«Ἢ τίς γυνὴ δραχμὰς ἔχουσα δέκα, ἐὰν ἀπολέσῃ δραχμὴν μίαν, οὐχὶ ἅπτει λύχνον καὶ σαροῖ τὴν οἰκίαν καὶ ζητεῖ ἐπιμελῶς ἕως ὅτου εὕρῃ; καὶ εὑροῦσα συγκαλεῖ τὰς φίλας καὶ τὰς γείτονας λέγουσα· συγχάρητέ μοι, ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἣν ἀπώλεσα. οὕτω, λέγω ὑμῖν, γίνεται χαρὰ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ΙΕ΄, 8, 9). (: Ἢ ποία γυναῖκα, ποὺ ἔχει δέκα δραχμάς, ἐὰν χάσῃ μίαν δραχμὴν ἀπὸ αὐτάς, δὲν ἀνάπτει λύχνον, ὥστε νὰ φωτίζωνται καλά ὅλα τὰ μέρη καὶ ὅλαι αἱ γωνίαι τοῦ σπιτιοῦ της καὶ δὲν σαρώνει αὐτὸ καὶ δὲν ψάχνει προσεκτικὰ καὶ εἰς αὐτὰ τὰ σαρίδια, ἕως ὅτου εὕρῃ τὴν χαμένην δραχμήν; Καὶ ὅταν τὴν εὕρῃ, καλεῖ ὅλας μαζὶ τὰς φίλας καὶ τὰς γειτόνισσάς της καὶ λέγει· χαρῆτε μαζί μου, διότι ηὗρα τὴν δραχμήν, ποὺ ἔχασα. Ὅπως λοιπὸν ἡ γυνὴ χαίρει διὰ τὴν ἀνεύρεσιν τῆς δραχμῆς, ἔτσι σᾶς βεβαιῶ, γίνεται χαρὰ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἐπὶ παρουσίᾳ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι καὶ συμμετέχουν εἰς τὴν χαρὰν αὐτήν, δι’ ἕνα ἁμαρτωλὸν ποὺ μετανοεῖ).
- Πόση εὐχαριστία πρέπει νὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ συνεχῶς γι’ αὐτὸ τὸ μεγάλο καλό, ποὺ μᾶς ἄφησε! Δηλαδὴ μᾶς ἄφησε τὴν καρδιά Του ἀνοιχτή, ὁσάκις θελήσουμε νὰ καθαρισθοῦμε, νὰ εἰσερχώμεθα ἄνετα. Ὅσο καὶ νὰ ἁμαρτήση ὁ ἄνθρωπος, ὅσο καὶ νὰ κυλισθῆ στὴν ἁμαρτία, ὅσο καὶ νὰ μαυρίση τὴν ψυχή του, ἠμπορεῖ ἄνετα σὲ μία στιγμή, σὲ λίγη ὥρα νὰ γίνη κατάλευκος σὰν τὸ περιστέρι καὶ σὰν τὸ χιόνι.
Ὑπάρχει μεγαλύτερο ἐργαλεῖο ἀπὸ τοῦτο ἢ μεγαλύτερη εὐτυχία γιὰ τὸν ἄνθρωπο;
Συγχρόνως ὅμως συμβαίνει καὶ τὸ ἄλλο. Γίνεται μεγάλη χαρὰ «ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15, 7). Δὲν εἶναι μόνον ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς σῴζεται καὶ γίνεται εὐτυχισμένος, ἀλλὰ προκαλεῖ καὶ τοὺς ἀγγέλους, προκαλεῖ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα νὰ πανηγυρίζουν, νὰ ἔχουν μεγάλη χαρά, νὰ δίνουν μεγάλη ἐπινίκια συναυλία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διότι πληροφορήθηκαν τὴν μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου.
- Ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς συμβουλεύει:
«Θά ’ρθη ὥρα ποὺ θὰ διαλυθῆ τὸ θέατρο τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Δὲν εἶναι δυνατὸ μετὰ τὸ πέρας αὐτῆς τῆς ζωῆς νὰ κάνη κανεὶς κάτι, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ στεφανωθῆ μετὰ τὴ διάλυση τοῦ θεάτρου. Αὐτὸς εἶναι ὁ καιρὸς τῆς μετανοίας, ἐνῶ ἐκεῖνος τῆς κρίσεως. Αὐτὸς εἶναι ὁ καιρὸς τῶν ἀγώνων, ἐνῶ ἐκεῖνος τῶν στεφάνων. Αὐτὸς εἶναι ὁ καιρὸς τοῦ κόπου, ἐνῶ ἐκεῖνος τῆς ἀνέσεως. Αὐτὸς ὁ καιρὸς τῶν καμάτων, ἐνῶ ἐκεῖνος τῆς ἀνταποδόσεως. Συνέλθετε, παρακαλῶ, ἀφυπνιστεῖτε και ἄς ἀκούσουμε μὲ προθυμία τὰ λεγόμενα. Ζήσαμε γιὰ τὴ σάρκα, ἄς ζήσουμε καὶ γιὰ τὸ πνεῦμα. Ζήσαμε γιὰ τὶς ἡδονές, ἄς ζήσουμε καὶ τὶς ἀρετές. Ζήσαμε μ’ ἀδιαφορία, ἄς ζήσουμε καὶ μὲ μετάνοια.
Ἄς στηρίξουμε τὸ θάρρος μας στὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ κι ἄς δείξουμε μετάνοια ἐπιμελῆ, πρὶν φτάση ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ἡ μετάνοια δὲν θὰ μᾶς ὠφελήση. Τώρα ὅλα τὰ ἔχουμε στὴν ἐξουσία μας. Τότε ὅμως ὁ δικαστὴς μόνο εἶναι ὁ κύριος τῆς ἀποφάσεως».
- Στὶς ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Παρακλήτου διαβάζουμε χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν μετάνοια τοῦ Ναβουχοδονόσορα:
«Τί γνώμη ἔχετε γιὰ τὸν Ναβουχοδονόσορα; Δὲν μάθατε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὅτι ἦταν ἄγριος, αἱμοβόρος, σκληρόκαρδος; Δὲν ἀκούσατε ὅτι κατέστρεψε τάφους καὶ ξέθαψε λείψανα βασιλιάδων; Δὲν ἀκούσατε ὅτι ὁλόκληρο λαὸ ἔσυρε στὴν αἰχμαλωσία; Δὲν ἀκούσατε ὅτι τύφλωσε τὸ βασιλιά, ἀφοῦ πρῶτα τὸν ὑποχρέωσε νὰ δῆ τὴ σφαγὴ τῶν παιδιῶν του; Δὲν ἀκούσατε ὅτι συνέτριψε τὰ Χερουβείμ; (Δὲν ἐννοῶ, βέβαια, τοὺς ἀγγέλους μὴ σκεφθῆ κανεὶς τίποτα τέτοιο. Ἐννοῶ τὰ γλυπτά, ποὺ κάλυπταν τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης, ἀπ’ ὅπου ἀκουγόταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ). Ὁ Ναβουχοδονόσορ βεβήλωσε ἀκόμα καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ. Πῆρε τὸ ἅγιο θυμιατήρι καὶ τὸ ἔστειλε σὲ εἰδώλειο. Ἅρπαξε ὅλες τὶς ἱερὲς προσφορές. Ἔβαλε φωτιὰ κι ἔκαψε τὸ Ναὸ ἀπὸ τὰ θεμέλια (Β΄ Παραλ. 36:11-21).
Μὲ πόσες τιμωρίες ἄξιζε νὰ τιμωρηθῆ, αὐτὸς ποὺ σκότωσε βασιλιάδες, ποὺ ἔκαψε ἱερά, ποὺ αἰχμαλώτισε τὸ λαό, ποὺ τοποθέτησε ἅγια σκευὴ τοῦ Ναοῦ ἀνάμεσα στὰ εἴδωλα; Δὲν θὰ ἦταν ἄξιος νὰ θανατωθῆ χίλιες φορές;
Γνωρίσατε ὥς ἐδῶ τὸ πλῆθος τῶν ἐγκλημάτων τοῦ Ναβουχοδονόσορα. Ἐλᾶτε τώρα νὰ μάθετε καὶ τοῦ Θεοῦ τὴ φιλανθρωπία. Τιμωρήθηκε ὁ θηριώδης βασιλιὰς νὰ ζῆ σὰν ἄγριο θηρίο μέσα στὴν ἔρημο. Τιμωρήθηκε ὅμως μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, γιὰ νὰ σωθῆ. Ἔβγαλε νύχια καὶ τρίχες σὰν αὐτὰ ποὺ ἔχει τὸ λιοντάρι, γιατί πρὶν σὰν λιοντάρι ἅρπαζε τὰ ἅγια καὶ οὔρλιαζε. Ἔτρωγε χόρτα σὰν τὸ βόδι, γιατί πρὶν σὰν βόδι ζοῦσε, ἀγνοώντας τὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ τοῦ εἶχε χαρίσει τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα.
Ὅταν ὅμως μὲ τὶς παιδαγωγικὲς αὐτὲς τιμωρίες ἀναγνώρισε τὸν ὕψιστο Θεὸ καὶ προσευχήθηκε καὶ μετανόησε, τότε Ἐκεῖνος τοῦ χάρισε πάλι τὸ ἀξίωμά του (Δαν. 4:26-34).
Στὸν Ναβουχοδονόσορα, ποὺ ἁμάρτησε τόσο φοβερὰ καὶ μετανόησε, χάρισε ὁ Θεὸς τὴ συγχώρηση καὶ τὴ βασιλεία. Ἐὰν λοιπὸν κι ἐσὺ μετανοήσης καὶ ζήσης χριστιανικά, δὲν θὰ σοῦ χαρίση τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν;
Φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Κύριος. Γρήγορος στὴ συγχώρηση. Ἀργὸς στὴν τιμωρία. Κανεὶς λοιπὸν ἂς μὴ ἀπελπίζεται γιὰ τὴ σωτηρία του…».
- Στὸ Γεροντικὸ ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς:
«ΕΝΑΣ ἀρχάριος Μοναχὸς πῆγε στενοχωρημένος στὸν Ὅσιο Ποιμένα.
-Ἔπεσα σὲ μεγάλο σφάλμα, Ἀββᾶ, τοῦ ἐξωμολογήθηκε, καὶ θέλω τοὐλάχιστον τρία χρόνια, γιὰ νὰ μετανοήσω.
– Εἶναι πολλά, τοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος.
– Εἶναι ἀρκετοὶ τρεῖς μῆνες, τότε;
– Καὶ τόσο εἶναι πολύ, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος. Ἐγὼ σοῦ λέγω πώς, ἄν εἰλικρινὰ μετανοήσης καὶ πάρης σταθερὴ ἀπόφαση νὰ μὴ ἐπαναλάβης ποτὲ τὸ ἴδιο σφάλμα, σὲ τρεῖς μέρες σὲ δέχεται ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἄλλος Ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο Γέροντα, ἄν ὁ Θεὸς εὔκολα συγχωρῆ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
– Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ συγχωρῆ, τέκνο μου, Ἐκεῖνος ποὺ δίδαξε τὴ μακροθυμία στοὺς ἀνθρώπους; Δὲν παραγγέλλει στὸν Πέτρο νὰ συγχωρῆ ἐκεῖνον ποὺ τοῦ σφάλλει «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά», δηλαδὴ ἐπ’ ἄπειρον; ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος Γέρων.