Ἀναστασιάδη Ν. Σάββα
Αἰσθάνομαι ἔντονα τὴν ἀνάγκη νὰ ἀφιερώσω τὴ μαρτυρία μου αὐτή, ὡς ἐλάχιστο φόρο τιμῆς, στὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἀπόφασή μου νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ τὴ ζωή, εἶναι οἱ ἀγαπημένοι μου γονεῖς Νικόλαος καὶ Δέσποινα Ἀναστασιάδου ποὺ μὲ τὴν παρότρυνσή τους ὀργανώθηκε αὐτὸ τὸ ὁδοιπορικὸ καὶ ὁ ἀδελφὸς τῆς μητέρας μου Κυριάκος Τσιλίδης ποὺ μὲ τὴν ἀκούραστη καθοδήγησή του πραγματοποιήθηκε ἄψογα.
Κίνητρό μας γιὰ τὴν ἐπίσκεψη στὸ Ὄρος δὲν ἦταν ἡ ἐπίλυση τοῦ προβλήματος ποὺ ἀντιμετώπιζα μὲ τὴν ὑγεία μου, οὔτε ἀσφαλῶς ἡ ὁποιαδήποτε ταξιδιωτική μας περιέργεια. Στὸ Ἅγιον Ὅρος πηγαίναμε μὲ πίστη, εὐλάβεια καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Κύριο. Πηγαίναμε νὰ γνωρίσουμε ἀπὸ κοντὰ τὸ προπύργιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Νὰ προσκυνήσουμε ταπεινὰ τὰ ἅγια κειμήλια καὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Νὰ ἀκούσουμε τὰ ζωηφόρα λόγια τῶν ἀξιοσέβαστων πατέρων καὶ νὰ πάρουμε τὴν εὐλογία τους. Νὰ δώσουμε τὴν εὐκαιρία στὶς ψυχές μας, νὰ ἔλθουν πιὸ κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ φυσικὰ γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε.
Μὲ τοὺς συνοδοιπόρους μου ζήσαμε ἀπὸ κοντά, θαυμάσαμε καὶ γευτήκαμε τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός. Ἀκόμη καὶ σήμερα, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια θυμᾶμαι τὰ ὅσα συνέβησαν, γιατί μὲ συγκλόνισαν. Μόνο ὁ Ὕψιστος μπορεῖ νὰ προσφέρει τέτοια δῶρα ἢ ἂν θέλετε, νὰ κάνει τέτοια θαύματα. Θαύματα, ποὺ προκαλοῦν τόσο μεγάλες ἀνατροπὲς στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλωστε, ὅλη ἡ ζωὴ γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο εἶναι ἕνα θαῦμα. Δὲν ἦταν τυχαῖο, πῶς ὁ πρῶτος οὐσιαστικὰ μοναχὸς ποὺ μιλήσαμε ἦταν ὁ π. Παΐσιος καὶ φυσικὰ χωρὶς νὰ ἔχουμε σχεδιάσει συνάντηση μαζί του. Τὸ νὰ συναντᾶς ἕναν Ἅγιο ἄνθρωπο μὲ τὴ σοφία καὶ τὴ χάρη τοῦ π. Παϊσίου, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκτὸς ἀπὸ θαῦμα; Πῶς φανταζόμαστε τὸ θαῦμα; Τί περιμένουμε νὰ δοῦμε; Τί ἄλλο ψάχνουμε νὰ βροῦμε; Τὰ θαύματα δὲν γίνονται γιὰ νὰ μαγέψουν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν σώσουν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ νὰ ἐνισχύσουν τὴν πίστη του.
Συχνὰ πυκνά, ἀκούω τὴ φράση «θαύματα δὲ γίνονται κάθε μέρα». Αὐτὸ εἶναι ἀπολύτως σωστό, διότι θαύματα γίνονται κάθε λεπτὸ καὶ δευτερόλεπτο. Μικρὰ ἢ μεγαλύτερα γίνονται θαύματα, ἀρκεῖ νὰ πιστεύουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας. Ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, ἀρκεῖ νὰ θέλουμε νὰ τὰ δοῦμε καὶ θὰ τὰ δοῦμε.
Δοξάζω τὴ χάρη καὶ τὴ μεγαλοθυμία τοῦ Κυρίου, ποὺ μὲ ἀξίωσε νὰ ζῶ μέχρι σήμερα, μὲ ὅσα Ἐκεῖνος ὅρισε γιὰ ἐμένα. Ζωὴ γεμάτη συγκινήσεις, ἀγάπη, χαρά, πόνο. Πολὺ πόνο! Τὰ ἔζησα ὅλα μὲ τὸ ἄμετρο ἔλεος καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Μεγάλου Θεοῦ.
Γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα στὸ Μαυροβούνι Νομοῦ Πέλλας, σ΄ ἕνα ζεστὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον μὲ ἀρχές, ἦθος καὶ ἀξιοπρέπεια. Στὴν γαλούχηση τῶν γονιῶν μου ὀφείλω τοὺς στενούς μου δεσμοὺς μὲ τὴ θρησκεία μας, ἀπὸ μικρὸ παιδί. Καταλυτικὸς ὅμως στὴ σχέση αὐτή, ἦταν ὁ ρόλος τῶν κληρικῶν, παπποῦ καὶ θείου, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν λόγο, τὴ στάση ζωῆς καὶ τὴ συμπεριφορά τους ἔθεσαν στὴν ψυχή μου τὰ πιὸ ἀσφαλῆ καὶ ἀκλόνητα θεμέλια πίστης καὶ ἀφοσίωσης πρὸς τὸν Κύριο.
Τὸ ἰατρικό μου ἱστορικὸ ἀρχίζει τὸ 1978 σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν. Κρίσιμη ἡλικία. Ἡλικία ἀνατροπῶν. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔνιωσα πόνους στὴν κοιλιακὴ χώρα καὶ νοσηλεύτηκα γιὰ εἴκοσι ἡμέρες στὸ νοσοκομεῖο Ἔδεσσας. Τὸ ἀνησυχητικὸ ἦταν, πῶς δὲν ὑπῆρχε σαφὴς διάγνωση, ὁπότε δὲν μποροῦσε νὰ δοθεῖ κατάλληλη θεραπεία. Πέρασε ἕνας περίπου χρόνος καὶ τὸ περιστατικὸ ἐπαναλήφθηκε. Οἱ κρίσεις ὄχι μόνο ἄρχισαν νὰ πυκνώνουν, ἀλλὰ καὶ κάθε φορὰ ἦταν πιὸ ἰσχυρὲς καὶ ἀσύγκριτα πιὸ δύσκολες. Πόνοι ἀφόρητοι, φρικτοὶ καὶ μάλιστα σὲ τόσο νεαρὴ ἡλικία. Τὰ ἐπαναλαμβανόμενα ἐπεισόδια, συσσώρευαν τὸν ἀβάσταχτο πόνο στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα μου. Οἱ ἀντοχές μου δοκιμάζονταν. Ἔνιωθα τὴ γῆ νὰ χάνεται κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Ἔβλεπα τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου δίπλα μου. Βάδιζα σὲ τεντωμένο σχοινί, ἀλλὰ ἰσορροποῦσα. Ἔπρεπε νὰ ἀντέξω, ν΄ ἀντέξω γιὰ πολλοὺς λόγους! Κάποιες φορὲς ὁ πόνος μὲ λύγιζε, οὔτε γιὰ μία στιγμὴ ὅμως κλονίστηκε ἡ πίστη μου πρὸς τὸν Θεό. Τὰ χρόνια κυλοῦσαν καὶ ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ ὑπηρετήσω τὴ στρατιωτική μου θητεία (ἂν καὶ μποροῦσα νὰ τὸ ἀποφύγω). Οἱ ἀντίξοες συνθῆκες διαβίωσης καὶ γενικότερα ὁ τρόπος ζωῆς στὸ στράτευμα, ἐπιβάρυναν τὴν κατάστασή μου δημιουργῶντας ἀναπάντεχα δυσμενεῖς ἐξελίξεις. Κι ἐδῶ νοσοκομεῖα, γιατροί, ἐξετάσεις καὶ ἀποτέλεσμα μηδέν. Τελικὰ ἀπολύθηκα. Παρὰ τὸ μαρτύριο ποὺ πέρασα εἴκοσι δύο μῆνες, ἔνιωθα ἀπόλυτα ἱκανοποιημένος γιὰ τὸ ὅτι ἔκανα τὸ χρέος μου.
Ἐπανῆλθα στὴν καθημερινότητα, κουβαλῶντας τὸν σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου. Οἱ πόνοι ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἀλλοιώνουν τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς μου σ΄ ἕνα δρόμο μακρὺ καὶ μὲ πολλὰ ἐμπόδια. Ἔπρεπε νὰ πάρω ἀποφάσεις γιὰ τὸ μέλλον μου. Ὅμως ἄλλα μὲν θέλουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἄλλα ἀποφασίζει ὁ Θεός. Ἔτσι, τράβηξα μπροστὰ κάνοντας τρόπο ζωῆς τὰ προβλήματά μου. Δὲν τὸ ἔβαλα κάτω καὶ συνέχισα. Ἐγκαταστάθηκα στὴ Θεσσαλονίκη. Ἔμενα μόνος καὶ ἐργαζόμουν. Μὲ σκοπὸ τὴν ἄρτια κατάρτιση πάνω σὲ θέματα τῆς δουλειᾶς μου, χρειάστηκε νὰ μεταβῶ στὴ Γερμανία, ὅπου καὶ παρέμεινα γιὰ δύο περίπου μῆνες, καὶ λίγο ἀργότερα καὶ στὴν Ἀθήνα γιὰ τὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα. Δυστυχῶς ὅμως, τὰ προβλήματα συνεχίστηκαν καὶ μάλιστα μὲ ρυθμοὺς ἀνυπόφορους. Ὅπως καταλαβαίνετε, οἱ συνθῆκες αὐτὲς γιὰ τὴν ἐξέλιξη καὶ τὸ μέλλον ἑνὸς νέου εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ἀπαγορευτικές. Ἀγωνίστηκα σκληρά γιὰ νὰ κρατήσω τὸ ἠθικό μου ψηλά. Γιὰ ἀρκετὰ χρόνια μπαινόβγαινα σὲ κεντρικὸ νοσοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπου ὁμάδα ἰατρῶν παρακολουθοῦσε τὴν πορεία τῆς ὑγείας μου, χωρὶς ὅμως οὐσιαστικὰ ἀποτελέσματα. Γιὰ νὰ καταλάβετε τὴν τροπὴ ποὺ εἶχε πάρει ἡ κατάσταση, σχεδὸν κάθε ἑβδομάδα ἤμουν τέσσερις ἡμέρες ἐντὸς καὶ τρεῖς ἐκτὸς νοσοκομείου.
Ὅμως οἱ δύσκολες αὐτὲς καταστάσεις ἦταν αὐτὲς ποὺ μ΄ ἔμαθαν νὰ ἐκτιμῶ καὶ νὰ σέβομαι τὸ πολὺ σημαντικὸ δῶρο τῆς ζωῆς. Πέρασα βράδια μὲ τὶς κραυγὲς τοῦ πόνου νὰ ἀναστατώνουν οἰκοδομικὰ τετράγωνα. Σκίζοντας σεντόνια, ἀλλὰ καὶ τὴν καρδιὰ τῆς μητέρας μου ποὺ ἔβαζε τὰ χέρια της γιὰ προσκεφάλι καὶ ἀπὸ τὸ σφίξιμο τῆς ἄφηνα μελανιές. Ἀγαπημένη μου Μάννα! Ἀγαπημένες μητέρες ὅλου τοῦ κόσμου! Οἰκογένεια, φίλοι, συγγενεῖς, θεῖες, θεῖοι, ἐξαδέλφια, γνωστοὶ ἀλλὰ καὶ ἄγνωστοι ἄνθρωποι, στάθηκαν στὸ πλευρό μου. Τὸ λιγότερο ποὺ τοὺς ὀφείλω, εἶναι ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ ἰατρικὰ συμβούλια, ἐξονυχιστικὲς πλὴν ἀναποτελεσματικὲς ὅμως ἐξετάσεις, κρίθηκε ἀναγκαία ἡ εἰσαγωγή μου σὲ εἰδικὸ ἐρευνητικὸ κέντρο τοῦ Λονδίνου. Ἀκόμη κι ἐκεῖ, ἡ μετάβαση ἦταν ἐπεισοδιακὴ μὲ ἔντονους πόνους σὲ ὅλη τὴ διαδρομή. Μὲς τὸ ἀεροπλάνο κουλουριασμένος καὶ ἐξαθλιωμένος. Ἕνα ράκος! Παραμονὴ τοῦ 85 μόνος, σ΄ ἕνα γιορτινὸ καὶ ἀφιλόξενο Λονδίνο. Μετὰ ἀπὸ διαμονὴ δέκα ἡμερῶν, εἴδαμε ἐπιτέλους κάποιο φῶς. Ἔπειτα ἀπὸ χρόνια ταλαιπωρίας, εἴχαμε πλέον στὰ χέρια μᾶς μία σαφῆ διάγνωση. Ὑπῆρχε ὀξὺ πρόβλημα σπάνιας μορφῆς. Καὶ γιὰ νὰ μὴ σᾶς μπλέκω μὲ ἰατρικοὺς ὅρους σᾶς τὸ μεταφέρω μὲ ἁπλὰ λόγια, ὑπερτριγλυκεριδεμία. Σπάνιο περιστατικό. Ἀπὸ τὰ τρία-τέσσερα ποὺ εἶχαν ἐμφανισθεῖ παγκοσμίως. Ὁ αὐξημένος ἀριθμὸς τριγλυκεριδίων στὸ αἷμα -μὲ τὸν ὁποῖο γεννήθηκα καὶ ἁπλὰ ἐμφανίστηκε στὰ δεκαέξι μου χρόνια-προκαλοῦσε ὀξεία παγκρεατίτιδα καὶ ὅπως μου τόνισε ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς ἰατρικῆς ὁμάδας, στὰ περιστατικὰ αὐτὰ ὁ πόνος πολλὲς φορὲς εἶναι πιὸ δυνατὸς ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς γέννας. «Ὀξεία ὑποτροπιάζουσα παγκρεατίτιδα ἀπὸ ὑπερτριγλυκεριδεμία», ἕως καὶ χίλιες ἐννιακόσιες μονάδες ἔφτανε ὁ ἀριθμὸς τῶν τριγλυκεριδίων καὶ αὐτὸ ἐγκυμονοῦσε κινδύνους γιὰ τὴ ζωή μου. Μὲ τετρακόσιες μονάδες κινδυνεύεις ἄμεσα ἀπὸ ἔμφραγμα, ἄλλες καρδιοπάθειες, ἐγκεφαλικά, εἶσαι κοντὰ στὸν διαβήτη -ὅπως καὶ ἔγινε- δημιουργοῦνται θρομβώσεις καὶ ἄλλες πολλὲς ἐπιπλοκές.
Ὅπως καταλαβαίνετε, τὸ πρόβλημα ἦταν μεγάλο μὲ ποικίλες προεκτάσεις καὶ αὐτὸ διαγνώστηκε μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, τόσο τρέξιμο, τόσο μεγάλο πόνο. Ἤξερα πλέον, τί ἀκριβῶς συνέβαινε, ἦταν ὅμως τόσο σπάνιας μορφῆς ἡ περίπτωση ποὺ καὶ ἐκεῖ δὲν μοῦ πρότειναν κάποια συγκεκριμένη λύση. Μία ἀγωγὴ καὶ αὐτὴ στὴν οὐσία χωρὶς ἀποτέλεσμα. Δηλαδή, ἔχεις «αὐτὸ κι αὐτό», ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε πῶς μπορεῖ νὰ θεραπευτεῖ. Τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ θυμᾶμαι νὰ μοῦ λέει ὁ Dr. Cotton ἦταν: «Ἂν προσέξεις, ἡ κατάσταση ἴσως βελτιωθεῖ». Μὲ κομμένα φτερὰ καὶ ψαλιδισμένη αἰσιοδοξία ἐπέστρεψα στὴν Ἑλλάδα, στὸ χωριό μου. Ἦταν σαφὲς πὼς χρειαζόμουν τὴ φροντίδα τῆς οἰκογένειάς μου γιὰ νὰ ἀποφύγω μία χειρότερη ἴσως ἐξέλιξη. Τὸ ὄνειρο γιὰ τὴν ἐπαγγελματική μου σταδιοδρομία γιὰ μία ἀκόμη φορὰ εἶχε ἄδοξο τέλος. Εἶχα ἀνάγκη νὰ ἠρεμήσω καὶ νὰ ζήσω πλέον φυσιολογικὰ -ὅσο μοῦ τὸ ἐπέτρεπαν οἱ καταστάσεις- ἀκολουθῶντας τὴ θεραπεία ποὺ μοῦ συνέστησαν οἱ γιατροί. Αὐτὸ καὶ ἔκανα. Ἡ ἠρεμία ὅμως ποὺ ἀναζητοῦσα, δὲν κράτησε γιὰ πολύ. Ἡ κατάσταση χειροτέρευσε. Ὁ πόνος πλέον εἶχε πιὸ ἄγρια καὶ ἐπικίνδυνη μορφή. Μία πολὺ δυνατὴ κρίση, ἕνα χειμωνιάτικο βράδυ, μεταφέρομαι στὸ νοσοκομεῖο τῆς Ἔδεσσας. Μετὰ τὴν παραζάλη τοῦ πόνου, θυμᾶμαι σὰν καὶ τώρα, τὴ μητέρα μου μὲ δάκρυα στὰ μάτια νὰ μοῦ λέει χαρακτηριστικά: «Βρὲ παιδάκι μου, κάναμε τὰ πάντα, εἴδαμε τοὺς καλύτερους γιατρούς, πήγαινε μία φορὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ προσευχηθεῖς καὶ θὰ δεῖς πῶς ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βοηθήσει, θὰ νοιώσεις καλύτερα, θὰ ἀγαλλιάσει ἡ ψυχή σου». Τῆς τὸ ὑποσχέθηκα, γιατί μὲ ἔκανε νὰ πιστέψω πῶς ἦταν ἕνας τόπος ἀπ΄ ὅπου θὰ μποροῦσα νὰ ἀντλήσω τὶς δυνάμεις ποὺ τόσο μεγάλη ἀνάγκη εἶχα γιὰ νὰ σταθῶ ἐγὼ καὶ νὰ βοηθήσω καὶ τοὺς γονεῖς μου ποὺ ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζουν καὶ αὐτοὶ προβλήματα ὑγείας. Καὶ νομίζω πῶς ἦταν φυσικὸ ἐπακόλουθο.
Ἡ ἀπόφαση, λοιπόν, ἐλήφθη. Ἡ συντροφιὰ ὀργανώθηκε καὶ ἕνα πρωϊνὸ τοῦ 1998 ξεκινήσαμε μὲ προορισμὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐγώ, ὁ μικρότερος ἀδελφός μου Δημήτρης, ὁ θεῖος μας ὁ Κυριάκος καὶ ὁ γιός του κι ἐξάδελφός μας Δημήτρης. Δὲν εἴχαμε ἀπορίες, δὲν ἀγωνιούσαμε γιὰ τὸ τί θὰ συναντήσουμε καὶ τὸ πῶς θὰ φτάσουμε. Ὑπῆρχε γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ θεῖος μας, ὁ ὁποῖος κατ΄ ἐπανάληψη εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μᾶς ἐνημέρωσε γιὰ κάποιες Μονὲς καὶ Σκῆτες ποὺ θεωροῦσε ἀπαραίτητο νὰ ἐπισκεφθοῦμε, ἀλλὰ ἐπέμενε πῶς θὰ ’μασταν πάρα πολὺ τυχεροὶ ἂν παίρναμε τὴν εὐχὴ ἑνὸς συγκεκριμένου μοναχοῦ. Σὲ ὅλη τὴ διαδρομή, μᾶς μιλοῦσε γιὰ αὐτὸν, Γέροντα. Παΐσιο τὸν λένε, μᾶς εἶπε, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του, ἀφοῦ τὸν εἶχε γνωρίσει χρόνια πρὶν καὶ ἤξερε πολλὰ γιὰ τὸν θεοφιλῆ βίο τοῦ ἁγιορείτη πατέρα.
Ἀφοῦ διασχίσαμε μεγάλο μέρος τῆς ἱστορικῆς Μακεδονικῆς γῆς, σὲ μία ἀπίστευτης ὀμορφιᾶς διαδρομὴ, φτάσαμε στὴν Οὐρανούπολη, ἕτοιμοι γιὰ τὸν τελικό μας προορισμό. Λίγο πρὶν ἐπιβιβαστοῦμε στὸ καϊκάκι, ἀπροειδοποίητα ὅπως πάντα, μὲ κόβει στὰ δύο ὁ πόνος. Σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη περίπτωση, θὰ ἔπρεπε νὰ μεταφερθῶ στὸ νοσοκομεῖο γιὰ τὶς πρῶτες βοήθειες. Πήγαινα κάπου μὲ σοβαρὸ πρόβλημα, χωρὶς νὰ γνωρίζω ἂν ὑπῆρχε τρόπος νὰ ἀντιμετωπισθεῖ. Ἐκείνη τὴν ὥρα αἰσθάνθηκα κάτι παράξενο, κάτι πρωτόγνωρο καὶ γιὰ κλάσματα δευτερολέπτου πέρασε ἀπὸ μπρός μου μία εἰκόνα «Ὁ Κύριος ἐρχόμενος πρὸς τὸ πάθος». Πῆρα δύναμη ἀπ΄ τὴν εἰκόνα αὐτή, χωρὶς φυσικὰ νὰ γίνεται ἡ σύγκριση. Ἀποφάσισα ν΄ ἀνέβω τὸν δικό μου Γολγοθά, ποὺ ἦταν σαφῶς ἀσήμαντος μπρὸς στὰ Πάθη τοῦ Κυρίου μου. Ὑπέφερε τὰ πάνδεινα γιὰ τὴ σωτηρία μας κι ἐγὼ θὰ ἔκανα πίσω; Ἦταν ἀδύνατον! Ἀποφάσισα νὰ ρισκάρω, καὶ τὸ ἔκανα. Τοὺς ἔγνεψα νὰ μποῦνε μέσα κι ἔτσι συνεχίσαμε. Γιὰ πρώτη φορά, ἔνιωθα πὼς θὰ ἀντέξω. Γιὰ πρώτη φορά, πίστευα πὼς δὲν θὰ μὲ λύγιζε τίποτα. Ἀπέναντι στὸν πόνο αἰσθανόμουν ὁπλισμένος μὲ ἀτσάλινο κουράγιο, ὑπομονὴ καὶ θέληση γιὰ νὰ ζήσω αὐτὴ τὴ μοναδικὴ ἐμπειρία. Γιὰ πρώτη φορά, κάτι μου ἔδινε δύναμη καὶ ἤξερα καλὰ τί ἦταν.
Ὁ Ἄθως, εἶναι ἡ πλούσια παρακαταθήκη μίας ἄλλης ἐποχῆς τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἐδῶ, ζεῖς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ! Γίνεσαι μάρτυρας τῆς θαυματουργικῆς ἐπέμβασης τῆς χάριτός Του, γιατί ἐδῶ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι ποὺ ὑπερβαίνουν τοὺς φυσικοὺς νόμους. Μὲ τὸ ποὺ πάτησα τὸ πόδι μου στὸ γραφικὸ λιμανάκι τῆς Δάφνης ἔνιωσα νὰ διαπερνᾶ ὅλο μου τὸ σῶμα ἠλεκτρικὸ ρεῦμα. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Τὰ βλέμματα πάγωσαν. Οἱ λέξεις χάθηκαν. Ἡ σιωπὴ ἐπιβεβαίωνε πὼς τὸ ἴδιο νιώθαμε ὅλοι. Ποτὲ δὲν μπορέσαμε νὰ βροῦμε τὶς κατάλληλες λέξεις γιὰ νὰ περιγράψουμε τὰ συναισθήματα ποὺ πλημμύριζαν τὶς ψυχές μας. Ὁ βασανιστικὸς πόνος ἔχασε τὸν πρωταγωνιστικό του ρόλο. Ἔγινε πλέον κομπάρσος. Ἂν καὶ γνώριζα καλὰ πὼς ἔθετα σὲ ἄμεσο κίνδυνο τὴν ἴδιά μου τὴ ζωή, παρέμεινα ἐκστασιασμένος ἀπὸ τὸ θέαμα ποὺ ἀντίκριζαν τὰ μάτια μου. Μὲ μάγεψε καὶ μὲ παρέσυρε τὸ σκηνικό. Ἡ πνευματικότητα ποὺ ἀπέπνεε ὁ χῶρος. Βγαλμένο λὲς ἀπὸ τὶς περιγραφὲς τῆς Βίβλου, σὰν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ θὰ βρεθεῖς μπροστὰ σὲ κάποιον Ἅγιο, σ΄ ἕναν Ἀπόστολο, στὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἦταν συγκλονιστικό! Ἡ ἡσυχία, ἡ γαλήνη, ἡ ὀμορφιὰ τοῦ τοπίου καὶ οἱ βιβλικὲς μορφὲς τῶν καλογήρων ποὺ συναντᾶς, προσδίδουν στὸ Ἅγιον Ὄρος τὴ μοναδικότητα ποὺ τὸ καθιστᾶ ἕναν παράδεισο τῆς φύσης, τῆς πνευματικῆς ἀναζήτησης καὶ τῆς θρησκευτικῆς φώτισης… Ἐδῶ στοχάζεσαι. Συνειδητοποιεῖς, ποιός καὶ τί πραγματικὰ εἶσαι. Ζεῖς θέλοντας καὶ μὴ ἕνα ὀδυνηρὸ τὲτ α τὲτ μὲ τὴν ἀλήθεια, ποὺ σὲ ὁδηγεῖ σὲ οὐσιώδη συμπεράσματα.
Ἐπιβιβαστήκαμε στὸ παραδοσιακὸ λεωφορεῖο ποὺ ἐκτελοῦσε τὸ δρομολόγιο Δάφνη–Καρυες, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ λιμάνι πρὸς τὴν πρωτεύουσα τοῦ μοναστικοῦ κέντρου.
Περάσαμε ἀπὸ Σκῆτες, Καλύβες, ὀργανωμένες Μονὲς καὶ πλέον ἀρχίσαμε νὰ διακρίνουμε τὸ μεγαλύτερο οἰκοδομικὸ σύμπλεγμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μοναστικοὺς οἰκισμοὺς τοῦ Ὄρους ὑπάρχει καὶ ἡ πολίχνη τῶν Καρυῶν ποὺ εἶναι ἡ πρωτεύουσα ὁλόκληρης τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Φτάσαμε! Φορτωμένοι μὲ τὶς ἀποσκευές μας, περπατήσαμε γιὰ λίγο στὰ πλακόστρωτα δρομάκια. Κοιτάζαμε μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμὸ τὴν πέτρινη δόμηση τῶν κτηρίων καὶ φυσικὰ τῶν ναῶν.
Τριγύρω μας ἄνθρωποι ποὺ ἀπαρνήθηκαν τὰ ἐγκόσμια καὶ ἦλθαν ἐδῶ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Αὐτοὶ οἱ μεσίτες, μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, ποὺ δὲν πηγαινοέρχονταν ποτὲ ἄσκοπα. Ὁ καθένας προσηλωμένος στὸ διακόνημά του. Ἡ συνομιλία μαζί τους σὲ βοηθᾶ νὰ ἀντιληφθεῖς τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ. Ἀφοῦ ἐξασφαλίσαμε τὰ διαμονητήρια καὶ τὸν χῶρο ποὺ θὰ διανυκτερεύσουμε, πήραμε χρήσιμες πληροφορίες ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς καὶ ἀκολουθήσαμε τὶς ὁδηγίες ποὺ μᾶς ὑπέδειξαν. Μπήκαμε στὸ Πρωτᾶτο, ἀσπαστήκαμε εἰκόνες μνημειακῆς ζωγραφικῆς, ἅγια Κειμήλια. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, βρεθήκαμε νὰ περπατᾶμε στὰ Ἱερὰ μονοπάτια τοῦ Ὄρους λίγο ἔξω ἀπὸ τὶς Καρυὲς καὶ μάλιστα ἐλάχιστα μέτρα πιὸ κάτω ἀπὸ τὴ Σκήτη τοῦ γέροντα Παΐσιου. Ἡ ἀγωνία μας ἔφτασε στὸ ἀποκορύφωμά της, ὅταν σταθήκαμε μπροστὰ ἀπὸ τὸ ὁρμητήριο τοῦ πιστοῦ μοναχοῦ. Ἀπὸ ἐδῶ, ἔδινε μὲ ὅλη του τὴν ψυχικὴ δύναμη τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες μὲ ἐπίκεντρο τὸν ἄξονα: «ΠΙΣΤΗ-ΑΓΑΠΗ-ΘΥΣΙΑ».
Δὲν γνωρίζαμε πολλὰ γιὰ τὸν μακαριστὸ Γέροντα καὶ μᾶς συγκλόνισαν οἱ ἐκδηλώσεις ἀγάπης καὶ λατρείας πρὸς τὸ πρόσωπό του. Ἑκατοντάδες ἐπισκέπτες! Ἄνθρωποι νέοι μὲ σκουλαρίκια καὶ σκισμένα τζὴν -χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει κάτι-ἀλλὰ καὶ ἡλικιωμένοι ἀπ΄ ὅλη τὴ χώρα, ἀπ΄ ὅλο τὸν Πλανήτη περίμεναν ὑπομονετικὰ ὧρες γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν «φίλο» τῆς ἐρημικῆς καὶ ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Μᾶς συνεπῆρε ἡ ταπεινότητα τοῦ χώρου. Ἕνα καλογεράκι μᾶς ἐνημέρωσε, πῶς ὁ Γέροντας βγῆκε στὸ δάσος γιὰ προσευχὴ καὶ θὰ ἦταν δύσκολο νὰ τὸν συναντήσουμε. Ἐμφανῶς στενοχωρημένοι, πήραμε ἄλλη ρότα. Γιὰ νὰ ἀνακουφισθῶ λιγάκι ἀπὸ τοὺς πόνους, σταθήκαμε κάτω ἀπὸ ἕνα αἰωνόβιο δέντρο. Ξαφνικά, ἀκούω τὸν θεῖο μου χαμηλόφωνα νὰ λέει: «Παιδιά, εἴμαστε τυχεροί, ἀντὶ νὰ ψάχνουμε ἐμεῖς τὸν Γέροντα, ἦλθε αὐτὸς σὲ ἐμᾶς!». Ἄλλαξε ἡ διάθεσή μας! Πεταχτήκαμε ἐπάνω! Τρέξαμε, τὸν ἀσπασθήκαμε καὶ τὸν βοηθήσαμε νὰ ξαποστάσει. Ἀντικρίζαμε μὲ δέος τὴ βιβλική του μορφή, σταλμένη λὲς ἀπ΄ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ρίξει βάλσαμο στὶς ψυχές μας. Ἤμασταν μπροστὰ στὸν Γέροντα ἀσκητὴ ποὺ συγκέντρωνε ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν Προφητῶν καὶ τῶν μεγάλων Ὁσίων ἀνδρῶν. Τὸν θαυμαστὸ Γέροντα τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας. Ὑποκλιθήκαμε στὴν Ἁγία προσωπικότητά του. Ὑποκλιθήκαμε στὸν Γέροντα τοῦ Θεοῦ, τὸν Γέροντα τῆς Ἀγάπης, τὸν Γέροντα τῶν πονεμένων.
Μᾶς ὑποδέχτηκε μὲ καλοσύνη καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη ποὺ τὴν διέκρινες εὔκολα στὰ μάτια του. Ἕνας-ἕνας τὰ μέλη τῆς συντροφιᾶς μας τοῦ συστήθηκαν, ἀναφέροντας τὰ ὀνόματά τους καὶ τὴν στιγμὴ ποὺ ἦταν ἡ δική μου σειρά, σηκώνει ἀπαγορευτικὰ τὸ χέρι του καὶ μοῦ λέει: «Σάββα, μαζὶ θὰ τὰ ποῦμε σὲ λίγο». Ἔνιωσα νὰ συμβαίνει κάτι ὑπερφυσικό, πῶς ἀλλιῶς νὰ τὸ χαρακτηρίσω; Κάτι πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη δύναμη. Μὲ προσφώνησε μὲ τὸ μικρό μου ὄνομα ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἔβλεπα γιὰ πρώτη φορά. Ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς ποὺ μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχὴ ἔφτασε κοντὰ στὸν Δημιουργό. Ξέχασα τὸν πόνο καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔζησα σὲ τούτη τὴ ζωή. Ἀπὸ τὰ πρῶτα λεπτὰ τῆς συνάντησής μας, μᾶς ἄφησε ἄφωνους μὲ τὰ δείγματα τῆς ἁγιοσύνης του. Τροφὴ ἀθάνατη τὰ λόγια του. Λόγια στὰ ὁποῖα διέκρινε κανεὶς ἄμεσα τὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Οἱ συμβουλές, οἱ παραινέσεις καὶ οἱ εὐχές του ἦταν γιὰ ὅλους ἐμᾶς θεϊκὰ δῶρα. Εὐλογία Κυρίου. Μιλήσαμε μαζί του γιὰ ἀρκετὰ λεπτά. Γιὰ νὰ μὴν κουράσουμε ὅμως τὸν θεοφόρο πατέρα, δὲν ἀναφερθήκαμε καθόλου στὸ πρόβλημα τῆς ὑγείας μου. Οὔτε τὸ σκεφτήκαμε, οὔτε μᾶς ἔνοιαζε. Μᾶς ἦταν ἀρκετὸ καὶ μόνο ποὺ τὸν εἴδαμε, τὸν ἀκούσαμε καὶ πήραμε τὶς εὐχές του.
Κι ἐνῷ περιμέναμε πὼς σὲ λίγα λεπτὰ θὰ μᾶς ἀποχαιρετοῦσε τραβώντας πρὸς τὴ Σκήτη του, γιατί φαινόταν καταβεβλημένος μετὰ τὴ χειρουργικὴ ἐπέμβαση στὴν ὁποία εἶχε ὑποβληθεῖ, σταματάει τὴν κουβέντα καὶ μὲ δυσκολία κρατῶντας τὸ χειροποίητο μπαστουνάκι, σηκώνεται κι ἔρχεται πρὸς τὸ σημεῖο ποὺ καθόμουν. Πάγωσα. Στεκόταν μπροστά μου ὁ ἀσκητὴς ποὺ ἔζησε στὸ ὄρος Σινᾶ ὡς ἄσαρκος ἄγγελος. Δὲν μποροῦσα νὰ σηκώσω τὸ βλέμμα μου. Μπροστὰ στὸν Γέροντα μὲ τὸν ἅγιο βίο καὶ τὰ χριστοφόρα ἔργα ἔνιωθα τόσο ἀσήμαντος. Μὲ πλησιάζει καὶ χαμηλόφωνά μου λέει: «Ξὲρω ὅτι πονᾶς καὶ ὑποφέρεις, γιὰ νὰ μὴν μὲ ἀναζητήσεις ἐσὺ καὶ κουραστεῖς περισσότερο, ἦρθα ἐγὼ σὲ ἐσένα. Ἔλα μαζί μου». Ἀφήνοντας τὴν παρέα γεμάτη ἀπορίες, πιάνει τὸ χέρι μου προτρέποντας μὲ νὰ τὸν ἀκολουθήσω.
Μπήκαμε σὲ ἕναν χῶρο ποὺ θύμιζε σπηλιά, δὲν ἦταν ὅμως. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ μέτρα στὸ βάθος σκοτείνιασαν τὰ πάντα, ἀφοῦ δὲν ἔμπαινε ἀπὸ πουθενὰ φῶς. Ἦταν τόσο σκοτεινὰ ποὺ δὲν ἔβλεπα τίποτα, οὔτε τὸν Γέροντα, οὔτε κάτι τριγύρω μας. Αἰσθάνθηκα παράξενα, ἀλλὰ δὲν τοῦ τὸ εἶπα καὶ δὲν μπορῶ ὅμως καὶ νὰ τὸ περιγράψω. Θέλω νὰ τὸ κρατήσω μέσα μου. «Ἐδῶ εἴμαστε καλά», μοῦ λέει καὶ καταλαβαίνω ἀπὸ τὶς κινήσεις ὅτι καθίσαμε σὲ ἕνα φυσικὸ πέτρινο παγκάκι. Καθόμασταν σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς καὶ δὲν ἔβλεπα κἄν τὸ πρόσωπό του. Μὲ τὰ πρῶτα του λόγια ἔνιωσα πὼς εἶμαι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Μοῦ ὑπέδειξε δρόμους σωτηρίας, φωτισμοῦ, ἁγιασμοῦ, θεώσεως. «Ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ συναντηθοῦμε. Δὲν σοῦ κρύβω, παιδάκι μου, πὼς μετρημένες φορὲς ἔρχομαι ἐδῶ καὶ τώρα ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ προσευχηθοῦμε μαζί. Γνωρίζω γιατί εἶσαι ἐδῶ. Μὴν ἀνησυχεῖς, μὲ τὶς εὐλογίες τῆς Παναγίας μας ὅλα θὰ πᾶνε καλά. Τὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζεις, θὰ μπεῖ σὲ καλὸ δρόμο. Γονάτισε, τώρα γιὰ νὰ ζητήσουμε μαζὶ τὴν συμπαράσταση τοῦ Κυρίου στὸν ἀγῶνα σου».
Στὴν προσπάθειά μου νὰ γονατίσω, ἀντιλαμβάνομαι τὴν κίνηση ποὺ κάνει γιὰ νὰ βγάλει τὸ πλεκτὸ σκουφάκι του καὶ τὸ πρῶτο ποὺ εἶδα πολὺ καθαρὰ ἦταν ὁ κόκκινος κεντημένος Σταυρός. Βγάζοντας λοιπὸν τὸ σκουφάκι, μὲ μιᾶς ἔγινε μέρα! Ἀξίζουν χιλιάδες λέξεις γιὰ νὰ μιλήσεις μόνο γι΄ αὐτὸ τὸ «ἕνα» λεπτό. Δὲν βρῆκα ὅμως πουθενὰ τὰ κατάλληλα λόγια ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ στολίσουν καὶ νὰ περιγράψουν τὴ μεγαλοπρέπεια αὐτῆς τῆς στιγμῆς. Ὁ καθένας ἂς τὸ φανταστεῖ ὅπως τὸ νιώθει. Λὲς καὶ χιλιάδες λαμπτῆρες ἄναψαν καὶ ἔλουσαν τὸν χῶρο μὲ φῶς. Πανικοβλήθηκα. Ἄρχισα νὰ τρέμω. Ἀπὸ τὸ ἀπόλυτο σκοτάδι στὸ ἄπλετο φῶς. Τί ἔγινε, Θεέ μου; Σὲ κλάσματα τοῦ δευτερολέπτου τὰ μοναδικά, πρωτόγνωρα συναισθήματα διαδέχονταν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο ἀφήνοντας τὴ γεύση τῆς ἁγιοσύνης. Αὐτὴ ἡ ἐναλλαγή, δὲν σᾶς κρύβω πῶς μὲ τρόμαξε. Οἱ αἰσθήσεις μου δὲν ἀνταποκρίνονταν. Τὸ μυαλό μου κόλλησε. Δὲν ἤξερα τί νὰ σκεφτῶ. Δὲν μποροῦσα νὰ σκεφτῶ. Δὲν μποροῦσα νὰ ἐλέγξω τὸν ἑαυτό μου καὶ πῶς νὰ τὸ κάνω, ὅταν νιώθω πῶς εἶμαι κοντὰ στὸ Θεό, ὅταν ὁλοζώντανα αἰσθάνομαι τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τὸ σῶμα, τὸ μυαλὸ καὶ ἡ καρδιά μου γέμισε πίστη.
Ὁ Γέροντας κατάλαβε τὴν ἀμηχανία μου καὶ προσπάθησε νὰ μὲ κρατήσει ἀπὸ τὸ χέρι. Ἐκεῖ ἔσπασα, λύγισα καὶ ξέσπασα σὲ λυγμούς. Ἦταν κάτι ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ χειριστῶ. Ἔκλαιγα μὲ ἀναφιλητά. Δάκρυα χαρᾶς, εὐγνωμοσύνης καὶ εὐθύνης ἀπέναντι στὸν Κύριο ποὺ ἔκρινε πὼς ἔπρεπε νὰ ζήσω αὐτὴ τὴν ἀπερίγραπτη σκηνή. Αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα μέσα στὸν ἰδιαίτερο αὐτὸν χῶρο, ποὺ κράτησε ὅσο κρατάει ἕνα κερί. Ὁ π. Παΐσιος καρτερικά, μὲ λόγια ταπεινὰ καὶ ἀληθῆ, λόγια γεμάτα συμπόνια, προσπαθοῦσε νὰ βάλει σὲ τάξη τὶς σκέψεις μου. Παίρνοντας δύναμη ἀπὸ τὰ λόγια του, γονάτισα μπροστά του. Ἀκούμπησε τὸ χέρι του στὸ κεφάλι μου κι ἄρχισε νὰ προσεύχεται ψιθυριστά. Γιὰ μένα!
Ἀμέσως μετὰ τὴν προσευχὴ κι ἀφοῦ κατάλαβε ὅτι συνῆλθα, κάθισε δίπλα μου μὲ σαφῆ πρόθεση καὶ πάλι νὰ μοῦ μιλήσει. Ἄκουγα τὸν φωτισμένο Γέροντα μὲ τέτοιο ἐνδιαφέρον ποὺ τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ ἀποσπάσει τὴν προσοχή. Καὶ δὲν ἦταν λόγια πνευματικῆς καθοδήγησης καὶ μόνο. Ὁ Γέροντας ἄρχισε νὰ μοῦ ἀναλύει μὲ ἀκριβῆ ἰατρικὴ ὁρολογία τὸ πρόβλημα τῆς ὑγείας μου. Αὐτός! Ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι δὲν ἀναφερθήκαμε ποτὲ σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, πῶς λοιπὸν ἤξερε; Μὲ λεπτομέρειες ποὺ δὲν γνώριζαν καὶ οἱ γιατροί, ποὺ τόσα χρόνια προσπαθοῦσαν νὰ ἀνακαλύψουν τί ἀκριβῶς συμβαίνει. Μὲ ἔρευνες καὶ ἐξετάσεις βρέθηκε μία ἄκρη μετὰ ἀπὸ δέκα χρόνια. Καὶ αὐτός! Ὁ εὐλογημένος ἄνθρωπος σὲ λίγα λεπτὰ μοῦ ἐξήγησε τὰ πάντα. Πῶς, Θεέ μου; Πῶς; Ἕνας Γέροντας ποὺ δὲν εἶχε τελειώσει καλὰ-καλὰ τὸ Δημοτικό μοῦ ἔκανε ἐπιστημονικὴ ἀνάλυση. Δὲν τὸν γνώριζα. Δὲν μὲ γνώριζε καὶ ἤξερε τόσα πολλὰ γιὰ τὴ ζωή μου καὶ κατ΄ ἐπέκταση γιὰ τὴν πορεία τῆς ὑγείας μου. Κάποια στιγμή, μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση πῶς διάβαζε τὴν πρὸ τριῶν ἐτῶν ἔκθεση τῶν ἰατρῶν τοῦ Λονδίνου. Τὰ πάντα μὲ ἀκρίβεια. Ὅλα μὲ λεπτομέρειες. Ἦταν τόσο δομημένα καὶ ἀξιόπιστα αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔλεγε, ποὺ δὲν πίστευα ὅτι τὰ ἄκουγα.
Κλείνοντας τὴ συνομιλία μας, μὲ λόγια ἁπλά, λόγια θείου φωτισμοῦ καὶ κύρους, μὲ λέξεις ποὺ ἠχοῦσαν μέσα μου σὰν τὶς πιὸ γλυκειὲς μελωδίες, μοῦ λέει: «Μὴν χάνεις τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἠρεμία σου, παιδί μου, νὰ ἔχεις θάρρος, νἆσαι χαρούμενος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν ἀπογοητεύεσαι ποτέ. Πάνω στὴ γῆ, δίνουμε καθημερινὰ ἐξετάσεις γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Νὰ μὴν βγάλεις ποτὲ ἀπὸ τὸ μυαλό σου πὼς ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον καὶ ἡ ταπείνωση, εἶναι οἱ μεγαλύτερες ἀρετές».
Λίγο πρὶν βγοῦμε ἔξω, βάζει τὸ ἅγιό του χέρι στὸν ὦμο μου καὶ μὲ τὸν πειστικὸ καὶ διορατικό του λόγο συμπληρώνει: «Θἄχεις τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ, ἐγὼ θὰ προσεύχομαι γιὰ σένα, φρόντισε κι ἐσὺ νὰ εἶσαι στὸ δρόμο τοῦ Κυρίου καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά. Μὴν ἀνησυχεῖς. Σὲ λίγα χρόνια, ὅταν θὰ φτάσεις στὰ τριάντα τέσσερά σου τὰ προβλήματα θ΄ ἀρχίσουν νὰ ὑποχωροῦν. Ὁ καλὸς Θεὸς θὰ ἀρχίσει νὰ σὲ ξεκουράζει ἀπὸ τὸ βαρὺ φορτίο καὶ στὸν δύσβατο δρόμο θὰ ἀρχίσουν νὰ φυτρώνουν λουλούδια». Βγήκαμε ἔξω. Σκούπισα τὰ δάκρυά μου, σήκωσα τὸ κεφάλι μου πρὸς τὸν οὐρανὸ θέλοντας νὰ εὐχαριστήσω τὸν Ὕψιστο γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβησαν σὲ τόσο σύντομο χρονικὸ διάστημα. Ἦταν μία σπάνια, μία μοναδικὴ ἐμπειρία. Ἔνιωθα ἀναπτερωμένη τὴν ἐλπίδα, βέβαια τὴν πίστη καὶ ἐνισχυμένος μὲ πνευματικὴ ὠφέλεια ποὺ ἀποκόμισα ἀπὸ τὴ συνάντησή μου μὲ τὸν Ἁγιορείτη γέροντα Παΐσιο. Ἡ ὕπαρξή του ἔχει μείνει μέσα στὴν καρδιά μου. Τὸ θεῖο φῶς καὶ ἡ ἁγιότητά του, ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου πρὸς τὴν αἰώνια πραγματικότητα.
Παραμείναμε γιὰ τρεῖς ἀκόμη ἡμέρες στὸ Ὄρος καὶ παρὰ τὴν ἐπιδείνωση τῆς κατάστασής μου, διανύσαμε ὁδικῶς πολλὰ χιλιόμετρα. Ἐπισκεφθήκαμε ἀρκετὲς Μονές. Θαυμάσαμε θησαυροὺς καὶ κειμήλια αἰώνων ποὺ φυλάσσονται ἐδῶ ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Μᾶς συγκίνησε ἡ ἄψογη φιλοξενία καὶ ἡ καλοσύνη τῶν μοναχῶν. Ἀποχαιρετήσαμε τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μὲ συγκίνηση, δέος, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ ἔντονη ἐπιθυμία νὰ ἐπιστρέψουμε καὶ πάλι. Εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος ἐδῶ. Ἄλλος πλανήτης. Μόνο ἐδῶ καταλαβαίνεις πόσο μάταια εἶναι ὅλα τὰ ἐγκόσμια. Ἐμποτίζεται τὸ αἷμα σου τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, ὥστε δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴν ἐπιθυμήσεις νὰ ξανάρθεις. Εἶμαι βέβαιος πῶς ἂν ἐπισκεφθεῖ τὸ Ὄρος ὁ πιὸ ἄπιστος ἄνθρωπος, θὰ φύγει πιὸ πιστὸς ἀπ΄ ὅλους τοὺς πιστούς. Ἀρκεῖ καὶ μόνο νὰ δεῖ νὰ ξεδιπλώνονται μπροστά του τὰ θαυματουργὰ πειστήρια. Ἀρκεῖ, νὰ μὴν ἔλθει ἀπὸ ἁπλὴ περιέργεια.
Χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴ συνάντησή μου μὲ τὸν Γέροντα, κάποιο βράδυ ἐνῷ ἐργαζόμουν καὶ ταυτόχρονα γιόρταζα μὲ φίλους τὴν ἐπέτειο τῶν γενεθλίων μου, χρειάστηκε νὰ βγάλω χρήματα ἀπὸ τὴν πίσω τσέπη τοῦ παντελονιοῦ μου. Κάνω τὴν κίνηση καὶ νιώθω νὰ ὑγραίνει τὸ χέρι μου, ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τὸν χῶρο καὶ μὲ ἔκπληξη διαπιστώνω πὼς ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ἦταν πλημμυρισμένο ἀπὸ αἷμα κι ἕνα παράξενο ὑγρό. Μὲ ἀγωνία ἐπιστρέφω στὸ σπίτι καὶ προσπαθῶ νὰ καταλάβω τί γίνεται. Ὄντως, ἐπάνω στὸν ἀριστερὸ γοφὸ εἶχε δημιουργηθεῖ μία ὀπὴ μικρότερη ἀπὸ κεφαλὴ καρφίτσας καὶ ἔρεε ἕνα πυῶδες ὑγρό. Προσπαθῶ νὰ καταλάβω τί συνέβαινε. Ψάχνομαι. Ἀναλύω τὶς κινήσεις μου, μὰ δὲν μπορῶ νὰ βγάλω συμπεράσματα. Ἡ μητέρα μου προσπαθῶντας νὰ μὲ καθησυχάσει, ἀλλάζει θέμα γιὰ νὰ μοῦ ἀποσπάσει τὴν προσοχὴ καὶ μὲ ρωτάει: «Πῶς περάσατε στὰ γενέθλια;». Αὐτὸ ἦταν! Εἶπε τὴ λέξη κλειδί! Τὴ λέξη, ποὺ ἔλυνε τὸν γρίφο τοῦ μυστηρίου. Γενέθλια! Ναί, ἦταν τὸ βράδυ ποὺ γινόμουν τριάντα τεσσάρων ἐτῶν. Ἀμέσως θυμήθηκα τὰ λόγια του Γέροντα ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ πρὶν ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια: «Στὰ τριάντα τέσσερά σου, τὰ προβλήματα θ΄ ἀρχίσουν νὰ ὑποχωροῦν». Μήπως αὐτὸ ἦταν ἕνα σημάδι; Ὁ χρόνος ἀπέδειξε πὼς δὲν ἦταν ἁπλὰ ἕνα σημάδι, ἀλλὰ σὲ μεγάλο βαθμὸ ἦταν ἡ λύση τοῦ προβλήματος.
Αὐτὴ ἡ μικρὴ ὀπὴ ἔδωσε διέξοδο στὰ κακοήθη ὑγρὰ καὶ μὲ ἀπάλλαξε σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὴν μακροχρόνια ταλαιπωρία. Δὲν ἦταν ἡ ὁριστικὴ λύση, ἀλλὰ ἀπὸ τότε ὑπῆρξε θεαματικὴ βελτίωση. Βέβαια, ἐπειδὴ εἶχε γίνει ἤδη ἀρκετὰ μεγάλη ζημιὰ σὲ κάποια ὄργανα, τὰ προβλήματά μου δὲν τελείωναν ἐξ ὁλοκλήρου, ἀλλὰ δὲν ἔχουν καὶ καμμία σχέση μὲ τὰ ὅσα τράβηξα τριάντα σχεδὸν χρόνια. Πόνος ὑπάρχει, ἀλλὰ ὄχι στὴν ἐξουθενωτικὴ μορφὴ τοῦ παρελθόντος. Ἄλλωστε γιὰ μένα, δὲν χρειαζόταν νὰ δῶ τίποτα ἄλλο γιὰ νὰ πῶ πὼς τώρα πίστεψα. Δὲν χρειαζόταν νὰ ζήσω τίποτα ἄλλο. Ἔζησα τὸ ἀνεξήγητο. Ἔκλεισα τὸ συμβὰν βαθιὰ μὲς τὴν ψυχή μου.
Αὐτὰ ποὺ ἔζησα ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μὲ τὸν πατέρα Παΐσιο μὲ συγκλόνισαν ὑπαρξιακά. Ἦταν γιὰ μένα τὸ Θαῦμα. Τί ἄλλο πρέπει νὰ ζήσει κανεὶς γιὰ νὰ πεισθεῖ;
Καὶ μόνο ποὺ ἀναρωτιέμαι, νομίζω πῶς ἁμαρτάνω, γιατί ὁ Ἀθωνίτης μοναχὸς ἦταν ἄξιος της καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως καὶ ὁ Θεὸς τοῦ δώρισε ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῶν εὐλογημένων αὐτῶν καταστάσεων, ὁπότε κατέστη ἕνας πνευματικὸς πατέρας ποὺ βοηθοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποικιλοτρόπως. Μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ σιωπή, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὰ θαύματα.
Ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν ἁγιορείτικη ἐπίσκεψή μας, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου συνάντησα καὶ πάλι τὸν Γέροντα, αὐτὴ τὴ φορὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Σουρωτή. Ἐνῷ βρισκόμασταν στὸ ἐκκλησάκι τῆς μονῆς τὸ ὁποῖο εἶχε κατακλυσθεῖ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν, τὴ στιγμὴ ποὺ προσκυνοῦσα τὰ ἱερὰ Λείψανα-Ραφαήλ, Εἰρήνης καὶ Νικολάου ἂν θυμᾶμαι καλὰ-ἀκούω τὴν τρεμάμενη φωνὴ τοῦ Γέροντα νὰ μοῦ λέει: «Σάββα, ἔκανες τόσα χιλιόμετρα γιὰ νὰ φτάσεις ὡς ἐδῶ νὰ μοῦ μιλήσεις, νὰ ’ρθεῖς παιδάκι μου στὸ τέλος νὰ μιλήσουμε. Θυμόταν μὲ λεπτομέρεια τὰ πάντα, ἀπὸ τὴν πρὸ ἐτῶν συνάντησή μας. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, μὲ τόσο κόσμο ποὺ εἶχε δεῖ, μὲ τὴν ὑγεία του σὲ ἄσχημη κατάσταση καὶ σὲ προχωρημένη ἡλικία, θυμήθηκε ἐμένα; Πῶς εἶναι δυνατόν; Κι ὅμως εἶναι. Ἀφοῦ οἱ ἀποδεδειγμένες ἱκανότητες καὶ τὰ χαρίσματα αὐτοῦ του σοφοῦ μοναχοῦ πηγάζουν ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ θεολογική του ὡριμότητα καὶ μᾶς ὁδηγοῦν σὲ ἕνα μοναδικὸ συμπέρασμα πῶς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ.
Τὸ 1994 ὁ γέροντας Παΐσιος παρέδωσε τὴν ὁσία ψυχή του στὸν Κύριο. Ἡ κοίμηση τοῦ οὐρανόδρομου Γέροντος συγκίνησε ὅσους γνώριζαν γιὰ τὸν ἐνάρετο καὶ θεοσεβῆ βίο του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ πολὺ σημαντικὸ ἔργο του. Ἡ Σκήτη του ὑπῆρξε καταφύγιο γιὰ τοὺς κοπιῶντας καὶ πεφορτισμένους ποὺ χτύπησαν τὴν πόρτα του. Μὲ τὸν λόγο του μετέδιδε χαρὰ καὶ χάρη, μετέδιδε παρηγοριὰ καὶ στήριγμα στὶς κουρασμένες ψυχές. Εἶμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν τὴν τύχη νὰ τὸν συναντήσουν ἐν ζωῇ. Τοῦ ὀφείλω πολλά. Ὁ Γέροντας στάθηκε δίπλα μου καὶ μὲ ἐμψύχωσε σὲ μία πολὺ δύσκολη περίοδο τῆς ζωῆς μου. Μοῦ ἔδωσε θάρρος, ὑπομονὴ κι ἐλπίδα. Μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ ταυτόχρονα μὲ τὴ σοφία τῶν λόγων του, μοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ ἀναγνωρίσω τὰ λάθη μου καὶ νὰ διορθώσω τὶς ἀδυναμίες μου. Μ΄ ἔκανε ν΄ ἀποκτήσω αὐτοεκτίμηση καὶ στὴν οὐσία θεωρῶ, πῶς μὲ βοήθησε νὰ γίνω καλύτερος ἄνθρωπος. Διδάχτηκα ἀπ΄ αὐτὸν πῶς δὲν πρέπει νὰ ζητοῦμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γιατί δὲν τὴν ἀξίζουμε ὅλοι ἐμεῖς ποὺ καθημερινὰ ἁμαρτάνουμε. Τὸ ἔλεός του πρέπει νὰ τὸ ζητοῦμε, γιατί εἴμαστε ἀνάξιοι γιὰ δωρεές. Νὰ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς λυπηθεῖ καὶ νὰ μᾶς σώσει κι ἂς εἴμαστε ἀνάξιοι γιὰ σωτηρία.
Ἡ ἐπίσκεψή μου στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ συνάντηση, ἡ συνομιλία καὶ ἡ προσευχὴ μὲ τὸν γέροντα Παΐσιο εἶναι μέχρι σήμερα ἡ μεγαλύτερη ἐμπειρία τῆς ζωῆς μου. Ὁ Γέροντας εἶναι ἀπὸ τότε ὁδηγός μου καὶ ἔχει καταχωρηθεῖ στὴν καρδιά μου ὡς Ἅγιος. Ἕνας σύγχρονος Ἅγιος. Πιστεύω πῶς τὸ ἴδιο αἰσθάνονται καὶ πολλοὶ ἄλλοι συνάνθρωποί μου. Πρὸς Δόξαν Θεοῦ καὶ σωτηρίαν ἀνθρώπων εἶναι βέβαιο πὼς ὁ μακαριστὸς Γέροντας θαυματουργεῖ καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Καὶ εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ σίγουρο πῶς ἡ ἀποστολὴ καὶ τὸ πολυσήμαντο ἐν ζωῇ ἔργο του, τοῦ κατοχυρώνουν μία σημαντικὴ θέση κοντὰ στὸν Κύριο.
Τελειώνοντας, ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ καὶ τὰ ἑξῆς: Παρὰ τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετώπισα καὶ ἐξακολουθῶ νὰ ἀντιμετωπίζω, δοξάζω τὸν Θεὸ ποὺ μοῦ ἐπιτρέπει νὰ περπατῶ ὡς αὐτὴ τὴ στιγμὴ στὴ μεγάλη λεωφόρο της ζωῆς μὲ ἀληθινὴ ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπό μου. Μέσα ἀπ΄ αὐτὴ τὴν ἀγάπη βγαίνω πιὸ δυνατός. Πιστέψτε μέ, εἶναι ὅ,τι καλύτερο μποροῦμε νὰ ἀφήσουμε πίσω μας, φεύγοντας γιὰ μία ἄλλη ζωή. Τὴν ἀληθινὴ ζωή! Καὶ τὸ εἰσιτήριο γιὰ ἐκεῖ εἶναι ἕνα: Ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Μόνο ἔτσι θὰ δοῦμε τὸ φῶς ποὺ θὰ κρατοῦν τὰ χέρια τους καὶ θὰ μᾶς ὑποδέχονται ὅσοι ἤδη βρίσκονται ἐκεῖ πάνω. Κοντὰ στὸν Κύριο.