τα σκάνδαλα και η διαφθορά της καρδιάς
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Μᾶρκ. 9,19)
Ἀνέφερα ὡς πρῶτο αἴτιο τὴν ἄγνοια τῆς Γραφῆς, ὡς δεύτερον αἴτιον τῆς ἀπιστίας ἀνέφερα τὴν ὑπερηφάνεια τῶν πνευμάτων, τρίτον ἀνέφερα τὰ σκάνδαλα, καὶ τελειώνω ἀναφέρων τὸ τελευταῖο.
Ἐξηγοῦμαι καλύτερον. Πῶς νὰ
πιστεύσῃ ὁ φιλάργυρος, ὁ ὁποῖος σηκώνεται τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα ποὺ
κοιμοῦνται ὅλοι καὶ ἀνοίγει τὰ χρηματοκιβώτιά του. Ἔμαθα γιὰ κάποιον ἀπὸ
μιὰ γυναῖκα δυστυχισμένη, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρῃ τὸν σύζυγό της.
Ἔρχεται κάτω ἀπὸ τὸ ἐμπορικό, κάθεται καὶ ὁ νοῦς του δὲν εἶνε στὸ σπίτι
μέσα· κοιμᾶται ἡ γυναίκα, κοιμοῦνται τὰ παιδιά του, χτυπάει τὸ ῥολόϊ
δώδεκα, γίνεται μία, καὶ αὐτὸς ἀνοίγει μὲ τὰ κλειδιὰ καὶ μετράει καὶ
μετράει… Ἀλλοίμονο, ἐὰν χάσῃ μία λίρα, θ᾽ ἀναστατώσῃ ὁλόκληρο τὸ σπίτι.
Μέχρι τὶς δυὸ ἡ ὥρα νὰ μετράῃ τὸ πουγγὶ τοῦ Ἰούδα. Πῶς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς θὰ πιστεύσῃ στὸ Εὐαγγέλιο; πῶς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θ᾽ ἀκούσῃ τὰ
λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λέγει «Οὐ δύνασθαι Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ;»
(Ματθ. 6,24). (ἀκούγεται κλάξον αὐτοκινήτου· ἴσως ἔχει κλείσει ἡ ὁδὸς Ζ.
Πηγῆς στὸ 44 ἀπὸ τὸ πλῆθος)
Καὶ ὁ ἄλλος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει ὑψωμένες τὶς γροθιές του καὶ
ἑτοιμάζεται μὲ χαντζάρια καὶ μὲ μαχαίρια καὶ μὲ ἄλλα δολοφονικὰ μέσα νὰ
βάψῃ τὰ χέρια του μέσ᾽ στὸ αἷμα, καὶ λέει, Ἂχ πότε νά ᾽ρθῃ ἡ στιγμὴ νὰ
σφάξω, νὰ σφάξω, νὰ σφάξω ὅσο μπορῶ περισσότερο!…, πῶς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος
θ᾽ ἀκούσῃ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέγει οὔτε μυρμήγκι νὰ μὴν πατᾷς στὸν κόσμο
(πρβλ. Δευτ. 22,6), γιατὶ μυρμήγκι δὲν μπορεῖς νὰ φτειάσῃς καὶ ἀφοῦ δὲν
μπορεῖς νὰ φτειάσῃς μυρμήγκι, ἄνθρωπο δὲν μπορεῖς νὰ φτειάσῃς· «Οὐ
φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15. Δευτ. 5,17. Ματθ. 5,21 κ.ἀ.), πῶς θὰ παραδεχτῇ τὸ
Εὐαγγέλιο αὐτό; Καὶ πῶς ὁ ἄλλος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὑψώνει πάλι τὸν
γρόνθον του καὶ λέγει, Ἐκδίκησις ἐκδίκησις!, πῶς θ᾽ ἀκούσῃ τὸ Εὐαγγέλιο
ποὺ λέει συγγνώμη συγγνώμη καὶ πάλι συγγνώμη; (βλ. Ματθ. 6,14-15·
18,21-22). Καὶ πῶς ἐκεῖνος ὁ ἄλλος ὁ ὁποῖος σὰν τὸ κτῆνος, σὰν τὸ
τετράποδο πέφτει μέσ᾽ στὴ λάσπη, μέσα στὴ μοιχεία καὶ πορνεία καὶ
ἀκαθαρσία καὶ κολυμπάει μέσ᾽ στὴν ἀκαθαρσία ἐκείνη, πῶς νὰ πιστέψῃ στὸ
Χριστό ποὺ τοῦ λέγει καὶ τὸ βλέμμα σου ἀκόμα εἶνε ἁμαρτία; (βλ. Ματθ.
5,28). Πῶς εἶνε δυνατὸν αὐτὰ τὰ πράγματα; Γι᾽ αὐτὸ τὸν βλέπεις αὐτὸν καὶ
ἀνθίσταται, γίνεται σὰν τὸν σκαντζόχοιρο πού, ἅμα πλησιάσῃς νὰ τὸν
πιάσῃς, γίνεται σὰν σφαῖρα ὁ σκαντζόχοιρος καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὸν πιάσῃς
πουθενά, ἔτσι καὶ αὐτὸς γίνεται σὰν σφαῖρα τοῦ δια᾽όλου καὶ ὅπου καὶ ἂν
τὸν πιάσῃς ἀγκυλώνει. Δὲν ἔχει ἰδέα πλέον αὐτός. Τὸν ἐνοχλεῖ ἡ
συγγνώμη, τὸν ἐνοχλεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἐνοχλεῖ ἡ ἐγκράτεια, ὅλα
αὐτὰ τὰ «μή», τὰ αἰώνια «μή», τὰ ὁποῖα λέγει ἡ Ἐκκλησία μας, γιὰ νὰ
προφυλάξῃ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν καταστροφή.
Καὶ στὸ σημεῖον τοῦτο ἀξίζει ν᾽ ἀναφέρω κάποιο παράδειγμα.
Κάπου, κάτω σὲ μιὰ χώρα τῶν ἀγρίων, ἐπῆγε ἕνας ἱεραπόστολος, μορφωμένος
ὅσον ὀλίγοι, φλογερὸς ὅσον ὀλίγοι, εὔγλωττος ὅσον ὀλίγοι. Εἶχε μάθει τὴ
γλῶσσα τους καὶ τοὺς μάζεψε κοντὰ σ᾽ ἕνα ποτάμι καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς
διδάσκῃ γιὰ τὸ Χριστό. Οἱ ἄγριοι ἄκουαν, ναί ἄκουαν, δὲν χασμουριόντανε.
Ἐδῶ –ὦ Θεέ μου– θ᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ καὶ θὰ μᾶς καταπιῇ. Ἄθλιε καὶ πανάθλιε,
περνοῦν τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, φρίττει ὁ οὐρανός, κ᾽ ἐσὺ χασμᾶσαι!; Δὲν
χασμουριούντανε, ἀκούγανε. Σὰν τὸ σφουγγάρι ποὺ τραβάει τὸ νερό, οἱ
ἄγριοι κοντὰ στὸ ποτάμι ἀκούγανε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Δακρύζανε τὰ
μάτια τους, γιατὶ μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου κάπου κρυμμένη εἶνε ἡ
εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου. Ἄκουαν. Σὲ μιὰ στιγμὴ
προχωράει ὁ ἱεραπόστολος καὶ τοὺς λέει· Οἱ νεκροί, ὅσοι εἶνε πεθαμένοι
καὶ θαμμένοι ἐδῶ κάτω στὴ γῆ, μέσα ἐδῶ στὴ γῆ στὸ χῶμα σας, κοντὰ στὰ
ποτάμια, στὰ δάση, στὶς λίμνες, στὶς καλύβες, ὁπουδήποτε, οἱ νεκροὶ θ᾽
ἀναστηθοῦν. Ὄχι!, ἀκούεται ἕνας ἄγριος καὶ σηκώνεται ἐπάνω καὶ φωνάζει,
ποὺ ἄκουγε μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη μὲ προσοχή. Τοῦ λέει· –Γιατί δὲν
πιστεύεις ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν; σοῦ φαίνεται παράξενο; –Τὰ ἄλλα
τὰ πιστεύω, αὐτὸ δὲν τὸ πιστεύω. (ἦταν σὰν τοὺς Ἀθηναίους, ποὺ μέχρι ποὺ
προχωροῦσε ὁ Παῦλος τὸν ἄκουαν, ἀλλὰ ὅταν ἔφτασε στὸ σημεῖο, ὅτι «θ᾽
ἀναστηθοῦν οἱ νεκροὶ καὶ θὰ κρίνῃ ὁ Χριστὸς τὸν κόσμο» –βλ. Πράξ.
17,31-32–, σηκωθήκανε καὶ φύγανε). Λοιπόν, γιατί δὲν πιστεύεις; τοῦ
λέει. Προσπάθησε ὁ μορφωμένος ἱεραπόστολος νὰ τοῦ φέρῃ καὶ ἄλλα
ἐπιχειρήματα, νὰ τὸν πείσῃ. Τοῦ κάκου. Στὸ τέλος τὸν ἐπίεσε πολὺ τὸν
ἄγριο καὶ μὲ τὴν εἰλικρίνεια ποὺ εἶχε ὁ ἄγριος τοῦ ἀπαντᾷ· –Δάσκαλε,
λέγει, πῶς νὰ πιστεύσω ὅτι θ᾽ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί; Ἔλα στὴν καλύβη μου·
ἀπ᾽ ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβη μου ἔχω κρεμασμένα σὰν πιπεριὲς δεκαοχτὼ κεφάλια
(ἦταν ἀνθρωποκυνηγός!). Τοὺς ἔκοψα ὅλους, τοὺς ἔφαγα καὶ τοὺς ἔχω
κρεμασμένους, γιὰ νὰ δείχνω ὅτι εἶμαι ὁ ἀρχηγὸς τῆς φυλῆς. Κάθε νύχτα
φυσάει ὁ ἄνεμος καὶ χτυπάει τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο τὰ κρανία… Ἔ λοιπόν, λέγει
ὁ ἄγριος, λές ν᾽ ἀναστηθοῦνε; ἅμα ἀναστηθοῦνε αὐτοὶ οἱ δεκαοχτώ, ποῦ
πάω ἐγώ;… Φαντάσου, ἐτρόμαξε μπροστὰ στὴν ἰδέα, ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι,
ποὺ ἔκοψε τὰ κεφάλια τους καὶ τὰ κρεμοῦσε ἐκεῖ καὶ τὰ χτυποῦσε ὁ ἄνεμος
τὴ νύχτα, ἐτρόμαξε μήπως σηκωθοῦν ἀπάνω καὶ «ἁμαρτωλοὶ ποῦ φύγωμεν;»
(βλ. Παρακ., πλ. β΄, Σάββ. ἑσπ.). Θὰ ᾽ρθῃ ὥρα, καὶ ἔρχεται ὥρα, ποὺ ἕνας
πλούσιος, ποὺ ἐπλούτισε στὸν κόσμο αὐτό, θὰ τρέμῃ μιὰ χήρα, μιὰ χήρα θὰ
τρέμῃ, (δυσδιάκριτον) ἄλλο κριτήριον, διότι κατέφαγε τὴν περιουσία της·
θὰ ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ ἕνας ἔνδοξος ἄνθρωπος, θὰ τρέμῃ μιὰ κοπέλλα ἡ ὁποία θὰ
τοῦ ἀπευθύνῃ τὸ κατηγορῶ ἐναντίον τοῦ ἐλεεινοῦ αὐτοῦ ὑποκειμένου· θά
᾽ρθῃ μία ὥρα ποὺ οἱ μικροὶ τῆς γῆς θὰ γίνουν γίγαντες καὶ οἱ γίγαντες θὰ
γίνουν νᾶνοι· θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα αὐτή – «δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες
ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9). Δὲν θὰ κυλάῃ ἔτσι ἡ σφαῖρα. Θὰ ἔλθῃ ὥρα ποὺ θὰ
μπῇ μία τάξις καὶ μία ἀκρίβεια μέσα εἰς τὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ νὰ
κυριαρχήσῃ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος εἰς αἰῶνας αἰώνων.
* * *
56΄:11΄΄ Ἀδελφοί, ἤθελα νὰ συνεχίσω, ἀλλὰ θὰ σταματήσω, ἀφοῦ
προηγουμένως ὑπογραμμίσω ἐν κατακλεῖδι τὸ ἑξῆς. Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου
Χριστιανοί, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ οὔτε ἐμεῖς καλὰ – καλὰ δὲν τὸ καταλάβαμε.
Ἐὰν τὸ καταλαβαίναμε, πώ πώ πώ!, θ᾽ ἀλλάζαμε ἀπόψε ἢ ἀπὸ αὔριον τὸ πρωὶ
δρομολόγιο, γιατὶ τὸ δρομολόγιό μας τώρα εἶνε στὸν ᾌδη, δὲν εἶνε στὸν
οὐρανό. Θὰ κάναμε στροφὴ ἑκατὸν ὀγδόντα μοῖρες στὴν ζωή μας. Δὲν τὸ
καταλαβαίνομε, δὲν τὸ νιώθομε. Ποῦ ζοῦμε; Ζοῦμε σὲ ἡμέρες ἀπίστευτες, σὲ
ἡμέρες ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὑπερηφανεύθη, σὲ ἡμέρες ποὺ ὁ ἄνθρωπος διεφθάρη,
σὲ ἡμέρες ποὺ ὁ ἄνθρωπος δίνει κλωτσιὲς καὶ λέει· Θεέ μου, δὲν σὲ
γνωρίζω, «ἀπῶσμαι ὁ ὁδούς σου» (……), δὲν θέλω νὰ γνωρίζω, τέτοιους
δρόμους δὲν τοὺς ξέρω. Σὲ τοιαύτην κατάστασιν ἔφτασε ὁ κόσμος. Στὶς
ἡμέρες μας ἀγαπητοί μου, σὲ μιὰ χώρα μεγάλη, ποὺ ἄλλοτε ἤτανε χώρα ἁγία,
χώρα τῆς Ὀρθοδοξίας, βγαίνει , σήμερα βγαίνει, κυκλοφορεῖ κατὰ χιλιάδες
ἐφημερίδες ἡ μεγαλυτέρα ἐφημερίς «Ὁ ἄθεος» (ἴσως στὴ Ρωσία). Καὶ σὲ μιὰ
ἄλλη πρωτεύουσα ἄλλου κράτους τοῦ δυτικοῦ κόσμου δὲν εἶνε πολὺς καιρός,
ποὺ κάποιος ἄθεος ―διότι δὲν ἔχει μόνον ἐκείνη ἡ χώρα τοὺς ἀθέους
(ἐννοεῖ τὴ Ρωσία), ἀλλὰ ἔχουν καὶ ἄλλες χῶρες τοὺς ἀθέους, καὶ ἡ
Ἀμερική, καὶ ἡ Ἀγγλία, καὶ ἡ Γαλλία καὶ παντοῦ σκορπίστηκε ὁ σπόρος τοῦ
διαβόλου σὲ ὅλο τὸν κόσμο―, ναί, καὶ σὲ ἄλλη χώρα μεγάλη κάποιος σὲ
κάποιο δημόσιο κέντρο, μπροστὰ στὸν κόσμο πού, ἂν ἤτανε πρὸ ἑκατὸ
χρόνια, δὲν θὰ τὸν ἄφηναν τὸν ἄθεο ὄρθιο, ἐβγῆκε καὶ ἀπηύθυνε τὸ
κατηγορῶ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶπε… καὶ εἶπε… καὶ εἶπε… Στὸ τέλος
βγάζει τὸ ῥολόϊ του, τὸ ἀκουμπάει ἀπάνω καὶ λέγει· Θεέ, δὲν σὲ
παραδέχομαι· ἐὰν ὑπάρχῃς, σοῦ δίνω διωρία πέντε λεπτά· ἐὰν μέσ᾽ στὰ
πέντε λεπτὰ δὲν ῥίξεις κεραυνὸ νὰ μὲ κάψῃς, δὲν ὑπάρχεις. Μέχρι τοιούτου
σημείου ὁ ἀναιδέστατος αὐτὸς προεκάλει τὸν Θεό. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν
συνερίζεται μὲ τὸν σκώληκα τῆς γῆς, ὁ Θεὸς δὲν συνερίζεται τὸν ἄνθρωπο· ὁ
Θεὸς περιμένει τὴ μετάνοια καὶ τῶν ἀπίστων καὶ τῶν ἀθέων ἀκόμα. Μέσα
λοιπόν σὲ μιὰ χώρα κυκλοφοράει ὁ ἄθεος. Ἀλλοῦ ἀνεβαίνουν ἐπάνω στὰ
βήματα καὶ κηρύττουν τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ἀπιστία. Ἐδῶ στὴ χώρα μας, τὴ
χώρα τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων σκορπίζει μὲ τὸ φτυάρι ὁ διάβολος τὸν
σπόρον τῆς ἀθεΐας. Ναί, βιβλία γεμᾶτο ἀπιστία καὶ ἀθεΐα, ἐφημερίδες
γεμᾶτο βρῶμα καὶ δυσωδία, ῥαδιοφωνικοὶ σταθμοὶ ποὺ ἐκπέμπουν σήματα
σατανικὰ καὶ ἀπαίσια, τὰ πάντα, τὰ πάντα ἀγαπητοί μου, κινηματογράφοι μὲ
τὰ γκανγκστερικά τους ἔργα σαλεύουν καὶ διαλύουν μέσα ὡς βόμβαι
πυρηνικαὶ τὴν πίστιν τῶν πατέρων μας, ἀγαπητοί μου.
Τὸ πρωὶ ἐπῆγα σὲ μιὰ ἐκκλησία στὸν ἄκρον τῆς Κυψέλης· εἶπα λίγα
λόγια. Στὸ τέλος –ἀκόμα διατελῶ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς συγκινήσεως– μὲ
πλησίασε μιὰ γυναίκα, πτωχιὰ γυναίκα καὶ ἔκλαιγε. Λέω, γιατί κλαίς, τί
ἔχεις; ―Ἄχ, πάτερ, μοῦ λέει, εἶχα ἕνα ἀγοράκι, τὸ ᾽φερα ἀπὸ τὸ νησὶ
ἁγνό, καθαρὸ σὰν ἄγγελος. Κάθε βράδυ γονάτιζε μπροστὰ στὶς εἰκόνες καὶ
ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεό· στὰ μαθήματα ἦταν ὑπόδειγμα, ἀριστοῦχος
ἤτανε. Τί ἤθελα ἡ ἔρημη!; τί ἤθελα ἡ ἔρημη!, τὸ ἄφησα φέτος νὰ πάῃ κάτω
στὸν παπποῦ του σ᾽ ἕνα νησί κάτω· ἐκεῖ κοντὰ τὸν βρῆκε κάποιος δάσκαλος
καὶ τὸν εἶδε καὶ τὸν πῆρε κοντά του καὶ τὸν ἐδίδασκε· τοῦ πιπίλιζε τὸ
μυαλό. Ὅταν γύρισε πίσω, μοῦ λέει· –Μάνα, δὲν πιστεύω! ―Παιδί μου, δὲν
πιστεύεις! ―Δὲν πιστεύω· στὸ χωριὸ κάτω στὸ νησί ἕνας δάσκαλος μοῦ
δίδαξε τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία καὶ δὲν πιστεύω. Εἶπα στὴν μάνα, φέρ᾽ τον
κάτω νὰ τὸν δῶ, νὰ συζητήσω. ―Ποῦ ἔρχεται πιά! μᾶς κοροϊδεύει καὶ μᾶς
ἐμπαίζει ὅλους… Δασκάλοι καὶ καθηγηταὶ καὶ ἄνθρωποι τοῦ σκότους, ποὺ
θέλετε νὰ σκορπίσετε καὶ νὰ διαλύσετε μ᾽ ἐπὶ κεφαλὴς ἕνα ἄθεο
Παπανοῦτσο, διαλύετε τὸ σύμπαν. Καὶ ὅμως οἱ ἀρχιερεῖς μας κοιμοῦνται καὶ
τὰ πάντα κοιμοῦνται καὶ μέσα σείονται τὰ θεμέλια τοῦ ἔθνους καὶ τῆς
πίστεώς μας καὶ οὐδεὶς συγκινεῖται, οὐδεὶς δακρύζει, οὐδεμία φωνὴ στὸν
κόσμον αὐτόν.
Ζοῦμε σ᾽ αὐτὲς τὶς ἡμέρες τῆς ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας. Ὄχι ἕνας καὶ
δυό, χιλιάδες πιὰ στόματα, σὰν στόματα τοῦ ᾄδου, ἔχουν ἀνοίξει καὶ
σκορπᾶνε τὸν βόρβορο καὶ τὴν ἀθεΐα στὴν πατρίδα μας.
Ἀλλά, ἀδελφοί, θαρσείτω, «θαρσείτω ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ»! Ὄχι,
ἀδελφοί, ὄχι, δὲν θὰ νικήσουν αὐτοί, ὄχι. Καὶ ἂν ἀκόμα αὐτὴ ἡ γῆ ποὺ
κατοικοῦμε γεμίσῃ ἀπὸ διαόλους, καὶ τὰ κεραμμύδια γεμίσουν ἀπὸ διαόλους,
καὶ οἱ δρόμοι ἀπὸ διαόλους, καὶ τὰ ῥαδιόφωνα ἀπὸ διαόλους, δὲν θὰ
νικήσουν αὐτοί, θὰ νικήσῃ Ἰησοῦς Χριστός ὁ Ναζωραῖος, ἡ πίστις τῶν
Ὀρθοδόξων θὰ νικήσῃ, (χειροκροτήματα) Διότι, ἀγαπητοί μου, θὰ μάθουν καὶ
αὐτοὶ ὅτι «σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. 26,14). Δὲν εἶνε
εὔκολο πρᾶγμα μὲ γυμνὰ πόδια νὰ δίνῃς κλωτσιὲς ἐπάνω στὰ καρφιά. Θὰ
μάθουν καὶ αὐτοὶ πόσο σκληρὸν εἶνε λακτίζειν εἰς τὰ κέντρα τοῦ
χριστιανισμοῦ.
Πρὸ τριάντα χρόνια, σαράντα χρόνια ἐδῶ στὴ σχολὴ τὴν ἰατρικὴ
ἦταν ἕνας ἄθεος καθηγητής· ἐδίδασκε τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ἀπιστία στὰ
παιδιά, καὶ ἑκατοντάδες γιατροὶ σήμερα εἶνε ἄθεοι καὶ ἄπιστοι ἀπὸ αὐτὸ
τὸ τέρας, τὸ ὁποῖο ἐδίδασκε τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ἀπιστία. Πέρασαν τὰ
χρόνια, ἔγινε ὁ καθηγητὴς συνταξιοῦχος, ἐγήρασε, ἔφτασε ὀγδόντα χρονῶν
ὀγδονταπέντε χρονῶν, ἄσπρισαν τὰ μαλλιά του, δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ
διδάσκῃ. Ἔπεσε στὸ κρεββάτι· ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα χτυποῦσε ἡ σάλπιγγα τοῦ
οὐρανοῦ καὶ τὸν ἐκάλει νὰ δώσῃ λόγο. Ταράχτηκε ὁ ἐπιστήμων ὁ ἄθεος καὶ
τί νὰ κάνῃ; Αὐτὸς ποὺ ἑξήντα – ἑβδομήντα χρόνια δὲν πατοῦσε στὴν
ἐκκλησιά, μπροστὰ στὸ θάνατο ἐτρομοκρατήθη καὶ τὰ ἔχασε, καὶ λέγει στὴν
ὑπηρέτριά του· Ἄντε νὰ φωνάξῃς τὸν παπᾶ. –Τὸν παπᾶ; –Ἄντε νὰ φωνάξῃς τὸν
παπᾶ· δὲν θέλω γιατρό, παπᾶ θέλω. Καὶ πῆγε ἡ ὑπηρέτριά του καὶ φώναξε
τὸν παπᾶ καὶ ὁ παπᾶς ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ λέγει· Αὐτὸς ὁ ἄθεος!; Καὶ
πάει ἐκεῖ καὶ νά τὸ δάκρυ του, κορόμηλο κάτω στὴ γῆ· Χριστέ, μετανοῶ. Κ᾽
ἔδωσε ἐντολὴ στὸν παπᾶ, ὅταν ξαναβγοῦν τὰ συγγράμματά του νὰ σβήσουν
ἀπὸ μέσα ὅ,τι ἀθεΐα καὶ ἄπιστον εἶχε. Καὶ μετανόησε καὶ αὐτὸς καὶ ἔκλινε
γόνυ (πρβλ. Φιλ. 2,10).
Καὶ «ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰω. 19,37). Ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ καὶ οἱ ἄπιστοι θά ᾽ρθῃ ὥρα, ποὺ θὰ πιστεύσουν στὸ Χριστό.
Θαρσείτω λαὸς τοῦ Θεοῦ! Δὲν θὰ νικήσῃ ἡ ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Ἐφ᾽ ὅσον
ὑπάρχουν ἄστρα, ἐφ᾽ ὅσον κυλίουν οἱ ποταμοί, ἐφ᾽ ὅσον ἀνατέλλουν…, ἐφ᾽
ὅσον ὑπάρχει γῆ, ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχει Ἑλλάς, ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχει αἴσθημα, ἐφ᾽
ὅσον ὑπάρχει καρδιά, ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχει λογική, δὲν θὰ νικήσουν αὐτοί, θὰ
νικήσῃ ὁ Χριστός, ναί, ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. ᾽Αδελφοί μου,
γελοῖοι θὰ εἶνε αὐτοί.
Ὅταν ἤμουν στὴ Θεσσαλονίκη πρὸ εἴκοσι χρόνια (=1946;),
περπατώντας σὲ κεντρικὸ δρόμο τῆς Θεσσαλονίκης κοιτάζω ξαφνικὰ ἕνα
περίεργον θέαμα· βλέπω ἕναν νέον νὰ τρέχῃ βιαστικά. Πιάστε τον, λέγανε.
Τρέχοντας εὑρῆκε ἕνα τηλεγραφόξυλο, ἕνα στῆλον, καὶ σκαρφάλωσε σὰν τὸ
γατί. Ὅπως σκαρφαλώνει τὸ γατί, σκαρφάλωσε βιαστικὰ – βιαστικὰ καὶ
ἀνέβηκε ὑψηλὰ ἐπάνω στὴν ἄκρη τοῦ τηλεγραφοξύλου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπάνω… τί
νὰ δῶ; στάθηκα κ᾽ ἐγώ, στάθηκε ὁ κόσμος, διεκόπη ἡ συγκοινωνία, καὶ
κοιτάζουμε ἐπάνω στὸ τηλεγραφόξυλο ἕνα νέο ἔκφρονα – τί νὰ κάνῃ· ἀπὸ
ἐκεῖ ἀπάνω νὰ φτύνῃ, νὰ φτύνῃ συνεχῶς. Τὸν ῥωτᾶνε· –Κατέβα κάτω, τί
κάνεις αὐτοῦ; –Ἐγώ, λέει, σήμερα μισῶ τὸν ἥλιο· θὰ τὸν σβήσω τὸν ἥλιο μὲ
τὰ πτύσμα[τα], με τα πτύελά μου. Καταλάβαμε ὅτι εἶχε χάσει τὸ μυαλό
του. Εἰδοποιεῖται ἡ ἀστυνομία, βάλανε σκάλα ἀπάνω, μὲ βία τὸν κατέβασαν
κάτω. Τὸ λαρύγγι του εἶχε ξεραθῆ, γιατὶ οὔτε σταλαγματιὰ σάλιο δὲν εἶχε.
Ἔ, ἀκριβῶς τὸ ἴδιο. Ἀνεβαίνετε ἄπιστοι στὰ τηλεγραφόξυλά σας,
ἀνεβαίνετε!… Ἂν μπορῇ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ σάλιο του νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο, τότε
θὰ μπορέσῃ νὰ σβήσῃ μὲ τὰ σάλια του τὸν ἥλιο Ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον
ἐγέννησε ἡ Παναγία Θεοτόκος. Οὗτος ὁ Θεός μας, οὗτος ὁ Χριστός μας,
οὗτος ὁ Ἐσταυρωμένος μας· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς
πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ἑσπερινῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζωοδόχου Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 20-3-1966. Καταγραφή, διαίρεσις καὶ σύντμησις …-3-2021.