Του Αρχιμανδρίτη Χριστοφόρου Καλύβα
Αγωνιστού ιεροκήρυκα της Χαλκίδος και αγαπημένου πνευματικού αδελφου του Μητροπολιτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Η υποκρισία είναι ένας τρόπος, με τον οποίον κατορθώνει ο στερούμενος χριστιανικού ήθους άνθρωπος να υποκρύπτη τα αληθή φρονήματα και αισθήματα του, αναλόγως των σκοπών τους οποίους επιδιώκει να επιτύχη και οι οποίοι πάντοτε και κατά κανόνα είναι ποικίλοι και ιδιοτελείς. Το ότι η υποκρισία είναι και είδος τέχνης με σκοπόν την απόκρυψιν ή κάλυψιν των πραγματικών αισθημάτων ή προθέσεων του ανθρώπου εις τον θρησκευτικόν, ηθικόν, κοινωνικόν και πολιτικόν ακόμη τομέα, τούτο πείθει άμέσως και τον πλέον αφελή. Πρόκειται περί πονηρού και δολίου τύπου στερουμένου ευθύτητος και ειλικρινείας αλλά και εντιμότητος, διότι χρησιμοποιεί το μέσον της απάτης, του «καμουφλάζ», ώστε ο απατώμενος να αδυνατή βασίμως ν’ αμφισβητήση την ηθική ξαστερά, παρά τας ενδείξεις, όταν διαφεύγουν τοιαύται λόγω αδεξιότητος του υποκριτού, που ήμπορουν να προβληματίσουν τον υπό απάτην συνάνθρωπόν μας ή και ολόκληρον τάξιν ανθρώπων.
Η υποκρισία, λοιπόν, ως τέχνη είναι πρωτίστως πονηρού ανθρώπου ανήθικον μέσον προς εμπέδωσιν εμπιστοσύνης εις την καρδίαν εκείνου ή εκείνων τους οποίους έχει ως εκμεταλλεύσιμον στόχον, ώστε διά της εμπιστοσύνης νά ναρκώση τον άλλον ή τους άλλους, δια να έχη ελευθερίαν κινήσεως εις την εφαρμογήν της στρατηγικής του. Η πονηρία του υποκριτού έγκειται εις τούτο: ότι, ενώ ο κακός, ο εγκληματικός τύπος, αναλόγως της φύσεως του εγκλήματος, ενεργεί με όλα μεν τα μέτρα της προφυλάξεως και συνήθως οπλισμένος, αλλά βαναύσως, ο υποκριτής, μεταστρέψας την φυσικήν του ευφυΐαν εις πονηρίαν, εφαρμόζει ολόκληρον σύστημα τακτικής προς εξαπάτησιν και προς όφελός του. Η πονηρία του υποκριτού είναι της ψυχικής του συνθέσεως και εκ πρώτης καταβολής μορφή κακίας, η οποία αδικεί την καλώς νοουμένην ευφυίαν, αλλά και πιέζει, τον ιδιοτελή να μεταχειρισθή το ψεύδος με επιστημοινικόν ένδυμα, ώστε να πιστεύεται τούτο ως αλήθεια. Ακριβώς αυτή η μεταλλαγή του ψεύδους, και μάλιστα εκ προθέσεως και εσκεμμένη, απατά και ο κίνδυνος εκ μέρους των πονηρών είναι προφανής και ανάλογος με το μέγεθος και το αντικείμενον της απάτης. Η υποκρισία, λοιπόν, έχει ως ύπόβαθρον την πονηρίαν και ως κίνητρα την ιδιοτέλειαν. Η πονηρία του υποκριτού εκδηλούται ως υποστατική κακότης, αναλόγως του δεσπόζοντος εις την ψυχήν του επί μέρους κακού: ηθικής ή ολικής εκμεταλλεύσεως του αλλού ή των άλλων, και πάντοτε εκμεταλλεύσεως, αλλά μέ την σεμνοτάτην και τυπικήν τήρησιν των προσχημάτων, τα οποία καλύπτουν τας πραγματικάς προθέσεις του υποκριτού, που κατορθώνει να μη προκαλή υποψίας εις των υπό απάτην. Χονδροειδές έστω παράδειγμα είναι η παγίς που στήνουν διά να συλλάβουν ελέφαντα προς αφαίρεσιν των χαυλιοδόντων του δι’ εμπορίαν. Ανοίγουν εις το πέρασμα του και εις στένωμα τεράστιον λάκκον, τον καλύπτουν με κλαδιά, και το μεγαθήριον εμπίπτει εκεί τελείως ανύποπτον. Εκεί τερματίζει την ζωήν του και σαπίζει. Ο σκοπός των κυνηγών επιτυγχάνεται πλέον διά της καλύψεως του μέσου του θανάτου του ζώου. Πολλάκις εν καιρώ πολεμικών επιχειρήσεων και οι στρατιώται και τα πολεμικά μέσα καταστροφής του εχθρού «καμουφλάρονται» με συνδυασμόν χρωμάτων αναλόγως της φυσιογνωμίας του τοπίου, ώστε να μη δίδουν εμφανή στόχον βολής εις τον εχθρόν. Αλλά και η χρησιμοποίησις δολώματος εις το αγκίστρι είναι κάλυψις του φονικού δια τον ιχθύν μέσου του ψαρά, όπως και του κροκοδείλου τα δάκρυα ή του χαμαιλέοντος η αλλαγή της χρωστικής ουσίας του δέριματός του και η προσαρμογή του πρίν το χρώμα του εδάφους. Αυτός ο δόλος, ως γέννημα της πονηρίας των υποκριτών, και η διά λόγου κάλυψις των πραγματικών προθέσεων του υποκριτού – κακοποιού —διότι κακοποιός και πονηρός είναι ο υποκριτής, όπως και δόλιος — είναι ενδεικτικά της ευτέλειας του χαρακτήρας του και εξισούνται εις βαρύτητα με τα θανάσιμα αμαρτήματα, ίσως δε και τα υπερβάλλουν, διότι αφ’ ενός μεν η υποκρισία ανήχθη εις σύστηιμα επιστημονικής τακτικής προς εκμετάλλευσιν ή και ποικιλότροπον κακοποίησιν και προδοσίαν προσώπων, ιδεών, αρχών και προς ανατροπήν ηθικών και μονίμων καταστάσεων, αφ’ ετέρου δέ αποκλείει βελτίωσιν του χαρακτήρας του υποκριτού λόγω της προκεχωρημένης ηθικής διαφθοράς του. Η υποκρισία κατά ταύτα δεν είναι μια περιστατική ηθική πτώσις εξ άνθρωπίνης αδυναμίας μέ βάσιμον ελπίδα αναστάσεως —όπως και ο Κύριος αφήκε να εννοηθή, όταν απευθυνόμενος προς τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους ετόνιζεν, ότι αι τελώναι και πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. 21: 31) —, αλλά ψυχικός μηχανισμός που κατορθώνει να καλύπτη την ασύμφορον διά τα σχέδια του υποκριτού πραγματικότητα, μηχανισμός χωρίς την ψυχρότητα και παγερότητα φυσικού οργάνου καταστροφής του αντιπάλου. Ο υποκριτής δεν μένει ψυχικά αμέτοχος συγκινήσεων του υποδυομένου προσώπου, όπως ακριβώς και ο θεατρίνος, του οποίου η επιτυχία έγκειται εις το ότι κατορθώνει να αυθοπροβάλλεται κατά την ώραν της παραστάσεως και να υποβάλλη αισθήματα και σκέψεις, να προκαλή δε ανάλογα ερεθίσματα και αντιδράσεις εις τους θεατάς και ακροατάς, οι οποίοι ζουν το ψεύδος ως μίαν ζωντανήν πραγματικότητα δι’ ο έχομεν και ανάλογα αποτελέσματα εκ της επιδράσεως των θεαμάτων και ακροαμάτων. Ο υποκριτής δεν εξαρτά την τέχνην του υποκρίνεσθαι από την θέλησίν του απλώς, διότι θα προδοθή και θα γελοιοποιηθή, αν δεν είναι από χαρακτήρας πονηρός και δόλιος. Δεν ημπορεί να παριστάνει κανείς τον υποκριτήν, αλλά πρέπει να είναι εξ ηθικής συνθέσεως υποκριτής, ως κακοήθης, χρησιμοποιών την υποκρισίαν προς επίτευξιν του πάντοτε διαβλητού σκοπού, τον οποίον εκ των προτέρων θέτει. Και σκοπός δεν είναι άλλος παρά η κάρπωσις δι’ ίδιον λογαριασμόν ωφελημάτων. Διότι ένας ειλικρινής και τίμιος άνθρωπος, αν θελήση να υποκριθή, ημπορεί μεν προς στιγμήν να το επιτύχει, αλλ’ όμως, όπως σημειώνει και η Γραφή και ημείς εκ πείρας γνωρίζομεν και από τάς αθωοτέρας μας αποπείρας υποκρισίας, αισθάνεται εγειρομένην ψυχικήν θύελλαν και παφλάζοντας κυματισμούς συνειδήσεως, που στοιχίζουν περισσότερον από της υποκρισίας κέρδος. Ο σοφός Σειράχ σημειώνει διά την ιδιάζουσαιν μάλλον αυτήν τήν περίπτωσιν, ότι «ο υποκρινόμενος εν αυτώ, ως εν καταιγίδι πλοΐον» (Σοφ. Σειρ. 33: 2) και ότι «σκανδαλισθήσεται εν αυτώ» (αυτόθι 32: 15). Ο εκ ψυχικής συνθέσεως υποκριτής, ο οποίος δεν λογαριάζει πίστιν και δεν σέβεται ηθικάς αρχάς, εξελίσσεται εις μέγαν απατεώνα, ενώ ένας πιστός, έντιμος και ειλικρινής άνθρωπος, ο οποίος ταράσσεται και όταν η ανάγκη το επέβαλε να κάλυψη μίαν αλήθειαν, εξομολογείται και δημοσία πολλάκις την πτωσίν του, αποστρεφόμενος μετ’ αηδίας και τον ίδιον τον εαυτόν του και διακηρύττων, ότι η υποκρισία είναι η προαγωγός της κάθε αμαρτίας, τήν οποίαν διευκολύνει προς ποικίλου είδους αδικίας κατά το αντικείμενον των επιδιώξεών της.
Κλασσικίν παράδειγμα υποκρισίας συναντώμεν μεταξύ των Φαρισαίων, τους οποίους επανειλημμένως εταλάνισεν ο Κύριος ως υποκριτάς, οίτινες εκάκιζον άλλους ως παραβάτας του Μωσαϊκού νόμου, ενώ αυτοί οι ίδιοι λόγοις μεν εκόπτοντο υπέρ της τηρήσεως του, έργω όμως τον κατεπάτουιν καταφώρως: «Ύποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου» (Ματθ. 7: 5) . Δηλαδή, η ηθικολογία σου δεν είναι παρά ένα προπέτασμα καπνού της ιδικής σου αθλιότητος και όχι ανησυχία προς παιδαγωγίαν του άλλου. Ελέγχων δε τον αρχισυνάγωγον, κοπτόμενον δήθεν υπέρ του σεβασμού της αργίας του σαββάτου κατά την θεραπείαν της συγκυπτούσης, του είπεν: «Υποκριτά, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βουν αυτού ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει;…» (Λουκ. 23: 15-16). Και επειδή, κατά σύστημα πονηρίας, οι Φαρισαίοι προς απώδειξιν της νηστείας των ηλλοίωνον την όψιν των μέ τεχνητά μέσα, ο Κύριος τους συνέστησεν αποφυγήν της τακτικής αυτής: «Όταν δέ νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί: αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες» (Ματθ. 6: 16). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωσις της ερωτήσεως των Φαρισαίων περί υποχρεώσεως καταβολής φόρων, η οποία απεκαλύφθη ως πειρασμός του Κυρίου Ιησού και εχαρακτηρίσθη ως υπόκρισις προς παγίδευσίν του (Μάρκ. 12: 15), αφού προηγήθησαν κολακεϊαι των περί ακεραιότητος και απροσωποληψίας του: «Οίδαμεν ότι αληθής ει και ου μέλει σοι περί ουδενός: ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων. . .» (αυτόθι 12: 14).
Προς κατανόησιν της υποκρισίας ως ανηθίκου μέσου προς κάρπωσιιν ωφελημάτων διά της εσκεμμένης επιστημονικής απάτης αρκεί η μελέτη ολοκλήρου του 23ου κεφαλαίου του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, εις το οποίον μαστιγώνεται δημοσία πλέον η υποκρισία εν τω προσώπω των Γραιμματέων καί Φαρισαίων διά των τρομερών «ουαί υμίν» υπό του Ιησού, αποκαλύπτοντος τα βάθη της διεφθαρμένης συνειδήσεώς των κατά τύπους μεν θρησκευόμενων πονηρών αυτών ανθρώπων του Νόμου, ουσία δε εγκληματικών φυσιογνωμιών, που εν ονόματι της εκτελέσεως τυπικών θρησκευτικών καθηκόντων είχαν μεταβληθή εις θρησκειοκαπήλους, εμπόρους του θρησκευτικού συναισθήματος του απλού λαού και εξελίχθησαν εις κλασσικά όντα υποκρισίας μέχρι του βαθμού ώστε, προκειμένου να χαρακτηρισθεί κάποιος ως «υποκριτής», να άποκαλήται «Φαρισαϊος». Διότι η λέξις «Φαρισαίος» περικλείει την έννοιαν του πονηρού, του δολίου, του απατεώνας, του έκμεταλλευτού, του χυδαίου, του εν πάση περιπτώσει καμουφλαριζομένου εγκληματίου, αυτού του επικίνδυνου τύπου, εξ αϊτίας των μέσων πού χρησιμοπεί διά την τέλεσιν του εγκλήματος οιασδἠποτε μορφής. Δι’ο καταγγέλλονται υπό του Κυρίου ως αντινομισταί και ασυνεπείς με την ιδιότητα των ως θρήσκων ανθρώπων, οι οποίοι, «λέγουσι και ου ποιούσι» πού ενδύονται με φαντασίαν προς εντυπωσιασμόν των θρησκευόμενων και επιβολή έπ’ αυτών με υλιστικάς διαθέσεις και επιδιώξεις, χωρίς πνευματικόν βάθος: πού επιζητούν πρωτοκλισίας και πρωτοκαθεδρίας εις τας Συναγωγάς, διά να ξεχωρίζουν από τον απλούν λαόν, απαιτούντες να καλούνται «ραββί ραββί» που εν προφάσει μακρά προσευχόμενοι κατατρώγουν τα σπίτια των χηρών: που φράσσουν τον δρόμον των άλλων προς την Βασιλείαν των Ουρανών, ενώ αυτοί δεν εισέρχονται: πού κόπτονται προς απόκτησην ενός προσηλήτου, και τον μεταβάλλουν εις πελάτην της κολασεως: πού προσπαθούν να πείσουν τον λαόν, ότι έχει μεγαλυτέραν αξίαν η ποιότης του προσφερομένου δώρου εις τον Ναον παρά αυτός ο Ναός και η αγία Τράπεζα: που δίδουν ασήμαντον φόρον, ενώ καταπατούν την πίστιν και την προς τους αδελφούς αγάπην: που διυλίζουν το κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον: που εξωτρικώς εμφανίζονται καθαροί και ευπρεπείς, ενώ εσωτερικώς ομοιάζουν με τα αρπακτικά όρνεα και τους ακρατιείς σαρκολάτρας που προβάλλονται εξωτερικώς ως περιποιημένοι τάφοι, ενώ εσωτερικώς είναι γεμάτοι από οστά και κάθε βρωμερότητα, τάφοι που συμβολίζουν την τυλιγμένην εις την υποκρισίαν και ανομίαν ακάθαρτον ψυχή των πού, ενώ είναι του αυτού εγκληματικού φυράματος των φονέων προγόνων των, εν τούτοις κοσμούν τους τάφους των θυμάτων των προγόνων των: πού, ενώ είναι φίδια της οχιάς, ως έκγονά της, υποκρίνονται αθωότητα διά να δαγκώσουν θανασίμως το εκλεγόμενον θύμα των κ.λπ.
Ο Απόστολος Παύλος τους ψευδομένους αυτούς υποκριτάς κρίνει ως κεκαυτηριασμένους την ιδίαν συνείδησιν (Α’ Τιμ. 4: 2), ο δε Απόστολος Πέτρος θεωρεί την υποκρισίαν ως ένα βλαβερόν όγκον της ψυχής που πρέπει ν’ απότεθη (Ι Πέτρ. 2: 1). Οι υποκριταί, επιδιώκοντες διά της απάτης άνομα συμφέροντα, είναι περισσότερον επιζήμιοι εις τον θρησκευτικόν τομέα, διότι όλως ασυνειδήτως εκμεταλλεύονται την ευπιστίαν των αφελών θρήσκων και δημιουργούν πολλάκις προβλήματα εις την υγιαίνουσαν του Χριστού διδασκαλίαν και την δι’ αυτής υγιά πίστιν και άρετήν, η οποία ποτέ δεν εχρησιμοποιήθη από τους τίμιους και ειλικρινείς εργάτας του Ευαγγελίου ως μέσον πονηρών σκοπών και πλουτισμού, όπως από τους Φαρισαίους. Ο υποκριτής ουδέποτε θυσιάζεται διά την αλήθειαν όπως οι μάρτυρες, επειδή στερείται ιδανικών, η δε υποκρισία είναι η βαρυτέρα κατηγορία που ημπορεί να προσαφθή κατά του αλλού, διότι αι μεν πόρναι εδικαιώθησαν, ως περιστιατικώς ολισθήσασθαι εις την αμαρτίαν, μετά μετάνοιαν καί συγχώρησι, οι δε υποκριταί εστιγματίσθησαν ως εσκεμμένως εγκληματούντες κατά της πίστεως και της αρετής του Χριστού διά να αδικούν τους απονηρεύτους συνανθρώπους των.
(Ευχαριστούμε τον αδελφό Στέλλιο για την αποστολή της ομιλίας και για τη μετάφραση της στα Αγγλικά)