καί οἱ δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνη»
(Παροιμ. 8,15)
Ζήτω ο Βασιλεύς! Εν μέσω πασιδήλου παγκοσμίου ελευθερίας και ελληνικού αγέρα δημοκρατίας, εμείς προτάσσουμε και ποθούμε την βασιλεία. Είμαστε βασιλόφρονες και ας μας ειρωνεύονται οι σύγχρονοι κουλτουριάρηδες. Ας αντικρύσουν τα χάλια τους και μετά ας μιλήσουν για να μιλήσουν. Είμαστε λοιπόν φανατικοί βασιλόφρονες, αλλά οπαδοί ενός βασιλέως που δεν προέρχεται από την τάξη των κοινών της γης. Είναι «εξωγήινος», αλλά εμφορούμενος από λύπη για την κατάντια του πλανήτη μας, επεσκέψατο ημάς για να προσφέρει ταπεινά τις υπηρεσίες του. Άνευ αμοιβής!
«Οὐκοῦν βασιλεύς εἶ σύ;» (Ιω. 18,37) Ο ηγεμόνας κοιτάζοντας εκστατικά τον Χριστό, απευθύνει μία παράξενη ερώτηση· «είσαι λοιπόν βασιλιάς;». Υπονοούσε μάλλον ότι η εμφάνιση του Χριστού δεν ενέπνεε και ούτε συνήδε στην βασιλική ιδιότητα. Όμως ρητή και κατηγορηματική η απάντηση έρχεται να λύσει την εξεταστική απορία· «Σύ εἶπας!» Εσύ ο ίδιος το είπες. Ναι! Είμαι βασιλιάς. Δήλωση ευγενούς αποστακτικής καθαρότητος με την διήκουσα ανάληψη ευθύνης.
Μα αυτό, πρώτος και καλύτερος το πιστοποίησε από την πρώτη κιόλας στιγμή που επεσκέφθη τη γη μας ο Χριστός σαν βρέφος, ο ένας από τους τρεις Μάγους της Ανατολής, προσφέροντάς του χρυσό. Υποδήλωσε με την κίνησή του αυτή απερίφραστα, την βασιλική ιδιότητα του βρέφους. Κατέθεσε στα έδρανα της παγκοσμίου δικαιοσύνης τα πιο συγκλονιστικά στοιχεία και άκρως αδιάψευστα, που αναγορεύουν το τεχθέν βασιλέα. Δεν είναι απαραίτητο να γεννηθείς σε ανάκτορο για να κληθείς μέγας και βασιλιάς. Οι γνήσιοι βασιλείς γεννιούνται έξω από τα αμαρτωλά παλάτια· σε ερήμους, σε ασκηταριά, εν ταις οπαίς της γης, σε τρώγλες, σε φτωχόσπιτα και φτωχοσυνοικίες· εκεί όπου υπάρχει αγνότης και καθαρότης ψυχής· εκεί όπου είναι προετοιμασμένο το λίκνο της αγιότητος εκ Θεού να υποδεχθεί τους εκλεκτούς του άρχοντες. Γιατί βασιλιάς είναι ο άγιος! Τα άλλα όλα είναι φληναφήματα και λόγια της πλώρης. Είναι παραμύθια να κοιμίζουν τα μικρά παιδιά και να ναρκώνουν τους μεγάλους που παρέμειναν μικροί στον στοχασμό.
Ο Μάγος ήταν σοφός πραγματικός, άρχοντας ευγενής, νους φωτισμένος, οπότε άνετα μπορούσε να αναγνωρίσει έναν ξεχωριστό βασιλιά, έστω και μέσα σε ένα ξένο σπήλαιο, σε μία φάτνη αλόγων, χωρίς να επηρεάζεται στο ελάχιστο από την ριζοσπαστική διαφοροποίηση με τα έως τώρα γήινα βασιλικά τεκταινόμενα.
Όμως και μετά τον χορτασμό των πεντακισχιλίων, επικράτησε άμεσα η σκέψη και η βούληση να ανακηρυχθεί βασιλιάς ο Χριστός από το πλήθος. Το πλήθος πολλές φορές υποκινείται από μία φωτισμένη διαίσθηση αληθείας, ασχέτως αν κάπου στην πορεία παρεισφρέει το υποδαυλιζόμενο συμφέρον, αμαυρώνοντας το τελικό αποτέλεσμα. Η πεποίθηση λοιπόν της βασιλικής ιδιότητος, παραμένει πηγαία και άδολη, επίμονη, προπάντων ανοδική.
Στην συνέχεια παίρνοντας τον μαρτυρικό ανήφορο προς Ιεροσόλυμα, μόνος, απέριττος, καθήμενος επί πώλου όνου, χωρίς βασιλικά μεγαλεία και καμία δόξα, δεν κατορθώνει να αποκρύψει από τον λαό την βασιλική του ιδιότητα. Κι όμως εκείνος τον υποδέχεται με επευφημίες και εκδηλώσεις πηγαίου ενθουσιασμού. «Ὡσαννά εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ».
Ιδού λοιπόν ο βασιλέας, ιστάμενος ως υπόδικος τώρα στο πραιτώριο, στερημένος από κάθε δύναμη, χωρίς είδος και κάλλος, προδομένος από έναν «ὑπήκοό» του, έναν μαθητή του και εγκαταλελειμμένος από τους υπολοίπους, «τον λαό του», δέχεται πλέον διερευνητικά την ερώτηση· «εἶσαι λοιπόν βασιλιάς;». Όλοι οι προηγούμενοι αυτό πίστευαν και διεκήρυξαν, άρα αυτό συνεχίζει να ισχύει. Μετά την διακήρυξη αυτή ο κατάδικος γέρνει το κεφάλι του πάνω στον Σταυρό, όπου ήταν και εκεί γραμμένο. «Ἰησοῦς Ναζωραῖος βασιλεύς Ἰουδαίων». Τι χρεία έχομεν άλλων μαρτύρων και στοιχείων για να αποδείξουμε το αυταπόδεικτο της βασιλικής χροιάς; Μάλλον όμως παραξένευε, ερέθιζε, προκαλούσε ο τύπος και ο τρόπος του βασιλέως. Γιατί αυτός ξεχώριζε από τους γήινους σε πάρα πολλά σημεία. Προπάντων, όμως ήταν αιώνιος, γιατί η βασιλεία του δεν είχε τέλος, οπότε περιζήλευτος και μισητός από τους υπολοίπους λάτρεις της μακραίωνης εξουσίας. Έπειτα έσερνε πίσω του στρατιές ψυχών παθιασμένες, για να τις οδηγήσει στην ουράνια δόξα, στην έδρα του βασιλείου του, κρατώντας όμως επιτακτικά και δικαιωματικά τον θρόνο του, θεμελιωμένο μέσα στις ανθρώπινες καρδιές. Όλα αυτά τα στοιχεία «ανάγκασαν» έναν μεγάλο γήινο αυτοκράτορα, σκληρό στρατηλάτη, τον εξόριστο της Αγίας Ελένης να ομολογήσει. «Ναι, αυτός είναι πραγματικός βασιλιάς, γιατί κρατάει στα διάτρητα χέρια του τα νήματα της ιστορίας». Οι μεγάλοι άνδρες προσδιορίζονται από το μεγαλείο της αναγνώρισης της υπεροχής των ψυχικά ανωτέρων τους. Αυτό αποτελεί το απρόσβλητο κλέος της ψυχής των γνησίων αρχόντων, που αν και βασιλείς αποδέχονται την ήττα τους έναντι στον καλύτερο και ας είναι και χαμηλόβαθμος. Την μικρότητά τους. Γιατί βασιλιάς που κατόρθωσε και εγκατέστησε τον θρόνο του μέσα στις καρδιές των ανθρώπων εκ του μηδενός, δεν γεννήθηκε και ούτε πρόκειται να γεννηθεί άλλος, εκτός του βασιλέως Χριστού.
Ας σταχυολογήσουμε όμως τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του εν λόγω βασιλέως.
Βασιλιάς στεφανωμένος με αγκάθια, για να προσυπογράφει την ιδιότητα του πόνου.
Με καλάμι εμπαικτικό στο χέρι, γιατί αποτελεί τον βασιλιά των ονειδιζομένων.
Με χλαμύδα κόκκινη, γιατί είναι βασιλιάς που θέλει να απορροφήσει και να στεγνώσει σ’ αυτήν την χλαμύδα, όλα τα αίματα των αδικοχαμένων.
Με τα χέρια απλωμένα στον Σταυρό, γιατί είναι βασιλιάς που θέλει να αγκαλιάσει όλο το βασίλειό του, κάτω από την σκιά του.
Με την πλευρά κεντημένη, γιατί πρόσφερε την δική του καρδιά στην λόγχη του στρατιώτη, για να μπορεί να απαιτήσει σαν θρόνο του την ανθρώπινη καρδιά.
Συνεπώς η βασιλεία αυτού ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου.
Γι’ αυτό οι βασιλείς των αιμάτων, οι γήινοι, τον κυνήγησαν να τον αφανίσουν θέτοντας προπομπό όπως πάντοτε τον αργυρώνητο όχλο.
Έτσι ο βασιλεύς που ανεδείχθη από την πλημμυρίδα του «ὡσαννά», σύντομα βυθίστηκε από την αναρροή του μανιασμένου «ἆρον, ἆρον». Οι θριαμβευτικοί κλάδοι των φοινίκων, αντικατεστάθησαν από τον εμπαικτικό κάλαμο. Την γοητεία και θέλξη της υψηλής διδασκαλίας εκείνου, την απομάκρυνε η αποκάλυψη των αμαρτωλών έργων, η φαύλη και υλιστική ζωή του αισχρού συμφέροντος. «Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μή Καίσαρα». Η αστάθεια και το ευμετάβλητο του υποδαυλιζομένου όχλου από τα συμφέροντα της σαπρής εξουσίας ανατρέπει τα πάντα. «Βασιλεύς μας είναι η ύλη. Το θυμίαμά μας το προσφέρουμε στο εγώ μας. Κάτω ο πλάνος. Θάνατος!»
Αυτή η αψυχολόγητη κίνηση, προσυπέγραψε την θανατική καταδίκη του λαού, χρίοντας βασιλιάδες ψευδεπίγραφους και πλάνους τυχοδιώκτες. Έκτοτε τις τύχες του κόσμου τις διαχειρίζεται η απάτη και η δολιοφθορά των κεχρισμένων ελέω λαού αρχόντων.
Αυτός που ενοχλούσε, εξέλειψε της σκηνής και μαζί του το παράδειγμα και η σωτηρία. Έτσι αυτός που δεν είχε «ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ» τώρα την έγειρε πάνω στο ξύλινο προσκεφάλι του σταυρού, βρίσκοντας επιτέλους ανάπαυση και ηθική ικανοποίηση καθότι θυσιάστηκε για τον λαό του. Ιδού η γνησιότης της βασιλικής μεγαλοπρεπείας που ζητούσε ο Πιλάτος.
Αυτός που δεν λέρωσε τα χέρια του κρατώντας ηγεμονικά σκήπτρα παρά μόνο τον εμπαικτικό κάλαμο, τώρα κρατάει τα ίδια του τα χέρια απλωμένα πάνω στο ξύλο σε μία έκσταση υπέρτατης αγωνίας. Ο άνθρωπος τον καταδίκασε οικτρά. Τον αδρανοποίησε. Έτσι δεν μπορεί πλέον να ζυμώσει με τα χέρια του πηλό για να χρίσει τα μάτια των τυφλών. Δεν μπορεί να χαϊδέψει τα μικρά παιδιά, ούτε να παρακαλέσει «ἄφετε ἐλθεῖν πρός με». Τα καταδίκασε και αυτά η σύγχρονη βασιλεία κάτω από το νυστέρι του εγκληματία γιατρού. Δεν μπορεί πλέον ο Χριστός να αρπάξει ούτε τον ολιγόπιστο Πέτρο, καταποντιζόμενο στα κύματα της Γεννησαρέτ. Εδώ λοιπόν ολοκληρώνεται το κύκνειο άσμα του βασιλέως των Ιουδαίων. Εδώ όμως υποκρύπτεται τελικά η πικρότερη χλεύη και ο δεινότερος σαρκασμός των αιώνων.
Όμως ο Θεός πατέρας δεν επιτρέπει την φαινομενική αυτή ηττοπάθεια να σκεπάσει το γήινο σκηνικό. Ξάφνου ξεπηδάει από τον τόπο του φονικού μία μεγαλοπρεπής διακήρυξη. Ένα στόμα εντελώς αυθόρμητα, πηγαία, εύστοχα, εξαίροντας την σωτηρία «βροντοφωνάζει»: «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱός ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54). Τελικά ανατρέπεται όλο το δαιμονικό υπόβαθρο της απάτης και της ξευτίλας της γήινης χαμερπούς εξουσίας. Μέσω θεϊκής επεμβάσεως επέρχεται ανοδική πορεία και πνευματική ανάκαμψη. Η καταισχύνη του σταυρού επιφέρει μία πρωτοφανή έξαρση. Έρχεται ένας εκατόνταρχος οξυδερκής και αμερόληπτος κριτής των γεγονότων και στουπώνει τα βλάσφημα στόματα, διακηρύσσοντας περιφανώς ότι ο σταυρωθείς είναι γιός του Θεού. Ένας θαρραλέος ομολογητής εν μέσω της κοινωνικής καταπίεσης, θέτει τους πάντες προ των ευθυνών τους. Και είναι πολύ βαρειές. Το ασθενές, καταισχύνει το ισχυρό. Ο Πιλάτος παρέδωκε μεν στον σταυρό έναν αμφισβητούμενο βασιλέα, η ανθρωπότης όμως παρέλαβε από εκεί ψηλά έναν Θεό αληθινό, εκ Θεού αληθινού. Άμεσα κατεβαίνει η επιγραφή εκ του σταυρού «Βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων» και αναρτάται η γνήσια «Βασιλεύς τοῦ πόνου ἀλλά καί τῆς χαρᾶς».
Έκτοτε οι αιώνες μιλούν αποκαλυπτικά για την βασιλεία ότι «οὐκ ἔσται τέλος».
Οι βασιλείς των αιώνων οι χοϊκοί, ας απολαύσουν την τραγωδία. Την τραγωδία των δύστυχων υπάρξεών τους. Ηττήθησαν κι όμως δεν το παραδέχονται. Παλεύουν μέχρι σήμερα να τον γκρεμίσουν από τον Σταυρό, γιατί ελέγχονται. Όμως το έργο αν και δικό τους δεν μπορούν να το ανασύρουν. Τα καρφιά ήταν μακριά και μπήχτηκαν βαθειά. Η θεία δικαιοσύνη το διατηρεί αλώβητο, για να τους θυμίζει συνεχώς το έγκλημα.
Το έγκλημά τους, αλλά και την τιμωρία τους. Την τιμωρία του «νενίκηκάς με Ναζωραῖε».