Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

«Πάτερ δίκαιε…»

 

«Δεν είναι τι δίκαιον διότι είναι

νόμος, αλλά πρέπει να είναι νόμος

διότι είναι δίκαιον» (Μοντεσκιέ)

Γράφει ο Αριστοτέλης· «ούτε ο Έσπερος, ούτε ο Αυγερινός φωτίζουν τόσο τον κόσμο, όσο η δικαιοσύνη, η οποία είναι κρατίστη αρετή». Ο Σωκράτης αποκαλεί την δικαιοσύνη υψίστη Αρετή. Ο Πλάτωνας ταυτίζει νοηματικά τις έννοιες της αρετής και της δικαιοσύνης χαρακτηρίζοντάς τες συνώνυμες, το ίδιο και η Γραφή. Ο Ρουσσώ αναφέρει ότι «η αρετή είναι εμπόλεμος κατάσταση και πρέπει να πολεμάμε διαρκώς με τον εαυτό μας». Λόγω όμως της συνωνυμίας που προσέδωσε ο Πλάτων και η Γραφή, άρα και η δικαιοσύνη απαιτεί μία πολεμική εγρήγορση και ανάλογη ετοιμότητα προκειμένου να διαφυλαχθεί–διασωθεί. Στην ρήση του Σίλλερ· «Η αρετή προκαλεί τον σεβασμό έστω και με τα ράκη του επαίτου» συμπληρώνει ο Παύλος (Κολ. 4,1)· «οἱ κύριοι τό δίκαιον καί τήν ἰσότητα τοῖς δούλοις παρέχεσθε, εἰδότες ὅτι καί ὑμεῖς ἔχετε Κύριον ἐν τοῖς οὐρανοῖς»=Οι κύριοι να δίνετε στους δούλους σας ό,τι είναι δίκαιο κι αντάξιο της εργασίας τους. Μην ξεχνάτε ότι και εσείς έχετε κύριο στον ουρανό.

Η δικαιοσύνη από πλευράς χριστιανικής, πλευρίζει την αγάπη, η οποία εμφαίνεται ως αρχή και ουσία της ηθικότητος. Έτσι η αγάπη παρουσιάζεται ή ως δικαιοσύνη σε σχέση με τον σεβασμό και την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων ή ως αγαθότης σε πράξεις υπέρ των συνανθρώπων. Κατά την εκδήλωση της αγάπης, διακρίνονται τα καθήκοντα του ανθρώπου σε καθήκοντα δικαιοσύνης και σε καθήκοντα αγαθότητος. Έτσι αυτός που αγαπά τον πλησίον, δεν θα ψευσθεί εις βάρος του, δεν θα τον συκοφαντήσει, δεν θα ψευδομαρτυρήσει, δεν θα τον επιβουλευθεί, δεν θα τον κλέψει, δεν θα τον αδικήσει, δεν θα τον διώξει, δεν θα τον μισήσει, δεν θα τον φθονήσει, δεν θα τον εξαπατήσει. Αντιθέτως θα τον προστατέψει, θα τον βοηθήσει, θα συνεργασθεί, θα χαρεί για τις επιτυχίες του, θα αποβλέψει στο δικό του καλό πρωτίστως και όχι στο δικό του.

Ως εκ τούτου, όσο ο άνθρωπος πλησιάζει περισσότερο προς την πνευματικότητα της αγάπης προς τον πλησίον, τόσο εξασφαλίζεται η δικαιοσύνη. Αυτή την δικαιοσύνη ο Πυθαγόρας την συμβολίζει με το άλας. Το άλας που εξέφραζε εκείνα τα χρόνια την ιδέα της αγνότητος και του αδιαφθόρου. Όπως και στην αγία Γραφή μεταφορικά αναφέρεται προς δήλωση της αθανασίας, της διαρκείας, της σταθερότητος, της καθαρότητος, της συντηρήσεως, της πνευματικής τροφής του ανθρώπου, δηλαδή του Λόγου του Θεού.

Για να προχωρήσουμε όμως περαιτέρω, ας δώσουμε μία απλή στοιχειώδη ερμηνεία στην λέξη δικαιοσύνη. Με την έννοια αυτή προσδιορίζεται η επικράτηση του δικαίου, η απόδοση του δικαίου, οπότε δίκαιος λογίζεται ο τηρών και φυλάσσων τους νόμους, ο ορθός, ο ισορροπημένος, ο ακριβής, ο νόμιμος και εν κατακλείδι ο νομοταγής. Οπότε η κλίμακα της δικαιοσύνης ανερχομένη «ψηλά» μας αποκαλύπτει το βαθύ της περιεχόμενο. «Ἀνήρ δίκαιος ἐστίν οὐχ ὁ μή ἀδικῶν, ἀλλ’ ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος, οὐ βούλεται…» = Δίκαιος δεν είναι όποιος δεν κάμνει αδικία, αλλά όποιος έχει την δύναμη να την κάμει, αλλά δεν θέλει…, υποστηρίζει ο Φιλήμονας.

Για τον λόγο αυτό ο Β. Ουγκώ διαχωρίζει τις έννοιες υποστηρίζοντας «να ’ναι κανείς καλός, είναι εύκολο πράγμα· να ’ναι όμως δίκαιος είναι δυσκολότατο». Για τον ίδιο λόγο προσθέτει ο Πασκάλ· «η δικαιοσύνη άνευ πίστεως είναι ανίσχυρος· η ισχύς άνευ δικαιοσύνης είναι τυραννική». Και για έναν επιπλέον λόγο και τον πιο σοβαρό «έρχεται» ο Ναπολέων επιλύοντας το πολύπλοκο πρόβλημα με την παρέμβασή του. «Ο Δίκαιος, είναι η εικών του Θεού επί της γης».

Οι λέξεις δικαιοσύνη και δίκαιος απαντούν στην αγία Γραφή συχνότατα προσδιορίζοντας πότε την απονομή της δικαιοσύνης και τον γενικώς δίκαιο άνθρωπο με την συνήθη σημασία των λέξεων, πότε την πίστη και τον πιστό στον Θεό, με την προϋπόθεση ότι ο δίκαιος και τα εν δικαιοσύνη έργα αυτού ανταποκρίνονται πλήρως προς τις εντολές του Θεού, ο οποίος επίσης είναι ο πάντων δίκαιος και όλα τα έργα του πηγάζουν από την υψίστη δικαιοσύνη του.

«Πάτερ δίκαιε…» (Ιω. 17,25) ονομάζει–αποκαλεί ο Ιησούς τον επουράνιο πατέρα του και συνεχίζει· «ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστίν» (Ιω. 5,30), γιατί πηγάζει από τον δίκαιο πατέρα του, οπότε «Δικαιοσύνη ἀθάνατος ἐστίν» (Σοφ. Σολ. 1,15). Απ’ αυτήν την δικαιοσύνη φύεται το δένδρο της ζωής· «ἐκ καρπού δικαιοσύνης φύεται δένδρον ζωῆς» (Παροιμ.11,30). Να λοιπόν το μυστικό της τροφοδοσίας των ριζών του δένδρου της ζωής και της ενδυνάμωσής του με την ανάλογη καρποφορία. Ο ίδιος ο Σολομών προτρέπει τους ισχυρούς της γης· «ἀγαπήσατε δικαιοσύνην οι κρίνοντες τήν γῆν…» (1,1) μη γενόμενοι ασεβείς. Γιατί «ὁ ἀσεβής καταδυναστεύει τόν δίκαιο» τονίζει ο Αβακούμ (1, 4), «ὁ δέ δίκαιος εκ πίστεως μου ζήσεται» συμπληρώνει (2,4).

 Ας κάνουμε όμως μία περιήγηση στα σύγχρονα χρόνια με στόχο την ανακάλυψη της δυσεύρετης δικαιοσύνης.

Έτσι στους σύγχρονους καιρούς με τα «νέα» ήθη, η πρόοδος (;) του ανθρώπου ατυχώς είναι στοχευμένη μόνο στις μηχανικές εξελίξεις που υποκρύπτουν και μεγάλη εκμετάλλευση της κοινωνίας, οπότε το εναπομείναν πνεύμα, ατροφικό και απόλυτα δουλικό στην εξουσία της ύλης, «παρακολουθεί» παθητικά την πορεία ενός ανύπαρκτου ηθικού και πνευματικού πολιτισμού, αγόμενο και φερόμενο από έναν κόσμο αδικίας.

Οι λαλίστατες διακηρύξεις και άκρως εντυπωσιακές επαγγελίες στο αισθητήριο της ακοής, περί σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτελούν πολιτικάντικα τερτίπια και δημαγωγικά σχήματα που προσεταιρίζονται την ιδιότητα του καρυκεύματος προς κάλυψη της δυσοσμίας μιας ποταπής υποκρισίας στοιχειοθετημένης εις βάρος του υλόφρονος αψύχου ανθρώπου. Το δίκαιο του ισχυροτέρου εξακολουθεί όχι μόνο ισχύον, αλλά κατισχύον κατά το πλείστον στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων αλλά και κρατών.

Άλλοτε τα δικαστήρια αποτελούσαν τον τηλαυγή φάρο που έρριπτε παρήγορο φως προς τους πιστεύοντες στην έννοια του δικαίου, γι’ αυτό και υπήρχε η ψυχική ενατένιση προς το βήμα του δικαίου. Στις μέρες μας όμως μετά την ανατροπή και την σύληση του ιδεώδους της δικαιοσύνης, τιμωρούνται πλέον οι νομοταγείς πολίτες, τα ηθικά αναστήματα, οι αγνές και αφοσιωμένες υπάρξεις στο δίκαιο του ενός και μοναδικού νομοθέτου, του Θεού. Γιατί; Την ίδια ώρα όλοι οι απατεώνες, τα ρεμάλια και τα παντοειδή αποβράσματα της κοινωνίας, οι εκπρόσωποι της αδικίας υπεκφεύγουν αθωούμενοι, όπως ο Βαρραβάς. Την ίδια ώρα όμως καταδικάζεται ο Χριστός σαν πλάνος, κατάφορα αδικούμενος. Ποιος; Ο εκπρόσωπος του δικαίου, η έκφραση του νόμου, το ίδιο το Δίκαιο.

Η ελπίδα του Πλάτωνος ότι τα δεινά των πόλεων θα παύσουν, όταν εκ τύχης τινός συναντηθούν η δύναμη και η φρόνηση μετά της δικαιοσύνης, καθίσταται φρούδα. Ένας ακόμη ευγενής πόθος αποκατάστασης του δικαίου, παραμένει ανεκπλήρωτος. Οπότε στις μέρες μας «Ὁ οὐδέν ἀδικῶν οὐδενός δεῖται νόμου» = εκείνος ο οποίος δεν διαπράττει αδικίες, ουδενός νόμου έχει ανάγκη, παρηλλάχθη. Έτσι ο μη αδικών ξάφνου κηρύχθηκε ένοχος, σύμφωνα με την σύγχρονη νομοθεσία, γιατί «χαλάει την πιάτσα». Γιατί πιστεύει στον Δίκαιο Θεό και τους νόμους του. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε ερεβώδη κέντρα και σε ανάλογες σκοτεινές και ύποπτες ώρες, καθορίζουν ότι η πίστη στον ένα και μοναδικό Θεό, αποτελεί ποινικό αδίκημα και πρέπει να κολάζεται αυστηρά. Πιο συγκεκριμένα η τέλεση των καθηκόντων έναντι στον Θεό των Χριστιανών, επισύρει προσαγωγές και φυλακίσεις κατόπιν μάλιστα ανωνύμων «καρφωμάτων» που ο νόμος σε άλλες περιπτώσεις δεν το επιδέχεται. Απαιτεί επώνυμη καταγγελία και με την ανάλογη οικονομική επιβάρυνση. Αλλά ο Τερτυλλιανός, γράφοντας για τους πρώτους μάρτυρες της πίστεως, αναφέρει ότι «κατεδικάζοντο ὑπό τοῦ κόσμου, ἠθωώνοντο ὑπό τοῦ Θεοῦ».

Έτσι λοιπόν το αδικείν της πολιτείας έναντι των ακραιφνών νομοταγών πολιτών, αποτελεί την πιο επικίνδυνη νόσο ψυχής, όπως υποστηρίζει ο Πλάτων. Τα δε δικαστήρια δυστυχώς καταδικάζουν την εντιμότητα, επιβραβεύοντας περιφανώς και πριμοδοτώντας αναλόγως την απάτη και το άδικο. Μήπως, όταν ο Παπουλάκος εκείνα τα «ένδοξα» χρόνια τα αποκαλούσε γυφτόσπιτα, αντίκριζε περίλυπος κάποιο ανάλογο φαινόμενο με το σημερινό; Μήπως ο ίδιος τελικά απετέλεσε το εξιλαστήριο θύμα μιας άδικης δικαιοσύνης, συνεργεία πλεκτάνης αδίκων και ανηθίκων ανθρωπίνων στοιχείων; Μήπως τελικά απετέλεσε την θαρραλέα αποκάλυψη και το ξεσκέπασμα του διαβρωμένου κατεστημένου, όπως ανάλογα συμβαίνει και στις μέρες μας;

Αυτά όμως όλα επεκράτησαν κατά έναν μεγάλο βαθμό, γιατί άπαντες, άρχοντες και λαϊκό πλήρωμα, υπετάγημεν στο χρήμα, στα τριάκοντα προδοτικά αργύρια, που αναιρούν την δικαιοσύνη. Γιατί όποιος υποκύπτει στην δύναμη του χρήματος, κάποια στιγμή απεμπολεί τις υποχρεώσεις και το καθήκον του έναντι της ηθικής και της αρετής. Έναντι του δικαίου. Πιο κάτω όμως τον καρτερά μία αγχόνη. Ο βρόχος της ξεπουλημένης ψυχής στον Διάβολο.

Γι’ αυτό λοιπόν οι σύγχρονοι νόμοι, οι θεσμοθετούμενοι στον βωμό της αθεΐας, έρχονται σε άμεση ρήξη και μετωπική σύγκρουση με τους θεόθεν διατεταγμένους νόμους και κανόνες. Όμως ο Θεός «ανεπηρέαστος» συνεχίζει σαν μέγας και μοναδικός άξιος δικαστής να εξουσιάζει τα ανθρώπινα μετά δίκης, δηλαδή με κανόνες θείας δικαιοσύνης. Θεία δικαιοσύνη, θείο σύνταγμα που απαρτίζεται από αιώνιους, σταθερούς και αμετάβλητους νόμους, δοκιμασμένους στην πράξη. Προπάντων θεσμοθετημένους στο ιερό θυσιαστήριο της θυσίας του Δικαίου. Του υιού του Θεού. Νόμους θεσπισμένους από τον Θεό πατέρα και υλοποιούμενους πάνω στον σταυρό από τον υιό του. Αυτοί είναι νόμοι και όχι οι σύγχρονοι που ψηφίζονται ριπηδόν για να νομιμοποιήσουν τις ανομίες κάποιων και να καλύψουν τα ειδεχθή εγκλήματά τους και την επομένη ανασύρονται για να αφήσουν ακάλυπτους άλλους, τους αλλοτρίους…

Γι’ αυτό μισούν τον Χριστό, την σταύρωσή του, αλλά προπάντων την ανάστασή του. Γιατί τους χάλασε στο παρελθόν και συνεχίζει να τους χαλάει την πιάτσα. Ειδικά την εμπορική. Σ’ αυτήν που είναι εγκατεστημένοι οι δύο και μοναδικοί εμπορικοί κολοσσοί που διαφεντεύουν τα επί γης. Τα εξοπλιστικά προγράμματα των κρατών και η «προστασία» της υγείας των πολιτών. Και οι δύο αυτοί νοιάζονται για το καλό της κοινωνίας. Την «ειρήνη» και τον ανώδυνο θάνατο. Οι δύο κρυπτόμενοι τρομοκράτες στον δούρειο ίππο της καταστροφής της ανθρώπινης κοινωνίας.

Αλλά ο εθισμός της κοινωνίας με παντοειδή μολύσματα ψυχής και σώματος, με τα «ειδωλόθυτα» της σύγχρονης δαιμονολατρίας, επέφερε τον πνευματικό θάνατο που δεν δίδει πλέον περιθώριο στην καθαρότητα της σκέψεως, ώστε να αντιληφθεί την εξαγορά και ευτελή πώληση των πάντων στον νοητό αλλά και «ανόητο» περίγυρο. Ιδία των ιδεών και της δίκαιης σκέψης και ενεργείας. Την καπηλεία του υγιούς πνεύματος, του μοναδικού επιβιώσαντος μέσα στην ηφαιστειακή λάβα της μονοκράτορος ύλης. Γιατί η εγκατάλειψη του αληθινού και ζωντανού Θεού οδήγησε τον άνθρωπο στην προσκόλληση σε μορφή λατρείας που τιμά κατά βάθος τον Σατανά και τον βοηθά στην εκπλήρωση των επιδόξων σχεδίων του. Έτσι όμως, σύμφωνα με την Γραφή πάντοτε, έχει πραγματοποιηθεί μία πνευματική πορνεία, η οποία μολύνει την ψυχή ανεπανόρθωτα οδηγώντας την στην ηθική παραλυσία και απονεύρωση με αδυναμία αντιδράσεως–επεμβάσεως. Οδηγώντας την στην αδικία απέναντι στον Δίκαιο Θεό. Αυτό όμως είναι συνέπεια αλαζονείας, εμπερικλείοντας στοιχεία παραφροσύνης, που οδηγεί τελικά στην ψυχική αυτοκτονία.

Αυτή είναι η σύληση της εννοίας του δικαίου στις μέρες μας που διενεργείται από το μείζον μέρος της αποστατούσης κοινωνίας με λαφυραγώγηση του ιερωτέρου δώρου του Θεού προς τον άνθρωπο, του εμψύχου σώματός του, που αποτελεί τον ναό του Αγίου Πνεύματος.

Ο Βολταίρος όμως επιμένει ότι «η καλύτερη πράξη της ανθρωπότητος είναι η απόδοση της δικαιοσύνης». Γεννάται όμως το ερώτημα. Ποιος είναι εκείνος που μπορεί, αλλά και δικαιούται να αποδώσει δικαιοσύνη;

Την απάντηση την λαμβάνουμε στον ψαλμ. 36,28.

«Κύριος ἀγαπᾶ κρίσιν» Ο Κύριος αγαπά την δικαία κρίση, «ἄνομοι ἐκδιωχθήσονται». Οπότε εμείς έχουμε ιερή υποχρέωση να υπομένουμε τις θλίψεις μας δια τον Κύριο και να τηρούμε πιστά τις εντολές του.

Μπορεί να αντικρίζουμε τους ασεβείς, σύμφωνα με τον ίδιο ψαλμό, να υψώνονται πανίσχυροι και να επαίρονται ψυχικά όπως υψώνονται οι γιγαντιαίοι κέδροι του Λιβάνου, αλλά κάποια στιγμή «οἱ παράνομοι ἐξολοθρευθήσονται ἐπί τό αὐτό» (36,38). ΟΧΙ μόνο αυτοί, αλλά και τα εγκαταλείματά τους, τα πλούτη, τα ονόματα (τα τζάκια δηλαδή), οι απόγονοι (αν υπάρχουν τοιούτοι λόγω σοδομικών συνερεύσεων).

Έτσι κάποια στιγμή η αλήθεια θα ανατείλει στην γη και θα συναντηθεί με την κύπτουσα εξ’ ουρανών δικαιοσύνη (ψαλ. 84,12).

Τότε ο ήλιος της δικαιοσύνης θα ανατείλει μόνιμα και κυριαρχικά.

«Πάτερ δίκαιε…»

 Αρίσταρχος