Προς:
τους Σεβασμιωτάτους Αρχιερείς τους συγκροτούντας την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον της
Εκκλησίας της Ελλάδος και των περί της Κανονικής Τάξεως διατριβόντων και
αποφαινομένων.
Σεβασμιώτατοι,
Συντάξας την από 22ας τ.μ. επιστολήν μου προς Υμάς, το έπραττον χωρίς να αναμένω επαίνους ή διχοστασίας προς το πρόσωπόν μου, ούτε βεβαίως επεχείρουν να κομίσω γλαύκα εις Αθήναν.
Διαζωγραφίσας, ως ενδέχεται να εκλαμβάνητε την αλαζονείαν μου, ερμηνευτικώς συνυφασμένην ή διαφέρουσαν νεοφανών, ήτοι καινών απόψεων Υμών και ενίων εξ Υμών αγίων Αρχιερέων, μετελθόντων λόγους κενούς, προς επίρρωσιν απόψεων, πόρρω απεχουσών της εν ημίν διδασκομένης αληθείας.
Χωρίς να ανήκω εις την τάξιν «υπεροχικών προσώπων», ίνα μετέρχωμαι «‘‘ευσεβείς’’ ανοησίες» ή να καθίσταμαι «ρεζίλι», θεωρώ ότι καταστρατηγήσατε και μάλιστα ανεπιτρέπτως και συλλήβδην, ως και κατ’ ασύγγνωστον υπερβολήν τα εσκαμμένα, όχι μόνον σκανδαλίζοντες αλλά και ως πρόσωπα αγνοούντες πλείστα όσα τεκμαίρονται παρά πάντων ως αληθή, επάναγκες είναι προ πάσης άλλης ενεργείας να λάβητε υπόψιν:
α) Το του Μεγάλου Βασιλείου: «Άξιον σαυτόν ποίησον των Ιερών Κανόνων», Παράγγελμα προς τον ιερέα περί της Θείας Χάριτος, (Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων, Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Δ, 392),
β) Τον 6ο Κανόνα
της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου «Τα αρχαία έθη κρατείτω»,
γ) Τον 6ο Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου ψέγοντος τους «την εκκλησιαστικήν
ευταξίαν συγχείν και ανατρέπειν...και ταραχάς των ειρηνευόντων λαών
κατασκευάζειν»,
δ) Τον 89ο Κανόνα της Πενθέκτης Συνόδου,
ε) Τον 2ο Κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου, αποφαινομένου ότι «η εκκλησιαστική τάξις...και ομού πάντων φυλακτέα εστίν», και πλείστων συναφών προς τούτοις θέσεων, εμπεριεχομένων εις το Ιερόν Πηδάλιον, το οποίον ενώ αδιαμφισβητήτως δεν αγνοείτε, αναλώνετε εαυτούς εις την κατάστρατήγησίν του.
Περί των ημετέρων απόψεων μη διεκδικουσών επαίνους, «ποιήσωμεν την απόδειξιν» ουχί ραθύμως, αλλά μετά πολλής ενδεδωκότες σπουδής, υπό αμαθείας πολλής κατεχόμενος, φρονήματι δε ορθοφρονών, επανέρχομαι και αύθις επί το αυτό.
Εκ τούτων, αναγκαίον νομίσας τον της μακρηγορίας λόγον «μεταβολής της προθυμίας ακροάσασθαι» προς τα Σεβασμιώτατα Μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, διά τα κατ’ Αυτήν, προς άρσιν δημιουργηθεισών εντάσεων και παρανοήσεων, υπαιτίων της προς τούτο εμφανισθείσης εκρρύθμου καταστάσεως, εσχάτως επιφαινομένων των Υμετέρων παλινωδιών, επί θεμάτων μείζονος διά τον εις Χριστόν πιστεύοντα Ορθόδοξον Λαόν, αποτολμών και εγώ να συγκαταλέξω εαυτόν μεταξύ αυτού.
Ατυχήσατε άγιοι Αρχιερείς ολιγωρούντες, ποίοις λόγοις, Κύριος οίδε, να διαλεχθήτε μετά της Πολιτείας ευθαρσώς, μη αφιστάμενοι των πατρώων, ως ετόνιζα, παραδόσεων.
Αν και εγκρατείς περί την θεολογίαν της Εκκλησίας, αποκρύψατε εντέχνως από τους ιδίους τους Υμετέρους οφθαλμούς το εσφαλμένον και εγκυμονούν μυρίους κινδύνους.
Δεν νοείται εις την Ορθόδοξον Λειτουργικήν Ζωήν και Παράδοσιν η προπετής και αναιδής Υμετέρα απόφασις περί της τελέσεως του Αναστασίμου «Όρθρου βαθέως», καταδηλούντος το υπερφυές γεγονός της του Κυρίου Αναστάσεως.
Ολόκληρος ο αναστάσιμος Όρθρος καταλιμπάνεται ως εντέλλεσθε, παραθεωρούντες τον οφειλόμενον σεβασμόν και λειτουργούντες υπό την απόλυτον έννοιαν του λειτουργικού χρόνου, καταργούντες ανερυθριάστως την Κανονικήν Τάξιν, όπως περιγράφεται εις το Τυπικόν της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας (Βιολάκη) και μάλιστα τεταγμένοι ως θεματοφύλακες.
Σεβασμιώτατοι,
Προκαλούν οργήν εις το Χριστεπώνυμον πλήρωμα εν γένει αι ληφθείσαι Υμέτεραι αποφάσεις, απάδουσαι εις κάθε έννοιαν ιεροπρεπείας και μάλιστα ακρίτως, ακατανοήτως και αδοκίμως λαμβανόμεναι, της επί του θέματος λειτουργικής και δογματικής εννοίας, ως απόψεις αι οποίαι απέχουν της αληθούς Παραδόσεως, ως και ενίων εξ Υμών αγίων Αρχιερέων και λαϊκών, εκλαμβανόντων εαυτούς ως υπερφυώς ερμηνευόντων τα των Ιερών Ακολουθιών και της Θείας Λειτουργίας.
Μελετήσατε συναφείς περί του θέματος θέσεις του αειμνήστου καθηγητού Ιωάννου Φουντούλη, ο οποίος αποφαίνεται ρητώς ότι «οι μαρτυρίες των αρχαίων Τυπικών» τείνουν εις το ότι η Ανάστασις γίνεται μετά τα μεσάνυκτα, πριν ακόμη αρχίση να υποχωρή η νύχτα, δηλαδή «Όρθρου βαθέος» της Κυριακής, ως Κυριωνύμου, Αναστασίμου Ημέρας. Και καταλήγει «Αν αμφισβητούν (οι πολυπράγμονες) Οικουμενική Σύνοδο, τότε αμφισβητούν την Εκκλησία!».
Πέραν αυτού, καθίσταται αντιληπτή η αμφισβήτησις προς το πρόσωπον του μεγάλου λειτουργιολόγου, πολλών εξ Υμών διατελεσάντων συνοδοιπόρων και μαθητών αυτού.
Εκ τούτων και άλλων πολλών, συνάγεται ευλόγως το ότι η Ιερά Παράδοσις είναι σαφής, ως καταδεικνύεται και επιπλέον έχει απαράβατον χαρακτήρα, συμφώνως προς τον επικαλούμενον 89ο Κανόνα της Πενθέκτης Συνόδου, διακελεύοντος:
«Τας τους σωτηρίου πάθους ημέρας, εν νηστεία, και προσευχή, και κατανύξει καρδίας επιτελούντας, χρη τους πιστούς περί μέσας της περί το μέγα σάββατον νυκτός ώρας απονηστίζεσθαι, των θείων Ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά, του μεν, διά του, Οψέ σαββάτων ρήματος⸱ του δε, διά του, Όρθρου βαθέος, την βραδύτητα της νυκτός υπογραφόντων».
Μετερχόμενοι, άγιοι Αρχιερείς, θέσεις και στάσεις αγνώστους εις την Εκκλησίαν, υπείκων εις ανάγκην αδήριτον, στέργω βεβαιούμενος, διά τα εσχάτως αναφυέντα, λειτουργικά και κανονικά ατοπήματα-ολισθήματα της ΔΙΣ, στοχεύων εις την πλήρη στήριξιν και υπερβαλλόντως αποδοχήν της αποδόσεως οφειλομένων εις τον Καίσαρα.
Παρατηρητέον ότι οι απόψεις των λειτουργιολόγων διίστανται και είναι εκάτεραι παντάπασιν ανερμάτιστοι, καθώς συγχέουν την οικονομίαν, λαμβανομένην ως πρόνοιαν του Θεού, κατά Σούδα, και όντες άνθρωποι «την οικονομίαν του μυστηρίου μη πιστεύσαντες το πριν, επι το χείρον τραπήναι τολμήσαντες, την θείαν συγκατάβασιν παρανοούντες σεσιωπιούντες, παρρησιαζόμενοι δειλίας ένεκεν μετερχομένους».
Επιχειρούντες να ερμηνεύσετε την κατά την ημέρα τέλεσιν δύο θείων λειτουργιών, ως εθιμικήν πράξιν της Εκκλησίας, με σωρείαν εώλων φληναφημάτων, αποδέχεσθε και ταυτοχρόνως αρνείσθε την τέλεση υπό των λειτουργών δύο Λειτουργιών, το οποίον συνιστά αδόκιμον συμπεριφορά, μη λαμβάνοντες υπόψη τας επί του θέματος λειτουργικάς και δογματικάς απόψεις, ως έδει να πράττετε, πλήττοντες διά πολλοστήν φοράν το φρόνημα του θρησκεύοντος Ελληνικού λαού.
Μελετήσατε την Τυπική διάταξην της Αναστασίμου Ακολουθίας (Τυπικόν Βιολάκη, σσ. 383-388) και επαναφέρετε εις το ορθόν Υμάς Αυτούς και τον ευσεβή του Κυρίου λαόν, ο οποίος αντιλαμβανόμενος διαφοροτρόπως τας αποφάσεις Υμών, θα αντιδράσει καταλλήλως.
Σεβασμιώτατοι και Ελλογιμώτατοι, Κανονολόγοι άμα δε και Λειτουργιολόγοι,
Επικροτούντες και δεχόμενοι το ότι δύναται η ΔΙΣ και κάθε άλλο Όργανον, οριζόμενο υπό των Θείων και Ιερών Κανόνων αφ’ ενός και της Ιεράς Παραδόσεως αφ’ ετέρου, μην επιφέρετε ανήκεστον βλάβην εις την ζώσαν Παράδοσιν της Εκκλησίας, καθιστάμενοι επιλήσμονες του Θεαρέστου Υμετέρου καθήκοντος.
Η εγκύκλιος Υμών, ως απόφασις της ΔΙΣ, περί της τελέσεως της Αναστασίμου Θείας Λειτουργίας, δεν συνάδει απλώς με παραλογισμόν, εκπορευόμενον τω όντι από αλλότρια περί την Εκκλησίαν κέντρα αποφάσεων, αλλά εκλαμβάνεται και εννοείται λειτουργικώς ως αδόκιμος ερμηνευτική συμπεριφορά, πράγμα το οποίον επισημάναμε και ανωτέρω.
Κρίνομε επάναγκες να καταγράψωμε, έστω και θεραπευτικώς, τα προειρημένα υπό την αίρεσιν αναμενομένης μετανοίας, διά παραστάσεως προς την Κυβέρνησιν αλλαγής των νομοθετημένων επί τα βελτίω.
Είναι αδιανόητον να παραλείπεται συλλήβδην ο Αναστάσιμος Όρθρος και η λαμπρά Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως να τελήται ευθύς άμα τη εισόδω εις τον Ναόν, μετά το «Χριστός Ανέστη», προς τέρψιν ασχέτων περί την Εκκλησιαστικήν ευπραξίαν ολιγοπίστων ή και αθέων.
Φορείς του εν Υμίν οικούντος Αγίου Πνεύματος δράμετε και κηρύξετε ότι «Ηγέρθη ο Κύριος, θανατώσας τον θάνατον» και αναμένει, Χάριτι Θεία, και την ανάστασιν πάντων ημών.
Αρθείτε εις το ύψος των περιστάσεων, αποβαίνοντες τω όντι ποιμένες και θεματοφύλακες της Ιεράς Παραδόσεως, επιβεβαιούντες εις τον ανερμάτιστον Ελληνικόν λαόν, υπαιτιότητι Υμών, ότι υπερβαίνετε εαυτούς, προς προάσπισιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, και ότι οιακοστροφούντες δεξιώς, ορθοτομείτε τον λόγον της αληθείας Κυρίου.
Περαίνων υϊκώς, εύχομαι ο «θανάτω θάνατον πατήσας» Κύριος δωρείται προς άπαντας Υμάς πάσαν δόσιν αγαθήν και παν δώρημα τέλειον, ίνα συμπορευομένοι εις το Πάθος αξιωθώμεν και της ημετέρας Αναστάσεως.
Επί τούτοις διατελώ,
Δρ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΝΤΑΚΗΣ
τ. Καθηγητής Πατρολογίας και Ερμηνείας Πατερικών Κειμένων της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης (ΑΕΑΘ)
τ. Διευθυντής Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Θεσσαλονίκης (ΑΕΣΘ)
τ. Πρόεδρος Διοικούσης Επιτροπής της ΑΕΑΘ
τ. Πρόεδρος Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της ΑΕΑΘ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
romfea