«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. 1,1)
ΣΥΝΤΟΜΟ, ἀγαπητοί μου, θὰ εἶνε τὸ κήρυγμα. Παρὰ τὴν κόπωσι, δὲν πρέπει νὰ γίνεται θεία λειτουργία χωρὶς κήρυγμα.
Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται σήμερα εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾽
ὅλα τὰ εὐαγγέλια τοῦ ἔτους. Εἶνε τὸ πιὸ ὑψήγορο, τὸ πιὸ θεολογικό.
Εἶνε ὕψος τὰ λόγια «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν,
καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. 1,1)! Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε; Δὲν ἔχουμε οὔτε
ἐγὼ εὐφράδεια οὔτε σεῖς ὑπομονὴ γιὰ μία πλήρη ἐξήγησι τοῦ ῥητοῦ αὐτοῦ.
Λίγες λέξεις μόνο θὰ ψελλίσουμε ἐπάνω σ᾽ αὐτό.
* * *
Λένε, ὅτι κάποιος βασιλιᾶς τῆς
ἀρχαίας ἐποχῆς κάλεσε στὰ ἀνάκτορα ἕνα σοφό. ―Θέλω, λέει, νὰ μοῦ λύσῃς
ἕνα πρόβλημα. Μὲ βασανίζει τὸ ἐρώτημα τί εἶνε Θεός. ―Δύσκολο αὐτό,
ἀπαντᾷ ὁ σοφός. Δὲν μπορῶ ν᾽ ἀπαντήσω ἀμέσως. Δῶσε μου προθεσμία τρεῖς
μέρες. Τοῦ ἔδωσε προθεσμία. Ἄνοιξε ἐκεῖνος βιβλία καὶ μελέτησε. Ὅταν
ἐπέστρεψε λέει· ―Βασιλιᾶ, δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ ἀπάντησι. Ζητῶ ἄλλες
τρεῖς μέρες. Πῆρε ἄλλες τρεῖς. Πάλι ὅμως ἴδια ἡ ἀπάντησι. Ζητάει ἀκόμα
τρεῖς μέρες. Ἀλλὰ τελικά, παρ᾽ ὅλες τὶς παρατάσεις ποὺ πῆρε, στάθηκε
ἀδύνατο νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸ βασιλιᾶ.
Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν αὐτό, ποὺ δὲν ἀπήντησε ὁ ἀρχαῖος σοφός,
ἀπαντᾷ σήμερα μὲ λίγες λέξεις τὸ εὐαγγέλιο· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ
Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος».
Πῶς θὰ τὸ ἐννοήσουμε τὸ χωρίο αὐτό;
Ἂς πετάξουμε μὲ τὴ σκέψι μας στὸ
παρελθόν. Διατρέχουμε αἰῶνες καὶ χιλιετίες προχωρώντας διαρκῶς πρὸς
τὰ πίσω. Φθάνουμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος. Προχωρώντας
ἀκόμη βρίσκουμε, ἀπὸ τὰ ἀπολιθώματα ποὺ ἐξετάζει ἡ γεωλογία, ὅτι δὲν
ὑπῆρχαν οὔτε ζῷα οὔτε πουλιὰ οὔτε δέντρα οὔτε φυτὰ οὔτε ἄλλο ἴχνος
ζωῆς. Προχωρώντας ἀκόμη θὰ δοῦμε, ὅτι δὲν ὑπῆρχε θάλασσα, «ἡ δὲ γῆ ἦν
ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (Γέν. 1,2). Δὲν ὑπῆρχαν πλανῆτες, δὲν
ὑπῆρχε γῆ, ἥλιος, γαλαξίες, κομῆτες, οὔτε τίποτε ἀπὸ ἀστρικὸ
σύμπαν. Φθάνουμε ἔτσι σὲ ἕνα χρόνο ποὺ δὲν ὑπῆρχε τίποτα.
Τί εἶπα; τίποτα; Βλασφημία! Πῶς δὲν ὑπῆρχε τίποτα; Ὑπῆρχε ὁ Θεός, ὁ Λόγος! «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ ὑπῆρχε ὁ Λόγος.
Ὥστε δὲν ὑπῆρξε ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὁ Υἱὸς καὶ
Λόγος τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς ὑπῆρχε πάντοτε. Εἶνε
ἄναρχος καὶ μὲ τὸν Πατέρα συνάναρχος· εἶνε ἀΐδιος δηλαδὴ αἰώνιος, καὶ
μὲ τὸν Πατέρα συναΐδιος δηλαδὴ συναιώνιος. Δύσκολα, θὰ πῆτε, εἶν᾽
αὐτά, εἶνε μυστήρια. Ὄντως μεγάλα μυστήρια. Δὲν θὰ τὰ ἀρνηθοῦμε ὅμως·
τὰ δεχόμεθα διὰ τῆς πίστεως.
Ἄλλωστε, ὅπως ἔχω πεῖ καὶ ἄλλοτε, ὄχι πλέον τὰ ὑπερφυσικὰ
ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ φυσικὰ πράγματα κρύβουν μυστήρια. Γεμᾶτος μυστήρια εἶνε
ὁ κόσμος. Ὅλοι οἱ ἐπιστημονικοὶ κλάδοι ἔχουν ἄλυτα προβλήματα. Ἡ
ἐπιστήμη ἁπλῶς περιγράφει, δὲν ἐξηγεῖ πλήρως, δὲν εἰσέρχεται στὰ
βαθύτερα αἴτια τῶν πραγμάτων καὶ τῶν φαινομένων. Τί εἶνε λ.χ. ὁ
ἠλεκτρισμός; τί εἶνε ὁ μαγνητισμός; τί εἶνε ἡ παγκόσμιος ἕλξις; Ἡ
ἐπιστήμη περιγράφει, τί ἀκριβῶς ὅμως εἶνε δὲν γνωρίζει. Μυστήρια εἶνε
ἁπλωμένα παντοῦ στὴ φύσι, καὶ στὰ μικρότερα ἀκόμα. Καὶ ἡ ἐλαχίστη
ποσότης τῆς ὕλης, τὸ ἄτομο, εἶνε μιὰ μικρογραφία τοῦ σύμπαντος.
Ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα. Στὴ ῾Ρώμη συνῆλθε διεθνὲς ἰατρικὸ συνέδριο ἀπὸ
κορυφαίους ἐπιστήμονες ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἐπάρατο νόσο ποὺ
σαρώνει τὴν ἀνθρωπότητα, τὸν καρκίνο. Εἶπαν πολλά. Στὸ τέλος ὁ
πρόεδρος συνόψισε. Γνωρίζουμε, λέει, πῶς ἐμφανίζεται, πῶς ἐξελίσσεται ὁ
καρκίνος καὶ ποιά εἶνε τὰ συμπτώματά του· ἕνα δὲν γνωρίζουμε, τὴν
αἰτία του, πῶς δημιουργεῖται – πῶς γίνεται. Πῶς ἕνα ἀπὸ τὰ
ἑκατομμύρια κύτταρα ποὺ ἔχει τὸ σῶμα – αὐτὸ εἶνε καρκίνος, ἐκεῖ ποὺ
λειτουργεῖ ἁρμονικὰ μὲ τὰ ἄλλα, ξαφνικὰ «τρελλαίνεται», φεύγει ἀπ᾽ τὴν
τροχιά του, κι ἀπὸ ᾽κείνη τὴν ὥρα πλέον ἀρχίζει ἡ νόσος.
Παντοῦ λοιπὸν εἶνε τὸ μυστήριο. Καὶ ἐφ᾽ ὅσον οἱ ἐπιστήμονες
ἀποροῦν γιὰ πράγματα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, πῶς ἐμεῖς νὰ ἐξηγήσουμε τὸ
μυστήριο τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος; Ἂς λύσουν αὐτοὶ πρῶτα τὰ
μυστήρια ποὺ κρύβουν τὰ φυσικὰ πράγματα, καὶ τότε νὰ ζητοῦν νὰ λύσουμε
τὰ ὑπερφυσικὰ πράγματα. Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἕνα μικρὸ κύπελλο·
δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσῃ τὸν ὠκεανό.
* * *
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος
ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Λόγος στὴ γλῶσσα τῆς Γραφῆς
καὶ τῆς Ἐκκλησίας λέγεται ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διότι γεννᾶται ἀπὸ τὸν Θεὸ
Πατέρα ποὺ εἶνε ὁ ὑπέρτατος Νοῦς. Ὁ Νοῦς γεννᾷ τὸν Λόγο, ὁ Πατὴρ γεννᾷ
τὸν Υἱό.
Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὴν ἀλήθεια αὐτή, λέμε τὰ ἑξῆς. Ὁ ἄνθρωπος
πλάσθηκε «κατ᾽ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,26) καὶ γι᾽ αὐτὸ ὀνομάζεται
«εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 11,7. Κολ. 3,10). Πῶς εἶνε ὁ ἄνθρωπος εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ, ὡς πρὸς τὸ σῶμα; Ὄχι βεβαίως. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κάτι τὸ ὑλικό,
δὲν ἔχει σῶμα, χέρια πόδια αὐτιὰ κ.τ.λ., ὅπως φαντάζονταν τοὺς θεούς
των οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Ὁμιλεῖ κάποτε καὶ ἡ ἁγία Γραφὴ
ἀνθρωποειδῶς γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ μόνο κατὰ συγκατάβασιν. Ὁ Θεὸς εἶνε
πνεῦμα. Συνεπῶς τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε «εἰκὼν» τοῦ Θεοῦ δὲν ἀναφέρεται
στὸ σῶμα ἀλλὰ στὴν ψυχή του· κατὰ τὴν ψυχὴ ὁ ἄνθρωπος εἶνε εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ. Ἄνθρωπος κυρίως δὲν εἶνε τὸ ὁρώμενον, αὐτὸ ποὺ φαίνεται· εἶνε τὸ
μὴ ὁρώμενον. Τὸ ὁρώμενον εἶνε ὕλη, τὸ μὴ ὁρώμενον εἶνε ἡ ψυχή.
Ὑπάρχει λοιπὸν ἀντιστοιχία. Ὅπως ὁ Θεὸς εἶνε τριαδικός, ἔτσι
καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶνε στὴν ψυχὴ τριαδικός. Ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶνε ὁ
ὑπέρτατος Νοῦς, ποὺ γεννᾷ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο του, καὶ ἐκπορεύει τὸ
ἅγιο Πνεῦμα· καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει νοῦ, ἔχει λόγο – σκέψι, ἔχει καὶ
πνεῦμα.
Σπουδαιότατο δῶρο τοῦ Θεοῦ ἡ σκέψις. Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο
τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν συναντᾶται στὰ ζῷα οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ· μόνο στὸν
ἄνθρωπο. Ὤ ἡ σκέψις, ὁ νοῦς! Βρίσκεσαι τὴν ὥρα αὐτὴ ἐδῶ, κι ἀμέσως πετᾷς
σὰν μὲ πύραυλο καὶ βρίσκεσαι στὴν Ἀμερικὴ ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ.
Ἀναλογισθήκατε πῶς συλλαμβάνει, πῶς γεννᾷ σκέψι ὁ ἄνθρωπος; Ἡ σκέψις
εἶνε ἡ βάσι τῆς ἐπιστήμης· μ᾽ αὐτὴν ἐρευνᾷ τὴ γῆ, ζυγίζει τὰ ἄστρα,
ψαύει τοὺς οὐρανούς, ἀνακαλύπτει, δημιουργεῖ.
Ἡ σκέψις κατ᾽ ἀρχὴν εἶνε ἐνδιάθετος – ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς
δυσκολέψω λιγάκι. Τί θὰ πῇ ἐνδιάθετος; Εἶνε κρυμμένη βαθειὰ μέσα στὸν
ἄνθρωπο, ἀσύλληπτη. Τί σκέπτεται ὁ καθένας δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε·
μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει. Ἀλλοίμονο ἂν βρεθῇ τρόπος νὰ ἀστυνομεύεται ἡ
σκέψις.
Στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας ἡ σκέψις ὀνομάζεται λόγος, λογικὴ
δηλαδή. Ἀλλὰ προσέξτε· ὁ νοῦς γεννάει τὸ λόγο. Πῶς γεννάει; Ὄχι ὅπως
γεννοῦν τὰ ζῷα. Ὑπάρχει καὶ ἄλλη γέννησις. Ποιά γέννησις; Ὁ νοῦς ―λένε
οἱ θεολόγοι― γεννάει τὸν ἐνδιάθετο λόγο, τὴ σκέψι. Κι ὅταν ἡ σκέψι
ἐκφρασθῇ μὲ τὸ στόμα, τότε ὁ ἐνδιάθετος λόγος γίνεται προφορικός. Ἄλλο
μυστήριο – καὶ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Πῶς μιλᾶμε; Γιά σκεφτῆτε το.
Πῶς; Καμμία ἀπάντησι ἡ ἐπιστήμη. Προσπαθεῖ μόνο νὰ ἐντοπίσῃ στὸν
ἐγκέφαλο ὡρισμένα κέντρα ἀπὸ τὰ ὁποῖα παράγεται ὁ προφορικὸς λόγος. Ὁ
νοῦς μας λοιπὸν γεννάει τὸν ἐνδιάθετο λόγο, ἐν συνεχείᾳ γεννάει τὸν
προφορικὸ λόγο, καὶ τέλος γεννάει καὶ τὸν γραπτὸ λόγο.
Ἀλλὰ ἐδῶ στὸ εὐαγγέλιο ἡ λέξι Λόγος γράφεται μὲ λάμβδα κεφαλαῖο
«Λ». Διότι ὁ Λόγος εἶνε Θεός. «Καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Ὁ Θεὸς – Νοῦς
γεννᾷ τὸν Θεὸ Λόγο, ὁ Πατὴρ γεννᾷ τὸν Υἱό. Ἐμπρὸς σ᾽ αὐτὸν τὸν Λόγο ἡ
λογικὴ – ἡ σκέψι τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ τὸ μεγαλούργημα ποὺ εἴπαμε, εἶνε
κάτι μικρό, ἀσήμαντο. Μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τί εἶνε ὁ Θεὸς Λόγος;
Ὁ Λόγος εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ ὑπῆρχε πάντοτε. Καὶ ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ
Ἐκκλησία ἔδωσε τὴ μάχη ἐναντίον τοῦ Ἀρείου καὶ ἄλλων αἱρετικῶν, ὅπως
εἶνε καὶ σήμερα οἱ χιλιασταί.
* * *
Ἂς τὸν πλησιάσουμε, ἀγαπητοί
μου, κ᾽ ἐμεῖς. Τὸ μεσημέρι θὰ καθήσουμε νὰ φᾶμε, ν᾽ ἀπολαύσουμε τὰ
ἀγαθά του. Πόσοι ἔχουμε ἔννοια Θεοῦ; Πολλοὶ οὔτε σταυρὸ κάνουν οὔτε
ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ γιὰ ὅλα τὰ δῶρα του καὶ πρὸ παντὸς
γιὰ τὸ ὅτι ἔχουμε τὴ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία. Οἱ ἱδρυταὶ τῶν ἄλλων
θρησκειῶν (Μωάμεθ, Κομφούκιος κ.τ.λ.) εἶνε θνητοί· ἔζησαν ἕνα διάστημα
καὶ μετὰ πέθαναν. Ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας
τῶν αἰώνων. Δὲν ὑπάρχει στιγμὴ στὸ ἄπειρο τοῦ χρόνου ποὺ δὲν ὑπῆρχε
Χριστός. Καὶ διὰ τῆς ἀναστάσεώς του ἀπέδειξε, ὅτι ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς
τοὺς αἰῶνας.
Αὐτὸν ἑορτάζουμε σήμερα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἰς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ.
Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 22-4-1984 στὴν θ. λειτ. μὲ ἄλλο τίτλο.
Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 19-4-2009 στὴν θ. λειτ..