Γέρων Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτης
Τὸν νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἴνα εἰσέλθω ἐν αὐτῶ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσον μέ», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας.
Τὸν νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἴνα εἰσέλθω ἐν αὐτῶ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσον μέ», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἡ
ψυχὴ τοῦ χριστιανοῦ, ἡ μετανοημένη ψυχή, αὐτὴ ποὺ ἔχει συναίσθηση τῆς
ἁμαρτωλότητος καὶ τῆς εὐθύνης, στρέφει τὰ μάτια της πρὸς τὸν Νυμφίον τῆς
Ἐκκλησίας καὶ γοερῶς ἀναφωνεῖ: «Σωτήρα μου, Εὐεργέτα μου, Σὺ ποὺ
σταυρώθηκες γιὰ μένα τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή· δὲν ἔχω χιτώνα καθαρό, χιτώνα
λελαμπρυσμένο ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τὴν μετάνοια· ἔνδυμα δὲν ἔχω ἁγνό. Πῶς
θὰ παρουσιασθῶ ἐνώπιόν Σου, Οὐράνιε Νυμφίε κάθε μετανοημένης καὶ καθαρᾶς
ψυχῆς! Ὁ νυμφώνας Σου εἶναι κεκοσμημένος, εἶναι θαυμάσια στολισμένος
καὶ ὄμορφος. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἔχω ἔνδυμα, ἴνα εἰσέλθω καὶ κατοικήσω αἰωνίως
ἐν αὐτῶ. Σὲ παρακαλῶ, Σὲ ἱκετεύω, Οὐράνιε Νυμφίε τῆς ψυχῆς μου,
λάμπρυνον μέ· καθάρισε τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μου, δῶσε μου τὰ ἀπαιτούμενα
μέσα καθάρσεως γιὰ νὰ λαμπρυνθῆ τὸ ἔνδυμα αὐτὸ καὶ νὰ ἀξιωθῶ νὰ γίνω
μέτοχος, νὰ γίνω ἄξιος νὰ κατοικήσω μέσα σ' αὐτὸν τὸν οὐράνιο καὶ αἰώνιο νυμφῶνά Σου».
Ἡ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὁ οὐράνιος κόσμος, ὁ αἰώνιος καὶ
ἀναλλοίωτος εἶναι ὁ νυμφώνας τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ κατοικεῖ ὁ Θεὸς ἐν φωτί,
ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄγγελοι ψάλλουν ἀκαταπαύστως τό: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἰ ὁ
Θεὸς ἠμῶν». Σ' ἐκεῖνον τὸν οὐράνιο κόσμο βρίσκεται ἡ μακαριότητα τοῦ
Θεοῦ, ἡ εὐτυχία, τὸ κάλλος καὶ ἡ ὀμορφιά.
Ψυχὲς
κεκαθαρμένες καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἀγνισμένες, αἰσθάνονται αὐτὸν τὸν οὐράνιο
νυμφώνα· ἀπὸ τώρα τὸν γεύονται· τὸν βλέπουν μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς· τὸν
ὀρέγονται, τὸν ποθοῦν καὶ νοσταλγοῦν τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα ποὺ θὰ
ἀπέλθουν διὰ νὰ κατοικήσουν εἰς αὐτόν.
Ἠμεῖς
ὅμως οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι δὲν ἔχουμε τὴν πληροφόρησι τῆς συνειδήσεως,
γιατί ἡ ψυχή μας δὲν εἶναι καθαρή, μήτε τὸ σῶμα μας. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς
καὶ δὲν εἶναι ἀνοιγμένα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, νὰ δοῦμε τὸν οὐράνιο
αὐτὸ κόσμο, αὐτὴν τὴν ὀμορφιά, τὴν ὁποία εἶδε γιὰ λίγο ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος καὶ ἀνεφώνησε ἀπὸ ἔκπληξι καὶ θάμβος καὶ εἶπε: «Ὢ βάθος πλούτου
καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Ὡς ἃ- νεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ
ἀνεξιχνίαστοι αἳ ὁδοὶ αὐτοῦ!...» (Ρώμ. 11, 33), καὶ ἀλλοῦ πάλιν «Ἃ
ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ κὰρ-δίαν ἄνθρωπου οὐκ
ἄνεβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτὸν» (Ἃ'Κόρ. 2, 9).
Σ'
αὐτὸν τὸν νυμφώνα τὸν οὐράνιο καλούμεθα νὰ γίνουμε οἰκήτορες, νὰ
κατοικήσουμε, νὰ συναυλιζώμεθα μετὰ τῶν Ἀγγέλων, μετὰ τῶν Ἁγίων, σὲ
οὐράνια παστάδα, στὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, στὸ κάλλος τῆς Βασιλείας τῶν
Οὐρανῶν, στὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον, στὸν ὑπερφωτον γνόφον τῆς ἀγνωσίας τοῦ
Θεοῦ, ἀφοῦ καθάρουμε τὸν χιτώνα τῆς ψυχῆς μας.
Σ'
αὐτὴν τὴν κάθαρσι τοῦ χιτῶνος, ποὺ καλούμεθα νὰ ἐπιτύχουμε, μᾶς βοηθεῖ
πάρα πολὺ ἡ Ἐκκλησία μας. Γι' αὐτό, τὸν χρόνο αὐτό, ποὺ ἀνοίχθηκε
μπροστά μας καὶ φέτος, αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες -μὲ τὴν γενικὴ ἄποψι τῆς
νηστείας, ὄχι μόνον ἀπὸ τροφές, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ ἐγκράτεια κακῶν
ἐπιθυμιῶν-πρέπει ὁ κάθε χριστιανὸς ποὺ ποθεῖ νὰ σωθῆ, νὰ ἀνασυγκροτήσει
τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἀποφάσεις του καὶ νὰ ἀγωνισθῆ νὰ ζήση πιὸ σεμνά, πιὸ
ἀπέριττα, πιὸ ἁπλά, σταματώντας τὴν ἐξωτερικὴ προσπάθεια τῆς
καλλωπίσεως καὶ στρεφόμενος στὸν ἐσωτερικὸ καλλωπισμό του. Τὸ ἐξωτερικὸ
σκεῦος καταστρέφεται, διαλύεται, γίνεται βορὰ καὶ τροφὴ τῶν σκωλήκων καὶ
τῆς φθορᾶς. Τὴν ὀμορφιὰ ὅμως τῆς ψυχῆς, ὄχι μόνο κανένα πράγμα δὲν τὴ
φθείρει, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὴν ἐξωραΐζει πρὸς τὸ
εὐγενέστερον. Ὁ χρόνος ὁλοένα καὶ συντέμνεται, ὅλο καὶ λιγοστεύει.
Κάθε
ἡμέρα ποὺ περνᾶ, εἶναι καὶ ἕνα βῆμα πρὸς τὸν θάνατο. Νὰ ξέρετε, ὅτι καὶ
ἕνα μόνο δάκρυ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ λουτρό. Ὅπως τὸ λουτρὸ ἀνακουφίζει τὸ
σῶμα καὶ τὸ πλύσιμο καθαρίζει τὸ ἔνδυμα, οὕτω πὼς καὶ τὰ δάκρυα τῆς
μετανοημένης ψυχῆς ἀγνίζουν τὴν καρδιά, ἀγνίζουν τὸ νοῦ, ἀγνίζουν τὸ
σῶμα, ἀγνίζουν τὴν ζωή, ἀγνίζουν τὸν λόγο, ἀγνίζουν ἀκόμα καὶ τὴν κάθε
ἔκφρασι τοῦ ἀνθρώπου.
Νὰ
γονατίζουμε καὶ νὰ προσευχώμεθα μὲ πολλὴ ταπείνωσι. Σὲ κάθε μετανοημένη
ψυχὴ δίδεται λόγος, τῆς δίδεται φωτισμένη προσευχή. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε
στὴν πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου κατὰ τὴν Μεγάλη Τρίτη. Ποῦ ἤξερε αὐτή, μία
γυναίκα τοῦ δρόμου νὰ κάνη προσευχή; Ἀφ' ἢς στιγμῆς ὅμως ἀπεφάσισε νὰ
μετανοήση καὶ ἄρχισε νὰ κλίνη πρὸς τὸ φῶς καὶ πρὸς τὴν ἀλήθεια, τῆς
δόθηκε πνεῦμα προσευχῆς. Πόσο ὡραία εἶναι τὰ λόγια της μπροστὰ στὸν
Σωτήρα! Γονάτισε μπροστά Του καὶ ἀσφαλῶς ἔκανε ἕναν ἐσωτερικὸ διάλογο
μαζί Του! Ἐξέφρασε μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ τῆς τὴν μετάνοιά της, διότι τῆς
ἀπεκαλύφθη ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος Σωτήρας της καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι τὴν
ἐξηπάτησαν. Εἶδε ὅτι μόνον ὁ Ἰησοῦς, ὁ Χριστός, εἶναι Αὐτὸς ποὺ θὰ τῆς
δώση τὸ φῶς, τὴν ἀνακούφισι, τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἄφεσι τῶν πολλῶν της
ἐγκλημάτων.
«Δέξαι
μὲ -εἶπε- τὴν ἁμαρτωλή, δέξαι μου τὸ πέλαγος τῆς ἁμαρτίας!». Καὶ εἴδατε
ὅτι τὰ δάκρυά της ἦταν τόσα πολλά, ποὺ ἔβρεξαν τὰ ἄχραντα πόδια τοῦ
Χριστοῦ καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ τὰ σκουπίση μὲ τὴν πλούσια κόμη της. Δὲν
χρειαζόταν ἄλλο μύρο γιὰ τὸν Χριστό μας. Τὸ πολυτιμότερο μύρο ἦταν τὰ
δάκρυά της, ποὺ ἄξιζαν μεγάλο πλοῦτο.
Ἦταν
σὲ θέσι νὰ ἐξαλείψουν ὅλο τὸ χρέος ποὺ εἶχε ἀπέναντι στὸν Θεό. Καὶ ἐνῶ
ἦταν καταβουρκωμένη, καταπνιγμένη στὴ βρωμιὰ καὶ στὴ δυσωδία, τὰ
πολύτιμα ἐκεῖνα δάκρυα τὴν βοήθησαν νὰ λαμπρύνη τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς της
καὶ νὰ γίνη ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν Σωτήρα μας. Ἐμεῖς, ἄραγε, πότε θὰ
λαμπρύνουμε τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας;
Ἔτσι
καὶ κάθε ἁμαρτωλὴ ψυχὴ ποὺ κλαίει, ποὺ βρέχει νοερῶς τὰ πόδια τοῦ
Χριστοῦ μας, δέχεται τὴν αὐτὴν ἀνταπόκρισιν, τὴν ὁποία δέχθηκε καὶ ἡ
πόρνη γυναίκα. Δὲν εἶναι μόνον τὸ ὅτι σώθηκε, ἀλλὰ καὶ ἔγινε φωτεινὸ
παράδειγμα γιὰ κάθε ψυχὴ παραστρατημένη, γιατί τῆς δείχνει τὸν τρόπο,
τὸν δρόμο καὶ τὸ φῶς γιὰ ἐπιστροφή. Ἂν μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐμβαθύνη στὴν
ψυχὴ αὐτῆς τῆς γυναίκας, καθ' ἢν στιγμὴν ὠλοφύρετο καὶ ἔκλαιγε καὶ
ἔβρεχε τοὺς ἀχράντους πόδας τοῦ Ἰησοῦ, θὰ ἔβλεπε ὁποία ἡ ἀνακούφισις,
ὁποῖον βάρος τῆς ἔφυγε καὶ ὁποίαν ἀνάπαυσιν ἔλαβε ἡ συνείδησίς της. Ὁ
Χριστὸς γι' αὐτὰ τὰ δάκρυά της τῆς ἔδωσε πλήρη τὴν ἄφεσι ὅλων τῶν
ἁμαρτιῶν της. Ἔτσι καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ἐπιστρέφει κοντά Του, τοῦ
δίνει πλούσια τὴν συγγνώμη, ἀρκεῖ νὰ μετανοήση εἰλικρινά. Οὐδὲν πρόβλημα
μετὰ τὴν μετάνοια. «Οὐ θελήσει θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ
ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν», λέγει ὁ Κύριος. Ὁρκίζεται στὸν ἑαυτὸν Τοῦ ὁ
Θεὸς καὶ λέγει: «δὲν θέλω κανένας ἄνθρωπος, καμμία ψυχὴ νὰ χαθῆ καὶ νὰ
κολασθῆ, ἀλλὰ θὰ τὴν περιμένω. Θὰ ἐξαντλήσω κάθε περιθώριο χρόνου καὶ
κάθε προσμονὴ γιὰ τὴν ἐπιστροφή της».
Ἂς
ἀκολουθήσουμε τὸν φωτεινὸ δρόμο τῆς μετανοίας· ἐὰν μετανοήσουμε
εἰλικρινά, τότε ὁ Θεὸς δέχεται τὴν μετάνοιά μας καὶ δημιουργεῖ νέα σχέσι
μαζί μας. Πολλὲς φορὲς ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἔρχεται
στὸ σημεῖο νὰ λέγη: «Μά, δύναται ὁ Θεὸς νὰ μοῦ συγχωρέση αὐτὰ ποῦ
ἔκανα;». Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἔχει δίκηο. Νοιώθει τὸ βάρος κι ἀναρωτιέται,
ἂν τόσο βάρος μπορεῖ νὰ τὸ σηκώση ὁ Θεός! Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Δὲν μπορεῖ
ὁ Θεός, ὁ Χριστός, τὸ πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῶν οἰκτιρμῶν, νὰ
σηκώση τὸ βάρος μίας ψυχῆς ἁμαρτωλῆς; Μία χούφτα ἄμμος ὅταν ριφθῆ, μέσα
στοὺς ὠκεανούς, ἔχει καμμία ὑπόστασι; Καμμία ὑπόστασι, χάνεται. Φαίνεται
τίποτε στὴν ἐπιφάνεια; Μηδαμῶς. Ἀκριβῶς ἔτσι εἶναι καὶ ὅλα τὰ
ἁμαρτήματα τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶναι ἕνα μηδὲν ἐμπρὸς στὴν ἄβυσσο τῆς
εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Πολλῶ μᾶλλον τὰ ἁμαρτήματα μίας καὶ μόνον ψυχῆς!
Ἔρχεται
ὅμως ἀπὸ τὰ δεξιά, ὁ ἀλλότριος της σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ δαίμων καὶ
συμβουλεύει τὴν ψυχή: «δὲν συγχωρεῖσαι μὲ τίποτε!» τὴν σπρώχνει, τὴν
πιέζει καὶ τὴν «πρεσσάρει» γιὰ νὰ τὴν ἐξωθήση στὸ ἔγκλημα τῆς
αὐτοκτονίας. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο, ἠμεῖς ποτὲ νὰ μὴ πιστέψωμε κάτι τέτοιο,
ἀκόμη καὶ ἂν κάθε ἡμέρα ἐγκληματοῦμε. Ποτὲ νὰ μὴ χάσουμε τὴν ἐλπίδα,
ὅσα κι ἂν πράττουμε, ὅσο κι ἂν πίπτουμε, ὅσο κι ἂν τραυματιζώμεθα καὶ
χτυπᾶμε· μηδαμῶς ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωσις. Μά, θὰ πῆ ὁ λογισμός: «Ἕως
πότε θὰ μὲ περιμένη ὁ Θεός;» Ἐφ' ὅσον ὁ Θεός σου χαρίζει ζωή, αὐτὸ εἶναι
μία ἐγγύησις τοῦ Θεοῦ ὅτι σὲ περιμένει. Δὲν μπορεῖς ἐσὺ νὰ ἀποκλείσης
τὸ δικαίωμα τῆς προσμονῆς τοῦ Θεοῦ. Μ' αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, μ' αὐτὸ τὸ
θάρρος νὰ προσερχώμεθα στὸν Θρόνο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἔχουμε
ἀναρίθμητα φωτεινὰ παραδείγματα μετανοίας ἀνθρώπων, μακράν του Θεοῦ
εὐρισκομένων, οἱ ὁποῖοι ἐπέστρεψαν καὶ ὄχι ἁπλῶς σώθηκαν, ἀλλὰ ἄγγιξαν
μεγάλα μέτρα ἁγιότητος.
Ἡ
Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγύπτια τί ἦτο; Πόσοι καὶ πόσες σὰν τὴν Ὁσία Μαρία, δὲν
ὑπῆρξαν ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἔγιναν ἅγιοι κατόπιν! Γι' αὐτὸ κανεὶς νὰ
μὴν ἀπελπίζεται, ἀλλὰ νὰ προσέρχεται μὲ μετάνοια στὸν πνευματικό, ποὺ
δύναται μὲ τὸν λόγο του νὰ οἰκειώση τὸν ἁμαρτωλὸ μετὰ τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν
δικαιώσει αὐτοστιγμεί. «Ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γής, ἔσται λελυμένα καὶ
ἐν τῷ οὐρανῶ. Ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἔχει σὲ συγκεχωρημένον καὶ
λελυμένον καὶ ἐν τῷ νῦν αἰώνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι». Αὐτομάτως τὸ
«κομπιοῦτερ» τοῦ Θεοῦ χτυπάει μηδὲν ἁμάρτημα καὶ συγχρόνως ἀνοίγεται ἡ
πύλη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. ὁ νυμφώνας τοῦ Χριστοῦ δέχεται τὸν
ἄνθρωπο, τὸν προηγουμένως μὴ ἔχοντα «λελαμπρυσμένον» τὸν χιτώνα τῆς
ψυχῆς.
Γι'
αὐτὴν τὴν μεγάλη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ἂς τὸν εὐχαριστήσουμε, ἂς τὸν
προσκυνήσουμε μὲ ὅλη τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς ψυχῆς μας. Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἦτο
τόσον ἀπείρως εὔσπλαχνος, οὐδεὶς ὁ σωζόμενος. Κανεὶς δὲν θὰ ἐσώζετο,
διότι οὐδεὶς εὑρίσκεται καὶ ὑπῆρξεν ἐπὶ τῆς γὴς ἄμεμπτος καὶ χωρὶς
σφάλμα καὶ κηλίδα. Οὐδεὶς ἠμπορεῖ νὰ καυχηθῆ ὅτι ἐτήρησε τὴν καρδίαν τοῦ
ἄμεμπτη καὶ καθαρή. Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι τόσο δραστική, τὸ
φάρμακο αὐτὸ εἶναι τόσο φοβερὸ καὶ τρομερό, ποὺ ἐξαλείφει τὰ πάντα.
Κάνει τρομερὲς ἐπεμβάσεις, ἀπίθανες ἐγχειρήσεις καὶ σώζει τὸν ἄνθρωπο
ἀπὸ βέβαιο ψυχικὸ θάνατο.
Ἐδῶ
βλέπουμε ψυχές, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ζωὴ ἀμετανόητες καὶ «θεία ἐπεμβάσει
καὶ θεία προνοία» διὰ πρεσβειῶν ἁγίων ἀνθρώπων, ἐπεστράφησαν πίσω καὶ
ἔλαβαν τὴν συγγνώμη. «Μετὰ θάνατον οὐκ ἐστὶ μετάνοια» ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν
κολασμένη ψυχή. Γιὰ νὰ μετανοήση ἡ ἴδια, πρέπει νὰ ἐπιστρέψη στὴν ζωή.
Ἀκόμη καὶ τέτοια θαύματα ἔκανε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σώση τὸν
ἄνθρωπο.
Ὁ
νυμφώνας «ἠνέωκται», ὁ Χριστὸς μᾶς περιμένει· δὲν πρέπει νὰ βραδύνουμε.
Τὸ στάδιον τῆς νηστείας καὶ τῆς καθάρσεως τὸ βαδίζουμε τώρα, τὸ λουτρὸ
τῆς μετανοίας μᾶς περιμένει. Ἂς ἀξιοποιήσουμε τὸν χρόνο τώρα, ποὺ ὅλα
συμβάλλουν στὴν μετάνοια. Τὰ λόγια της Ἐκκλησίας εἶναι ὅλα κατανυκτικά,
ἀρκεῖ νὰ προσέξουμε τὴν ἔννοια τῶν. Ἂς γονατίζουμε κάθε μέρα, κάθε νύχτα
καὶ ἂς ἐπικαλούμεθα πνεῦμα κατανύξεως καὶ δακρύων νὰ μᾶς χαρίζη ὁ
Θεός.
Κι
ὅταν ἀγγίξη ὁ Θεὸς τὰ μάτια μας, νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε, νὰ ταπεινωθοῦμε
καὶ νὰ Τοῦ ἐκφράσουμε τὴν ἀδυναμία μας, κι ὅτι μὲ τὴν εὐσπλαχνία Του
καὶ μόνον μετανοοῦμε καὶ ὄχι ὅτι εἴμεθα ἱκανοὶ καὶ ἄξιοι γιὰ μετάνοια.
καὶ τὸ ὅτι πιστεύουμε στὸν Θεὸ καὶ τὸ ὅτι ἀναγνωρίζουμε τὴν ἁμαρτωλότητά
μας εἶναι Χάρις Θεοῦ, εἶναι εὐσπλαχνία. Ἐὰν ἡ Χάρις δὲν ἐπισκιάση, ὁ
ἄνθρωπος δὲν ἀλλάζει. Ἐὰν σκεπτώμεθα ἐπιστροφή, ἐὰν μετανοοῦμε, ἐὰν
ἀλλάζουμε, αὐτὸ εἶναι Χάρις Θεοῦ. Γιὰ νὰ ἔλθη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, εἴμεθα
δεκτοὶ ἀπὸ τὴν Χάρι.
Ἂς
μετανοήσουμε ὅσο εἶναι στὴν διάθεσί μας ὁ χρόνος, ὅσο ἔχουμε τὸν καιρὸ
μπροστά μας. Ὁ Θεὸς εἶναι τόσο καλός, ὁ Οὐράνιος Πατέρας ἔχει τέτοια
καρδιὰ ποὺ ὅλοι χωρᾶμε μέσα Του, ἀρκεῖ νὰ προσέλθουμε ἐν μετανοία καὶ
ἐξομολογήσει. Ἰδιαίτερα τώρα νὰ προσερχώμεθα στὶς Προηγιασμένες
Λειτουργίες, διότι εἶναι γεμάτες κατάνυξι καὶ χάρι. Τί ὡραῖο τὸ
Χερουβικό της Προηγιασμένης Λειτουργίας! Μά, κι ἐκεῖνο τὸ Χερουβικό του
Μεγάλου Σαββάτου, τί δογματικὴ καὶ θεολογία περιέχει!
Ἂς
βιάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, γιὰ νὰ βρεθοῦμε γρηγοροῦντες καὶ νήφοντες
καὶ νὰ καταπολεμήσουμε τὴν ἀμέλεια καὶ τὴ ραθυμία, γιατί αὐτὰ ἐμποδίζουν
τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἔρχεται ὁ δαίμων καὶ μᾶς φέρνει
κόπωσι, κομάρες καὶ μᾶς ψιθυρίζει: «μὴ κάνης τὶς μετάνοιες, μὴ σηκώνεσαι
τώρα γιὰ προσευχή, εἶσαι κουρασμένος, κοιμήσου λίγο παραπάνω, θὰ πᾶς
γιὰ δουλειὰ καὶ τόσα ἄλλα». Ἂς μὴ τὸν ἀκούσουμε, ἂς βιασθοῦμε, διότι δὲν
ξέρουμε μετὰ ἀπὸ λίγες στιγμὲς τί μπορεῖ νὰ συμβῆ. «Ὅπου εὕρω σέ, ἐκεῖ
καὶ κρινῶ σέ». Ἂν μᾶς βρὴ ἐπάνω στὴ βία, θὰ μᾶς κατάταξη μετὰ τῶν
βιαστῶν. Ἂν μᾶς βρὴ στὴν ἀμέλεια καὶ στὴ ραθυμία, θὰ μᾶς κατατάξη μετὰ
τῶν ραθύμων καὶ τῶν ἀποτυχημένων.
Νὰ
βοηθήσουμε καὶ τοὺς συνανθρώπους μας· νὰ τοὺς μιλήσουμε γιὰ τὸν Θεό,
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Οὐρανίου Πατρός· νὰ τοὺς δώσουμε θάρρος κι ἐλπίδα. Μία
ψυχὴ νὰ βοηθήσουμε, εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἐλεημοσύνη. Ὅπως κι ἐμᾶς μᾶς
βοήθησαν ἄλλοι ἄνθρωποι, ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο.
Ἂς βιασθοῦμε λοιπὸν σὲ ὅλα, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸν νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ· διότι «τῶν βιαστῶν εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ἀμήν.