Την ίδια εποχή συμβαίνει και ένα άλλο συγκλονιστικό γεγονός, το οποίο δείχνει την αγιασμένη ανεξικακία του μακαριστού Γέροντος και το οποίο ενθυμείται ο ίδιος 27 χρόνια αργότερα ως Μητροπολίτης Φλωρίνης, μετά την επίσκεψη 3 ψυχιάτρων στα χρόνια της δικτατορίας με σκοπό να βεβαιώσουν ότι είναι ψυχασθενής.
Διηγείται και το λέει στο κήρυγμά του «Ευρισκόμουν στην αγαπημένη μου Κοζάνη», τους είπε, «εκεί ένας άνθρωπος με πολέμησε τρομερά, είχε όπλα δυνατά, ήταν κατάσταση τότε που σκοτώνανε στο δρόμο τους ανθρώπους. Αυτός αυτός έβαλε στο μυαλό του να με σκοτώσει. Πώς γλύτωσα είναι μια ολόκληρη ιστορία. Γύρισε όμως η ρόδα, άλλαξε κατάσταση. Τον κυνήγησαν. –παρέμβαση π. Αυγουστίνου Μύρου: Αυτός ήταν, το όνομά του θα σας το πώ εγώ, εκείνος δεν το είπε τότε, Μιχάλαγας στην περιοχή της Κοζάνης-. Τον πιάσανε, τον κατεβάσανε κάτω, τον δέσανε τα πόδια του με σχοινιά, τον σέρνανε μέσα στα καλντερίμια της Κοζάνης, όλη η πόλη και κάποιοι άνανδροι Κοζανίτες που όταν είχε τα όπλα τον κάνανε υποκλίσεις και καθόταν “κλαρίνο” μπροστά του, τον σέρνανε σαν το σκυλί στο δρόμο, πλησιάζανε εκείνοι και τον φτύνανε. Και εκείνος μ΄ ένα βλέμμα πονεμένο, λυπημένο, ελεεινό σαν σκυλί χτυπημένο.
Τον πήγαν και τον έρριξαν για να πεθάνει χωρίς τροφή
Το έμαθα, δεν χάρηκα, λυπήθηκα κατάκαρδα. Πήγα στη φυλακή.
«Πάτερ μου», μου λένε οι φύλακες, «εσείς σ΄ αυτόν τον θανάσιμο εχθρό σου έρχεσαι στη φυλακή να του φέρεις ψωμί, να του δώσεις φαγητό; Φαρμάκι πρέπει να του φέρεις».
«Όχι», τους λέω, «εγώ είμαι ιερέας, αντιπρόσωπος του Ιησού του Ναζωραίου. Αφήστε με να μπω».
Με άφησαν.
Μπήκα μέσα στη φυλακή και τον βλέπω σε μια σκοτεινή γωνιά, χτυπημένο, πληγωμένο. Τον πλησίασα και του μίλησα
«Πάτερ» μου λέει «ποτέ δεν περίμενα να έρθεις εδώ να με κοιτάξεις, που και αυτή η γυναίκα μου ακόμη με εγκατέλειψε». Και άρχισε να κλαίει, βρύση τα δάκρυα του.
«Τώρα», μου είπε, «πιστεύω ότι υπάρχει ο Χριστός»
Είναι πολλές, κι΄άλλες οι μαρτυρίες που είναι γραμμένες σ΄ αυτό το βιβλίο «Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ» γι΄ αυτή την περίοδο.