Κων/τίνου Δωρ. Μουρατίδη
Καθηγητού Πανεπιστημίου
Η ιστορική διακήρυξη της Ι.Σ. της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος το έτος 1933, που επιβεβαιώθηκε κατά τα έτη 1972 και 1996, ότι η Μασωνία είναι παγανιστική- ειδωλολατρική θρησκεία, αποτέλεσε ορόσημο στις σχέσεις της Εκκλησίας προς το σκοτεινό αυτό και αντίχριστο σύστημα.
Συνέπεια της διακηρύξεως αυτής είναι, ότι ουδείς δύναται να είναι ταυτοχρόνως μέλος της Εκκλησίας και της μασωνίας, γιατί ουδείς δύναται να ανήκει σε δυο θρησκείες, να λατρεύει δηλαδή τον εν Τριάδι προσκυνητό Θεό και ταυτοχρόνως το είδωλο ενός ανύπαρκτου Θεού, του κατ’ ευφημισμό καλούμενου Μ.Α.Τ.Σ. (Μέγας Αρχιτέκτων του Σύμπαντος).
Συμφώνως προς την κατηγορηματική διακήρυξη του Κυρίου: «Ουδείς δύναται δυσί Κυρίοις δουλεύειν ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει· ου δύνασθε θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Λουκ. 16,13). Ο απόστολος Παύλος στιγματίζει με ιδιαίτερη δριμύτητα κάθε προσπάθεια των χριστιανών να συνδυάσουν και να συμβιβάσουν την λατρεία του αληθινού Θεού με την λατρεία των ειδώλων, που είναι κατ’ ουσίαν λατρεία του σατανά, γράφων στην Β’ Κορ. 6,14-16: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις- τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου, τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων; υμείς γαρ ναός Θεού εστέ ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός, ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός».
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο χριστιανός που προσχωρεί στην μασωνία, διαπράττει το έσχατο εκκλησιαστικό αδίκημα της αποστασίας και θέτει αυτομάτως de facto εαυτόν εκτός της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας.
Αλλά και εάν ακόμα δεχτούμε, έστω και καθ’ υπόθεση, ότι η μασωνία δεν είναι, όπως η ίδια ισχυρίζεται, θρησκεία και πάλι η συνύπαρξη στο αυτό πρόσωπο χριστιανικής και μασωνικής ιδιότητας είναι φύσει αδύνατος.
Για την κατανόηση της διαπιστώσεως αυτής θα πρέπει προηγουμένως να προβούμε σε ορισμένες βασικές επισημάνσεις.
Η μασωνία είναι μυστική οργάνωση, η οποία επί αιώνες αναπτύσσει με τρόπο συνωμοτικό, την καταχθόνια δράση της στα σκοτεινά παρασκήνια, επιδιώκοντας να επιτύχει την παγκόσμια κυριαρχία. Ως μέγα εμπόδιο για την επίτευξη του στόχου της αυτού, θεωρεί την Αγία του Χριστού Εκκλησία, την οποία και καταπολεμεί με τα πιο ανέντιμα και δόλια μέσα. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίζουμε ότι η μασωνία είναι ένα από τα πιο σατανικά πλοκάμια «του κοσμοκράτορος του σκότους του αιώνος τούτου», που «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (A’ Πέτρου 5,8).
Άλλωστε η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώθηκε με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο από το πρωτοφανές μασωνικό σκάνδαλο που ξέσπασε στην Ιταλία, από την διαβόητη Στοά Ρ-2, που συγκλόνισε στην δεκαετία του 80, και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να απασχολεί όχι μόνο την ιταλική άλλά και την διεθνή κοινή γνώμη.
Στις ανακρίσεις που άρχισαν το έτος 1981 αποκαλύφθηκαν τοιαύτης εκτάσεως φρικώδη εγκλήματα-δολοφονίες, καταχρήσεις αστρονομικών χρηματικών ποσών, κατασκοπείες, εσχάτη προδοσία κλπ.- ούτως ώστε να εξαναγκασθή σε παραίτηση η υπό τον χριστιανοδημοκράτη Πρωθυπουργό Φορλόνι ιταλική κυβέρνηση, λόγω και της συμμετοχής στην ανωτέρω Στοά πολυαρίθμων υπουργών και άλλων ανώτατων δημοσίων λειτουργών.
Περισσότερα από 1.000 μέλη υπολογίζονται οι ανωτέρω αξιωματούχοι του ιταλικού κατεστημένου, οι οποίοι μετέχουν εις την μασωνική Στοά Ρ-2 (μέλη της Κυβερνήσεως, αρχηγοί κομμάτων, άνω των 50 στρατηγών, ναυάρχων και πτεράρχων, μεταξύ των οποίων και οι αρχηγοί του επιτελείου του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών της Ιταλίας, εισαγγελείς, τραπεζίτες, μεγαλοεκδότες εφημερίδων, δημοσιογράφοι, καθηγητές Πανεπιστημίων κλπ.).
Όπως δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες (πρβλ. «Ελευθεροτυπία» 26-5-1981), «Οι Μασόνοι ήταν μέσα σε όλες τις κομπίνες. Ο καρκίνος της στοάς είχε διεισδύσει μέσα στο πιο ζωτικό κρατικό κέντρο και της δημόσιας υπηρεσίας για χρόνια, χάρη στην συνενοχή υψηλών στελεχών του κράτους. Ποιές ίντριγκες, ποιοί εκβιασμοί, ποια ενδιαφέροντα και ποιές προσωπικές υποθέσεις συνέδεαν όλες αυτές τις διαφορετικές προσωπικότητες μεταξύ τους, είναι δύσκολο να το μάθουμε. Σίγουρα όμως η πολιτική ζωή της Ιταλίας ήταν συχνά μέσα στο βούρκο. Ο αρχηγός της στοάς αυτής «Μέγας Διδάσκαλος»! Λίτσιο Τζέλλι χαρακτηρίζεται ως «σκοτεινή προσωπικότης», ο οποίος ήταν τόσο καλά δικτυωμένος, που γνώριζε για το ιταλικό κράτος όσα και ένας Πρωθυπουργός. Ίσως μάλιστα περισσότερα από τους Ιταλούς Πρωθυπουργούς…».
Πριν ξεσπάσει το μέγα αυτό μασωνικό σκάνδαλο ο τότε Γενικός Γραμματέας του κυβερνώντος από του τέλους του Β’ παγκοσμίου Πολέμου την Ιταλία Χριστιανο- δημοκρατικού κόμματος κ. Πίκολλι είχε προειδοποιήσει ότι «διεθνείς μασωνικές οργανώσεις θέλουν να βάλουν στο περιθώριο τους Χριστιανοδημοκράτες» («Ελευθεροτυπία» 29-11 -1980).
Και όμως! Τα επακολουθήσαντα γεγονότα υπερακόντισαν κατά πολύ τις προβλέψεις του κ. Πίκολλι δεδομένου, ότι η διάβρωση των ζωτικών θεσμών του ιταλικού κράτους και της ιταλικής κοινωνίας οδήγησε εντός δεκαετίας στην πλήρη αποσύνθεση και κατάρρευση του ιταλικού πολιτικού συστήματος.
Και ενώ θα ανέμενε κανείς, ότι η κατάρρευση και αποσύνθεση αυτή θα οδηγούσε την Ιταλία προς ανεξέλεγκτες καταστάσεις και το χάος, όλως απροσδοκήτως παρενέβη το δικαστικό σώμα, το οποίο στην μεγάλη πλειοψηφία του απέδειξε υψηλό φρόνημα και αδιάφθορο ήθος και με εκπληκτική γενναιότητα έθεσε σε εφαρμογή την περιώνυμη επιχείρηση, την γνωστή ως «καθαρά χέρια».
Επέβαλε την κάθαρση προς κάθε κατεύθυνση και δεν εδίστασε να στείλει στην φυλακή κορυφαία στελέχη του πολιτικού κόσμου συμπεριλαμβανομένου και του διατελέσαντος επί πολλά έτη στο αξίωμα του Πρωθυπουργού Μπεττίνο Κράξι. Και ακόμη να καταστήσει υπόδικο άλλον κορυφαίο πολιτικό, τον διατελέσαντα πολλές φορές Πρωθυπουργό Αντρεόττι, με βαρύτατες κατηγορίες ακόμα και για συνεργασία με την μαφία και συμμετοχή στην δολοφονία του επιφανούς ιταλού πολιτικού Μόρο.
Η πλέον όμως συνταρακτική επισήμανση της γιγαντιαίας δικαστικής έρευνας στον χώρο των πολιτικών και οικονομικών σκανδάλων, ήταν ότι σημείο αναφοράς όλων αυτών ήταν ο φυγόδικος και δραπέτης στην Ελβετία αρχιμασόνος και μέγας διδάσκαλος της Στοάς Ρ-2 Λίτσιο Τζέλλι!
Με τον τρόπο αυτό, η αποκάλυψη της εγκληματικής μασωνικής δραστηριότητας σε όλους τους ζωτικούς χώρους του κράτους και της ιταλικής κοινωνίας όχι μόνο δεν οδήγησε στην αποσταθεροποίηση του ιταλικού κράτους, αλλά αντιθέτως αποτέλεσε καίριο πλήγμα γενικώς κατά της ιταλικής μασωνίας ούτως, ώστε να εξουδετερωθεί στο δυνάμενο να προβλεφθεί χρονικό διάστημα ο καταχθόνιος και εγκληματικός ρόλος της.
Αλλά η μασωνία, όπως είπαμε, ασκεί την δραστηριότητά της σε παγκόσμια κλίμακα, ιδίως σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής συνεχίζει την αποσυνθετική δραστηριότητά της, μεταξύ δε αυτών εντάσσεται και η Ελλάδα.
Πλείστες όσες ενδείξεις υπάρχουν, ότι ο καρκίνος της Στοάς έχει διεισδύσει σε ζωτικούς χώρους των κρατικών υπηρεσιών και της ελληνικής κοινωνίας γενικώτερα και απετέλεσε ίσως τον κυριώτερο παράγοντα, ο οποίος μαζί με άλλες παγκόσμιες σκοτεινές δυνάμεις έπληξε τα θεμέλια της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, με τραγικές επιπτώσεις μέχρι σήμερα.
Κορυφαίοι εκπρόσωποι της δικτατορίας, όπως ο Στυλ. Πατακός, όχι μόνο δεν απέκρυπταν αλλά αντιθέτως προέβαλαν την μασωνική τους ιδιότητα, επιδιώκοντες να γιγαντώσουν την επιρροή τους στον ελληνικό χώρο.
Εμπειρία της αποσυνθετικής αυτής μασωνικής δραστηριότητος σε βάρος των δομών της ελληνικής Εκκλησίας και Πολιτείας απέκτησε και ο γράφων κατά το έτος 1970, όταν η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απηύθυνε έγγραφο προς την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με το οποίο εζήτει να γνωματεύσει στο ερώτημα, εάν η μασωνία είναι θρησκεία.
Η Θεολογική Σχολή ανέθεσε τις σχετικές εισηγήσεις στους Καθηγητές Κων. Μουρατίδη και Ανδρέα Θεοδώρου, οι οποίοι τις συνέταξαν και υπέβαλλαν αυτές στη Σχολή. Πριν όμως περατωθεί η διαδικασία αποστολής της γνωματεύσεως της Θεολογικής Σχολής στην Δ.Ι.Σ. συνέβη κάτι το εντελώς απροσδόκητο και ανεπίτρεπτο. Η σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών για να εμποδίσει την αποστολή της γνωματεύσεως προς την Δ.Ι.Σ. έλαβε αιφνιδίως την απόφαση, ότι οι ερωτήσεις προς τις πανεπιστημιακές σχολές θα υποβάλλονται μόνο δια μέσου της Συγκλήτου!
Χρειάζονται άραγε ιδιαίτερες μαντικές ικανότητες για να κατανοήσει κάποιος, ποιοί μηχανισμοί και από ποιούς ετέθησαν σε κίνηση για την λήψη της ανωτέρω αποφάσεως που εμπόδισε την αποστολή της γνωματεύσεως της Θεολογικής Σχολής κατά της μασωνίας, απόφαση που προσβάλλει βάναυσα το κύρος του πρώτου Πανεπιστημίου της πατρίδος μας;
Η διείσδυση και διάβρωση δυστυχώς των βασικών δομών της Ελληνικής Πολιτείας και Εκκλησίας από το μασωνικό καρκίνωμα υπήρξε τόσο μεγάλη κατά την τελευταία εικοσιπενταετία, ώστε ο αρχιμασώνος Μανέας παρασυρόμενος από την μέθη της μασωνικής δύναμης να προσβάλλει με πρωτοφανή προκλητικότητα και θρασύτητα την Εκκλησία της Ελλάδος ισχυριζόμενος ότι μέλη της Ιεραρχίας είναι μασώνοι!
Και η μεν Ιερά Σύνοδος εκάλεσε τον αρχιμασώνο Μανέα να κατονομάσει τους Ιεράρχες αυτούς, αλλά αυτός προτίμησε την ανέντιμη σιωπή, με συνέπεια η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας να προβεί στην ακόλουθη Διακήρυξη κατά της Μασωνίας:
«Κατά την τακτικήν Συνέλευσιν της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (1-4 Οκτωβρίου έ.ε.) γενομένου και πάλιν λόγου περί των ανευθύνων ισχυρισμών, ότι δήθεν τινά των μελών της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποτελούν μέλη της Μασωνίας, Ομοφώνως και ενυπογράφως διακηρύσσομεν:
α. ενστερνιζόμεθα και επιβεβαιούμεν τας κατά της Μασωνίας ως παγανιστικής θρησκείας, ασυμβιβάστου προς τον χριστιανισμόν, αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας των ετών 1933 και 1972, κατ’ ακολουθίαν δε
β. ουδείς εξ ημών έχει οιανδήποτε σχέσιν με τον μασωνισμόν, τον οποίον ανεπιφυλάκτως και πάλιν καταδικάζομεν ως αντίχριστον σύστημα».
Ως συμβολή στον αγώνα αυτό της Εκκλησίας κατά της μασωνίας δημοσιεύεται στην συνέχεια η εισήγηση του καθηγητού Κων. Μουρατίδου, που υποβλήθηκε στην Θεολογική Σχολή πριν από εικοσιέξι χρόνια και εμποδίστηκε, όπως είδαμε, η αποστολή της προς τη Δ.Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η Εισήγηση απαντά κυρίως στο ερώτημα: Είναι δυνατή η συνύπαρξη στο αυτό πρόσωπο της χριστιανικής με την μασωνική Ιδιότητα, εάν δεχτούμε έστω και καθ’ υπόθεση, ότι η μασωνία, όπως η ίδια ισχυρίζεται δεν είναι θρησκεία;
Εν Αθήναις τη 8η Δεκεμβρίου 1970
Προς τον κ. Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ενταύθα
Κύριε Κοσμήτορ,
Έχω την τιμήν εις απάντησιν της ανατεθείσης υπό της ημετέρας Σχολής εντολής, όπως μετά του Συναδέλφου κ. Α. Θεοδώρου εισηγηθώ περί του τεθέντος τη ημετέρα Σχολή υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ερωτήματος περί του Μασσωνισμού και δη και εάν ούτος είναι θρησκεία, να θέσω ύπ’όψιν της ημετέρας Σχολής την ακόλουθον Εισήγησιν.
Το πρόβλημα εάν ο Μασσωνισμός είναι θρησκεία διαπραγματεύεται δια μακρών ο συνάδελφος κ. Α. Θεοδώρου, ο οποίος θεμελιοί, κατά την γνώμην μου, πλήρως την διδομένην υπ’ αύτου λύσιν, ότι δηλαδή ο μασσωνισμός τω όντι είναι θρησκεία.
Επειδή η περαιτέρω ύπ’ εμού ενασχόλησις επί του αυτού ερωτήματος θα ωδήγει εν πολλοίς εις την επανάληψιν των αυτών πραγμάτων, έκρινα σκόπιμον την μετάθεσιν του κέντρου της βαρύτητος της Εισηγήσεώς μου εις το ειδικώτερον θέμα των σχέσεων Χριστιανισμού και μασσωνισμού και μάλιστα εις την δυνατότητα εναρμονίσεως και συμβιβασμού αυτών.
Βεβαίως η αποδοχή της θέσεως ότι ο μασσωνισμός είναι θρησκεία αποκλείει a priori οιανδήποτε δυνατότητα εναρμονίσεως ή συμβιβασμού της χριστιανικής Πίστεως προς τον Μασσωνισμόν και άρα και την συμμετοχήν των πιστών χριστιανών εις τον Τεκτονισμόν, δεδομένου, ότι η εν Χριστώ αποκάλυψις ως η απόλυτος θρησκεία και αλήθεια μη επιδεομένη, αλλά και μη επιδεχομένη ουδεμίαν έξωθεν συμπλήρωσιν ή βελτίωσιν, αποκλείει απολύτως δια της κανονικής αυτής τάξεως οιανδήποτε δυνατότητα θρησκευτικού συγκρητισμού ή συμμετοχής των οπαδών αυτής και εις ετέραν θρησκείαν.
Παρά ταύτα και επειδή η ηγεσία του ελληνικού Μασσωνισμού καταβάλλει απεγνωσμένος προσπαθείας δια να πείση τον Ελληνικόν Λαόν ότι δεν είναι θρησκεία πιστεύομεν ότι επεβάλλετο να καταδείξωμεν ότι και εις την περίπτωσιν εισέτι, καθ’ ην ηθέλομεν προς στιγμήν δεχθή την υποστηριζομένην υπό των Μασσώνων άποψιν, ότι δηλαδή δεν είναι θρησκεία και πάλιν κατ’ ουδέν θα διηυκολύνετο δια της αποδοχής ταύτης η εναρμόνισις Χριστιανισμού και Μασσωνισμού.
Διότι είτε δεχθώμεν είτε απορρίψωμεν την άποψιν ότι ο Μασσωνισμός είναι θρησκεία εν είναι ανεπίδεκτον οιασδήποτε αμφισβητήσεως, ότι δηλαδή ο μασσωνισμός κατά την βαθυτέραν αυτού φύσιν και δομήν αρνείται εις πάντα τα μέλη αυτού και συνεπώς και εις τους Χριστιανούς την δυνατότητα της εν τη Στοά διακηρύξεως της θρησκευτικής αυτών πίστεως. Την αλήθειαν ταύτην συναποδέχονται και συνομολογούσι και αυτοί οι μασσώνοι, και συνεπώς δύναται να αποτελέση κοινώς αποδεκτήν βάσιν προς διαλεύκανσιν των σχέσεων Χριστιανισμού και μασσωνισμού.
Δια της θεμελιώδους αυτής αρχής ο Μασωνισμός ου μόνον αρνείται εις τους χριστιανούς το συμφυές προς την ιδιότητα αυτών προνόμιον, το δικαίωμα δηλαδή και το καθήκον της εν παντί χρόνω και χώρω και συνεπώς και εν τη Στοά ομολογίας και διακηρύξεως της πίστεώς των εις τον θεάνθρωπον Κύριον ως τον μοναδικόν Σωτήρα και λυτρωτήν του κόσμου, αλλά και στερεί αυτούς της δυνατότητος να επικαλεσθούν κατά την πνευματικήν δραστηριότητά των ως τεκτόνων εντός της Στοάς την σώζουσαν και τελειούσαν την ανθρωπίνην φύσιν και θείαν Χάριν, την απορρεύσασαν εκ της θυσίας του Εσταυρωμένου.
Εν εσχάτη αναλύσει ο Μασσωνισμός επιδιώκει να προσελκύση και κατακτήση τους Χριστιανούς δια της κατ’ ουσίαν αποξενώσεώς των εκ του Σωτήρος αυτών Ιησού Χριστού, αφού η είσοδος εις τας Στοάς είναι ελευθέρα μεν εις τους χριστιανούς, ουχί δε και εις τον Ιησούν Χριστόν!
Εις αυτό το αναπόφευκτον συμπέρασμα οδηγούν αι καθιερωθείσαι υπό του Μασσωνισμού αρχαί, αι οποίαι εκ πρώτης μεν όψεως εντυπωσιάζουν δια την ελευθερίαν της σκέψεως και το πνεύμα της ανεξιθρησκείας, η βαθυτέρα όμως θεώρησις αυτών οδηγεί εις τα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα, δεδομένου ότι η ελευθερία της σκέψεως εν τω Μασσωνισμώ δεσμεύεται δια μέσον μυήσεων και φρικτών όρκων και δη εξ αγνώστων εις τον μυούμενον πραγμάτων και μάλιστα κατά τρόπον όλως απαράδεκτον και ανεπίτρεπτον δια την περί της αξιοπρεπείας του ανθρωπίνου προσώπου σύγχρονον αντίληψιν. Αι δε θρησκευτικαί πεποιθήσεις των τεκτόνων υφίστανται υπό την επίδρασιν της υποβλητικής ατμόσφαιρας, ην προσπαθούν να δημιουργήσουν δια των καθιερωθεισών αρχών και μεθόδων του Μασσωνισμού, βαθμιαίως την φθοροποιόν και τουτ’ αυτό καταλυτικήν επίδρασιν της Μασσωνικής κοσμοθεωρίας.
Και είναι τω όντι αριστοτεχνική η μέθοδος δι’ ης ο μασωνισμός πραγματοποιεί τους στόχους του. Ούτως, ενώ κατά τα φαινόμενα διατείνεται ότι οι Τέκτονες δέον να διακρίνωνται δια την πίστιν των εις τον Θεόν και την αφοσίωσίν των εις την θρησκείαν εις την οποίαν εις έκαστος ανήκει, ταντοχρόνως απαγορεύει πάσαν θρησκευτικήν συζήτησιν εν ταίς Στοαίς. Κατά δε τον τρόπον τούτον επιτυγχάνεται η επιθυμητή απελευθέρωσις του χώρου των Στοών από οιασδήποτε θρησκευτικής δοξασίας των μελών αυτού και προσφέρεται παρθένον το έδαφος των τεκτόνων προς εμπέδωσιν της Μασσωνικής κοσμοθεωρίας και δη και διο μέσου πολυποίκιλων μεθόδων, αίτινες τείνουν να δεσπόσουν και να συνυφανθούν με την όλην ψυχοσωματικήν οντότητα των μελών αυτού.
Καθίσταται δε τοις πάσι δήλος ο σκοπός της καθιερώσεως της αρχής της δήθεν ανεξιθρησκίας και της απαγορεύσεως πάσης θρησκευτικής συζητήσεως δια της συσχετίσεως αυτών προς τους υψίστους στόχους της Στοάς, οίοι είναι η έρευνα της αλήθειας, η πνευματική τελείωσις και η ηθική ολοκλήρωσις των μελών αυτής. Διότι δια της μεθόδου ταύτης επιτυγχάνεται η αδιανόητος εξ επόψεως της εν Χριστώ αποκαλύψεως και της στρατευομένης επί γης Εκκλησίας κατάστασις της συμμετοχής δηλονότι εις τας Μασσωνικάς Στοάς χριστιανών, εις τους οποίους να απαγορεύεται η διακήρυξις κατά την εν τη Στοά έρευναν της αληθείας και την επιδίωξιν της πνευματικής τελειώσεως και της ηθικής ολοκληρώσεώς των, ότι η μοναδική οδός προς την αλήθειαν και την αληθή ζωήν είναι ο Ιησούς Χριστός. Κατά την αναζήτησιν δηλαδή των σπουδαιοτέρων στόχων του ανθρωπίνου βίου απαγορεύεται εις τους χριστανούς η διακήρυξις της πίστεώς των. Μη δε ισχυρισθούν οι τέκτονες ότι η έρευνα της αληθείας εν τη Στοά αφορά μόνον εις την εγκόσμιον αυτής διάστασιν και ουχί την υπερβατικήν. Εν τοιούτον επιχείρημα θα ήτο ασύστατον ου μόνον διότι η Αλήθεια είναι αδιαίρετος, αλλά και διότι εν πάση περιπτώσει εν τη Ορθοδοξία το δόγμα και το ήθος συνυφαίνονται αδιαιρέτως εν τω βίω των αγωνιζομένων εν τη Εκκλησία πιστών. Εις πάσας τας εκφάνσεις του χριστιανικού βίου τα πάντα και εν πάσιν είναι ο Χριστός. Και συνεπώς δια τον πιστόν χριστιανόν είναι τουτ’ αυτό αδιανόητος μία τοιαύτη διαίρεσις. Και γεννάται το ερώτημα: Εάν ο Ιησούς τεθή εκτός του χώρον ένθα ερευνάται η Αλήθεια και η Πνευματική τελείωσις και η ηθική ολοκλήρωσις του ανθρώπου, τότε ποίος άλλος χώρος, εναπομένει δια τον Ιησούν Χριστόν;
Διηρωτήθησαν άραγε οι Έλληνες Μασσώνοι, οι οποίοι μάλιστα διακηρύσσουν, ότι κατά το σύνολόν των σχεδόν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και μάλιστα πιστά τέκνα της Εκκλησίας, πως είναι δυνατόν να συμμετέχουν εις μίαν οργάνωσιν, η οποία, αν και αποτελείται κατά την συντριπτικήν αυτής πλειοψηφίαν εκ χριστιανών, εν τούτοις τους καταδικάζει εις σιωπήν, όταν πρόκειται να καταθέσουν την χριστιανικήν μαρτυρίαν των προς διαφώτισιν των μεγάλων προβλημάτων που απασχολούν τον άνθρωπον;
Και επί τέλους ποία είναι αυτή η οργάνωσις, πόθεν προέρχεται και εις τι αποβλέπει, δια να διεκδική αυθεντίαν έναντι των χριστιανών υπερτέραν και αυτής της αυθεντίας του Σωτήρος Χριστού;
Διηρωτήθησαν άραγε οι Μασώνοι ότι το ύψιστον και ιερώτατον δια κάθε χριστιανόν αγαθόν είναι η μετά του Ιησού Κοινωνία, η εν τη κοινωνία ταύτη λύτρωσις και θέωσις και η εν τω κόσμω μαρτυρία; ή μήπως πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να ακολουθούν τον Ιησούν και να αγνοούν την κατηγορηματικήν αυτού διαβεβαίωσιν ότι «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. στ’24). Και πως είναι δυνατόν η επιτρεπτόν οι τέκτονες να υποστηρίζουν ότι είναι πιστά τέκνα της ορθοδόξου Εκκλησίας, όταν οικειοθελώς τοποθετούν εαυτούς εις ένα χώρον, εις ον είναι απαγορευμένη η είσοδος εις τον Ιησούν; και δεν συντελείται ούτω το αμάρτημα της αποστασίας και της αρνήσεως του Χριστού, όταν οι χριστιανοί δέχωνται να ανήκουν εις ένα οργανισμόν εις τον οποίον δεν έχει θέσιν ο Ιησούς ως μοναδικός Λυτρωτής του κόσμου; ή μήπως αγνοούν την διακήρυξιν αυτού του Κυρίου ο οποίος είπεν «πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω κάγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς, όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι κάγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς»; (Ματθ. ι’ 33-34).
Ας μη πλανώμεθα! Είναι αδύνατος η εν τω αυτώ προσώπω συνύπαρξις του πιστού χριστιανού και του συνειδητού μασσώνου. Ουδείς δύναται να λατρεύη συγχρόνως τον Ιησούν Χριστόν, τον Αληθή Υιόν και Λόγον του Θεού, και το επινόημα των ανθρώπων, την ψευδή και ανύπαρκτον θεότητα, τον ούτω λεγόμενον Μέγαν Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος, διότι τελικώς ή τον ένα θα μισήση και τον έτερον θα αγαπήση ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει, ως μας βεβαιοί Αυτός ο Κύριος.
Αλλά βεβαίως δια πάντα αληθή χριστιανόν το μοναδικώς ευλογητόν, προσκυνητόν, λατρευτόν όνομα είναι το υπέρ παν όνομα του Κυρίου Ιησού και απόλυτος η πεποίθησις ότι «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός» (Φιλ.β’ 10-11).
Αλλ’ εάν πας χριστιανός οφείλη να ομολογή την αλήθειαν ταύτην, είναι αυτονόητον ότι οι Ποιμένες της Εκκλησίας ως επίσκοποι και προασπισταί της αποκαλυφθείσης Αλήθειας, κεκλημένοι ίνα διασφαλίσουν το εκκλησιαστικόν πλήρωμα από πάσαν πλάνην και μεθοδείαν του πονηρού θα διακηρύξουν εν προκειμένω, ότι επί τη βάσει των δογματικών της Εκκλησίας αληθειών και των ιερών αυτής κανόνων αποκλείεται απολύτως η συμμετοχή των πιστών εις πάσαν προσπάθειαν πνευματικής και ηθικής τελειώσεως του ανθρώπου, κατά την οποίαν θα απαγορεύεται η ομολογία και διακήρυξις του Ιησού Χριστού ως μοναδικού Σωτήρος και Λυτρωτού του κόσμου. Και ασφαλώς ουδέποτε θα επιτρέψουν οι αληθείς της Εκκλησίας του Χριστού ποιμένες την συμμετοχήν των πιστών εις τον μασωνισμόν. Το αντίθετον θα εσήμαινε την εν προκειμένω παραίτησιν της ιεραρχίας εκ της συμφυούς τη ουσία αυτής αποστολής των.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
Από το περιοδικό ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΕΝΩΣΕΩΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ», ΕΤΟΣ ΛΘ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1996 – ΤΕΥΧΟΣ 4