«Ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτὴς» (Πράξ. 16, 16)
ΚΟΝΤΑ, ἀγαπητοί μου, κοντὰ στὴ σημερινὴ Καβάλα, ἦταν μιὰ ἀρχαία πόλις, οἱ Φίλιπποι. Σήμερα μόνο ἐρείπια σῴζονται ἀπὸ τὴν ἀρχαία αὐτὴ πόλι, ποὺ δείχνουν τὴν παλιά της δόξα καὶ δύναμι. Σʼ αὐτὴ τὴν πόλι ἦρθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν ἐκλεκτό του συνεργάτη, τὸ Σίλα. Ἦρθαν γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Χριστό. Ἦταν οἱ πρῶτοι ποὺ πατοῦσαν στὴ Μακεδονία γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Ὅλη ἡ Μακεδονία τότε – καὶ μόνο ἡ Μακρδονία; – ὅλη ἡ Ἑλλάδα, ὅλα τὰ Βαλκάνια – τί λέω; – ὅλη ἡ Εὐρώπη, πέρα ὥς πέρα, ἦταν εἰδωλολατρική. Ὅλοι λάτρευαν τὰ εἴδωλα, τοὺς ψεύτικους θεούς, ποὺ πίσω ἀπʼ αὐτοὺς κρυβόταν ὁ διάβολος.
Ἡ εἰδωλολατρία ἦταν κατʼ οὐσίαν δαιμονολατρία. Ὄργανα δὲ τῆς δαιμονολατρίας αὐτῆς ἦταν οἱ μάγοι. Ἡ μαγεία τότε ἦταν ξαπλωμένη παντοῦ. Δὲν ὑπῆρχε πόλις, δὲν ὑπῆρχε χωριό, ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ μάγο, ἄντρα ἤ γυναῖκα. Ὅποιος εἶχε ἄρρωστο ἤ ἤθελε νὰ μάθῃ τί θὰ τοῦ συμβῇ στὸ μέλλον ἤ ἤθελε νὰ κάνῃ κακὸ στὸν ἐχθρό του, πήγαινε στοὺς μάγους. Καὶ οἱ μάγοι, ἀνοίγοντας κάτι μαγικὰ βιβλία καὶ λέγοντας λόγια ποὺ κανεὶς δὲν τὰ καταλάβαινε, δημιουργοῦσαν στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐντύπωσι πὼς τὸ ζήτημα ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ θὰ λυθῇ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες τους. Κι ὅσοι ἔπεφταν στὰ δίχτυα τῶν μάγων τοὺς πλήρωναν ἀκριβά. Ὑπῆρχαν δὲ καὶ ἐπίσημα κέντρα τῆς σατανικῆς αὐτῆς τέχνης ποὺ τὰ ἔλεγαν μαντεῖα. Σʼ αὐτὰ ἔμεναν μάντεις καὶ μάντισσες ποὺ ἀσκούσανε, ἄς ποῦμε, ἕνα εἶδος ἀνωτέρας μαγείας. Ἐκαυχῶντο, ὅτι ἔχουν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς θεούς, ἰδιαιτέρως μὲ τὸ θεὸ Ἀπόλλωνα, ποὺ τοὺς «φώτιζε» νὰ λένε τὰ μέλλοντα. Περιβόητη μάντισσα στὴν ἀρχαιότητα ἦταν ἡ Πυθία, ποὺ ἔμενε στὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν.
* * *
Μιὰ τέτοια μάντισσα λοιπὸν
ὑπῆρχε καὶ στὴ μεγάλη πόλι τῶν Φιλίππων. Ἦταν μιὰ κοπέλα, δούλη ὅμως,
ποὺ τὴν εἶχαν ἀγοράσει ἀπὸ τὰ σκλαβοπάζαρα οἱ κύριοί της καὶ τὴν
ἐκμεταλλεύονταν. Ὅ,τι χρήματα εἰσέπραττε ἀπὸ τοὺς ἀνοήτους ἀνθρώπους ποὺ
ἔρχονταν σʼ αὐτήν, ἡ μάντισσα τὰ ἔδινε στοὺς κυρίους της, ποὺ τὰ
μοιράζονταν. Ἄλλοι ἐμπορεύονται τὴ σάρκα δυστυχισμένων γυναικῶν, ἀλλὰ οἱ
κύριοι αὐτοὶ τῶν Φιλίππων ἐκμεταλλεύονταν τὴ σατανικὴ τέχνη τῆς δούλης
τους, γιὰ νὰ κερδίζουν λεφτά. Ὤ τί ἐκμετάλλευσις ὑπάρχει στὸν κόσμο!
Γυναῖκες, δυστυχισμένα πλάσματα, πέφτουν στὰ χέρια ἀσυνείδητων ἀνθρώπων
καὶ οἱ γυναῖκες αὐτὲς σὰν σκλάβες δουλεύουν στὰ πιὸ αἰσχρά, ἄτιμα καὶ
σατανικὰ ἔργα.
Ἡ μάντισσα τῶν Φιλίππων λίγες μέρες ὕστερα ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τῶν
ἀποστόλων στὴν πόλι ἔκλεισε τὸ στόμα της. Δὲν ἐμάντευε. Μιὰ πηγὴ τοῦ
σατανᾶ, ποὺ ἔτρεχε τόσα χρόνια μέσα στὴν πόλι καὶ γέμιζε λεφτὰ τὶς
τσέπες τῶν ἐπιτηδείων ἐκμεταλλευτῶν, σταμάτησε. Πῶς σταμάτησε; Τὴ
σταμάτησε ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. Τὴ σταμάτησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ
μάντισσα αὐτή, ὅταν εἶδε τοὺς ἀποστόλους, κατάλαβε ὅτι αὐτοὶ ἔρχονται νὰ
διαλύσουν τὸ σκοτάδι καὶ νὰ φέρουν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ˙ ἔρχονται νὰ
καταργήσουν τὸ κράτος τοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἱδρύσουν τὴ βασιλεία τοῦ
Χριστοῦ. Νὰ ἐρχόταν ἐνάντια μὲ τὴν τεράστια δύναμι τοῦ Χριστοῦ; Ὁ
σατανᾶς ἔβλεπε, ὅτι θὰ νικιῶταν ὁπωσδήποτε. Γιʼ αὐτὸ ὁ σατανᾶς εἶπε στὴ
μάγισσα, νὰ συμπεριφερθῇ διαφορετικά, νὰ μεταχειριστῇ τρόπο πονηρό˙
τρόπο ποὺ μεταχειρίζονται καὶ μέχρι σήμερα οἱ μάγοι καὶ οἱ μάγισσες. Ἐνῷ
ὑπηρετοῦν τὸν διάβολο, γιὰ νὰ ἐξαπατήσουν τοὺς ἀφελεῖς ἀνθρώπους, λένε
καὶ κάνουν μερικὰ «θεοτικά». Κρατοῦν εἰκόνες, καῖνε λιβάνι, ἀνάβουν
κεριά… Ἔτσι, τὰ ὄργανα αὐτὰ τοῦ διαβόλου, παρουσιάζονται σὰν ὄργανα τοῦ
Θεοῦ, ποὺ ἀγαποῦν τάχα καὶ προστατεύουν τὴ θρησκεία. Αὐτὸ τὸν πονητὸ
τρόπο μεταχειρίστηκε ἡ μάγισσα τῶν Φιλίππων. Ὅσες φορὲς ἔβλεπε τοὺς
ἀποστόλους, ἔβγαινε στοὺς δρόμους καὶ φώναζε˙ «Βλέπετε τοὺς ἀνθρώπους
αὐτούς; Εἶνε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Ἔρχονται νὰ μᾶς δείξουν τὸ
σωστὸ δρόμο, τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας» (Πράξ. 16, 17).
Ἀλλὰ ὁ Παῦλος δὲν ἤθελε μιὰ τέτοια σύστασι ἀπὸ τὸ στόμα τῆς
μάντισσας, ποὺ ὑπηρετοῦσε τὸ διάβολο. Ἦταν σὲ θέσι νὰ καταλάβῃ, σὲ ποιό
σκοπὸ ἀπέβλεπε ὁ σατανᾶς συνιστώντας μὲ τὸ στόμα τῆς μάντισσας τὸ
εὐαγγέλιο. Ὁ σατανᾶς ἤθελε νʼ ἀνακατέψῃ τὰ πράγματα καὶ νὰ φέρῃ σύγχυσι.
Ἀλλὰ ὁ Παῦλος ἤθελε τὰ πράγματα νὰ εἶνε καθαρά, ξεχωρισμένα. Ἀπὸ ʼδῶ τὸ
φῶς, ἀπὸ ʼκεῖ τὸ σκοτάδι. Ἀπὸ ʼδῶ ἡ ἀλήθεια, ἀπὸ ʼκεῖ τὸ ψέμα. Ἀπὸ ʼδῶ ὁ
Χριστός, ἀπὸ ʼκεῖ ὁ διάβολος. Καμμιὰ φιλία, συμμαχία καὶ σύστασι ἀπὸ τὸ
διάβολο. Προτιμότερο ἕνας ἀνοιχτὸς πόλεμος μὲ τὸ διάβολο, παρὰ μιὰ
εἰρήνη μὲ τὸ διάβολο καὶ τὰ ὄργανά του, ποὺ στὸ τέλος καταλήγει σὲ
θλιβερὰ ἀποτελέσματα εἰς βάρος τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀληθείας. Ἡ γλῶσσα
τῆς εἰλικρινείας πρέπει πάντοτε νὰ προτιμᾶται. Τὸ κατηγπρῶ κατὰ τοῦ
ἀπίστου καὶ διεφθαρμένου κόσμου πρέπει νὰ ἀκούγεται πάντοτε ἰσχυρό,
συνεχὲς καὶ ἀδιάλειπτο. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Παῦλος. Γεμᾶτος ἀγανάκτησι ἐναντίον
τοῦ πονηροῦ πνεύματος, ποὺ συνιστοῦσε αὐτὸν καὶ τὸ κήρυγμά του,
στράφηκε πρὸς τὴ μάντισσα τῶν Φιλίππων καὶ εἶπε˙ Πονηρὸ πνεῦμα, «ἐν τῷ
ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σὲ διατάζω νὰ ἐξέλθῃς» (Πράξ. (16, 18).
Καὶ πράγματι τὸ πονηρὸ πνεῦμα, μόλις εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ
Παῦλος, βγῆκε. Καὶ ἡ σατανικὴ πηγὴ ποὺ δηλητηρίαζε τόσες ψυχές, ἡ πηγὴ
τῆς μαντείας, ἔκλεισε γιὰ πάντα. Χαρὰ στοὺς πιστούς. Χαρὰ στοὺς ἀγγέλους
καὶ ἀρχαγγέλους. Χαρὰ στὸ Χριστό. Ἀλλὰ λύπη στὸ διάβολο. Λύπη στὰ
ὄργανα τοῦ διαβόλου, γιατὶ τὰ λεφτὰ ἔπαψαν πιὰ νὰ πέφτουν στὰ πορτοφόλια
τῶν ἐπιτηδείων. Τʼ ἀφεντικὰ τῆς μάντισσας, ποὺ εἶδαν νὰ καταστρέφεται
τὸ ἐμπόριο τῆς μαγείας, νὰ χάνεται ἡ πελατεία καὶ τὰ μεγάλα κέρδη,
ὠργίστηκαν ἐναντίον τοῦ Παύλου, μίσησαν τὸν ἀπόστολο σὰν θανάσιμο ἐχθρὸ
τῶν συμφερόντων τους, πῆγαν καὶ κατήγγειλαν αὐτὸν καὶ τὸν Σίλα στοὺς
ἄρχοντες τῆς πόλεως ὡς ἀνθρώπους ἐπικινδύνους, ὡς ἀνατροπεῖς τοῦ
πολιτικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ καθεστῶτος. Καὶ ἡ συκοφαντία ἔπιασε. Οἱ
ἀπόστολοι συνελήφθησαν. Χτυπήθηκαν ἄγρια ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους στρατιῶτες.
Ῥίχτηκαν στὴ φυλακὴ τῶν Φιλίππων˙ σὲ μιὰ φυλακή, ποὺ ὅποιος πάει στοὺς
Φιλίππους βλέπει τὰ ἐρείπιά της καὶ συγκινεῖται, γιατὶ θυμᾶται τὸ
μαρτύριο καὶ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἐλευθερώσῃ τοὺς πιστούς
του δούλους.
* * *
Πέρασαν ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, εἴκοσι αἰῶνες. Ἀλλὰ ἡ μαγεία δὲν ἔχει ἀκόμη σβήσει. Σὲ ἐποχὴ μάλιστα ὅπως ἡ δική μας, ποὺ ὁ κόσμος ἔφυγε μακριὰ άπὸ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, εἶνε ἐπόμενο οἱ ἄνθρωποι νὰ πέφτουν θύματα τῆς μαγείας. Μάγοι καὶ μάγισσες δυστυχῶς ὑπάρχουν στὰ χωριά μας, ἀλλὰ καὶ στὶς μεγάλες πόλεις ἀκόμη. Σʼ αὐτοὺς τοὺς μάγους τρέχουν μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἀγράμματοι καὶ ἐπιστήμονες, γιὰ νὰ ῥωτήσουν γιὰ τὴν τύχη τους. Τώρα τελευταῖα στὶς μεγάλες πόλεις παρουσιάστηκαν καὶ ἀστρολόγοι, ποὺ κι αὐτοὶ δὲν εἶνε παρὰ ἕνα εἶδος μάγων, ποὺ προσπαθοῦν νὰ μαντέψουν τὸ μέλλον ἀπὸ τὰ ζῴδια, ἀπὸ τὴν κίνησι τῶν ἄστρων. Μιὰ οἰκογένεια μοῦ ἔλεγε ὅτι ἦταν πολὺ τρομαγμένη, γιατὶ τὸ πρωῒ στὴν αὐλή τους βρῆκαν μάγια. Φοβοῦνταν μήπως πάθουν κακό. Ἀλλὰ ὁ πραγματικὸς χριστιανός, ποὺ πιστεύει στὸ Χριστὸ ὅπως πίστευε ὁ Παῦλος καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, δὲν φοβᾶται τοὺς μάγους. Ξέρει, πῶς ὁ Χριστὸς νίκησε τοὺς δαίμονες. Καὶ ἀπὸ τὸ Χριστὸ παίρνει δύναμι κάθε πιστὸς γιὰ νὰ νικᾷ τοὺς μάγους καὶ τὶς μάγισσες, νὰ νικᾷ ὅλα τὰ δαιμόνια. Ἀκοῦνε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τρέμουνε καὶ φεύγουν μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ ζῇ καὶ πολιτεύεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του τὸ ἅγιο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 45-51 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).