Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Ἡ Παναγία στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821

Πάντοτε ἡ Παναγία, καλοί μου φίλοι, εἶναι παροῦσα στὴ ζωή μας, θερμὴ προστάτης καὶ βοηθός μας. Ἰδιαίτερα δέ, ὅταν τὴν ἐπικαλούμαστε καὶ προσφεύγουμε στὴ χάρη της. Βρίσκεται στὴ ζωή τοῦ καθενός μας, ὅπως καὶ στὴ ζωή καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους μας. Ἀνέκαθεν. Ὅπως καὶ στὴν ἀνεπανάληπτη ἐπανάσταση τοῦ 1821, βέβαια. Τότε ποὺ ὁ λαός μας ὅλος, ὁπλαρχηγοὶ καὶ καπεταναῖοι, μοναχοὶ καὶ δεσποτάδες, γονάτισαν μπροστά της καὶ τὴν παρακάλεσαν, μὲ μία ψυχή, νὰ τοὺς κάνει τὸ θαῦμα τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς πατρίδας. Κι ἐκείνη τοὺς ἄκουσε …

* * *

Κατάμεστα εἶναι τὰ ἀπομνημονεύματα τῶν ἡρῴων τοῦ 1821, οἱ ἱστορικὲς ἀφηγήσεις, οἱ περιγραφὲς τῶν περιηγητῶν, ὅπως καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ δημοτικά μας τραγούδια, ποὺ δὲν μιλᾶνε ἁπλῶς γι’ αὐτὴ τὴν καταφυγὴ τοῦ λαοῦ μας στὴν Παναγία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἔντονη παρουσία καὶ τὰ θαύματά της.

Ἐξάλλου αὐτὴ ἡ πίστη καὶ ἡ καταφυγὴ στὴν Παν­αγία, ἦταν καὶ τὸ ἀπαύγασμα τῆς πίστης τοῦ λαοῦ μας στὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, Ἐκεῖνον ποὺ ἔθρεψε τὰ ὁράματα, τὰ ἰδανικὰ καὶ ὅλα του τὰ πνευματικὰ ἀποθέματα, γιὰ νὰ ποθήσει καὶ νὰ ἐπιτύχει τὴν ἐλευθερία του.

Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ τὸ «χαῖρε ὢ χαῖρε λευτεριά», ἔγινε ἕνα μὲ τὸ «χαῖρε τῆς Παρθένου», ἐκεῖνο ποὺ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τόση μεγαλοπρέπεια τῆς ἀπηύθυνε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐπανάσταση ξεκίνησε τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της. Γι’ αὐτὸ καὶ εὐλογήθηκε μὲ τὸ λάβαρο τῆς Ἁγίας Λαύρας, ποὺ ἔχει πάνω του τὴν Κοίμησή της.

Μάλιστα ἐκεῖνα τὰ «Χαῖρε» ποὺ ἄκουγε ὁ λαός μας στοὺς Χαιρετισμούς της καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὰ ἔψαλε, τροφοδοτοῦσαν γιὰ τὰ καλὰ τὴν ψυχή του, ὅπως τὸ «Χαῖρε ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα» τῆς Δ΄ στάσης τῶν Χαιρετισμῶν γιὰ παράδειγμα, ποὺ τὸ ἐκλάμβανε ὅτι ἦταν ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἐχθροὺς τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Πατρίδας.

Ναί, ἡ Παναγία μας ἦταν ἐκείνη ποὺ ἐνέπνευσε στὸ λαό μας τὰ πάντα, ὅπως καὶ τὴν πλέρια αὐτοπεποίθηση ὅτι ὁπωσδήποτε θὰ νικήσει. Καθόλου δὲν ἦταν τυχαῖες οἱ διακηρύξεις τῶν ἡρῴων σὰν αὐτές: «Ὁ Θεὸς ὑπέγραψε τὴν ἐλευθερία μας καὶ δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφή Του», «Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾶ», «Νίκη τοῦ Σταυροῦ», «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς κὰ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ» κ.λπ. κ.λπ. Ὅλα τους κατ’ οὐσίαν συνθήματα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ του ἦταν…

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι καθ’ ὅλη τὴν περίοδο τῆς σκλαβιᾶς ὁ λαός μας σαφῶς ἀκουμποῦσε στὴν Παναγία. Μοιραζόταν μαζί της τὴ θλίψη του, τὴν ἐλπίδα του καὶ τὸν πόθο του γιὰ τὴ λύτρωση, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐχαριστοῦσε ποικιλοτρόπως γιὰ τὶς νίκες ποὺ ἁπλόχερα τοῦ ἔδινε.

Ὁλοκάθαρα τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὰ δημοτικά μας τραγούδια. Ἀπὸ ἐκεῖνο γιὰ «Τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης» μὲ τοὺς γνωστοὺς στίχους «Σὰν τ’ ἄκουσεν ἡ Δέσποινα, δακρύζουν οἱ εἰκόνες. Σώπασε Κυρὰ Δέσποινα, μὴν κλαίγεις, μὴν δακρύζεις, πάλε μὲ χρόνους μὲ καιρούς, πάλε δικά μας θὰ ’ναι» ἢ τὸ ἄλλο μὲ «Τὸ καράβι» καὶ τοὺς γνωστούς, ἐπίσης, στίχους «Στὴν πρύμνη βάνουν τὸ Σταυρό, στὴν πλώρη τὸ Βαγγέλιο, τὴν Παναγιὰ τὴν Δέσποινα στὸ μεσιανὸ κατάρτι».

* * *

Ἀλλ’ ἀξίζει νὰ δοῦμε συγκεκριμένα παραδείγματα.

Γράφει ὁ ἐθνικός μας ἱστορικὸς Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Πᾶσα διάνοια τῶν πιστῶν παρέμενε ἐστραμμένη πρὸς τὴν Ὑπέρμαχον τῆς Ὀρθοδοξίας Στρατηγόν».

Οἱ ξένοι περιηγητὲς ἔκθαμβοι μιλᾶνε γιὰ τὰ σπίτια τῶν Ἑλλήνων, ὅτι τὰ ἔβλεπαν ὅλα τους νὰ ἔχουν πάντοτε ἀναμμένο τὸ καντήλι στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας κι ἂς μὴν εἶχαν οὔτε ψωμὶ νὰ φάνε! Ὅπως καὶ τὸ ὅτι ἔβλεπαν τὶς Ἑλληνίδες νὰ βρίσκονται γονατιστὲς στὶς ἐκκλησίες μπροστὰ στὶς εἰκόνες της!

Λόγιοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως ὁ Ἠλίας Μηνιάτης καὶ ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, κάνουν ἰδιαίτερες ἐπικλήσεις στὴν Παναγία ἐμπνέοντας τὸν λαό, προκειμένου νὰ ἀκούσει τὶς προσευχὲς τῶν Ἑλλήνων καὶ νὰ τοὺς δώσει τὴν ἐλευθερία τους.

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς πάντοτε μιλοῦσε στοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες μὲ δέος γιὰ τὴν Παν­αγία καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ καταφεύγουν μὲ πίστη σ’ αὐτὴν καὶ στὴν προστασία της.

Στὴν κορύφωση τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἔθνους μας, ἐκεῖ στὰ 1823, μετὰ ἀπὸ ὅραμα τῆς Παναγίας στὴ μοναχὴ Πελαγία, βρέθηκε ἡ εἰκόνα της στὴν Τῆνο, ἕνα πραγματικὰ μεγαλειῶδες καὶ ὄντως θαυμαστὸ γεγονὸς – ἀπόδειξη τῆς παρουσίας καὶ τῆς εὐλογίας της.

Τὰ Μοναστήρια της ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα ἦταν σαφῶς τὸ μέγα καταφύγιο τῶν ἀγωνιστῶν καὶ τῶν ὁπλαρχηγῶν, ὅλα τους δὲ ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν Ἐπανάσταση. Γιὰ παράδειγμα, ἡ Ἱ. Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας στὸ Καρπενήσι, τὸ καταφύγιο τοῦ Λάμπρου Κατσῴνη, τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη, τοῦ Μάρκου Μπότσαρη καὶ ὄχι μόνο …

Ἔπειτα δὲν ὑπῆρξε κανένας ἀπ’ τοὺς ἥρωες ποὺ γνωρίζουμε, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ προσ­έφυγε στὴ χάρη της, νὰ μὴ γονάτισε μπροστά της, νὰ μὴν τὴ ἱκέτευσε στὶς δύσκολες στιγμές, νὰ μὴ τὴν παρακάλεσε στὶς κρίσιμες μάχες καὶ νὰ μὴ ἄφησε τὰ τάματά του ὡς εὐχαριστία στὰ προσκυνήματά της. Ὅλοι τους ἀναγνώρισαν ὅτι ἡ Παναγία ἦταν ὁ ἐμψυχωτής, ἡ πηγὴ τοῦ θάρρους τους καὶ ἡ αἰτία τῆς νίκης τους.

Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη ποὺ προχωρώντας γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Τριπολιτσᾶς εἶδε νὰ δειλιάζουν οἱ ἀγωνιστές, νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ καὶ νὰ μένει μόνος του μὲ τὸ … ἄλογό του (!). Τότε μπῆκε εὐλαβικὰ στὴν Ἐκκλησία τῆς Παναγίας στὸ Χρυσοβίτσι, ἔκανε τὸ σταυρό του, γονάτισε μπροστὰ στὴν εἰκόνα της καὶ τῆς εἶπε δακρυσμένος: «Παναγιά μου, βοήθησε καὶ τούτη τὴ φορά τοὺς Ἕλληνες νὰ ψυχωθοῦν». Ἔφυγε γεμάτος πίστη γιὰ τὴν τελικὴ νίκη καὶ τὸ θαῦμα ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ λίγο, ὅταν συναντήθηκε μὲ κάποιους ποὺ τοῦ εἶπαν πὼς δὲν ἔμεινε κανείς, γιὰ νὰ πολεμήσει, τοὺς ἀπάντησε μὲ βεβαιότητα: «Ἂς μὴν εἶναι κανείς! Ὁ τόπος σὲ λίγο θὰ γιομίσει παλικάρια … Ὁ Θεὸς ὑπέγραψε τὴν λευτεριὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ δὲν θὰ πάρει πίσω τὴν ὑπογραφή Του»! Ἔτσι κι ἔγινε. Γιατί τὸ θέλησε ἡ Παναγία.

Ὁ ἴδιος, πάλι, λίγο πρὶν ἀρχίσει τὸν γνωστὸ νικηφόρο ἀγῶνα στὰ Δερβενάκια, εἶπε μὲ δυνατὴ φωνή: «Ἕλληνες, ἀπόψε ἦρθε ἡ Παναγία καὶ μοῦ εἶπεν: Ἐγὼ εἶμαι σκέπη, βοηθὸς καὶ προστασία»!

Ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης στὰ ἀπομνημονεύματά του καὶ πρὸ πάντων στὸ «Ὁράματα καὶ θαύματα» πόσα δὲν λέει γιὰ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας στὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τοῦ Ἔθνους. Συγκινητικότατες καὶ γεμάτες κατάνυξη εἶναι καὶ οἱ σχετικὲς προσευχές του πρὸς αὐτήν.

Ὁ ἀτρόμητης πυρπολητὴς Κων. Κανάρης, ἀφοῦ πρῶτα προσευχήθηκε στὴν Παναγία καὶ κοινώνησε, πυρπόλησε τὴν τουρκικὴ ναυαρχίδα στὸ λιμάνι τῆς Χίου καὶ κατόπιν ἐπέστρεψε ἐκεῖ στὸ Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου εὐχαριστώντας μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὴν Παναγία. Γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγραψε ὁ ποιητὴς Γ. Δροσίνης: «Τὸ χέρι ποὺ ἄτρεμο ἔσπειρε τὸ θάνατο μὲ τὸ δαυλὸ – τὸ φοβερὸ τὸ χέρι – τώρα ταπεινωμένο καὶ τρεμάμενο στὴν Παναγιὰ ἀνάβει ἕν’ ἁγιοκέρι»! Κι ὅταν ἀργότερα ἡ Δημογεροντία τοῦ ἀπένειμε δάφνινο στεφάνι γι’ αὐτὸ τὸ κατόρθωμά του, ἐκεῖνος γεμάτος εὐγνωμοσύνη τὸ ἀπέθεσε στὴν εἰκόνα της, λέγοντας: «Δικό σου εἶναι Παναγία μου»!

Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης γονατιστὸς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας, κι ἐνῷ ἦταν βαριὰ ἄρρωστος ἀπὸ φυματίωση, τὴν παρακάλεσε θερμὰ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: «Παναγία μου, κάνε με καλὰ νὰ πολεμήσω γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Πατρίδος μου κι ἐγὼ θὰ σ’ ἀσημώσω». Κι ἐκείνη τὸν ἄκουσε σὲ ὅλα. Γι’ αὐτὸ καὶ τῆς δώρισε τὴν ἀργυρόχρυση ἐπένδυση τῆς εἰκόνας της ποὺ σῴζεται μέχρι σήμερα, καὶ γράφει πάνω δεξιά της, τὰ ἑξῆς: «Ἡ Παντάνασσα. Δι’ ἐξόδων τοῦ γενναιοτάτου στρατηγοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρὶ Γεωργίου Καρανίκα, 1824». Καὶ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Τῆς ἀφιέρωσε καὶ τρία παράσημά του (ἀσημένια ἀστέρια), γιατί θεώρησε ὅτι σ’ ἐκείνην ἀνήκουν ποὺ κατατρόπωσε τοὺς ἐχθροὺς στὶς μάχες.

Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο ποὺ πολλὰ Μοναστήρια σήμερα σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα διατηροῦν τάματα τῶν ἀγωνιστῶν καὶ τῶν ὁπλαρχηγῶν τοῦ 1821.

Ἀποκαλυπτικότατο γιὰ τὴν εὐλάβεια τῶν Κολοκοτρωναίων στὴν Παναγία καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη στὸ Πρόσωπό της εἶναι ἀκόμη καὶ τὸ γνωστό μας δημοτικὸ τραγούδι «Λάμπει ὁ ἥλιος στὰ βουνά», ποὺ λέει: «Φλουριὰ ρίχνουν στὴν Παναγιά, φλουριὰ ρίχνουν στοὺς Ἁγίους καὶ στὸν ἀφέντη τὸ Χριστὸ τὶς ἀσημένιες πάλες». Τάματα κι αὐτὰ στὴ χάρη Της!

* * *

Ἀλλ’ ἂς σταματήσουμε ἐδῶ, παιδιά. Ὅλα δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ποῦμε σ’ ἕνα περιορισμένο κείμενο. Ὡστόσο τὸ συμπέρασμα βγαίνει. Καὶ εἶναι ὁλοκάθαρο. Κανένας δὲν ἔφυγε ἀπ’ τὴν Παναγία μας μὲ ἀδειανὰ τὰ χέρια. Ἐκείνη, ὡς μάνα μας ποὺ εἶναι, ἀλλὰ καὶ Ὑπέρμαχος Στρατηγός μας, ὅλα τὰ οἰκονομεῖ. Καὶ ὅλους. Ὅπως καὶ τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ ’21. Τὸ ἴδιο θὰ κάνει ἄν, ὅπως τότε, ὅλοι μας, τὴν παρακαλοῦμε καὶ τὴν ἱκετεύουμε γιὰ τὴν πατρίδα μας, τὴν οἰκογένειά μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ προσωπικά μας θέματα. Δέχεται δὲ χαμογελαστὴ καὶ τὰ φλουριά μας. Τὰ τάματά μας δηλαδή, ποὺ τόσο τῆς ἀξίζουν. Ἔστω κι ἂν εἶναι ἕνα «Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε» ἀπ’ τὴν καρδιά μας!

Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος