Ἡ Ἁγία Γραφή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ὁμοιάζει μὲ ἕνα ἀνεξάντλητο ὀρυχεῖο πολυτίμων λίθων καὶ μετάλλων. Ὅσο κανεὶς τὴν ἀνασκαλίζει, τὴ μελετάει δηλαδὴ μὲ πίστη καὶ πόθο καὶ προσευχή, τόσο καὶ ἐκβάλλει, ὄχι γήινους θησαυρούς, ποὺ ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ἀλλὰ ἀνεκτίμητο πνευματικὸ πλοῦτο, ποὺ τρέφει τὸ πνεῦμα καὶ ἁγιάζει τὴν ψυχή μας.
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἐκ πρώτης ὄψεως μᾶς ἐξιστορεῖ ἕνα μεγάλο θαῦμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴ θεραπεία δηλαδὴ ἑνὸς δαιμονιζομένου ἄνδρα στὴν περιοχὴ τῶν Γαδείρων ἢ Γεργεσηνῶν τῆς Παλαιστίνης. Μελετώντας την ὅμως βαθύτερα, βλέπουμε νὰ προκύπτουν ποικίλα ψυχοτρόφα διδάγματα.
Πρῶτο σπουδαῖο θέμα, ποὺ τίθεται ἐδῶ, εἶναι ἕνα, ποὺ περιτρέχει καὶ ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη, αὐτὸ τῆς ὑπάρξεως τῶν δαιμόνων, καθὼς καὶ δαιμονιζομένων ἀνθρώπων. Ἕνα θέμα, ποὺ συχνὰ δυστυχῶς στὶς ἡμέρες μας, θελητὰ ἢ καὶ ἀθέλητα, περιθωριοποιεῖται ἢ ἀποσιωπᾶται ἢ καὶ διαστρεβλώνεται. Ἡ ὕπαρξη τῶν δαιμόνων, τῶν πονηρῶν δηλαδὴ πνευμάτων, τῶν ἐκπεσόντων αὐτῶν ἀγγέλων, ὡς πνευματικῶν ὑπάρξεων καὶ ὄχι ὡς μιᾶς ἀόριστης ἰδέας τοῦ κακοῦ, εἶναι δόγμα πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ συχνότατα συναντᾶται ξεκάθαρα σὲ ὅλη τὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ ὄχι μόνο ἡ ὕπαρξή τους, ἀλλὰ καὶ ἡ δυνατότητα ἐπηρείας τους στοὺς ἀνθρώπους σὲ ποικίλο βαθμό: Ἀπὸ ἁπλὴ πειρασμική τους ἐνέργεια σ᾽ ἐμᾶς, μέχρι καί, ἀλίμονο, τὴν πλήρη κατοχὴ κάποιων ἀνθρώπων ἀπ᾽ αὐτούς! Παράλληλα, ὅμως, τονίζεται ἐμφαντικὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη -τὴν ἐποχὴ πλέον τῆς Χάριτος- ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπάνω στοὺς δαίμονες («εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» [Α´ Ἰω. 3, 8]), καθὼς καὶ ἡ ἐξουσία ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε πιστό, νὰ τοὺς πολεμεῖ καὶ κατατροπώνει, μὲ τὴ Χάρη καὶ δύναμή Του: «ἰδού, δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ (τοῦ διαβόλου δηλαδή), καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ» (Λουκ. 10,19) .
Ἐδῶ, νὰ ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα: Πρῶτον, ἐπάνω σὲ ποιούς βρίσκει ἔδαφος νὰ τοὺς κυριαρχήσει ὁ διάβολος; Σὲ ὅσους εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴν Ἐκκλησία. Σὲ ὅσους βρεῖ βυθισμένους στὰ πάθη, σὲ ὅσους δὲν προσεύχονται, δὲν μετανοοῦν, δὲν ἐξομολογοῦνται καί, μάλιστα, δὲν κοινωνοῦν ἀξίως τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Καὶ δεύτερο, νὰ ποῦμε πὼς μόνο ὁ Χριστός, ἡ Χάρη Του, ποὺ ἐνεργεῖ μέσα στὰ Μυστήρια, ἡ Χάρη, ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς Του καὶ σὲ ἁγίους ἀνθρώπους, μπορεῖ νὰ ἐκδιώξει τοὺς δαίμονες ἀπὸ δαιμονιζομένους.
Δεύτερο θέμα, σχετικὸ πρὸς αὐτό, εἶναι καὶ τὸ ποῦ ζητοῦν νὰ πᾶνε οἱ δαίμονες, φοβισμένοι ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ζητοῦν νὰ μποῦνε μέσα στοὺς χοίρους, δηλαδὴ νὰ τοὺς δαιμονίσουν! Αὐτὸ δείχνει, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων, ἀλλά, σεβόμενος τὴν ἐλευθερία ὅλων τῶν λογικῶν Του πλασμάτων, ἐπιτρέπει μία ἐλευθερία ἀκόμη καὶ στὸν διάβολο (γιὰ νὰ εἶναι ἀναπολόγητος τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως), ἀλλὰ πάντοτε περιορισμένη, ἐλεγχόμενη δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία Του, ὥστε μὲ τοὺς πειρασμοὺς νὰ δοκιμάζεται ἡ ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἑκούσια ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό. Διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἕνας δρόμος χωρὶς ἐμπόδια, πειρασμοὺς καὶ θλίψεις, δὲν θὰ εἶχε νόημα, κι ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀπέβαινε ἔτσι, ὄχι ἕνα ἐλεύθερο λογικὸ πλάσμα, ἀλλά, λίγο-πολύ, ἕνα ρομπότ! Ζητοῦν λοιπὸν ἄδεια οἱ δαίμονες, νὰ μποῦν στοὺς χοίρους. Καὶ ὁ Κύριος τὸ ἐπιτρέπει. Κατ’ ἀρχήν, ὡς τιμωρία τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, διότι ἐξέτρεφαν χοίρους, παρὰ τὴ ρητὴ ἀπαγόρευση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Καὶ γνωρίζουμε πὼς ὁ Χριστός, μὲ τὴν πανσοφία Του, τηροῦσε τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου, ὥστε νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ στοὺς Ἰουδαίους. Καὶ οἱ χοῖροι, ὅταν μπήκανε μέσα τους τὰ δαιμόνια, πέσανε ἀπὸ ἕνα γκρεμὸ ἐκεῖ κοντὰ στὴ λίμνη καὶ πνίγηκαν. Τὸ πνευματικὸ ἐν προκειμένῳ συμπέρασμα, ἀδελφοί, εἶναι τὸ ἑξῆς: Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παρομοιάζουν μὲ χοίρους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦνε ἀμετανόητοι, σὰν σὲ ἄλλη λάσπη, μέσα στὸν βόρβορο καὶ τὴ δυσωδία τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας. Αὐτοί, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦν καὶ νὰ σωθοῦν, ἐπιτρέπει συχνὰ ὁ Κύριος νὰ δαιμονισθοῦν. Γιατί, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ διάβολος, σὲ ἄνθρωπο βυθισμένο στὰ πάθη, βρίσκει ἔδαφος νὰ εἰσέλθει. Καὶ τὸ φοβερὸ ἀποτέλεσμα, ἂν δὲν ὑπάρξει μετάνοια, εἶναι ὁ θάνατος, εἴτε ὁ σωματικός, εἴτε, τὸ φοβερώτερο, ὁ πνευματικὸς καὶ αἰώνιος!
Τρίτο θέμα τῆς σημερινῆς περικοπῆς, εἶναι μία μεγάλη ἁμαρτία, ποὺ προβάλλει στὸ πρόσωπο τῶν Γεργεσηνῶν (ἢ Γαδαρηνῶν): αὐτὴ τῆς ἀχαριστίας. Οἱ παραβάτες αὐτοὶ τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, βλέποντας μὲ τὰ μάτια τους, τόσο τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας ἐκείνου τοῦ δύστυχου δαιμονιζομένου, ποὺ ἦταν τὸ φόβητρο τῆς περιοχῆς, ἀλλὰ κι αὐτὸ τῆς δίκαιης τιμωρίας τους ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τὸν πνιγμὸ τῶν χοίρων, ἀντὶ νὰ ἔλθουν σὲ συναίσθηση, σὲ μετάνοια, γεμάτοι ἀπὸ ἕνα ἐμπαθὴ καὶ ἐνοχικὸ φόβο, ζητοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ -τὸν Εὐεργέτη τους στὴν οὐσία- νὰ φύγει, νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν τόπο τους. Καὶ ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς Ἰησοῦς, ὑπακούοντας, φεύγει. Τί διδασκόμαστε ἀπ’ αὐτό; Ὁ Κύριος, ὡς παντογνώστης, ἂν καὶ προγνώριζε τὴν ἀχαριστία καὶ ἀμετανοησία τῶν Γαδαρηνῶν, θαυματούργησε γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ σωτηρία τους. Τοὺς ἔκαμε καλό. Μὰ δὲν ζήτησε, δὲν ἀπαίτησε ἀνταμοιβὴ καὶ εὐχαριστία. Κι ἐμεῖς, ὡς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, πρέπει πάντοτε, μὲ ὅποιο τρόπο μπορεῖ ὁ καθένας, νὰ βοηθοῦμε καὶ ὠφελοῦμε τὸν πλησίον μας: μὲ τὴν καλὴ συμβουλή μας, μὲ τὴν ἠθικὴ ἢ ὑλικὴ συμπαράστασή μας, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση. Ἡ εὐεργεσία τοῦ πλησίον εἶναι ὁ καρπὸς τῆς κορυφαίας ἀρετῆς τῆς ἀγάπης. Ἀλλά, ποτὲ νὰ μὴν ἀχρειώσουμε τὴν ἐλεημοσύνη μας, ζητώντας ἀνταπόδοση, καὶ νὰ σκανδαλιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἀχαριστία ὅσων εὐεργετήσαμε. Γιατί, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἡ ἀχαριστία τούτη τῶν εὐεργετηθέντων ἀποβαίνει εὐεργεσία τῶν ἰδίων τῶν εὐεργετῶν ἀπὸ τὸν Κύριο, καὶ ὁ μισθός τους στοὺς οὐρανοὺς πολλαπλασιάζεται.
Ἀδελφοί, ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἁγία τούτη Σύναξη, ἂς κρατήσουμε, μαζὶ μὲ τὰ πιὸ πάνω, κι αὐτό, ποὺ παρήγγειλε ὁ Χριστὸς στὸν θεραπευμένο Γαδαρηνό: «Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός». Αὐτὴ ἡ παραγγελία τοῦ Κυρίου ἀφορᾶ κι ἐμᾶς. Τὸν πνευματικὸ καρπό, ποὺ δρέπουμε στὴν Ἐκκλησία, στὴν πνευματική μας ζωή, νὰ τὸν διηγούμαστε, νὰ τὸν ἐξαγγέλλουμε στὸ δικό μας οἰκογενειακό, ἐργασιακό, σχολικό, κοινωνικὸ περιβάλλον. Ὡς χριστιανοί, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε, μὲ λόγο καὶ ἔργο, «μάρτυρες» τοῦ Χριστοῦ, «ὁμολογητὲς» τοῦ ὀνόματός Του. Ἡ ζωή μας νὰ εἶναι μία ταπεινὴ μέν, ἀλλὰ ξεκάθαρη μαρτυρία Χριστοῦ. Ὅπως καὶ ὁ δαιμονιζόμενος, ὁ ὁποῖος «ἀπῆλθε, καθ᾽ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς». Ἂν ἔτσι ζοῦμε, ἐν Χριστῷ, κι ἔτσι ὀρθὰ τὸν ὁμολογοῦμε, θὰ ἀξιωθοῦμε τῆς χοροστασίας τῶν δικαίων καὶ ἀγγέλων, καὶ τοῦ θεϊκοῦ ἐπαίνου ἐνώπιόν τους, κατὰ τὴν ἀψευδή Του ὑπόσχεση: «πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ» (Λουκ.12,8).
Αὐτῆς τῆς ὁμολογιακῆς βιοτῆς καὶ τῆς γλυκείας Σου φωνῆς, τῆς καλούσης τοὺς δικαίους στὴν αἰώνια ζωή, ἀξίωσον ἡμᾶς, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ. Ἀμήν!