Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (Ἰωάν. γ΄ 16) τονίζει:
«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». (:Μὴ σοῦ φαίνεται δὲ παράδοξον τὸ ὅτι πρόκειται διὰ τὴν σωτηρίαν σας νὰ ὑψωθῇ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Διότι τόσον πολὺ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔζῃ εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὥστε παρέδωκεν εἰς θάνατον τὸν μονάκριβον Υἱόν του, διὰ νὰ μὴ χαθῇ εἰς αἰώνιον θάνατον καθένας, ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον).
Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο; Ἄν, λέγη ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, μετρηθῆ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ ὡς μία στάλα νεροῦ, τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο εἶναι ὠκεανός.
- Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σκιαγραφεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ:
«Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἕνωσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κάθισε τὸν ἄνθρωπο στὸ βασιλικὸ θρόνο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φανέρωσε τὸν Θεὸ ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔκανε τὸν Κύριο δοῦλο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔκανε νὰ σταυρωθῆ πρὸς χάριν τῶν ἐχθρῶν ὁ ἀγαπητός, πρὸς χάριν τῶν μισούντων ὁ Υἱός, πρὸς χάριν τῶν δούλων ὁ Δεσπότης, πρὸς χάριν τῶν ἀνθρώπων ὁ Θεός, πρὸς χάριν τῶν δούλων ὁ Ἐλεύθερος. Κι οὔτε μέχρι ἐδῶ σταμάτησε, ἀλλὰ καὶ σὲ μεγαλύτερα μᾶς κάλεσε. Γιατί δὲν μᾶς ἀπήλλαξε ἀπ’ τὰ προηγούμενα κακὰ μόνο, ἀλλὰ καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ μᾶς δωρίση ἄλλα πολὺ μεγαλύτερα».
- Ἀπὸ τὸ περιοδ. «Σωτὴρ» Ν. 2235 15/1/2021 ἀντιγράφουμε πῶς ὁ Θεὸς προστάτευσε τὴν οἰκογένεια τοῦ Λὼτ πρὶν τὴν καταστροφὴ τῶν Σοδόμων (Γέν. ιθ΄ 12-16).
«Ἡ καταστροφὴ τῆς πόλεως γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν της θὰ ἐρχόταν χωρὶς ἀναβολή, ὅπως ὁ Θεὸς εἶχε προαναγγείλει στὸν Ἀβραάμ.
Τὴν τελευταία βραδιὰ στὴν ἱστορία τῶν Σοδόμων, ὁ Λὼτ δέχθηκε νὰ φιλοξενήση στὸ σπίτι του δύο ξένους, ποὺ ὅμως δὲν ἦταν ἄνθρωποι. Ἐμφανίσθηκαν σὰν ἄνθρωποι, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα, ὅπως περιγράφεται στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, ἦταν τὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τὸ πρῶτο Πρόσωπο – ὁ Θεὸς Πατήρ – εἶχε παραμείνει μὲ τὸν Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἐμφανίσθηκε στὸν Λὼτ μὲ τὴ μορφὴ αὐτή, γιὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη τὰ θλιβερὰ νέα:
– Αὔριο, τοῦ εἶπαν, τὰ Σόδομα θὰ καταστραφοῦν μὲ φωτιὰ καὶ θειάφι. Δὲν θὰ γλυτώση κανεὶς ἀπὸ τὴν καταστροφή. Πάρε τὴν οἰκογένειά σου, τὴ γυναίκα σου, τὶς κόρες σου, τοὺς γαμπρούς σου, καὶ ὅποιον ἄλλον ἔχεις καὶ «ἐξάγαγε ἐκ τοῦ τόπου τούτου» (Γέν. ιθ΄ 12).
Ξημέρωσε ἡ τελευταία ἡμέρα στὴν ἱστορία μιᾶς πόλεως, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει γνωστὴ γιὰ τὴν καταστροφή της. Ὁ Λὼτ καὶ ἡ οἰκογένειά του ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν ἀναχώρηση. Πῆραν ὅ,τι μποροῦσαν μαζί τους, ἀλλὰ ἐνῶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ξεκινήσουν, σάστισαν, τὰ ἔχασαν, δὲν ἀποφάσιζαν νὰ ξεκινήσουν. Οἱ εἰδήσεις γιὰ τὴν καταστροφὴ ποὺ ἐρχόταν, τοὺς γέμισαν φόβο. Τρόμος τοὺς κατέλαβε καὶ ἀγωνία.
Τὸ ἱερὸ κείμενο ἐδῶ μᾶς διασώζει μία θαυμάσια καὶ συγκινητικὴ λεπτομέρεια, ποὺ ἔλαβε χώρα κατὰ τὴν ὥρα αὐτή. Βλέποντας οἱ δύο Ἐπισκέπτες τὸν κλονισμὸ ποὺ ὑπέστησαν οἱ ψυχές τους, γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσουν καὶ νὰ τοὺς στηρίξουν στὴν ἀπόφασή τους, τοὺς κράτησαν ἀπὸ τὸ χέρι! «Ἐκράτησαν τῆς χειρός αὐτοῦ, τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ τῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ» (Γέν. ιθ΄ 16). Τί ὡραία σκηνή! Τί συγκινητικό! Ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τοὺς ἔπιασαν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοὺς ἔβγαλαν μέσα ἀπὸ τὴν κόλαση μιᾶς πόλεως ποὺ σὲ λίγη ὥρα θὰ ἀφανιζόταν. Τοὺς ὁδήγησαν μακριὰ ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ τὴν καταστροφή, ἀφήνοντας πίσω τους ἀκόμα καὶ τοὺς γαμπρούς τους, ποὺ δὲν τοὺς ἀκολούθησαν, πιστεύοντας ὅτι ὅσα ἔλεγε ὁ Λὼτ ἦταν ἀνοησίες.
Δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεός! Γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε μὲ μετάνοια κοντά Του, ὑπάρχει ἕνα χέρι. Ἕνα χέρι παντοδύναμο, ποὺ θὰ μᾶς βγάλη μέσα ἀπὸ τὴ δοκιμασία καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήση σὲ ἀναψυχή».
- Μεγάλη λοιπὸν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Λέγει ὁ μακαριστὸς π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος τὸ βιβλίο του «Τὰ μυστικὰ τῆς εὐτυχίας»:
«Ὕψωσεν τὸν Υἱόν Του, ὁ ὁποῖος ἔγινεν ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας, χωρὶς αὐτὸς νὰ ἔχῃ τὸ δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας, καθ’ ὅ ἀναμάρτητος. Ἐπόνεσεν αὐτὸς φρικτά, διὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ τοὺς πόνους. Προτίμησε νὰ δῆ τὸ Παιδί Του τὸ μονάκριβο κατάρα, διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ ἐμᾶς ἐκ τῆς κατάρας. Ἐδέχθη νὰ δῇ τὸν Υἱόν Του μετὰ ἀνόμων, διὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν.
Ὕψωσε αὐτόν, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». Ὅποιος ἀτενίζει πρὸς αὐτόν, ὅποιος πιστεύει εἰς αὐτόν, θὰ σωθῇ. Τὸ Αἷμα Του ἐδόθη λύτρον χάριν ἡμῶν. Ὁ θάνατός Του ἔγινε ζωὴ ἰδική μας. Ὅσοι πιστεύομεν εἰς Αὐτὸν καὶ ἀνήκομεν εἰς Αὐτόν, δὲν θὰ κατακριθῶμεν, ἀλλὰ θὰ ἐξασφαλίσωμεν σωτηρίαν αἰώνιον, ζωὴν αἰώνιον.
Ὤ! βάθος καὶ πλάτος καὶ πλοῦτος ἀγάπης Θεοῦ! Ποιὸς τώρα θὰ μείνῃ ἀσυγκίνητος; Ποιὸς ἀδιάφορος καὶ ψυχρός; Ποιὸς θὰ περιφρονήσῃ μιὰ τέτοια ἀγάπη; Τουναντίον νὰ ἀνταποκριθῶμεν καὶ ἐμεῖς εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ κανεὶς δὲν μᾶς ἀγαπᾶ τόσον πολύ, οὔτε πατέρας, οὔτε μητέρα, οὔτε παιδί, οὔτε φίλος, ὅσον ὁ Θεός, καὶ ἐμεῖς κανένα δὲν θὰ ἀγαπήσωμεν τόσον, ὅσον Αὐτόν. Νὰ τὸν ἀγαπήσωμεν μὲ ὅλην μας τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδιά. Ἡ ἀγάπη αὐτή, τοῦ Θεοῦ, νὰ γεμίζῃ τὴν καρδιά μας. Νὰ τὸν ἀγαπήσωμεν μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις. Ὁ νοῦς νὰ σκέπτεται καὶ νὰ ἐντρυφᾶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ. Ἂς τὸν ἀγαπήσωμεν λοιπὸν «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μας καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μας».