Ένα απόγευμα – διηγείται ο Τ. Ι., απόφοιτος της Αθωνιάδος – πήρα άδεια να πάω στον οδοντίατρο στις Καρυές, για να φτιάξω τα δόντια μου.
Πόνεσα πάρα πολύ. Ο πόνος δεν έλεγε να σταματήση μαζί με την αιμορραγία. Τι να κάνω; Πήγα στον Γέροντα Παΐσιο. Δεν μπορούσα καλά-καλά να μιλήσω.
Είπα στον Γέροντα τον πόνο μου και αυτός, όπως πάντα συνήθιζε, πήρε λουκούμια να με κεράση.
– Μα, λουκούμια θα φάω, Γέροντα, που πονάνε τα δόντια μου;
– Πάρε, βρε βλογημένε! αυτά τα λουκούμια σταματούν τον πόνο.
– Για να το λέη, είπα μέσα μου, θα πάρω. Και αφού έφαγα το λουκούμι, αμέσως σταμάτησε ο πόνος.
Ναι, ήταν πραγματικά λουκούμια, που σταμάτησαν τον πόνο. Είναι η Χάρη του Θεού που ανατρέπει τα πιο λογικά, εδώ βρισκόμαστε σε άλλη σφαίρα “λογικής”, που μόνο όποιος την έζησε μπορεί να καταλάβη.
Κατέβηκα άλλη φορά στο Κελλί του Γέροντα, να τον ρωτήσω για κάτι που μου συνέβαινε. Είπαμε μερικά στην αρχή για την Σχολή (Αθωνιάδα), και σκεφτόμουν πώς να αρχίσω να του λέω αυτά που είχα στον νου μου. Διακόπτει την ροή της σκέψης μου και, χωρίς να του πω τίποτα, μου λέει: «Άκου να δης, αυτό που συμβαίνει – μου είπε το συγκεκριμένο θέμα που με απασχολούσε με λεπτομέρειες – συμβαίνει γι’ αυτό και γι’ αυτό».
Τάχασα, όταν διάβασε με κάθε λεπτομέρεια τον ειρμό της σκέψης μου. Ήταν σημείο της αγιότητός του για μένα αυτό.
Πήγα να παρακαλέσω τον Γέροντα Παΐσιο, να προσευχηθή για να πετύχω στις Πανελλήνιες εξετάσεις. Είχα γράψει την πρώτη φορά και δεν πήγα τόσο καλά και τον ρωτούσα, αν ξαναέγραφα θα βελτίωνα τους βαθμούς μου; Μου είπε να κάνω προσευχή και ό,τι με φωτίση ο Θεός. Του λέω, «δεν μπορώ να τα καταφέρω, αν δεν κάνετε εσείς προσευχή, και δεν θέλω να με λένε αποτυχημένο». Κάθησε λίγο αμίλητος, σκεφτικός και μου λέει:
– Πήγαινε να γράψης.
– Και πώς θα τα καταφέρω;
Και αρχίζω να του εξηγώ, πώς υπολογίζονται οι βαθμοί. Με διακόπτει και μου λέει:
– Πήγαινε, ευλογημένο, και τα κομπιούτερ κάνουν λάθη, διάβασε ένα κείμενο και πήγαινε. Θα σε φωτίση ο Θεός.
Αυτή η απάντηση καρφώθηκε στον νου μου, πηγαίνω στην Σχολή (Αθωνιάδα), το λέω σ’ ένα φίλο μου να διαβάσουμε ένα κείμενο, εκείνος όμως δεν έδωσε και τόση σημασία.
Ανοίγω το βιβλίο των Αρχαίων, το μάτι μου πέφτει σ’ ένα κείμενο, «Οι δε Θηβαίοι ως ήσθοντο…». Αυτό θα διαβάσω, λέω, ως Θηβαίος που είμαι και κάνα δυο παρατηρήσεις. Και ω του θαύματος! αυτό μας βάζουν στις εξετάσεις.
Μόλις μας έδωσαν το κείμενο, άρχισαν δάκρυα να κυλούν από τα μάτια μου. Τότε, πίστεψα ότι μπορεί να περάσω. Μία καθηγήτρια με πλησίασε και με ρώτησε τι έχω και αν θέλω να φέρουν τον γιατρό. Τι να της εξηγήσω και τι να καταλάβη; Μέσα μου ευχαριστούσα τον Γέροντα για το δώρο που μου έκανε.
Από το βιβλίο: Ο Όσιος Παΐσιος. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 134.