διότι, ενώ είμαστε τέτοιοι που είμαστε, Εκείνος δεν παύει να μας ευεργετεί. Πράγματι, αυτό το σημάδι προπάντων μας διδάσκει πόσο φιλάνθρωπος είναι ο Θεός, διότι είναι κοντά μας, διότι είναι μέσα μας, διότι είναι εμπρός στα μάτια μας. Λοιπόν το να θυμόμαστε τις αμαρτίες μας ενώπιον του Θεού, αυτό είναι που ονομάζεται εξομολόγηση.
Τέταρτο είναι η αίτηση. Είναι πράγματι εύλογο να έχουμε εμπιστοσύνη, ότι θα επιτύχουμε ό,τι ζητήσουμε στην προσευχή μας, μετά από αυτούς τους λογισμούς με τους οποίους κατανοούμε την προς εμάς αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού. Διότι Εκείνος που είναι αγαθός απέναντί μας, ενώ εμείς είμαστε ακόμη πονηροί, πώς θα είναι απέναντί μας αν μεταβληθούμε και, λέγοντας πρώτοι τις αμαρτίες μας, δικαιωθούμε, σύμφωνα μ’ εκείνο που είπε ο Προφήτης: «Λέγε συ πρώτος τις αμαρτίες σου, για να δικαιωθείς» (Ησ. 43:26);
Έτσι λοιπόν η δοξολογία κατέχει την πρώτη θέση στις συνομιλίες μας με τον Θεό. Γι’ αυτό ο ιερεύς πριν από κάθε προσευχή και ιερουργία δοξολογεί τον Θεό.
Αλλά γιατί ο ιερεύς δοξολογεί το τριαδικό και όχι το ενιαίο του Θεού; Διότι δε λέγει «Ευλογητός ο Θεός» ή «Ευλογημένη η βασιλεία του Θεού», αλλά αναφέρει ξεχωριστά τα τρία Πρόσωπα, λέγοντας «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Λέγει λοιπόν έτσι, διότι με την ενανθρώπηση του Κυρίου έμαθαν πρώτη φορά οι άνθρωποι ότι ο Θεός είναι τρία Πρόσωπα. Και αυτής της ενανθρωπήσεως μυσταγωγία αποτελούν τα τελούμενα. Γι’ αυτό ευθύς με την έναρξη (της λειτουργίας) έπρεπε πρώτη να λάμπει και να κηρύττεται η Αγία Τριάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας. Μετάφραση Αντ. Γαλίτη. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, σελ. 49.