Ήρθε
κάποιος χριστιανός, επαναλαμβάνω πριν από τέσσερα χρόνια, πέντε, δεν
θυμούμαι, μου είπε το όνομά του, και ήλθε σε μένα επειδή είχε πεθάνει ο
πνευματικός του, – γνωστός, από το Λοιμωδών, – και αμέσως μετά μου είπε:
«Εγώ πάτερ μου, για να ξέρεις είμαι πολύ καλός χριστιανός, είμαι και
ταπεινός, είμαι και δίκαιος», και τον ρώτησα από πού αυτό το συμπέρασμα.
Και
μου απαντάει: «Έχω πολύτεκνη οικογένεια, είμαι τμηματάρχης στη Άλφα
Δημόσια Υπηρεσία, πηγαίνω κάθε Κυριακή και γιορτή στην Εκκλησία, κάνω
την προσευχή μου πρωί και βράδυ, δίνω πολλές ελεημοσύνες, και μάλιστα
φτάνω μέχρι και την εντολή που δίνει ο Θεός, να δίνουμε μέχρι και το
δέκατο από το μισθό μας, επισκέπτομαι τους αρρώστους στα νοσοκομεία,
κατάκοιτους στα σπίτια, νηστεύω Τετάρτες και Παρασκευές και όλες τις
Σαρακοστές, εξομολογούμαι τακτικά, κοινωνώ επίσης …».
Όλα
αυτά μου θύμισαν αμέσως τον Φαρισαίο, διότι τίποτε περισσότερο από το
Φαρισαίο δεν είπε, όχι ο Φαρισαίος όλα τα έκαμεν, «Διαβάζω την Καινή
Διαθήκη», κι ο Φαρισαίος ήξερε τον Νόμον του Θεού, «Και μάλιστα πολύ
καλά, και πολλά όλα ωραία βιβλία, όπου κι αν πάω, όπου κι αν σταθώ,
μιλάω για τον Αντίχριστο, για το φοβερό ΕΚΑΜ, για το εξακόσια εξήντα
έξι, και καυτηριάζω το κακό, κάνω αυστηρές παρατηρήσεις στο όνομα του
δικαίου, και καυτηριάζω το κακό, και του Ευαγγελίου, σε όλους, στη
γυναίκα μου, στα παιδιά μου, στους συγγενείς μου, στους υφισταμένους
μου, στους γειτόνους μου, στους εργάτες μου, στους συγκάτοικούς μου, σ’
αυτούς που είναι στο δρόμο, παντού, σε όλους, σε όλους, …» ..
Δεν
τον άφησα να, συνεχίσει βέβαια, διότι είχα καταλάβει αρκετά, και κείνη
τη στιγμή, με φώτισε ο Θεός, αν και είμαι αμαρτωλός, όντως αμαρτωλός
είμαι, αμαρτωλός και άθλιος και του είπα τα εξής:
«Αν
θέλεις να μάθεις συ ο ίδιος, πόσο καλός άνθρωπος είσαι, και τι είδους
χριστιανός είσαι, και αν αυτό που νομίζεις ότι είσαι, αρέσει στο Θεό, θα
πας αμέσως τώρα μόλις φύγεις από δω, στη γυναίκα σου, και στα παιδιά
σου, και αύριο μεθαύριο στους συγκατοίκους της πολυκατοικίας, στους
συγγενείς, στους συναδέλφους και λοιπά, και θα τους ρωτήσεις να σου πουν
με απόλυτη ειλικρίνεια, τι γνώμη έχουν για σένα. Και μάλιστα τι
μουρμουρίζουν πίσω από την πλάτη σου, και τι γνώμη έχουν για τον
Χριστιανισμό που εσύ αντιπροσωπεύεις.
Αυτός είναι ο κανόνας που σου βάζω. Και θα ’ρθείς ύστερα από μερικές μέρες να μου απαντήσεις. Μέχρι τότε δεν έχει Θεία Κοινωνία.
Και
μόνον την αλήθεια, και όσοι διστάζουν να σου την γράψουν ανώνυμα, να
την τυπώσουν στην γραφομηχανή, και στα κομπιούτερς που υπήρχαν τότε, και
να στα παραδώσουν μέσα σε κλειστά φάκελλα για να ξέρεις.
Και
όταν βέβαια θα ακούσεις και θα διαβάσεις τις γνώμες των συνανθρώπων
σου, να σταθείς, να πάς στην Εκκλησία και να σταθείς μπροστά στην εικόνα
του Χριστού, και να Τον ρωτήσεις, ύστερα από όσα μου είπαν, και από όσα
διάβασα, αν πεθάνω σήμερα Χριστέ μου, κληρονομώ την Βασιλεία Σου;»
Βέβαια,
έφυγε θιγμένος, θυμωμένος, στεναχωρημένος και προβληματισμένος. Γύρισε
όμως ύστερα από τρεις εβδομάδες. Έπεσε στα γόνατα και ομολόγησε
φωνάζοντας:
«Πάτερ
μου είμαι αμαρτωλός, είμαι εγωιστής, μού ’παν ότι είμαι σκληρόκαρδος,
θυμώδης, καβγατζής, γκρινιάρης, άδικος, κουτσομπόλης, υπερήφανος,
καινοδοξής, λαίμαργος, φιλάργυρος, άπιστος, άθεος, και όλοι μηδενός
εξαιρουμένου μου είπαν ότι είμαι υποκριτής, υποκριτής. Και αν πεθάνω
σήμερα, δεν έχω κανένα ίχνος μετανοίας, διότι έρχεται η εβδομάδα της
Κυριακής των Απόκρεω, και ξέρω ότι εκείνη την Κυριακή διαβάζεται το
Ευαγγέλιον της Κρίσεως. Αν πεθάνω που θα πάω;».
Δυστυχώς
αδελφοί μου οι πιο πολλοί από μας, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο
του μοιάζουν. Πιστεύουμε ότι είμαστε καλοί άνθρωποι και καλοί
χριστιανοί αλλά κάνουμε μεγάλο λάθος. Η πορεία μας στη ζωή μας, όπως
αυτή αποκαλύπτεται μέσα στην οικογένειά μας, και στον εργασιακό χώρο και
στο κοινωνικό περιβάλλον, είναι απορία που ικανοποιεί τα πάθη, και δεν
είναι πορεία για την κάθαρση, για τον αγιασμό, για την θέωση, για τη
σωτηρία.
Όσο μας
ξέρει ο σύντροφος της ζωής μας, δεν μας ξέρει κανένας άλλος. Και καμιά
φορά όσο μας ξέρουν τα παιδιά μας, και όσο μας ξέρουν συνεργάτες,
υφιστάμενοι και προϊστάμενοι, και τόσοι άλλοι, που γνωρίζουν και βλέπουν
τα στραβά μας και τα λάθη μας και τις κακίες μας, τόσο καλά ώστε να
’μαστε εμείς τυφλοί και να μη τις βλέπουμε.
Μόνον βέβαια ο Θεός γνωρίζει καλύτερα από όλους, ποιοι είμεθα στο βάθος του είναι μας, διότι Αυτός βλέπει μέσα στις καρδιές μας.
Μέσα μας βλέπει ο Θεός, δε βλέπει από έξω.
Και
δυστυχώς αν κρατήσουμε αυτήν την στάση, θα ακούσομε αυτό που είπε ο
Κύριος: «Υπάγετε απ’ εμού κατηραμένοι, εις το πυρ το αιώνιον, το
ητοιμασμένω τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού».
Γι’
αυτό και χρειάζεται η καθημερινή ΜΕΤΑΝΟΙΑ και η αλλαγή της ζωής μας, να
μάθουμε από τώρα να ζούμε την αιώνια ζωή, ή μάλλον την ίδια ζωή που
έζησε ο Χριστός πάνω στη γη.
Η αλήθεια για σένα ποια είναι..;;;
Του π. Στέφανου Αναγνωστόπουλου