Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

  Ὁ διδάσκαλος τοῦ γένους κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, Ἠλίας Μηνιάτης (1669-1774), στὴν πρώτη ὁμιλία τοῦ περὶ πίστεως, βλέποντας τοὺς ἀποστόλους -στὸ εὐαγγέλιο- ἕτοιμους νὰ ξεκινήσουν ἀπὸ τὸ ὑπερῷο τῶν Ἱεροσολύμων, συνάπτει μεταξὺ τοὺς τὸν ἑξῆς διάλογο'
-«Τί πᾶτε νὰ κάνετε;
-Νὰ κηρύξουμε σ’ ὅλο τὸν κόσμο τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Νὰ ἐξοστρακίσουμε κάθε θρησκεία καὶ νὰ παρακινήσουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχθοῦν μία νέα πίστη. Νὰ διδάξουμε τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι χάριν τοῦ Χριστοῦ ποὺ τοὺς χαρίζει ἀθανασία καὶ αἰώνια ζωή, πρέπει νὰ θυσιάσουν τὰ πάντα. Νὰ προτιμήσουν φτώχεια καὶ καταφρόνηση ἀπὸ κάθε θησαυρὸ καὶ δόξα. Τὴν σκληραγωγία καὶ τὴν ἄσκηση ἀπὸ κάθε ἄνεση καὶ διασκέδαση. Ν’ ἀγαποῦν τὸν πλησίον τοὺς πάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Ν’ ἀγαποῦν ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς τους.
-Μπαίνετε σὲ δύσκολο ἐπιχείρημα. Ὅμως ποῦ εἶναι τὰ στρατεύματά σας;
-Ἐμεῖς εἴμαστε μόνον δώδεκα.
-Ποῦ εἶναι τὰ ὄπλα σας;
-Ἐκεῖνος πού μας ἔστειλε, μᾶς παρήγγειλε νὰ μὴ πάρουμε μαζύ μας οὔτε ἕνα ραβδί.
-Ἐσεῖς, λοιπόν, ἔχετε κατὰ νοῦν νὰ τραβήξετε στὴ γνώμη σας τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ πλῆθος τῶν χρημάτων;
-Ὄχι' εἴμαστε τόσο πτωχοί, ποὺ κι αὐτὰ τὰ λίγα ὑπάρχοντα ποὺ εἴχαμε, τὰ ἀφήσαμε ὅλα.
-Μά, μήπως ἔχετε τουλάχιστον τὴν δύναμη τοῦ λόγου; Εἶσθε τόσο εὔγλωττοι ρήτορες, ὥστε νὰ πείσετε τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχθοῦν διδασκαλίες τόσο παράδοξες καὶ ἐνάντιες στὸ φυσικὸ λόγο;
-Μήτε αὐτό' ἐμεῖς δὲν ξέρουμε τί εἶναι ἡ σοφία τοῦ κόσμου. Δὲν μιλοῦμε ἄλλη γλῶσσα παρὰ αὐτὴ τοῦ γένους μας.
-Καὶ μὲ τί νομίζετε ὅτι θὰ ἐπιστρέψετε στὴν πίστη ποῦ διδάσκετε ἕνα ὁλόκληρο κόσμο;
-Ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε σὲ καμμία ἀνθρώπινη δύναμη, παρὰ μόνο στὴ δύναμη τοῦ Διδασκάλου πού μας ἐξαπέστειλε. Ἔτσι ἐλπίζουμε νὰ κατορθώσουμε τὰ πάντα. Πάντα δυνάμεθα ἐν τῷ ἐνδυναμούντι ἠμᾶς Χριστῷ».

  Στὴν παράδοξη καὶ παράλογη -γιὰ ὅποιον δὲν ἔχει νοῦν Χριστοῦ- συνομιλία ποὺ ἀναφέραμε, φαίνεται ξεκάθαρα ἡ ἀδυναμία τῶν ἀποστόλων καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται ἡ ἀπιστία τῶν ἀποστόλων σ’ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα μέσα καὶ ἐφόδια, καὶ ἡ πίστη τους στὴ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Διαβάζοντας τὴν συνομιλία αὐτὴ ὁ γνώστης τῆς ἁγίας Γραφῆς θυμᾶται ἀμέσως αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του' «Τὰ μωρά του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἶνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἶνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ του κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἶνα τὰ ὄντα καταργήση, ὅπως μὴ καυχήσεται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Α΄Κόρ.1,27-29).
  Πράγματι στὴν ἁγία Γραφὴ σὲ πολλὰ σημεῖα τονίζεται ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὰ προσόντα καὶ τὰ χαρίσματα τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ φέρει εἰς πέρας τὸ ἔργο του. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπαιτεῖ εἶναι οἱ ἄνθρωποί του νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀφοσιωμένοι σ’ Αὐτόν, ἀπόλυτα πιστοί, καὶ πρόθυμα νὰ ὑπακούουν στὸ θέλημά του.
  Ἔτσι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διαμηνύει στὸν ἐπίσκοπό της Φιλαδελφείας (Ἀποκ.3,7-10) ὅτι θὰ τοῦ δώσει «θύραν ἀνεωγμένην ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν», δηλαδὴ θὰ τὸν κάνει προϊστάμενο σὲ μεγάλο ἱεραποστολικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἐπιβουλευθεῖ οὔτε νὰ τὸ ἐμποδίσει. Καὶ θὰ τὸ κάνει αὐτὸ διότι ἂν καὶ ἔχει μικρὴ δύναμη ὁ ἐπίσκοπός της Φιλαδελφείας, δηλαδὴ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα προσόντα, ἐν τούτοις τήρησε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀρνήθηκε τὸ ὄνομά του, καὶ ἔκανε ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες ποὺ τὸν βρῆκαν. Γὶ αὐτὸ ὁ Θεὸς θὰ φέρει τοὺς Ἰουδαίους -ποὺ τοῦ δημιουργοῦν προβλήματα- στὰ πόδια του νὰ τὸν προσκυνήσουν, καὶ θὰ τὸν διαφυλάξει κατὰ τὴν ὥρα τοῦ παγκόσμιου πειρασμοῦ.
  Ἐπίσης στὸν ἐπίσκοπό της Σμύρνης (Ἀποκ.2,8-11), τὸν ὁποῖον ἐπαινεῖ καὶ τὸν θεωρεῖ πλούσιο στὶς ἀρετὲς καὶ τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, παρουσιάζει καὶ τὶς ἱκανότητες καὶ τὰ προσόντα του. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Θὰ μείνουμε ἄναυδοι καὶ ἐνεοὶ ἐὰν τὰ ἀκούσουμε. Ἡ θλίψη καὶ ἡ πτώχεια. Τὰ πράγματα ποὺ σιχαίνεται ὁ κάθε ἄνθρωπος καὶ τὰ ἀποφεύγει καὶ τὰ φοβᾶται ὅσο τίποτα ἄλλο, αὐτὰ εἶναι τὰ πραγματικὰ καὶ οὐσιαστικὰ προσόντα τοῦ ἐργάτου τοῦ εὐαγγελίου. Αὐτὰ εἶναι τὰ μεγάλα του ἔργα. Γιατί αὐτὰ σὲ κρατοῦν σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀπαιτοῦν ἀπόλυτη καὶ ἀταλάντευτη πίστη. Οἱ ἀπόστολοι ἦταν «ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἀπολλύμενοι»(Β΄Κόρ.4,8-10). Ἦταν «οἱ ἀποθνῄσκοντες ποὺ παρέμειναν ὅμως ζωντανοί, οἱ πτωχοὶ ποὺ πλούτιζαν πολλούς' ἦταν οἱ μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες» (Β΄Κόρ.6,9-10). Ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε ὁ μεγάλος πτωχός, ὁ μεγάλος βασανισμένος καὶ ὁ μεγάλος ἀδύναμος' ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε μέχρι ποὺ πέθανε. Δὲν μπορεῖ οἱ διάδοχοί του νὰ εἶναι πλούσιοι, ἄνετοι καὶ δυνατοὶ κατὰ κόσμο. Ἐὰν ζητοῦν μὲ πλοῦτο καὶ εὐκολίες καὶ ἀνέσεις καὶ κοσμικὴ ἰσχὺ νὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, τότε νὰ ξέρουν ὅτι βρίσκονται σὲ λάθος δρόμο καὶ προδίδουν τὸν χριστιανισμό. Φεύγουν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ προσχωροῦν στὸ στρατόπεδο τοῦ Ἀντιχρίστου. Μιμοῦνται τὸ κράτος τοῦ Βατικανοῦ ποὺ εἶναι μία καρικατούρα τοῦ χριστιανισμοῦ, μιὰ «ἐκκλησία» μὲ στρατό, μὲ ἀστυνομία, μὲ τράπεζες, μὲ πρεσβεῖες, μὲ κοσμικὴ δύναμη καὶ ἰσχύ. Μιὰ «ἐκκλησία» ποὺ ὑπέκυψε στὸν τρίτο πειρασμὸ τοῦ διαβόλου (Μάτθ.3,8-10)
  Ἄλλη μιὰ ἀναφορὰ ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ θὰ διαφωτίσει πλήρως τὸ θέμα μας. «Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἐλόμενος (προτιμώντας) συγκακουχείσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχει ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἠγησάμενος (θεωρώντας) τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ» (Ἑβρ.11,24-26). Ξεκάθαρα πράγματα! Ὁ Μωϋσῆς ἀρνεῖται τὰ πλούτη τῆς Αἰγύπτου, τὴν κοσμικὴ δύναμη, τὴ θέση τοῦ δίπλα στὸν Φαραώ, φεύγει στὴν ἔρημο, γίνεται γιδοβοσκὸς γιὰ 40 χρόνια, γιατί πιστεύει ἀκράδαντα στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Καὶ πράγματι ὁ Θεὸς κονιορτοποίησε τὴν μεγαλύτερη αὐτοκρατορία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὴν κατέστρεψε συνθέμελα, καὶ ἔσωσε τὸν λαό του ἀπὸ τὴν δουλεία καὶ τὴν καταπίεση. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανό του τὸν ἰσχνόφωνο καὶ βραδύγλωσσο (Ἐξοδ.4,10) ἀλλὰ πιστὸ καὶ βασανισμένο Μωϋσῆ!
  Τὸ πόσο φοβόταν τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἄνεση -ἕνας ἄλλος ἅγιος της Π.Δ.- ὁ σώφρων καὶ ἐνάρετος εἰς τὸ ἔπακρον Ἰωσήφ, φαίνεται στὸ ἑξῆς γεγονός. Ὅταν ᾖλθαν τὰ ἀδέλφια του στὴν Αἴγυπτο, εἶπε στὸν Φαραὼ ὅτι εἶναι βοσκοὶ προβάτων. Ἐπίτηδες τὸ εἶπε' γιατί οἱ Αἰγύπτιοι σιχαινόταν τὰ πρόβατα καὶ φυσικὰ αὐτοὺς ποὺ τὰ βόσκανε. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, γιατί ἤθελε νὰ κρατήσει μακρυὰ τὰ ἀδέλφια του ἀπὸ τὰ πλούτη καὶ τὶς ἀνέσεις τῶν ἀνακτόρων, γιατί φοβόταν ὅτι λόγω αὐτῶν θὰ ξεχνοῦσαν τὸν Θεὸ καὶ τὴ δύναμή του (Γέν.46,31-34).
  Καὶ τίθεται τὸ θέμα' ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, πιστεύουμε στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ χάρη ποὺ σκορπίζει ἁπλόχερα, σ’ αὐτοὺς ποὺ νήφουν, κακοπαθοῦν κατὰ Χριστὸ καὶ διώκονται λόγω Χριστοῦ; Πιστεύουμε στὸ αἰώνιο καὶ συνεχὲς θαῦμα τῆς Ἐκκλησίας ὅπως αὐτὸ παρουσιάζεται διαχρονικὰ μέσα στὴν ἱστορία; Ἢ γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴ Γραφή' «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθῶν ἄρα εὐρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς»;

 ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ