ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΑΓΙΑ ΘΩΜΑΪΣ
Ἡ Ἁγία Θωμαΐς γεννήθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια, ἀνατράφηκε σωστά, παντρεύτηκε καί ζοῦσαν μέ τόν σύζυγό της ἀγαπημένοι, μέ κοσμιότητα και σωφροσύνη. Στό ἴδιο σπίτι κατοικοῦσε ὁ πεθερός της, ὁ κατά σάρκα δηλαδή πατέρας τοῦ συζύγου της. Μία ἡμέρα ἔτυχε νά λείπει ὁ ἄντρας της καί ὁ διάβολος ἔβαλε αἰσχρούς λογισμούς στόν γέροντα κατά τῆς νύφης του. Προσπαθοῦσε λοιπόν μέ κάθε τρόπο νά πραγματοποιήσει τόν κακό σκοπό του, ἡ δέ ἁγία τόν συμβούλευε καί τόν παρακαλοῦσε νά βγάλει τούς πονηρούς λογισμούς ἀπό τό μυαλό του. Ματαίως ὅμως· ὁ πονηρός γέροντας, τυφλωμένος ἀπό τόν διάβολο, πῆρε τό σπαθί του καί τήν σκότωσε. Ἡ μέν ἁγία παρέδωσε τήν ψυχή της στό Θεό καί μαρτύρησε γιά τήν σωφροσύνη, ὁ δέ γέροντας ἔχασε τό φῶς του καί τριγύριζε ἄσκοπα μέσα στό σπίτι του.
Κάποιοι χριστιανοί πῆγαν στό σπίτι καί ζητοῦσαν τόν σύζυγο τῆς Θωμαΐδος, βρῆκαν ὅμως τήν ἁγία νεκρή καί τόν πεθερό της νά τριγυρνᾶ ἐδῶ κι ἐκεῖ. Τόν ρώτησαν τί συνέβει καί ὁμολόγησε τήν ἀλήθεια, παρακαλοῦσε δέ νά τόν πᾶνε στόν ἄρχοντα γιά νά τιμωρηθεῖ σύμφωνα μέ τούς νόμους τῆς πόλης. Πράγματι ὁ ἄρχοντας διέταξε νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ὅταν ὁ ἀββᾶς Δανιήλ ἔμαθε τό συμβάν κατέβηκε στήν Ἀλεξάνδρεια καί πῆρε τό λείψανο τῆς ἁγίας, τό ἀνέβασε στήν Σκήτη καί τό τοποθέτησε στό κοιμητήριο τῶν πατέρων, ἐπειδή μαρτύρησε γιά τήν σωφροσύνη. Κάποτε ἕνας ἀδελφός ἐνοχλήθηκε ἀπό τό πάθος τῆς πορνείας, πῆγε στόν τάφο τῆς ἁγίας καί χρίσθηκε μέ λάδι ἀπό τό καντῆλι της. Ἡ ἁγία τόν εὐλόγησε, φανερούμενη στόν ὕπνο του, καί ὁ ἀδελφός ἐλευθερώθηκε ἀπό τό πάθος. Ἔκτοτε οἱ ἀδελφοί τῆς Σκήτης ἔχουν βοηθό τήν ἁγία Θωμαΐδα στούς πολέμους τῆς σάρκας.
Ἀπολυτίκιον (Ἦχος πλ. α΄ . Τὸν συνάναρχον Λόγον.)
Σωφροσύνης τῇ χάριτι διαπρέπουσα, ὑπὲρ ταύτης νομίμως ἐτύθης πάνσεμνε, καὶ Μαρτύρων κοινωνὸς ἀξίως γέγονας· ὅθεν ἀπάλλαξον ἡμᾶς, Θωμαΐς νύμφη Χριστοῦ, ἐκ πάσης ἡδυπαθείας, τῇ σῇ θερμῇ ἀντιλήψει, καὶ προσβολῶν αἰσχρῶν τοῦ ὄφεως.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις σωφροσύνης στήλη λαμπρά, Θωμαΐς θεόφρον, ἡ τοῦ δράκοντος τὴν ὁρμήν, ῥεῖθροις σῶν αἱμάτων, ποντίσασα τελείως, καὶ γῆν πρὸς ἀφθαρσίας, κατασκηνώσασα.