Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΠΑΣΧΑ ΥΠΟ… «ΝΕΑΝ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ»

«Λόγος εἰς τὸν Πάγκαλον Ἰωσήφ» τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου

ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΠΑΣΧΑ ΥΠΟ…
«ΝΕΑΝ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ»

«Ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία δὲν προσέφερε κανένα λόγο
γιὰ τὴν ἀτίμωση τῶν νεκρῶν…
Μήπως ἡ ἀνάσταση δὲν κρίνεται πλέον ὡς ἀπαραίτητη;».

Τοῦ κ. Γεωργίου Καραλῆ, διδάκτορος τοῦ Πανεπιστημίου Γένοβας,
Πυρηνικοῦ ἰατροῦ. Πανεπιστημιακὴ πολυκλινικὴ
τοῦ δευτέρου Πανεπιστημίου Ρώμης: «Tor Vergata»

Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐγκαινιάζει τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης ἑβδομάδος μὲ τὴν βιβλικὴ μορφὴ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου. Μία ἱστορία πολὺ συγκινητικὴ καὶ μὲ βάθος: τὰ ἕντεκα ἀδέλφια του τὸν μισοῦν καὶ τὸν πετοῦν σ’ ἕνα λάκκο, τὸν πουλοῦν στοὺς ἐμπόρους γιὰ λίγα χρήματα καὶ  διηγοῦνται στὸν πατέρα τους ὅτι τὸν βρῆκαν μὲ τὰ ἐνδύματά του γεμάτα μὲ αἵματα…

Ὁ πατέρας του νομίζοντάς τον νεκρό, τὸν θρηνεῖ, ἀλλὰ ὁ Ἰωσὴφ θὰ γίνει μέγας στὴν Αἴγυπτο, ἔχοντας ὑπερνικήσει τὶς παγίδες τῆς γυναικός, ποὺ τὸν ἐρωτεύθηκε μὲ σαρκικὸ πάθος λαγνείας. Τελικὰ θὰ συγχωρήσει τ’ ἀδέλφια του καὶ θὰ γίνει ἀφορμὴ νὰ διασωθοῦν στὴν περίοδο μεγάλου λιμοῦ.

Ἐξίσου συγκλονιστική τῆς βιβλικῆς διήγησης, εἶναι ἡ πατερικὴ προσέγγιση τῆς ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὀνομάζει τὸν Ἰωσήφ,  Πάγκαλο,  δείχνοντας τὸ βάθος τῆς πατερικῆς προσέγγισης καὶ συνδέοντάς το μὲ τὴν ἔννοια τοῦ κάλλους. Τὸ κάλλος δὲν θεωρεῖται πιὰ ὑπὸ τὴν αἰσθητική του ἔννοια, ἀλλὰ εἶναι μία ὑπεροχικὴ πραγματικότης: κάθε φορέας τοῦ κάλλους περιέχει κάτι ἀπὸ τὸ ἀρχέτυπο κάλλος. Ὄχι ἕνα κάλλος ποὺ εἶναι λαμπερὸ μόνο στὶς αἰσθήσεις, ἀλλὰ μία πραγματικότης ποὺ ἀγγίζει. Αὐτὴ ἡ θεώρηση εἶναι βαθιὰ βιβλική, γιατί πρῶτος ὁ Δημιουργὸς στὴν Γένεση βλέπει ὅλη τὴν δημιουργία: “καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα ὅσα ἐποίησε καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν” καὶ εἶδε δηλαδὴ ὁ Θεὸς ὅτι δημιούργησε εἶναι λίαν ὡραῖο (καλόν): «Οὐχὶ ὀφθαμοῖς Θεοῦ τέρψιν παρέχει τὰ παρ’ αὐτοῦ γινόμενα, οὐδὲ τοιαύτην παρ’ αὐτῷ ἡ ἀποδοχὴ τῶν καλῶν οἵα καὶ παρ’ ἡμῖν, ἀλλὰ καλὸν τὸ τῷ λόγῳ τῆς τέχνης ἐκτελεσθέν, καὶ πρὸς τὴν τοῦ τέλους εὐχρηστίαν συντεῖνον. Ὁ τοίνυν ἐναργῆ τὸν σκοπὸν τῶν γινομένων προθέμενος, τὰ κατὰ μέρος γινόμενα ὡς συμπληρωματικά τοῦ τέλους, τοῖς τεχνιτοῖς ἑαυτοῦ λόγοις ἐπελθὼν ἐπεδέξατο. Ἐπεὼ καὶ χεὶρ καθ’ ἑαυτήν, καὶ ὀφθαμοῖς ἰδίᾳ, καὶ ἕκαστον τῶν τοῦ ἀδριάντος μελῶν διηρημένως κείμενα, οὐκ ἂν φανείη καλὰ τῷ τυχόντι· πρὸς δὲ τὴν οἰκείαν τάξιν ἀποτεθέντα, τὸ ἐκ τῆς ἀναλογίας, ἐμφανὲς μόλις ποτὲ καὶ τῷ ἰδιώτῃ παρέχεται γνώριμον. Ὁ μέντοι τεχνίτης καὶ πρὸ τῆς συνθέσεως οἶδε τὸ ἑκάστου καλόν, καὶ ἐπαινεῖ  τὰ καθ’ ἕκαστον, πρὸς τὸ τέλος αὐτῶν ἐπαναφέρων τὴν ἔννοιαν. Τοιοῦτος οὖν δὴ τις καὶ νῦν ἔντεχνος ἐπαινέτης τῶν κατὰ μέρος ἔργων ὁ Θεὸς ἀναγέγραπται, μέλλει δὲ τὸν προσήκοντα ἔπαινον καὶ παντὶ ὁμοῦ τῷ κόσμῳ ἀπαρτισθέντα πληροῦν»[1]

Ἀρκεῖ μόνο κάποιος ἢ κάτι νὰ ἔρθει στὴν ὕπαρξη σὰν κτίσμα καὶ νὰ ἔχει τὴν αἰτία του ἀπὸ τὸν Δημιουργό, γιὰ νὰ φέρει ἐπάνω του τὸ κάλλος, τὴν ὀμορφιά: “καὶ ἐκ τοῦ κάλλους τῶν ὁρωμένων τὸ ὑπέρκαλον ἐννοώμεθα… Καὶ γὰρ εἰ καὶ τὴν φύσιν ἀγνοοῦμεν τῶν γενομένων, ἀλλὰ τὸ γὲ ὁλοσχερῶς ὑποπῖπτον ἡμῶν τῇ αἰσθήσει, τοσοῦτον ἔχει τὸ θαῦμα, ὥστε καὶ τὸν ἐντρεχέστατον νοῦν ἐλάττονα ἂν φανῆναι τοῦ ἐλαχίστου τῶν ἐν τῷ κόσμῳ, πρὸς τὸ ἢ δυνηθῆναι αὐτῷ κατ’ ἀξίαν ἐπεξελθεῖν, ἢ τὸν ὀφειλόμενον ἔπαινον ἀποπληρῶσαι τῷ κτίσαντι”  [2].

Βέβαια αὐτὸ τὸ κάλλος δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινὸ μὲ αὐτὸ ποὺ σήμερα θαυμάζουμε σὰν ὡραῖο. Κανένας στὴν σημερινὴ ἐποχὴ δὲν θὰ θεωροῦσε κάλλος (ὀμορφιὰ) φίδια, σαῦρες, θηρία, καὶ ἑρπετὰ ποὺ φέρουν δηλητήριο, γιατί ἁπλῶς καὶ μόνον δημιουργήθηκαν ἀπὸ ἕνα Ὑπέρκαλο Θεό. Καὶ βέβαια ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας, δημιουργήθηκε ἐξ ἀρχῆς γεμᾶτος ἀπὸ κάθε ἀρετή. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ κινεῖται κατὰ φύσιν καὶ ἀφήνει νὰ δράσει αὐτὴ τὴ φυσικὴ ἀρετή, γίνεται ἀπὸ καλός πάγκαλος, ὅπως ὁ Ἰωσὴφ ποὺ προτυπώνει τὸν Ἰησοῦν Χριστό. Ἀλλὰ δὲν θὰ πρέπει ποτὲ νὰ ξεχνιέται ὅτι αὐτὸ στὴν πράξη κοστίζει κόπο, ἱδρῶτα, δάκρυα, πολὺ πόνο, αὐτοθυσία καὶ ἀποφυγὴ κάθε αὐταπάτης. Ὁ Ἰωσὴφ ἀπέφυγε στὴν ζωή του τὸν εὔκολο ἡδονισμό, πωλήθηκε ὡς σκλάβος ἀπὸ τὰ ἀδέλφια του, φυλακίσθηκε, ἔκλαψε πικρῶς ποὺ ἔχασε τὸ περιβάλλον του, τὸν οἶκο τοῦ πατρὸς του, ὁ ὁποῖος τὸν ὑπεργαποῦσε, μὲ ἄλλα λόγια ἔφερε ἐπάνω του ὅλα τὰ σημάδια τοῦ πόνου.

Στὴ μορφή του ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν προτύπωση τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν λόγο τονίζει τὴν μορφὴ του στὴν ἀκολουθία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Δευτέρας. Καλὸς δὲν εἶναι βέβαια ὁ ἄνθρωπος, αὐτὴ ἡ ἑτερότητα κατὰ τὴν προσωποκεντρικὴ νέα θεολογία ποὺ μαγνητίζει τὶς μᾶζες μὲ τὶς προσωπικές της γνώσεις, τὸ ἰδιαίτερο, συναρπαστικό, χαμόγελο, τὸ μοναδικὸ περπάτημα, τὴν ἀνεπανάληπτη τέχνη, τὴν ἐπαγγελματικὴ ἐπιστημοσύνη, ὅπως φαντάζονται οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι. Καλὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἕλκει σὰν πρόσωπο, μία ἕλξη  ποὺ  βασίζεται σὲ ἐγκεφαλικὰ κέντρα καὶ βιοχημικὲς ἀντιδράσεις. Ὁ Ἰωσὴφ προσέλαβε ἐπάνω του τὸν πόνο καὶ τὸν θάνατο ποὺ τοῦ πρόσφεραν τὰ ἀδέλφια του καὶ μεταμόρφωσε ὅλο αὐτὸν τὸ πόνο σὲ συγχώρεση, ἀγαθότητα, καλωσύνη, ἐλεημοσύνη καὶ μακροθυμία, προτυπώνοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἔμεινε Πάγκαλος γιατί δὲν ἄφησε νὰ τὸν κυριαρχίσουν ἡ κακία, τὸ μῖσος, καὶ ὅλα τὰ γνωμικὰ ἀνθρώπινα πάθη. Ἔδειξε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πῶς κανεὶς μπορεῖ νὰ κρατηθεῖ ὡραῖος (καλὸς) δεχόμενος νὰ περπατήσει  μαζὶ μὲ τὸν πόνο καὶ πόσο μεγάλη ἐπιτυχία θεωρεῖται νὰ δέχεται πόνο καὶ θάνατο, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς.

Στὴν σημερινὴ ἐποχὴ ποὺ ἐπικρατεῖ ἡ μεταπατερικὴ θεολογία, ἡ πλήρης ἀγαπολογίας, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν πνευματικὸ θάνατο, ἡ πάγκαλη μορφὴ τοῦ Ἰωσὴφ  ἐπιμένει νὰ χαρίζει τὴν τροφὴ ποὺ χρειαζόμεθα: τὸν σπόρο τῆς φυσικῆς ἀγάπης ποὺ δὲν γνωρίζει καμμία ἀμοιβαιότητα καὶ ἀγαπολογία στὰ χέρια ὅλων, ἀκόμη καὶ αὐτῶν τῶν προσωπολατρῶν, οἱ ὁποῖοι  ἐσφαλμένα νομίζουν ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι μόνο μία ἀμοιβαιότητα καὶ προσωπικὸ ἀνταλλάξιμο προϊόν.

Μνήμη ποιούμενοι ὅλου αὐτοῦ τοῦ φυσικοῦ κάλλους καὶ τῆς ἀγαθότητος, ἀρχίζουμε τὶς ἀκολουθίες τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Ἑβδομάδος ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸ πάθος καὶ στὴν ζωοποιὸ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.

Κι ἐνῷ στὴν ὀρθόδοξο παράδοση ἔχουμε κληρονομήσει ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὅλο αὐτὸ τὸ βάθος τῆς θεολογικῆς γνώσης, σήμερα, ὄχι μόνο τὸ ἀγνοοῦμε,  ἀλλὰ καὶ τὸ πολεμοῦμε λυσσαλέα, σχηματίζοντας ἑτέρα θεολογικὴ γνώση, ἡ ὁποία δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν θεολογική, λειτουργικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ μας παράδοση. Ἡ νέα ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, ποὺ κυριαρχεῖ στὶς θεολογικὲς σχολές, θεωρεῖ μεγάλη ντροπὴ νὰ ἀσχολεῖται ἀκόμη καὶ σήμερα μὲ τοὺς «ξεπερασμένους» Πατέρες, καὶ κατανοεῖ τὴν παράδοση ὡς μία ἀναγκαιότητα ἀπὸ τὴν ὁποία ὅσο πιὸ γρήγορα διαφύγει κανεὶς  τόσο ταχύτερα εἰσέρχεται στὴν πολιτισμένη Εὐρώπη καὶ στὴ νέα ἐποχή: μία ἐποχὴ ἡ ὁποία ὄχι μόνο ἔχει ἀποδιώξει ἀπὸ τὴν μνήμη της τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ θεωρεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ προσέλαβε σὲ ὑποστατικὴ ἕνωση  ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, θεώνοντάς την ἐξ ἄκρας συλλήψεως, μία ἀναγκαιότητα ποὺ θὰ πρέπει νὰ ξεπερασθεῖ ἀπὸ τὸν νέο μεταμοντέρνο ἄνθρωπο, ὅπως τὸν φαντάσθηκε καὶ προγραμμάτισε ἡ νέα τάξη πραγμάτων.

Καὶ γιὰ νὰ πεισθοῦμε πιὰ  ὅτι ἡ νέα ἐποχὴ  δὲν ἀνέχεται τὴν ὀρθόδοξο παράδοση, χρειάσθηκε νὰ εἰσέλθει στὴν ζωή μας  ἐδῶ κι ἑνάμισυ περίπου χρόνο ἕνας νέος ἰὸς ποὺ ἀναστάτωσε τὰ πάντα κι ἔφερε τὰ πάνω κάτω. Πόσο πράγματι ὁ σημερινὸς ὀρθόδοξος χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος κατηχήθηκε ἀπὸ τὴν μεταπατερικὴ θεολογία, ἄντεξε στὴν νέα πραγματικότητα; Πόσο ἆραγε ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία ἀντιστάθηκε στὴ κατάργηση κάθε χριστιανικῆς ἀλήθειας καὶ στὸ κλείσιμο τῶν ἱερῶν ναῶν; Πόσο πῆγε ἐνάντια μὲ τὴν νέα τάξη πραγμάτων, ἡ ὁποία ἀρνεῖται τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου καὶ ἐξισώνει τὸν ἱερὸ ναὸ μὲ τὰ θέατρα καὶ τὶς ὑπεραγορές; Πόσο πῆγε ἐνάντιά της καθότι αὐτὴ χρησιμοποιεῖ ὡς μέσον τὴν μοντέρνα ἐπιστήμη θεωρούμενη ὡς τὸ μοναδικὸ μέσον σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀρνούμενη νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν θεία κοινωνία ὡς φάρμακο ἀθανασίας, παρὰ μόνο σὰν πηγὴ μικροβίων; Ἔκανε κάτι ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἀποτρέψει τὸ κλείσιμο τῶν ἱερῶν ναῶν καὶ τὴν ἐκδίωξη τῶν πιστῶν ἀπὸ αὐτόν; Φέτος βιώνουμε  τὸ δεύτερο Πάσχα, ὅπου ἰσχύει ἡ νέα “κανονικότητα» διὰ τὸν φόβον τοῦ ἰοῦ, ὁ ὁποῖος μετελλάχθη καὶ τρομοκρατεῖ τοὺς ὑπέργηρους Μητροπολίτας τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀκόμη καὶ τοὺς νεότερους, γιατί ἡ πίστη στὸ Ἀρχέτυπον κάλλος τοῦ ἀνθρώπου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ἔχει ἐκλείψει καὶ ἔχει ἀντικασταθεῖ ἀπὸ μία κοινωνικὴ συνάθροιση, ἀπὸ τὴν κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνικῆς συνάθροισης “προσώπων», ποὺ βασίζεται στὴν ἐπιστήμη καὶ κατανοεῖται ὡς  συνωστισμὸς καὶ φορέας ἀσθενειῶν.

Ὁδηγούμεθα πρὸς τὸ Πάσχα διὰ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν ποὺ ἐξηγοῦν τὸ θεῖο πάθος ποὺ ἐκτυλίσσεται ἔμπροσθεν ἡμῶν, ἐκεῖ εἰς τὸν Γολγοθᾶ, ὅπου ὁ Κύριος ἠργάσατο σωτηρία ἐν μέσῳ τῆς γῆς. “Ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτοὺς ὡς ἀνείδεος νεκρὸς καταφαίνεται, ὁ τὴν φύσιν ὡραΐσας τοῦ παντός», καταβιβάζεται ἐκ τοῦ σταυροῦ ἀπὸ τὸν Νικόδημο καὶ τίθεται ἄπνους εἰς τὸ μνῆμα, ἐνῷ συνεχίζει ὁ σπαραγμὸς καὶ ὁ πόνος ὅλων αὐτῶν ποὺ τὸν πίστευσαν καὶ συνεχίζουν νὰ τὸν πιστεύουν ὡς Θεὸν ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μᾶς ἀθανατίσει: “Οἴμοι φῶς τοῦ Κόσμου! οἴμοι φῶς τὸ ἐμόν! Ἰησοῦ μου ποθεινότατε ἔκραζεν, ἡ Παρθένος θρηνωδοῦσα γοερῶς. Ὢ Θεὲ καὶ Λόγε, ὢ χαρὰ ἡ ἐμή, πῶς ἐνέγκω σου ταφὴν τὴν τριήμερον νῦν σπαράττομαι τὰ σπλάγχνα μητρικῶς”. Καὶ μέσα σ’ ὅλο τὸ θεῖο δρᾶμα, ζήσαμε καὶ ζοῦμε πολλὰ δράματα ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν ποὺ πέθαναν ἀπὸ κορωνοϊὸ (ὅπως κατεγράφοντο στὰ νοσοκομεῖα) καὶ τὰ σώματα αὐτῶν στὴν ἀρχὴ ἐκάησαν (αὐτὸ ἔγινε στὴν Ἰταλία) καὶ μετέπειτα τυλίχθηκαν μὲ σελοφάν, γυμνὰ μέσα στὸ φέρετρο, ἑρμητικὰ κλεισμένο καὶ τυλιγμένο κι αὐτὸ μὲ σελοφὰν γιὰ νὰ μὴ μπορέσει κανεὶς νὰ τὸ ἀνοίξει καὶ νὰ τιμήσει τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ ἀνθρώπου, ποὺ συνεχίζει νὰ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ συγκεκριμένου ἀδελφοῦ ἡμῶν, ἀσχέτως καὶ ἂν θὰ λειώσει κάτω στὴν γῆ. Πῶς νὰ τιμήσουμε τὸ σῶμα τοῦ τεθνεῶντος ἀδελφοῦ ἡμῶν, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ σημερινὴ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία διδάσκει ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου στερεῖται κάλλους, καὶ μόνο τὸ πρόσωπο εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀξία γιὰ τὸν χριστιανισμό, λὲς καὶ τὸ πρόσωπο μπορεῖ ποτὲ νὰ ὑπάρξει ἄνευ σώματος καὶ ψυχῆς, ἄνευ δηλαδὴ φύσεως! Ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία δὲν πρόφερε κανένα λόγο γιὰ τὴν ἀτίμωση τοῦ σώματος τόσων ἀνθρώπων! Ἀνήμπορη νὰ ἀρθρώσει ἔστω καὶ μία συλλαβὴ καὶ νὰ πεῖ αὐτὸ τὸ ἁπλό: τί φοβᾶστε ἀπὸ ἕνα πεθαμένο ἄνθρωπο, μὴ σᾶς μεταδώσει τὸν ἰό; Ὅμως ὁ ἰὸς μεταδίδεται διὰ τῶν σταγονιδίων τῆς ἀναπνοῆς καὶ ἀπ’ ὅ,τι ξέρουμε τὰ πτώματα δὲν ἀναπνέουν, ἐκτὸς καὶ ἂν ἡ μοντέρνα ἐπιστήμη ἀποδείξει τὸ ἀντίθετο! Ἂν πάλι φοβᾶστε ἀπὸ τὰ μολυσμένα ροῦχα, ἀρκεῖ κανεὶς νὰ  ξεντύσει τὸ νεκρὸ σῶμα, ἀρκεῖ νὰ τὸ πλύνει καὶ τὸ ἐνδύσει μὲ καθαρὰ ροῦχα, ὅπως ἔκαναν παλιὰ ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὅταν πέθαινε κάποιος ἀδελφός.

Δὲν μπορῶ νὰ μὴ θρηνήσω, τοῦτο τὸ Πάσχα, τὸν πατέρα μου, π. Ἰωάννη Καραλῆ, γέρο καὶ ἀνήμπορο ποὺ ἀπομονώθηκε καὶ χάθηκε σ’ ἕνα νοσοκομεῖο, χωρὶς καμμία δυνατότητα νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ κανένα γνωστό, ἢ φίλο ἢ συγγενῆ. Κλεισμένος σ’ ἕνα χῶρο μὲ ἀναπνευστικὲς μάσκες, μὴ δυνάμενος ἔστω καὶ τὴν ὕστατη στιγμὴ νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων! Παρ’ ὅτι ἐδῶ καὶ ἑξῆντα χρόνια ἦταν ἱερεὺς καὶ ἐνόσῳ ἦταν ἀκόμη ἐν ἐνεργείᾳ, εἶχε ζητήσει ἀπὸ  τοὺς συνεφημερίους του νὰ μὴ τὸν ἀφήσουν, ὅ,τι καὶ νὰ γίνει νὰ πεθάνει χωρὶς τὴν θεία Κοινωνία. Πλὴν οἱ παρακλήσεις του ἀποδείχθησαν εἰς μάτην. Ἡ νέα “κανονικότητα» ἐπέτρεπε σὲ νοσοκόμους καὶ γιατροὺς νὰ εἰσέρχονται, ἀλλὰ ἀπαγόρευσε ρητῶς στὸν ἐφημέριο τοῦ νοσοκομείου “Σωτηρία», ὅπου νοσηλευόταν, νὰ εἰσέλθει, γιατί ἡ θεία Κοινωνία δὲν ἐκρίνετο ἀπαραίτητη ἀπὸ τοὺς “ἐπιστήμονες» τῆς νέας ἐποχῆς. Ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία οὔτε κἄν ἀσχολήθηκε μὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα, ἴσως γιατί καὶ ἡ ἴδια δὲν θεωροῦσε ἀπαραίτητη τὴν θεία Κοινωνία σὲ ἑτοιμοθάνατους ἀσθενεῖς μέσα στὶς νοσοκομειακὲς μονάδες τὶς εἰδικὰ ἐξοπλισμένες γιά τὴν ἀντιμετώπιση τοὺ  κορωνοϊοῦ, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς ποὺ πέθαινε ἦταν ἱερεὺς ἢ ἐπίσκοπος! Καὶ τὸ κακὸ δυστυχῶς δὲν σταμάτησε ἐκεῖ: ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα τοῦ τεθνεῶντος πατρὸς Ἰωάννου Καραλῆ ἀκολούθησε τὴν ἴδια μοῖρα: μὲ ἄλλα λόγια τὸ ἀτίμασαν ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ κηδεύτηκε γυμνό, χωρὶς τὰ ἱερατικά του ἄμφια, λὲς καὶ ἡ ἴδια Ἐκκλησία τὸν εἶχε ἀφορίσει καὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ κηδευτεῖ μὲ τὴν ἱερατική του στολή! Καὶ δὲν ὠφελεῖ τίποτε ἂν στὴν κηδεία, στὴν ὁποία ἀπαγορεύθηκε στὸ ποίμνιο τοῦ πατρὸς Ἰωάννη νὰ τοῦ δώσει τὸν τελευταῖο ἀσπασμό, μήπως καὶ γίνει “συνωστισμος», ἡ Σύνοδος ἐξέφρασε διὰ τοῦ στόματος τοῦ Θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Ὠρεῶν κυρίου Φιλοθέου, ἀρχιγραμματέα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀγαπολογικοὺς καὶ τιμητικοὺς λόγους. Ποῦ πῆγε ἆραγε ὅλη ἡ ἀγάπη τοῦ χριστιανοῦ ποὺ ἀγκαλιάζει ὄχι μόνο τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα; Μήπως αὐτὸς δὲν χρησιμοποιοῦσε τὰ χέρια του, γιὰ νὰ τελέσει τὴν θεία εὐχαριστία, μήπως δὲν χρησιμοποιοῦσε τὰ χέρια του, γιὰ νὰ μεταδώσει τὰ τίμια δῶρα, μήπως δὲν ἔτρεχε στὰ νοσοκομεῖα, γιὰ νὰ μεταδώσει τὴν θεία εὐχαριστία σὲ ἀρρώστους; Μήπως ἔκανε τὰ πάντα διὰ τοῦ “προσώπου», ἄνευ τοῦ σώματος ἢ μήπως στὴν πραγματικότητα τὸ πρόσωπο, ἐπειδὴ κάποιοι τὸ θεωροῦν ὑπέρτατη ἀξία, μπορεῖ νὰ ἐπιτελεῖ τὰ πάντα ἄνευ σώματος καὶ ψυχῆς, ἄνευ φύσεως ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ αὐτὴ εἶναι ἁπλῶς μία ἀναγκαιότης, ἡ ὁποία τὸ φυλακίζει, καὶ  τὸ μετατρέπει σὲ “ἄτομο» ἀνίκανο πρὸς σωτηρία; Μήπως τελικὰ στὴν πραγματικότητα ὁ Θεὸς ἀπέτυχε νὰ μᾶς κάνει πρόσωπα καὶ θὰ πρέπει νὰ γίνουμε ἀπὸ μόνοι μας; Μήπως γιὰ τοὺς μεταπατερικοὺς θεολόγους ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων δὲν κρίνεται πλέον ὡς ἀπαραίτητη; Γιὰ τοὺς Πατέρες ὅμως αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ἡ σημερινὴ μεταπατερικὴ καὶ μεταμοντέρνα ἐποχὴ δὲν σέβεται καὶ τὸ ἀτιμάζει, αὐτὸ εἶναι ποὺ θὰ ἀναστηθεῖ: “Καὶ λέγοντας ἀνάσταση ἐννοοῦμε τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Γιατί ἀνὰσταση εἶναι δεύτερη σὺ-σταση αὐτοῦ ποὺ ἔπεσε. Ἄλλωστε οἱ ψυχὲς ὡς ἀθάνατες πῶς θ’ ἀναστηθοῦν; Γιατί ἂν ὁρίζουν τὸν θάνατο σὰν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ὁπωσδήποτε ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ νέα συνάφεια τῆς ψυχῆς καὶ σώματος καὶ δεύτερη σύσταση τοῦ ζῴου ποὺ διαλύθηκε κι ἔπεσε. Τὸ ἴδιο λοιπὸν τὸ σῶμα ποὺ φθείρεται καὶ διαλύεται, τὸ ἴδιο θ’ ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο. Γιατί δὲν ἀδυνατεῖ αὐτὸς ποὺ ἀρχικὰ ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς τὸ συγκρότησε, ξανὰ νὰ τὸ ἀναστήσει, μετὰ τὴν διάλυση καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ληφθεῖ, κατὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ Δημιουργοῦ.»[3]

Ἡ ἀνάσταση ὅσο καὶ νὰ φαίνεται χωρὶς λογικὴ στὴν μεταμοντέρνα ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε εἶναι μία πραγματικότης  ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴτε τὸ πιστεύουμε, εἴτε ὄχι, θὰ τὴν ζήσουμε, γιατί Αὐτὸς ποὺ μετέβαλε τὸ χῶμα σὲ σῶμα μὲ μόνη τὴ βούληση, ποὺ πρόσταξε μία μικρὴ ρανίδα ὕλης τοῦ σπέρματος νὰ αὐξάνεται στὴν μήτρα καὶ νὰ ἀποτελεῖ τὸ πολυσύνθετο καὶ πολύμορφο σῶμα, πολὺ περισσότερο δὲν μπορεῖ νὰ ἀναστήσει μὲ τὴ βούληση αὐτὸ ποὺ ἔγινε καὶ μετὰ διαλύθηκε; Ὅμως γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ κινοῦνται κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ὅλους τούς αἱρετικοὺς ποὺ ἀπομακρύνονται διὰ ἔργων, λόγων καὶ βλασφημιῶν ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη, ἂς μὴ ξεχνᾶνε ὅτι ἀνάσταση δὲν σημαίνει ἀπαραιτήτως καὶ θέωση, ὅπως πιστεύει ἡ μεταπατερικὴ ἀγαπολογικὴ “θεολογία».

“Ἄν δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση, φάγωμεν καὶ πίωμεν καὶ ἂς ἀκολουθήσουμε φιλήδονη καὶ ἀπολαυστικὴ ζωή. Ἂν δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση, σὲ τί διαφέρουμε ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῷα; Ἂν δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση, ἂς μακαρίσουμε τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ ποὺ ἔχουν τὴν ἄλυπη ζωή. Ἂν δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση, οὔτε Θεὸς ὑπάρχει οὔτε πρόνοια, καὶ ὅλα φέρονται καὶ ἄγονται μὲ τυχαῖο τρόπο. Γιατί νά βλέπουμε νὰ ζοῦν πολλοὶ σὲ ἔσχατη φτώχεια καὶ νὰ ἀδικοῦνται καὶ νὰ μὴ ἔχουν καμμιὰ φροντίδα στὴν παροῦσα ζωή τους, ἐνῷ βλέπουμε νὰ εὐημεροῦν ἁμαρτωλοὶ καὶ ἄδικοι μὲ πλούτη καὶ μὲ κάθε ἀπόλαυση. Καὶ ποιὸς λογικὸς ἄνθρωπος θὰ τὸ θεωρήσει ἔργο δικαιοκρισίας ἢ σοφῆς πρόνοιας; Θὰ ὑπάρχει λοιπὸν, θὰ ὑπάρχει ἀνάσταση. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ὑπομένουν, ἀποδίδει τὴν ἀμοιβή. Ἂν λοιπὸν ἡ ψυχὴ μόνη της πῆρε μέρος στοὺς ἀγῶνες τῆς ἀρετῆς, μόνη καὶ θὰ στεφανωθεῖ. Καὶ ἂν μόνη της κυλίστηκε στὶς ἡδονές, δίκαια καὶ μόνη θὰ κολαζόταν. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οὔτε τὴν ὕπαρξη εἶχαν χωριστὴ καὶ οὔτε τὴν ἀρετὴ οὔτε τὴν κακία ἀκολούθησε ἡ ψυχὴ χωρὶς τὸ σῶμα, δίκαια θὰ πάρουν καὶ τὰ δύο μαζὶ καὶ τὶς ἀμοιβές».[4]

Ἐπειδὴ πολλὰ λέγονται καὶ γράφονται σήμερα  κατὰ τῶν Πατέρων καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν συν­όδων, χωρὶς ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία νὰ παίρνει κάποια μέτρα, ὅπως γιὰ παράδειγμα γιὰ τὸν ὑβριστὴ ἀρχιμανδρίτη Χριστόδουλο Ταμπακόπουλο ποὺ διέβαλε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, καλὸ θὰ ἦταν νὰ τελειώναμε τὴν ἀναφορά μας πρὸς τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τοῦ ἀνθρώπου, τὸν Κύριον Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, παραθέτοντας ἕνα μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα καὶ γιὰ τὸν ἀγῶνα ποὺ ἔδωσε κατὰ τῶν αἱρέσεων, καὶ ὁ ὁποῖος, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν σημερινὴ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία ὄχι μόνο ἀντέδρασε κατὰ τῆς πολιτικῆς διοίκησης τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ πέταξε κυριολεκτικὰ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο, αὐτὸν ποὺ κυβερνοῦσε ὅλον σχεδὸν τὸν τότε γνωστὸ κόσμο, ἐξαναγκάζοντάς τον σὲ μετάνοια: “… ἐμπρὸς λοιπόν καὶ ἂς ἀφήσουμε τὸν Ἅγιο Ἰωσὴφ νὰ ἀνοιχθεῖ μπροστὰ μας σὰν ἕνας καθρέπτης ἁγνότητος. Γιατὶ  στὴν μορφή του καὶ στὶς πράξεις του λάμπει ἡ  ταπεινότης καὶ ἡ λαμπρότης τῆς Θείας Χάριτος, ποὺ σὰν ἕνας ἄλλος συνοδὸς κάνει νὰ λάμψει τὴν παρθενία του. Ὁ πατὴρ, ὁ Πατριάρχης Ἰακὼβ ὀρθῶς κατασκεύασε ἕνα ἔνδυμα πολύχρωμο γιὰ τὸν υἱό του, δείχνοντας μὲ αὐτὸν τὸ τρόπο ὅτι ὁ Ἰωσὴφ θὰ ξεπερνοῦσε τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς φορώντας τὸ ἔνδυμα τῶν πολλῶν ἀρετῶν. Στὴν πραγματικότητα ἡ Θεία Χάρις ἔκανε τὸν Ἰωσὴφ νὰ λάμπει ἤδη ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Γιατί εἶδε ἕνα ὄνειρο: ἐνῷ ἔδενε δεμάτια στὸ μέσον τῆς πεδιάδας μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του -ἔτσι τοῦ φάνηκε στὸν ὕπνο- τὸ δικό του δεμάτι ἔμεινε ὄρθιο καὶ τὰ ὑπόλοιπα δεμάτια προσκύνησαν τὸ δικό του. Τώρα μὲ αὐτὸ τὸ ὄνειρο ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχε ἀποκαλυφθεῖ τώρα ἀποκαλύπτεται. Ὅταν τὸν εἶδαν ἀναστημένο  οἱ ἕντεκα ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ ἀνεστήθησαν (Ματθ 27,52) φέροντας τὰ φροῦτα τῶν καλῶν πράξεών τους τὸν προσεκύνησαν.

Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως εἶδε κι ἕνα ἄλλο ὄνειρο καὶ τὸ διηγήθηκε στὸν πατέρα καὶ στὰ ἕντεκα ἀδέλφιά του: εἶδε τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἕντεκα ἀστέρια νὰ τὸν προσκυνοῦν. Ὁ πατέρας του ὅμως τὸν ἐπέπληξε, λέγοντάς του: “ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ ὀνείρου ποὺ εἶδες; Εἶναι ποτὲ δυνατὸν, ἐγὼ ἡ μητέρα σου καὶ τὰ ἀδέλφια σου νὰ ἔρθουμε νὰ σὲ προσκυνήσουμε;”.

Ποιὸς λοιπὸν εἶναι αὐτὸς ποὺ μπροστά του οἱ γονεῖς καὶ τ’ ἀδέλφια του πέσανε στὰ γόνατα, ἂν δὲν εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Ὁ Ἰωσὴφ ἡ Μητέρα του μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους, τὸν προσεκύνησαν καὶ ὁμολόγησαν μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα, τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ποὺ γι’ αὐτὸν ἐγράφη: “Αἰνεῖτε Αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη, αἰνεῖτε αὐτὸν πάντα τ’ ἄστρα καὶ τὸ φῶς” (Ψαλμὸς 143,3) Ὁ Ἰωσὴφ ἐστάλη ἀπὸ τὸν πατέρα του στὰ ἀδέλφια του, γιὰ νὰ δεῖ ἂν ἦταν καλὰ ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκαν τὰ πρόβατα, ἢ καλύτερα ἐστάλη ἀπὸ Ἐκεῖνον τὸν Πατέρα  “ὃς γε  τοῦ ἰδίου Υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτὸν» (Ρωμ 8,32) ἀπὸ Ἐκεῖνον τὸν Πατέρα, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐγράφη: “ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ Υἱόν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας” (Ρωμ 8,3). Τ’ ἀδέλφια του κακομεταχειρήσθηκαν αὐτὸν ποὺ “ὑπερίσχυσε ὑπὲρ εὐλογίας ὀρέων μονίμων καὶ ἐπ’ εὐλογίαις θινῶν ἀενάων” (Γὲν. 49,26). Ποιὸν κατάλαβε ὁ Ἰωσὴφ ὅτι προτύπωνε ὁ ἴδιος;  Τὸν “ὡραῖο κάλλει παρὰ τοὺς Υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων” (Ψαλ 44,3) καὶ “τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν, κατὰ τὴν δύναμιν τὴν ἐνεγουμένην ἐν ἡμῖν” (Ἐφ. 3,20) …

Μὲ αὐτὸν τὸ τρόπο λοιπὸν, γιὰ νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι  εἶναι ἕνα μυστήριον, ποὺ ἀναφέρεται στὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν Κύριον Ἰησοῦν εἶπε ὁ Ἰούδας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ “δεῦτε ἀποδωσόμεθα αὐτὸν τοῖς ἰσμαηλίταις τούτοις” (Γὲν 37,27) Τί σημαίνει λοιπὸν τὸ ὄνομα Ἰωσήφ; Ἀπὸ ποῦ ἐξέρχεται Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ χαρακτὴρ τοῦ Ὑψίστου. Καὶ ποιὸς λοιπὸν ἦταν αὐτὸς ποὺ ἐπωλεῖτο; μόνον Αὐτὸς “ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπου γενόμενος” (Φιλ. β 2,6 καὶ 7) καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ τὸν εἴχαμε, ἂν δὲν ἐπωλεῖτο ἀπὸ τὸν λαόν του. Ἔτσι λοιπὸν βλέπουμε ὅτι ὁ Ἰωσὴφ πωλήθηκε γιὰ εἴκοσι χρυσὰ νομίσματα, σύμφωνα μὲ μία ὑπόθεση, σύμφωνα μὲ μία ἄλλη γιὰ εἰκοσιπέντε καὶ σύμφωνα μὲ μία τρίτη γιὰ τριάντα καὶ ὅλο αὐτὸ συμβαίνει, γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἐκτιμεῖται μὲ τὴν ἴδια ἀξία ἀπὸ ὅλους. Γιὰ ὁρισμένους ἀξίζει πιὸ πολύ, γιὰ ἄλλους ἀκόμη πιὸ λίγο. Ἡ πίστη αὐτοῦ ποὺ ἀγοράζει, καθορίζει τὴν αὐξομείωση τῆς τιμῆς. Γιὰ ἕνα εὐσεβῆ ἡ τιμὴ εἶναι μεγάλη, γιὰ ἕνα ἁμαρτωλὸ ὁ Σωτὴρ ἀξίζει πολύ, ὅπως μάλιστα ἔχει πολύ μεγάλη τιμὴ γιὰ αὐτὸν, ὁ ὁποῖος λαμβάνει τὴν χάρι. Ἀξίζει λοιπὸν καὶ γι’ αὐτὸν ποὺ  «ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο… ὅτι ἠγάπησε πολὺ» (Λουκ. ζ 43-47)

Γι’ αὐτὸ τὸ ἔνδυμά του, δηλαδὴ ἡ σάρκα του ἐβράχη μὲ αἷμα, ἀλλὰ ὄχι ἡ θεότητά του. Καὶ οἱ ἐχθροί του ἦταν σὲ θέση νὰ ἀγγίξουν ἀπὸ αὐτὸν τὸ σαρκικὸ κάλυμμα, ἀλλὰ ὄχι τὴν ἀθάνατον ζωή. Τώρα τὸ ὅτι οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰωσήφ ἔβρεξαν μὲ αἷμα τράγου τὰ ἱμάτια τοῦ Ἰωσὴφ, σημαίνει ὅτι μὲ ψευδεῖς μαρτυρίες κατηγόρησαν καὶ ἔγιναν ἐχθροί, μὲ πρόσχημα τὴν ἁμαρτία, Αὐτοῦ ποὺ μπορεῖ νὰ συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ ἐμᾶς εἶναι  ὁ ἀμνός, γι’ αὐτοὺς εἶναι ὁ τράγος. Γιὰ ἐμᾶς ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου ἐθανατώθη, ἐνῷ γι’ αὐτοὺς εἶναι ὁ ἀποδιοπομπαῖος τράγος, αὐτὸς ποὺ σήκωσε στοὺς ὤμους του ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καὶ ὅλες τὶς παραβιάσεις τοῦ νόμου.

Ὁ Χριστὸς πωλήθηκε γιατί πῆρε ἐπάνω του ὅλες τὶς ἁμαρτίες τῆς ἀνθρωπότητος, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ ἁμαρτήσει. Δὲν θεωρήθηκε ὀφειλέτης κανενὸς ἁμαρτήματος, γιατί ὁ ἴδιος ποτὲ του δὲν ἁμάρτησε. Ἔτσι ὑπέγραψε συμβόλαιο μὲ τὴν τιμὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ πληρώσει γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ὄχι γιὰ νὰ κερδίσει ὁ ἴδιος χρήματα. Κατέστρεψε  τοὺς δεσμοὺς τοῦ ὀφειλέτη, ἀπομάκρυνε τὸν πιστωτή, ἐλευθέρωσε  τὸν ὀφειλέτη. Μόνο Αὐτὸς πλήρωσε ὅλο τὸ χρέος. Ὁ ἴδιος πῆρε ἐπάνω του τὴν ὀφειλή, γιὰ νὰ ἀποδιώξει τὴν σκλαβιὰ ὅλου τοῦ κόσμου, νὰ ξαναφέρει τὴν σταθερότητα τοῦ Παραδείσου καὶ γιὰ νὰ δωρίσει μία νέα Χάρι διὰ μέσου τῆς δικῆς του Δόξης ποὺ γευθήκαμε ἀπὸ τὴν μετοχή του στὴν δική μας φύση…

Ὁ Ἰωσὴφ ἔζησε μία ζωή χωρὶς ἁμαρτία, γιατί ἂν καὶ ἦταν συμπαθητικὸς καὶ ὅλος ὡραῖος, πολὺ ὡραῖος ὡς πρὸς τὴν μορφή, δὲν ἀνάγκασε, χρησιμοποιώντας  τὴν γοητεία τῆς ὡραίας του ὄψης, νὰ πέσουν ἄλλοι στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ τὴν κράτησε, γιὰ νὰ ἕλξει τὴν θεία Χάρι σὲ αὐτόν. Πίστευε ὅτι θὰ γινόταν πολὺ πιὸ ἑλκυστικὸς, ἂν κρατοῦσε τὸν ἑαυτὸ του πιὸ ὡραῖο, ὄχι χάνοντας τὴν παρθενία του, ἀλλὰ καλλιεργῶντας τὴν ἐγκράτεια. Αὐτὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ κάλλος ποὺ δὲν ξεγελᾶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἄλλων καὶ δὲν πληγώνει τοὺς ἀσθενεῖς, ἀλλὰ κερδίζει τὴν ἀναγνώριση ὅλων τῶν ἀνθρώπων.  Ἕνα τέτοιου εἴδους κάλλος  δὲν προξενεῖ βλάβη σὲ κανένα, ἀλλὰ κερδίζει αἴνους. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωσήφ  ἐγκατέλειψε  τὸ ἔνδυμά του, ποὺ ἡ μοιχαλίς γυναίκα  εἶχε ἁρπάξει μὲ τὰ χέρια της, σὰν νὰ μὴ ἦταν δικό του. Θεωροῦσε ξένα γιὰ τὸ ἑαυτὸ του ὅλα τὰ ἐνδύματα ποὺ ἡ ἀκάθαρτη γυναίκα κατάφερε νὰ πιάσει μὲ τὰ χέρια της. Πραγματικὰ ἦταν μεγάλος ὁ Ἰωσήφ. Ἂν καὶ ἦταν ἕνας πουλημένος δοῦλος, ποτὲ του δὲν γνώρισε τὴν σκλαβιά. Ἂν καὶ τὸν ἐρωτεύθηκε μὲ πάθος ἡ Αἰγυπτία γυναίκα, δὲν τῆς ἀνταπέδωσε ποτὲ αὐτὸν τὸν σαρκικὸ ἔρωτα. Ἂν καὶ κρατήθηκε, διέφυγε ἀφήνοντας μέσα στὸ δωμάτιο τὸ ροῦχο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κρατιόταν. Σίγουρα χωρὶς ροῦχα, ἀλλὰ ὄχι γυμνός, γιατί ἦταν καλυμμένος πιὸ πολὺ  ἀπὸ τὸ ροῦχο τῆς σοφίας. Στὴν πραγματικότητα κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ γυμνωθεῖ παρὰ μόνο ἂν γίνει ἔνοχος. Ὁ Ἰωσὴφ κράτησε ἐπάνω του τὸ ἄφθαρτο ἔνδυμα τῶν ἀρετῶν «ἀπεκδυσάμενος τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ  καὶ ἐνδυσάμενος τὸν νέον  τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν  κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολ 3, 9-10)[5]

Καλὴ Ἀνάσταση ἀδελφοί.

Σημειώσεις:

[1] Μέγας Βασίλειος Ὁμιλίαι θ΄εἰς τὴν ἑξαήμερον Ὁμιλία γ΄ 10 1-4. [2] Μέγας Βασίλειος. Ὁμιλίαι θ΄ εἰς τὴν ἑξαήμερον ὁμιλία α΄  11,40 – 45. [3] Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. 27, 100, Περὶ ἀναστάσεως. Ἐκδόσεις Πουρνάρα Θεσσαλονίκη σελίδα 444. [4] Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. 27, 100, Περὶ ἀναστάσεως. Ἐκδόσεις Πουρνάρα Θεσσαλονίκη σελίδα 444. [5]  Ἀμβροσίου Μεδιολάνων. “De Ioseph”:   Michele Cutino 2005, σελ. 53-97. Βλέπε καὶ Nauroy 2007.