Το έτος 1994 κάποιος Αγιορείτης επισκέφθηκε το παλαιό Μοναστήρι του αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο. Εκεί συνάντησε μία γιαγιά ευλαβέστατη που βοηθούσε τους προσκυνητές. Η γιαγιά ανέφερε στον μοναχό το εξής, και ήθελε να μάθη την γνώμη του, αν κάνη καλά:
«Όταν βλέπω κανένα φίδι στην αυλή του Μοναστηριού, εδώ έχει πολλά φίδια, το σταυρώνω και το φίδι κοκκαλώνει. Γίνεται σαν βέργα. Μετά το πιάνω και το πετάω έξω. Μου λένε μερικοί: “Χαζή είσαι που πιάνεις τα φίδια”, και εγώ τους λέω: “Γιατί είμαι χαζή; Ποιο είναι πιο δυνατό, το φίδι ή ο Σταυρός του Χριστού, πάνω στον οποίον σταυρώθηκε ο Χριστός και έσωσε τον κόσμο;”. Με την δύναμη του Σταυρού, όταν θέλω να ζυμώσω, βάζω αλεύρι και νερό, τα ανακατεύω, τα σταυρώνω, μετά σηκώνεται το προζύμι και κάνω ψωμί».
Κάποιος μπουλντοζιέρης κατάκοπος από την εργασία του ξάπλωσε μία καλοκαιρινή νύχτα να ξεκουραστή. Αισθάνθηκε στον ύπνο του ένα βάρος να τον πιέζη και ξύπνησε αλλά δεν μπορούσε να αντιδράση. Έβλεπε ένα μαύρο, κάτι σαν σκυλί που προχωρούσε σιγά-σιγά προς το κεφάλι του και τον πλάκωσε. Πήγαινε να του βγη η ψυχή. Όταν όμως έφθασε μέχρι το στήθος, άκουσε μία φωνή: «Αν δεν είχες αυτό (τον Σταυρό) στο στήθος σου, θα έβλεπες τι θα πάθαινες», και αμέσως εξαφανίστηκε.
Ευχαρίστησε τον Θεό, έκανε τον σταυρό του και κατάλαβε πόσο μεγάλη είναι η δύναμη του Σταυρού που τυπικά φορούσε μέχρι τότε.
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Α’, Άγιον Όρος 2009, σελ. 386.