Κατὰ τὴ σπορὰ στὸ χωράφι, συμβαίνει κάποιες φορὲς τὸ ἑξῆς: Πάνω σὲ ἕναν σπόρο, καθὼς περνάει τὸ ἀλέτρι καὶ γυρίζει τὸ χῶμα γιὰ νὰ τὸν σκεπάσει, μπορεῖ νὰ πέσει μιὰ πέτρα. Καὶ ὅμως ὁ σπόρος αὐτός, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει ζωὴ μέσα του, δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴν πέτρα ποὺ βρέθηκε μπροστά του. Κάνει δυό, τρεῖς κύκλους, ἕως ὅτου νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ πλάγια τῆς πέτρας. Τὸ βλασταράκι – ὁ σπόρος ποὺ φύτρωσε – εἶναι τόσο μαλακό, ποὺ λίγο ἄν τὸ ἀγγίξεις μὲ τὸ δάχτυλο, ἀμέσως λιώνει. Καὶ ὅμως, ἔχει τέτοια δύναμη, ἐπειδὴ εἶναι ἡ ζωὴ μέσα του, ποὺ λίγο-λίγο μεγαλώνει καὶ βγαίνει ἀπὸ πάνω.
Έμεῖς εἴμαστε βαπτισμένοι, καὶ μέσα μας ὑπάρχει ὁ θεῖος σπόρος τῆς πνευματικῆς ζωῆς (ἡ βαπτισματικὴ χάρη). Μόλις βρεθοῦμε σὲ κατάλληλες συνθῆκες, ὅπου βλέπουμε ὅτι καὶ ἄλλοι ἀγωνίζονται, ὅτι ὅλα γίνονται μὲ τὴν προσευχή, ἐνεργοποιεῖται μέσα μας ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ αὐξάνει λίγο-λίγο.