Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

Δαιμονικό ράπισμα

 

Σε μία πόλη της Αυστραλίας ζούσε ένα ανδρόγυνο, Έλληνες Ορθόδοξοι με δυο παιδιά. Όλη η οικογένεια δυστυχώς είχε απομακρυνθή από τον Θεό.

Η μητέρα ποτέ δεν πήγαινε στην Εκκλησία. Κάποτε την παρακίνησε μία φίλη της και πήγαν να εκκλησιαστούν σ’ ένα ναό που πανηγύριζε. Χάρηκε πολύ και όταν είδε να πωλούν εικόνες έξω από την εκκλησία, αγόρασε δύο. Τον Χριστό για τον γυιό της, και την Παναγία για την κόρη της. Όταν πήγε σπίτι της τις τοποθέτησε στα δωμάτια των παιδιών της.

Ο γυιός της ήταν έκδοτος στα σαρκικά πάθη και κάθε βράδυ ξενυχτούσε στις διασκεδάσεις. Στους τοίχους του δωματίου του είχε κολλήσει πολλές φωτογραφίες γυμνών τραγουδιστριών και ηθοποιών. Ανάμεσα σ’ αυτές έβαλε η μητέρα του και την εικόνα του Χριστού.

Ένα βράδυ είχε δυνατό πονοκέφαλο και δεν βγήκε έξω. Κοιμήθηκε ενωρίς αλλά ξύπνησε ξαφνικά. Είδε να έχη ανάψει το φως και στην κλειστή πόρτα του δωματίου στεκόταν ένας ψηλός, μισόγυμνος, με τριχωτό δέρμα, με νύχια μεγάλα, άσχημος, που η θέα του προκαλούσε αποστροφή και φόβο (ο διάβολος).

Με άγρια φωνή είπε στο νέο: «Ρε, όλα τα χατίρια σου τα έχω κάνει. Εκείνον εκεί (έδειξε την εικόνα του Χριστού), τι τον θέλεις;». Και πλησιάζοντας έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο του νέου. Από τον φόβο του σχεδόν λιποθύμησε· μόλις συνήλθε έτρεξε τρέμοντας στο δωμάτιο των γονέων του και ξάπλωσε ανάμεσά τους σκεπάζοντας με τις κουβέρτες το πρόσωπό του.

Ύστερα διηγήθηκε στους γονείς του τι συνέβη. Το ένα του μάγουλο ήταν πρησμένο και μελανιασμένο από το χτύπημα του διαβόλου.

Μετά πήγαν στην Εκκλησία και ζήτησαν από τον ιερέα να τους βοηθήση. Ο ίδιος ιερέας (π.Χ.Κ.) που είδε το νέο με το μελανιασμένο πρόσωπο, το διηγήθηκε.

 Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Α’, Άγιον Όρος 2009, σελ. 387.