Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31)
11 Ἀπριλίου 2021
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Β΄. Λογοι απιστιας· η αγνοια της Γραφης και η υπερηφανεια
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;»
(Μᾶρκ. 9,19)
Ἀλλὰ ἂς ἐξετάσωμεν, ἀδελφοί, ποῖοι εἶνε οἱ λόγοι ἕνεκα τῶν ὁποίων ἡ ἀπιστία σήμερον ἔχει ὀπαδοὺς πολλούς, ποῖοι εἶνε οἱ λόγοι τῆς ἀπιστίας; Ἐὰν ἐρευνήσωμε τὸ θέμα αὐτό, θὰ ἴδωμεν ὅτι οἱ λόγοι τῆς ἀπιστίας εἶνε οἱ ἑξῆς.
Πανταχοῦ ἡ γνῶσις, μέχρι σημείου
ὥστε μπορεῖ νὰ πῇ, ὅτι θὰ ᾽ρθῃ μιὰ τέτοια ἐποχὴ ποὺ τὰ παιδιὰ θὰ εἶνε
εἰς θέσιν νὰ μᾶς ποῦνε πόσα ψάρια ἔχει ἡ θάλασσα καὶ πόσα ἀστέρια ἔχει ὁ
οὐρανός. Τόσο πολὺ καταπληκτικὴ γνῶσις. Καὶ ὅμως μέσ᾽ στὴν γνῶσιν αὐτή,
ποὺ ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ διαβάζει ὁ κόσμος στὰ σχολεῖα, στὰ
πανεπιστήμια, στὶς ἀκαδημίες, στὰ ἐργαστήρια, παντοῦ – παντοῦ, ποὺ
ἐξετάζουν τὰ μόρια τῆς ὕλης, ποὺ ῥίπτουν τὰ τηλεσκόπιά τους καὶ ἐρευνοῦν
τὰ βάθη τοῦ σύμπαντος, σὲ μιὰ τέτοια καταπληκτικὴ ἐποχή ποὺ βλέπεις τὰ
παιδιὰ νὰ διαβάζουν μέρα – νύχτα, μεσάνυχτα μεσάνυχτα ἔχουν οἱ
Χριστιανοί, οἱ ἄνθρωποι, στὴν ἁγία Γραφή. Δὲν τὴν ἀνοίγουν. Τὴν ἔχουνε
ἐκεῖ στὸ ῥάφι, τὴν ἔχουνε μέσ᾽ στὸ σεντούκι· τὴν κρεμνᾶνε ἐκεῖ ἐπάνω εἰς
τὸ εἰκονοστάσιο δεμένη καὶ σκονισμένη. Τὴ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι μόνο στὸ
δικαστήριο. Ἀλλὰ οὔτε οἱ δικηγόροι ποὺ ἀγορεύουν, οὔτε ὁ εἰσαγγελεύς,
οὔτε καὶ οἱ δικασταὶ ποτὲ ἄνοιξαν νὰ διαβάσουν τὸ Εὐαγγέλιο, γιατί, ἂν
τὸ διαβάζανε τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ βλέπανε μέσα, ὅτι ἀπαγορεύει ἀπολύτως τὸν
ὅρκον ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ ὅπως ἔλεγε ὁ μακαρίτης ὁ
ἀοίδιμος Παπουλάκος, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο [λέγει «μὴ ὀμόσαι ὅλως» (Ματθ.
5,34). Ἀπὸ ποιό, λέγει, –μ᾽ αὐτὴ τὴ γλῶσσα μιλοῦσε ὁ Παπουλάκος, γιατὶ
δὲν ξέρουν εὐγένεια οἱ ἅγιοι, δὲν ξέρουν εὐγένεια οἱ προφῆται, ὄχι!–
ρώτησε καὶ τοὺς λέγει· Ρέ, ἐκ ποίου εὐαγγελίου εἶνε ὁ ὅρκος; [ποῦ
ὑπάρχει ὁ ὅρκος; Πουθενὰ δὲν ὑπάρχει ὁ ὅρκος. Λοιπόν, ἄγνοια στὴν ἁγία
Γραφή. Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ βλέπομε μόνον τὴν ὥρα ποὺ θὰ ὁρκιστῇ ὁ ὑπάλληλος,
τὴν ὥρα ποὺ θὰ πᾶνε ἐπάνω στὰ ἀνάκτορα μὲ τὰ φράκα καὶ μὲ τὰ ἡμίψηλα
αὐτοὶ οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι ἀνεξαιρέτως. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Καποδίστρια
μέχρι σήμερον πλὴν τοῦ Καποδίστρια καὶ εἴ τινος ἑτέρου οὐδείς ἄλλος
πιστεύει στὸ Θεό. Λοιπόν, τοὺς βλέπεις αὐτούς, ἔγινε τύπος πλέον, νὰ
ξαπλώνουν τὰ χέρια τους ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο, νὰ ὁρκίζωνται στὸ
Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ πάρουν τὰ χαρτοφυλάκια καὶ νὰ ὀνομασθοῦν ὑπουργοὶ καὶ
πρωθυπουργοί. Τὸ βλέπουν οἱ ὑπάλληλοι ὅταν ὁρκίζωνται, τὸ βλέπουν οἱ
μάρτυρες τὰ ἑκατομμύρια τῶν μαρτύρων ποὺ παρελαύνουν, τότε μόνον· ἂν
τοὺς ῥωτήσῃς ὅμως τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο μέσα, δὲν ξέρουν.
Κάποτε ἠρώτησα σὲ μιὰ πόλι, στὸ Μεσολόγγι, ἠρώτησα ἕνα δικηγόρο
ποὺ μοῦ ἔκανε τὸν ἐξυπνάκια καὶ τὸν ῥωτῶ (ἐπιδοκιμασίας γέλιο στὸ
ἀκροατήριο) Ἔ! Ἤτανε κάποιος δικηγόρος ὁ ὁποῖος …αὐτό, καὶ μόλις τὸν
ἠρώτησα κάποτε· –Δὲν μοῦ λὲς – εἶχε μιὰ ἰδέα περιφρονητικὴ γιὰ τὸ
Εὐαγγέλιο, γιατὶ εἶχε διαβάσει τὰ βιβλία τῶν ἀπίστων καὶ τῶν ἀθέων. Τοῦ
λέγω· –Δὲν μοῦ λές, λέω, πόσα εἶνε τὰ εὐαγγέλια; –Ἄ, αὐτὸ εἶνε εὔκολο
πρᾶγμα, δώδεκα εἶνε τὰ εὐαγγέλια. –Τί εἶπες, λέω, δώδεκα; –Δώδεκα εἶνε.
Ἄ, τὴ Μεγάλη Πέμπτη πάω καὶ ἀκούω δώδεκα εὐαγγέλια. –Ρέ, τοῦ λέγω, δὲν
εἶνε δώδεκα τὰ εὐαγγέλια, ἐκεῖ εἶνε δώδεκα περικοπές ποὺ ᾽νε παρμένες
ἀπὸ τὰ τέσσερα εὐαγγέλια. Ἐπέμενε κ᾽ ἔλεγε καὶ πῆγε στὴν ἐκκλησία νὰ βρῇ
τὰ εὐαγγέλια, γιὰ νὰ μὲ πείσῃ, ὅτι δώδεκα εἶνε τὰ εὐαγγέλια. Τόση
ἄγνοια εἶχε ποὺ νόμιζε, ὅτι τὰ εὐαγγέλια εἶνε δώδεκα, ἐνῷ δὲν εἶνε
δώδεκα τὰ εὐαγγέλια. Ἕνας πάλι ἄλλος σὲ μιὰ ἄλλη πόλι τῆς Μακεδονίας μοῦ
᾽λεγε· –Ἐγώ, λέει, δὲν παραδέχομαι· [σήμερα εἶνε ἐποχὴ τοῦ φωτός, εἶνε
ἐποχὴ τῆς ἐλευθερίας, εἶνε ἐποχὴ τοῦ θριάμβου τῆς δημοκρατίας κ.λπ..
–Ἄσ᾽ τα, λέγω, αὐτὰ τὰ φούμαρα· δὲν μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, γιατί δὲν
πιστεύεις; –Ἄκουσε, μοῦ λέει· τὸ Εὐαγγέλιο νὰ πιστέψω ἐγώ; [ἀφοῦ λέει
μέσα «Πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα». –Τί εἶπες; δὲν ἄκουσα καλά. –«Πίστευε καὶ
μὴ ἐρεύνα», [λέει]. –Ἔ, πάρε τὸ Εὐαγγέλιο, τοῦ λέω, καὶ διάβασέ το· καὶ
ὕστερα ἀπὸ ἕνα μῆνα νὰ μοῦ τὸ φέρῃς, νὰ δοῦμε τί λέει μέσα αὐτὸ τὸ
Εὐαγγέλιο. Ὕστερα ἀπὸ ἕνα μῆνα τὸν εἶδα καὶ μοῦ ᾽φευγε ἀπὸ μακριά· –Βρέ,
ἔλα τοῦ λέω, ἔλα ἐδῶ πέρα, βρὲ Χριστιανέ μου. Δὲν ὑπάρχει· ἀντιθέτως
ὑπάρχει τὸ «Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς» (Ἰω. 5,39). Καὶ ἅμα ῥωτήσῃς κανένα,
ποιό εἶνε τὸ πρῶτο Εὐαγγέλιο, τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ ποιό
τὸ τελευταῖο, δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ ἀπαντήσῃ. Καὶ ἅμα τὸν ῥωτήσῃ ποιοί εἶνε
οἱ προφῆτες οἱ μεγάλοι, ἄν ποτε ἄνοιξε τὸν Ἰερεμία, τὸν Ἠσαΐα, τὸν
Δανιήλ, τοὺς μεγάλους προφῆτας, τὰ πνεύματα αὐτὰ τὰ ὑπερφυᾶ, τίποτα.
Ἑπόμενο λοιπόν εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀπιστία. Καὶ γι᾽ αὐτὸν ὁ
χριστιανισμὸς εἶνε ἐκεῖνα τὰ ὀλίγα, τὰ πενιχρὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἔμαθε
μέσ᾽ στὸ σπίτι, μέσ᾽ στὸ σχολεῖο, μέσ᾽ στὸ γυμνάσιό του· αὐτὸς εἶνε
χριστιανισμός, καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα στοιχεῖα ζητεῖ νὰ κρίνῃ τὸν
Χριστιανισμόν.
Ἀλλὰ ὅποιος ἔπιασε τὴν Γραφή… Ὑπῆρξε μεγαλύτερος ἄπιστος ἀπὸ
τὸν Ντοστογιέφσκυ, τὸν ῾Ρῶσον τὸν μεγάλον λογοτέχνη; Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί
μου, εὐλογεῖ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ἔστειλαν στὴ
Σιβηρία μέσα ἐξόριστον. Ἐκεῖ οἱ στρατιῶται τοῦ τσάρου τοῦ λέγουν «Ψηλὰ
τὰ χέρια. Δὲν τὸν ἄφησαν νὰ πάρῃ τίποτα μαζί· τὸν ἄφησαν μόνο νὰ πάρῃ
ἕνα μικρὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ τοῦ ᾽δωσε ἡ ῾Ρωσίδα ἡ γιαγιά του νὰ τὸ κρατάῃ
σὰν φυλακτό καὶ μέσα εἰς τὴν Σιβηρία ἐκείνη ἄρχισε ν᾽ ἀνοίγῃ τὸ
Εὐαγγέλιο. Εἶχε νὰ τὸ διαβάσῃ ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια, ὅταν ἐπήγαινε σὲ
μιὰ μικρὰ ἐκκλησιὰ στὴ ῾Ρωσικὴ γῆ καὶ τὸ ἄκουγε ἀπὸ τὸν ῾Ρῶσο τὸν παπᾶ.
Μέσα ἐκεῖ στὴ Σιβηρία, στὰ χιονισμένα ἐκεῖνα κάτεργα, διάβαζε καὶ ὅσο
διάβαζε ἥλιοι, ἥλιοι μπροστά του! διάβαζε καὶ πάλι διάβαζε, καὶ
ἐθαύμαζε· καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ ἐπίστευσε καὶ εἶπε, ὅτι ὅσο ἀξίζει
ἡ ἁγία Γραφή, δὲν ἀξίζει τὸ σύμπαν ὁλόκληρο». Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μέσα
ἐνεπνεύσθη τὰ ὑπέροχα καὶ τὰ ἀθάνατα ἐκεῖνα ἀριστουργήματα τῆς
λογοτεχνίας του. Ἕνας Ντοστογιέφσκυ ἐπίστευσε μέσ᾽ στὰ κάτεργα τῆς
Σιβηρίας. Καὶ σήμερα, ἀδελφοί μου, μπορῶ νὰ σᾶς δείξω καταδίκους
φυλακισμένους –καὶ ὁ λόγος θὰ ᾽ταν μακρός, ἐὰν σᾶς παρουσιάζα
παραδείγματα ἀνθρώπων– ποὺ μέσ᾽ στὰς φυλακὰς ἐγνώρισαν τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὴν
ἀνάγνωσιν τῆς Γραφῆς καὶ παλαιόθεν καὶ πάντοτε. Μπορεῖ νὰ πιάσῃς τὴν
ἁγία Γραφή, ἀλλὰ ὅσο προχωρεῖς, ἔχει ἕνα μαγνητισμό, ἔχει μέσα τὸν
ἠλεκτρισμό, ἔχει μέσα μιὰ τεραστία δύναμι. Λέγουν γι᾽ αὐτὸν τὸν
Βολταῖρο, τὸν πατριάρχη τῆς ἀπιστίας, ὅτι ὅταν ἔπιασε τὸ Εὐαγγέλιο,
ἔπιασε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ διάβαζε… διάβαζε… διάβαζε…, τὸν «κάρφωσε» ἡ
Γραφή, γιατὶ ἔφτασε σ᾽ ἕνα σημεῖο ποὺ ἔπεσε χάμω καὶ εἶπε· Ἐδῶ λαλεῖ ὁ
Θεός! Εἶνε τὸ χωρίον ἐκεῖνο ποὺ λέγει «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ
Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. 50,12).
Ὤ, ἐδῶ ἐσταμάτησε πλέον τὸ πνεῦμα του· μιὰ θρησκεία ἡ ὁποία κηρύττει τὴν
καθαρότητα τῆς καρδίας, δὲν εἶνε δυνατὸν [νὰ μὴν εἶνε ἀληθινή]. Καὶ
παραδείγματα ἄλλα. Λοιπόν, πιάσε τὴν ἁγία Γραφή, διάβασέ την· καὶ στὸ
τέλος, ὅταν τὴν διαβάσῃς, ὄχι μὲ τὸ ἔξω μυαλό, ἀλλὰ μὲ τὸ μέσα, ὅταν τὴ
διαβάσῃς στίχο πρὸς στῖχο καὶ μπῇς μέσα στὰ νοήματά της, τότε στὸ τέλος
τῆς Γραφῆς σὰν τὸν Ἰουστῖνο τὸν φιλόσοφο θὰ πῇς «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός
μου!» (Ἰω. 20,28)
Λοιπόν, εἶνε, ἀδελφοί μου, πρῶτον ἡ ἄγνοια τῆς Γραφῆς. Ἔχω ἕνα
παράπονο· δὲν ξέρω τί πρέπει νὰ γίνῃ. Καὶ τώρα ποὺ μὲ ἀκοῦτε δυὸ – τρεῖς
χιλιάδες ἄνθρωποι (δὲν ἀποκλείεται νὰ ἦταν τόσοι· ἀκούγεται κλάξον
αὐτοκινήτου, ποὺ σημαίνει διακοπὴ τῆς συγκοινωνίας), δὲν ξέρω, ἐὰν θὰ
διαβάσετε τὴν ἁγία Γραφή. Σᾶς βλέπω πρωὶ – πρωὶ τρέχετε, κοπιάζετε,
μοχθεῖτε, παίρνετε μιὰ ἐφημερίδα, περνάει ἡ ἡμέρα, κάτι νὰ διαβάσετε,
ἀνοίγετε τὸ ῥαδιόφωνό σας ν᾽ ἀκούσετε κάτι, δὲν ξέρω τί πρέπει νὰ γίνῃ,
τί φταίει καὶ γιὰ τὴ Γραφὴ ἀδιαφορεῖτε. Φταίει τὸ σπίτι, γιατὶ δὲν μᾶς
ἔμαθε ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ νὰ διαβάζουμε τὴν ἁγία Γραφή.
Ἄλλος συντελεστὴς τῆς ἀπιστίας τοῦ αἰῶνος μας –καὶ ἀπιστίας
παντὸς αἰῶνος– εἶνε, ἀγαπητοί μου, ποιό; εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ
ἀνθρωπίνου πνεύματος. Ἐὰν κάποιος τέλος πάντων πάῃ στὸ δημοτικὸ σχολεῖο,
καὶ προχωρῇ καὶ πάῃ στὸ γυμνάσιο, καὶ προχωρήσῃ καὶ πάῃ στὸ
πανεπιστήμιο, ἐὰν ἀκόμα περισσότερο μάθῃ δυὸ – τρεῖς γλῶσσες καὶ πάῃ στὸ
ἐξωτερικό καὶ ἀκούσῃ καθηγητὰς καὶ σοφούς, ἐὰν αὐτὸς κατόπιν ἐπιστρέψῃ
ἐδῶ στὸν τόπο μας καὶ πάῃ στὸ χωριό του καὶ πάῃ στὸ σπίτι του, δὲν θέλῃ
πιὰ νὰ παραδεχτῇ αὐτὰ τὰ ὁποῖα πίστευε ἡ γιαγιά του. Ἔγινε βέβαια
μεγάλος καὶ ὑψηλὸς καὶ βλέπει μὲ ὄμμα περιφρονήσεως τοὺς γονεῖς του τοὺς
ἀγραμμάτους, τὴ γιαγιά του, τοὺς χωρικοὺς ποὺ σκάβουν τὴ γῆ. Κ᾽ ἐπειδὴ
αὐτὸς πιάνει τὴν πέννα καὶ γράφει ἀνοησίες –θὰ ᾽λεγα κάτι, ἀλλὰ δὲν θέλω
νὰ προκαλέσω τὸν γέροντα τὴ σημερινὴ ἡμέρα–, ἐπειδὴ λοιπὸν νομίζει αὐτὰ
τὰ πράγματα, νομίζει ὅτι ἔγινε μεγάλο πνεῦμα καὶ τὸ ὁποῖο πνεῦμα δὲν
ἠμπορεῖ πλέον νὰ συμφωνήσῃ μὲ τὰς λαϊκὰς ἀντιλήψεις περὶ θρησκείας μὲ τὸ
λαό μας. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἐκεῖνο ποὺ λέγει ἡ Γραφή, ὅτι «ἡ γνῶσις
φυσιοῖ» (Α΄ Κορ. 8,1). Τί θὰ πῇ «φυσιοῖ»; «Φουσκώνει». Εἶνε σὰ μιὰ
σαμπρέλλα ποὺ τὴ φουσκώνεις στ᾽ αὐτοκίνητο. Ἢ μᾶλλον αὐτὸς ὁ ὑπερήφανος
ἄνθρωπος εἶνε ἕνα μπαλλόνι, ἕνα ἀερόστατο· ὄχι ἁπλῶς ἀερόστατο, ἀλλὰ ἕνα
ἀερόστατο χρωματισμένο ποὺ τὸ ὑψώνουν ἀπάνω καὶ τὰ παιδιὰ κάτω τὸ
χαζεύουν. Τὸ βλέπουν τὸ μπαλλόνι νὰ ὑψώνεται ἀπάνω καὶ νομίζουν, ὅτι
εἶνε κάτι σπουδαῖο πρᾶγμα νὰ αἰωρῆται, νὰ μετεωρίζεται τὸ μπαλλόνι στὸν
οὐρανό. Ἀλλὰ μπαλλόνι εἶνε, ἀέρα ἔχει μέσα, μόλις μὲ μιὰ καρφίτσα τὸ
τρυπήσῃ, φεύγει ὅλος ὁ ἀέρας ἀπὸ μέσα καὶ πέφτει χάμω ἕνας ἄμορφος
ὄγκος. Ἔτσι ἀκριβῶς εἶνε καὶ σ᾽ αὐτούς. Φέρονται σὰν ἀερόστατα, σὰν
μπαλλόνια γνώσεων· ἀλλὰ ἐὰν τοὺς πλησιάσῃ ἕνας ἐπιτήδειος καὶ τοὺς
καρφώσῃ, τοὺς κάνῃ μιὰ ἐρώτησι, σὰ μιὰ καρφίτσα θὰ φύγῃ ὅλος ὁ ἀέρας ἀπὸ
μέσα καὶ θὰ πέφτουν χάμω ἐλεεινὰ πτώματα ἀμαθίας καὶ ἀγνοίας. Ναί,
διότι γνῶσις ἀληθινή, ἡ ἀληθινὴ ἐπιστήμη ὄχι ἡ ἐπιστήμη τῶν καφφενείων,
ὄχι ἡ ἐπιστήμη ἡ ὁποία κλείνει τὰ βιβλία, ἀλλὰ μιὰ ἐπιστήμη ποὺ μέρα –
νύχτα ἐρευνᾷ καὶ εἶνε ἄξια πάσης (…) φύσεως, μιὰ ἐπιστήμη ποὺ ἀρχίζει νὰ
γράφεται ὄχι μὲ ε (ἔψιλον) μικρόν, ἀλλὰ μ᾽ Ε (ἔψιλον) κεφαλαῖον, μιὰ
τέτοια ἐπιστήμη μὲ τοὺς κορυφαίους ἐπιστήμονάς της γονατίζει μπροστὰ
στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ λέγει «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27, 54·
βλ. & Μᾶρκ. 15,39). Ναί, ἔτσι καταντᾷ ἡ ἐπιστήμη.
Μά, θὰ μοῦ πῆτε, τί λένε αὐτοί; γιατί δὲν πιστεύουνε; Ἄ, λέει,
ἐγὼ εἶμαι ῥεαλιστής· ὅ,τι βλέπω, ὅ,τι ἀκούω, ὅ,τι ἀγγίζω, αὐτὸ πιστεύω,
τ᾽ ἄλλα δὲν τὰ πιστεύω.
Μᾶς λέει ἀλήθεια; Δὲν μᾶς λέει ἀλήθεια. Δὲν πρόκειται νὰ
ἐπεκταθῶ ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου, ἀλλὰ θέλω νὰ τονίσω τὸ ἑξῆς· ἀληθεύει
ὅτι οἱ ἐντυπώσεις ποὺ ἀποκομίζει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῶν πέντε αἰσθήσεων εἶνε
ζωηρότατες καὶ ἑλκυστικώτατες, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν κινεῖται
μέσα εἰς τὸν κόσμον τῶν πέντε αἰσθήσεων, κινεῖται καὶ σὲ μιὰ ἄλλη ἄλλη
ἀκόμα σφαῖρα τὴν ὁποίαν δημιουργεῖ κάποια ἄλλη αἴσθησις, ἡ «ἕκτη
αἴσθησις». Ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ἐὰν ἔχῃ πέντε αἰσθήσεις. Εἶσαι … – τί
νὰ σοῦ πῶ; πέντε αἰσθήσεις ἔχουν καὶ τὰ ζῷα· καὶ μάλιστα ὑπάρχουν ζῷα
ποὺ ἀκοῦν καλύτερα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ῥαντὰρ τ᾽ αὐτί τους. Ἐντεῦθεν τὰ
σκυλιὰ πρῶτα προειδοποιοῦν γιὰ τὸ σεισμό· ἔχουν τ᾽ αὐτί τους κάτω στὴ γῆ
καὶ πρῶτοι ἀκοῦνε τὸ βογγητὸ τῆς γῆς καὶ οὐρλιάζουν στὰ χωριὰ μέσα.
Ὀλίγα λεπτὰ προτοῦ γίνῃ σεισμὸς τ᾽ αὐτί τους ραντάρ. Ἀπὸ τὸ μάτι βλέπει
καλύτερα ὁ ἀετός. Καὶ ἀπὸ ἄλλας αἰσθήσεις. Λοιπόν, μὴν καυχιέσαι γιὰ τὶς
αἰσθήσεις σου. Εἶσαι δυστυχής, εἶσαι κτῆνος, εἶσαι τετράποδον, ἐὰν δὲν
προσπαθῇς ν᾽ ἀποκτήσῃς τὴν ἕκτη αἴσθησι, ἡ ὁποία σὲ κάνει ἄνθρωπο. Ποιά
εἶνε αὐτὴ ἡ ἕκτη αἴσθησις; εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό. Μάλιστα. Καὶ τὸ
κοράκι καὶ ὁ γέρακας καὶ αὐτὰ ἔχουν τὶς αἰσθήσεις τους καὶ εἰς
μεγαλύτερον βαθμὸν ἀνεπτυγμένον.
Λοιπόν, αἰσθήσεις σοῦ λέει. Καὶ πάλι δὲν ἔχει δίκιο. Γιατί;
Παράδειγμα. Παραδέχεται αὐτὸς ὅ,τι τοῦ παρέχουν οἱ αἰσθήσεις; Ἕνα
παράδειγμα μόνο. Βλέπεις τὸν ἥλιο καὶ σοῦ φαίνεται ὁ ἥλιος –καὶ ἔτσι τὸν
παραδεχότανε–, ὅτι εἶνε σὰ μιὰ μπάλλα ποὺ κλωτσᾶνε τὰ παιδιὰ στὸ
γήπεδο. Αὐτὸ ὑπαγορεύουν οἱ αἰσθήσεις, σὰν μιὰ μπάλλα. Καὶ ὅμως δὲν
παραδέχεται αὐτὸ ὁ ἄπιστος· παραδέχεται, ὅτι ὁ ἥλιος δὲν εἶνε μιὰ
μπάλλα, ἀλλὰ λόγῳ τῆς τεραστίας, τῆς ἰλιγγιώδους ἀποστάσεως [ποὺ μᾶς
χωρίζει τί; πόσο; ἀφάνταστο ― τί ἀφάνταστο; Μέγας εἶσαι, Κύριε, καὶ
θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου! Ὁ ἥλιος αὐτὸς [ποὺ φαίνεται σὰ μιὰ μπάλλα καὶ μᾶς
στέλνει τὸ φῶς του καὶ μᾶς καίει τὸ κάκαυλο τὸν Ἰούνιο, ἡ (…)
(δυσδιάκριτον) [ἔκτασίς του εἶνε τεράστια, ἡ θερμοκρασία του ὑψίστη, ἡ
ἀπόστασίς του ἰλιγγιώδης, ὁ ὄγκος του –δὲν λέγω γιὰ τὴ μᾶζα–, ὁ ὄγκος
του ξέρετε πόσο; νὰ πάρῃς τὴ Γῆ καὶ νὰ τὴν κάνῃς πόσες φορές; δέκα
φορές; ἑκατὸ φορές; χίλιες φορὲς νὰ πάρῃς τὴ Γῆ; Γιά σκέψου, ἴλιγγος σὲ
πιάνει. Νὰ πάρῃς τὴ Γῆ ἕνα ἑκατομμύριο τριακόσες [χιλιάδες 1.300.000
φορὲς νὰ βάλῃς τὴ Γῆ ἀπάνω, γιὰ νὰ φτειάσῃς αὐτὸ τὸ τεράστιο ἥλιο.
Ἴλιγγος! Ἔ, αὐτὸ παραδέχεται. Ἀλλὰ ποῦ τὸ βρῆκε αὐτό; Κάθησε στὸ γραφεῖο
του, ἔκανε λογαριασμοὺς μὲ τὸ μολύβι καὶ τό ᾽βγαλε· τὸ ἐζύγισε ἀπὸ τὸ
γραφεῖο του, τὸ ἐζύγισε ὄχι μὲ τὰ μάτια του, ὄχι μὲ τὰ αὐτιά του,
ἐζύγισε τὸν ἥλιο μὲ τοὺς λογαρίθμους, μὲ τὴν ἀριθμητική, μὲ τὴν
ἀστρονομία, καὶ τὴν βρῆκε μὲ τόσο ἀκρίβεια μεγάλη. Ἄρα τὸ συμπέρασμα· οἱ
αἰσθήσεις ὑποχωροῦν πρὸ τῆς διανοίας, καὶ ἡ διάνοια βλέπει καθαρώτερον
ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπουν οἱ αἰσθήσεις καὶ διαυγέστερον κ.λπ.. Ἔ, ἀγαπητοί μου,
ἀλλὰ καὶ ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, τὸ μεγαλούργημα τοῦτο, τὸ ὕψιστο τοῦτο
μεγαλούργημα –μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ μηχανές! ἡ μεγαλύτερη μηχανὴ τοῦ κόσμου
εἶνε ὁ ἐγκέφαλος τοῦ ἀνθρώπου· λοιπόν, ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις εἶνε ἡ
διάνοια–, ἡ διάνοια ὁσονδήποτε μεγάλη καὶ ἂν εἶνε, ὄχι ἡ διάνοια ἡ δική
μας, ὄχι ἡ διάνοια ἑνὸς μεγάλου φιλοσόφου, ὄχι ἡ διάνοια ἑνὸς Ἀϊνστάϊν ἢ
[ἄλλων μεγάλων πνευμάτων, ὁσονδήποτε νά ᾽νε, πετάει… πετάει… πετάει…,
πετάει… [Καὶ σταματάει; ποῦ σταματάει; Σταματάει στὸ ἄπειρον, σταματάει
εἰς τὸ ἄδυτον. Δὲν μπορεῖ νὰ προχωρήσῃ πλέον ἐκεῖ πέρα. Ἐκεῖ πλέον
σταματάει καὶ ὁ Σωκράτης τί λέει; «Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα» (……).
Ὅλοι μας ἀναπνέομεν, ὅλοι ἐδῶ μέσα ἀναπνέομεν μιὰ ποσότητα
ἀτμοσφαιρικοῦ ἀέρος – ἄλλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Ἂς πᾷς στὸ φεγγάρι καὶ ἂς
εἶνε τὸ φεγγάρι χρυσό, δὲν ἔχει σταλαγματιὰ ἀέρα. Πρέπει ἀπὸ τὰ
φαρμακεῖα ἐδῶ νὰ σοῦ μεταφέρουνε ἐπάνω στὸ φεγγάρι μπουκάλες ὀξυγόνου,
[γιὰ νὰ ζήσῃς. Ποιός ἀνεβαίνει [νὰ πάῃ ἐκεῖ]; Καὶ ἂν ἀκόμα τοῦ δίνουν
ὁλόκληρο τὸ φεγγάρι χρυσό, δὲν τὸ παίρνει. Ὁ ἀέρας αὐτὸς ποὺ ἀναπνέεις,
τί εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ! Κάθε πνοή σου εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ εἶνε. Λοιπόν,
ποιός μπορεῖ ἀπὸ σᾶς νὰ πῇ, ὅτι ἐγὼ τώρα θὰ βγῶ ἔξω στὸ μπαλκόνι καὶ θὰ
ῥουφήξω ὅλον τὸν ἀέρα; Εἶνε δυνατὸν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Ἐὰν μπορῇ ὁ ἄνθρωπος
νὰ ῥουφήξῃ ὅλον τὸν ἀέρα μὲ μιὰ ἀναπνοή, ἄλλο τόσο μπορεῖς ν᾽
ἀναπνεύσῃς, ν᾽ ἀπορροφήσῃς, νὰ αἰσθανθῇς, νὰ ἐννοήσῃς, νὰ συλλάβῃς
ὁλόκληρον τὴν ἰδέαν τοῦ Θεοῦ. «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον»
(P.G. 36,16)]. Καὶ ἀκόμα, ἂν μπορῇς μέσα σ᾽ ἕνα ῥακοπότηρο νὰ χωρέσῃς
τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης, τὸν ὠκεανόν, τότε στὸ μικρὸ μυαλό σου –ῥακοπότηρο
αὐτό, ῥακοπότηρο εἶνε τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου– θὰ μπορέσῃς νὰ χωρέσῃς τὸν
ἄπειρον αὐτὸν ὠκεανόν, ποὺ ὀνομάζεται Θεός. Ταπεινώσου λοιπόν, ἄνθρωπε.
Ἐπαναλαμβάνω, αἱ αἰσθήσεις ὑποχωροῦν στὸ νοῦ, ὁ νοῦς δὲ ὑποχωρεῖ πρὸ τοῦ
μυστηρίου, πρὸ τοῦ ἀδύτου· ἐκεῖ δὲ πλέον φωνάζομεν· Δός μου, Κύριε,
πτέρυγας! «Τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ
καταπαύσω;» (Ψαλμ. 54,6)· ποιός, Θεέ μου, θὰ μοῦ δώσῃ πτεροῦγες νὰ
πετάξω νὰ φτάσω ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπάνω ἐκεῖ, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἁγία
Τριάς, διὰ νὰ ψάλλω κ᾽ ἐγὼ τὸ ἀλληλούϊα;
Εἴπαμε; Ἕνας συντελεστὴς τῆς ἀπιστίας εἶνε ἡ ἄγνοια τῆς Γραφῆς,
ὁ δεύτερος συντελεστὴς τῆς ἀπιστίας εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ ἀνθρωπίνου
πνεύματος· ὁ τρίτος τώρα συντελεστής, παρακαλῶ νὰ προσέξωμε καὶ
τελειώνομε, ἀγαπητοί μου. Δὲν τό ᾽χω ξεχάσει, ἀλλὰ τώρα μπαίνομε σ᾽ ἕνα
θέμα ποὺ ἡ ψυχή μου γίνεται Ἀτλαντικὸς ὠκεανός. Ἕνας μεγάλος συντελεστὴς
τῆς ἀπιστίας τοῦ αἰῶνος μας εἶνε τὰ σκάνδαλα. Τίνος σκάνδαλα; Τὰ
σκάνδαλα ὅλων ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἔχουν πάνω στὴν πλάτη τους
γραμμένα μὲ μεγάλα γράμματα, ὅτι εἶνε Χριστιανοί, ὅτι εἶνε θρησκευτικοὶ
ἄνθρωποι, ὅτι πιστεύουν στὸ Θεό, ὅτι πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, ὅτι
κοινωνοῦν, ὅτι ἐξομολογοῦνται, καὶ ὅμως ὁ βίος αὐτὸς δὲν εἶνε σύμφωνος
μὲ ὅσα κηρύττει, μὲ ὅσα διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶσαι
πιστός; ἐκκλησιάζεσαι; ἐξομολογεῖσαι; κοινωνεῖς; νηστεύεις; Πολὺ καλὰ
ὅλα αὐτά, ἀλλὰ ὅπως ἕνα τσὲκ δὲν ἔχει ἀξία ἂν δὲν εἶνε ἐπάνω σφραγισμένο
κανονικά, ἔτσι καὶ ἡ πίστις μας, ἐὰν δὲν εἶνε σφραγισμένη μὲ τὸ αἷμα
τοῦ Χριστοῦ μας, ἐὰν δὲν ἔχῃ νὰ παρουσιάσῃ ἀντίκρυσμα χρυσοῦ, δὲν ἔχει
καμίαν ἀξίαν, ἀγαπητοί μου.
Πιστός! Λοιπόν, θέ᾽ς παράδειγμα; Εἶσαι ἐργοστασιάρχης. (Ἂν καὶ
ἐδῶ κανείς δὲν πατάει ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὶς καμινάδες καὶ βγάζουν τὸν
καπνὸ καὶ γεμίζουν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀθήνας ἀπὸ ἀέρια καὶ ἀπὸ ἄλλας
ἀσφυξιογόνας οὐσίας) Λοιπόν, εἶσαι ἐργοστασιάρχης, ὑπάρχεις
ἐργοστασιάρχης; Λοιπόν, πηγαίνεις στὴν ἐκκλησιὰ καὶ προσεύχεσαι, ἀνάβεις
τὸ κερί σου, θὰ πᾷς τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Πολὺ καλά. Κάνεις διδασκαλία
στὸ ἐργοστάσιο, ἀπαγορεύεις στὸ ἐργοστάσιο νὰ βλαστημᾶνε, καὶ ὅμως ἐσὺ
μὲ τὴ διαγωγή σου κάνεις τοὺς ἐργάτες νὰ βλαστημᾶνε τὸ Θεό. Εἶδα μιὰ
φορὰ σ᾽ ἕνα ἐργοστάσιο μέσα καὶ εἶχε γεμίσει τὸ ἐργοστάσιο ὁ
ἐργοστασιάρχης (εὐσεβὴς κατὰ τὸ φαινόμενον), τό ᾽χε γεμᾶτο μὲ τὸ «Μὴ
βλασφημεῖτε». –Βλέπεις; μοῦ λέει. –Ἄσε, λέω, νὰ μιλήσω μὲ τοὺς ἐργάτες,
νὰ σοῦ πῶ ἐγὼ τί γίνεται! Καὶ εἶχε γεμίσει μὲ «Μὴ βλασφημεῖτε». Καὶ
κατόπιν κάνω μιὰ ἔρευνα καὶ εἶδα, ὅτι τοὺς εἶχε φέρει σ᾽ ἕνα τέτοιο
σημεῖο ἀπελπισίας, ἦταν τόσο τσιγγούνης, τόσον φιλάργυρος, ὥστε
προσπαθοῦσε ἀπὸ ἐκείνους τοὺς φτωχοὺς νὰ τοὺς ἀδικήσῃ, νὰ βγάλῃ καὶ ἀπὸ
τὴν μῦγα ἀκόμα ξύγκι κ.λπ.. καὶ τοὺς εἶχε φέρει σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι,
ποὺ βλέπανε αὐτὲς τὶς ταμπέλλες καὶ βλαστημούσανε περισσότερο τὸ Θεό·
«Δι᾽ ὑμᾶς διαπαντὸς τὸ ὄνομά μου βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι» (Ἠσ. 52,5 =
῾Ρωμ. 2,24). Εἶσαι ἐργοστασιάρχης; πλησιάζουν οἱ ἅγιες ἡμέρες; Λοιπόν,
τί πρέπει νὰ κάνῃς; Βάλε κάτω τὰ τεφτέρια σου, ὄχι τὰ τεφτέρια αὐτὰ τὰ
ψεύτικα, ποὺ πᾶς στὴν ἐφορεία καὶ κατορθώνεις μὲ διάφορα μέσα νὰ πληρώνῃ
ἐκεῖνος ὁ μικρὸς κ᾽ ἐσὺ νὰ μὴν πληρώνῃς τίποτα, ὄχι τὰ τεφτέρια αὐτὰ τὰ
ψεύτικα, τοῦ διαβόλου τὰ τεφτέρια, ποὺ ἂν οἱ Ἕλληνες πληρώνανε τὰ
κανονικὰ στὴν ἐφορεία, ἐὰν ὑπῆρχε δικαιοσύνη, ἡ Ἑλλὰς θὰ ἦταν τὸ
πλουσιώτερο ἔθνος τοῦ κόσμου. Λοιπόν, [ὄχι αὐτὰ τὰ τεφτέρια τὰ ψεύτικα.
Βάλε τὰ τεφτέρια κάτω· εἶχες σαράντα ἐργάτες μέσ᾽ στὸ ἐργοστάσιο; μὲ τὰ
τεφτέρια σου, τ᾽ ἀληθινὰ τεφτέρια, πόσα βγάζεις σ᾽ ἕνα μῆνα; μὲ τοὺς
σαράντα ἐργάτες, ὄχι μὲ τὰ δικά σου χέρια· μὲ τοὺς σαράντα ἐργάτες
ἔβγαλες τετρακόσες χιλιάδες κέρδος; Πολὺ καλά. Φώναξέ τους αὐτούς·
Ἐλᾶτε, ρέ παιδιά· σεῖς ἱδρώσατε, σεῖς κοπιάσατε, σεῖς ἀναπνεύσατε τὰ
καυσαέρια τῶν μηχανῶν, σεῖς κινδυνεύσατε ἐδῶ στὰ μηχανήματα· ἔδωσε ὁ
Θεὸς ὁ μεγαλοδύναμος [καὶ κερδίσαμε τετρακόσες χιλιάδες. Θὰ τὰ
μοιράσωμε· θὰ πάρῃ ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς· εἶστε σαράντα; θὰ κρατήσω ἐγὼ δέκα
χιλιάδες, θὰ πάρῃς ἐσὺ τώρα δέκα χιλιάδες. Ἐὰν ὑπῆρχε ἕνας τέτοιος
ἐργοστασιάρχης, ποὺ νὰ ἐφαρμόσῃ μέσα στὶς ῥόδες καὶ μέσα στὸ ἐργοστάσιο
τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν αὐτὸ κάνουν οἱ ἐργοστασιάρχαι ἐδῶ στὴν
Ἑλλάδα αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες (=σαρακοστὴ καὶ πάσχα), μὰ θὰ κάνανε καὶ
τὸν μεγαλύτερον ἄθεον νὰ πιστεύῃ στὸ Χριστό. Ποῦ ᾽ν᾽ τους; Ἄχ Ἐκκλησία,
ποὺ ἔγινες κρέας καὶ νύχι μὲ τοὺς μεγάλους, ἄχ Ἐκκλησία, ποὺ δὲν
κοίταξες τὸν πτωχὸ λαό, ἄχ Ἐκκλησία τῶν πριγκίπων καὶ τῶν βασιλέων τοῦ
κόσμου τούτου! Μά, τὰ ἐργοστάσια τῆς Γερμανίας πῶς μαζευτήκανε; Μοῦ
᾽λεγε ἕνας ἐργάτης στὴ Γερμανία· –Ἄκουσε, λέει, ἐμεῖς δουλεύουμε, ἀλλὰ
τοὺς Γερμανοὺς τοὺς ἐργάτας τοὺς δίνουμε μερδικὸ ἀπὸ τὰ κέρδη. Τοὺς
μοιράζουν τὰ κέρδη τους. Ἐδῶ οὔτε ἕνας! Λοιπόν, τί χριστιανὸς εἶσαι ἐσύ;
Ἐσύ, μὲ τὴν ἀδικία καὶ μὲ τὴν πλεονεξία καὶ τὴν φιλαργυρία σου, βάνεις
δυναμῖτες νὰ τινάξῃς στὸν ἀέρα αὐτὸ τὸ μικρὸ βασίλειο. Καὶ εἶσαι
χριστιανός; καὶ πῶς ὁ ἄλλος νὰ μὴ μείνῃ ἄθεος, καὶ οὐνίτης, καὶ
αἱρετικός, καὶ ὅ,τι νά ᾽νε;
Εἶσαι ἐργοστασιάρχης, δεῖξε μέσα στὸ ἐργοστάσιό σου, ὅτι
πιστεύεις ἀληθινὰ στὸν Κύριο. Εἶσαι δάσκαλος; προσπάθησε τὴν ὥρα ποὺ
διδάσκεις, προσπάθησε ἡ καρδιά σου νὰ φλέγεται. Μπορεῖ τὸ μικρὸ παιδὶ νὰ
σ᾽ ἀκούῃ, ἀλλὰ τὸ παιδὶ εἶνε εὐφυέστατο. Δὲν ὑπάρχει φωτογραφικὴ μηχανὴ
τελειοτέρα ἀπὸ τὰ [παιδικὰ μάτια. Φοβοῦμαι τὰ μάτια τῶν παιδιῶν, τὰ
φοβοῦμαι· εἶνε ἁγνὰ καὶ παίρνουν φωτογραφίες συνεχῶς, ἀπὸ τὴ μάνα, ἀπὸ
τὸν πατέρα, ἀπ᾽ ὅλους. Εἶσαι δάσκαλος; ἀνέβα πάνω καὶ κλάψε καὶ πόνεσε
καὶ μίλησε στὸ παιδί, καὶ προσπάθησε νὰ ζῇς σύμφωνα [μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Σὲ
βεβαιῶ· στὸν κόσμον αὐτὸν τὸ παράδειγμά σου θὰ ἔχῃ τεραστία ἐπίδρασι,
καὶ [ὅταν μεγαλώσῃ τὸ παιδὶ θὰ εὐλογῇ τὸν Θεό, γιατὶ εἶχε ἕναν τέτοιο
δάσκαλο στὴν ζωή του. Εἶσαι μάνα καὶ πατέρας; Ἄχ, πρόσεξε μπροστὰ στὸ
παιδὶ νὰ δίνῃς ὄμορφες εἰκόνες, εἰκόνες πίστεως, εἰκόνες ἐλπίδος,
εἰκόνες ἀγάπης, εἰκόνες αὐταπαρνήσεως, εἰκόνες ἀλτρουϊσμοῦ. Πές του λίγα
λόγια, σ᾽ αὐτὸ τὸ παιδάκι ποὺ ᾽νε μαλακό, ποὺ ᾽νε σὰν τὸ κερί, πάρ᾽ το
στὰ χέρια, γονάτισέ το μπροστὰ στὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δίδαξέ το· καὶ νὰ
᾽σαι βέβαιος, ἐσὺ θὰ πεθάνῃς, θὰ γίνουν λειῶμα τὰ κόκκαλά σου μέσα στὴ
γῆ, μὰ τὸ παιδάκι αὐτὸ κάθε Μεγάλη Παρασκευὴ θὰ θυμᾶται τὴ μάνα καὶ τὸν
πατέρα του, ποὺ πίστευε στὸ Θεό. Εἶσαι προπαντὸς παπᾶς; παπᾶς ποὺ φορᾷς
αὐτὸ τὸ μαῦρο ῥάσο; εἶσαι ἱεροκήρυκας; εἶσαι θεολόγος; εἶσαι δεσπότης;
ἀνέβης ἐπάνω στὸ μεγάλο αὐτὸ ἀξίωμα; Ἔ, αὐτὸς ὁ κόσμος ζητᾷ νὰ δῇ στὸ
ῥάσο, ζητᾷ νὰ δῇ στὸν ἐπίσκοπό του καὶ τὸν ἱεροκήρυκά του, τὴ ζωντανὴ
εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου. Δὲν ζητάει πολλὰ ὁ λαὸς αὐτὸς ἀπὸ μᾶς,
λίγα λόγια καὶ λίγο παράδειγμα ζητάει, καὶ ἅμα δῇ ὁ λαὸς αὐτός, ὁ
Ἑλληνικὸς λαός, λίγο παράδειγμα καλὸ στὸν παπᾶ του, λίγο παράδειγμα στὸν
ἱεροκήρυκά του, στὸν ἐπίσκοπό του, τραβιέται κοντὰ στὸ Χριστό.
Κάποτε ἕνας ἱεροκήρυκας εὐγλωττότατος, πού ᾽χε μεγάλο χάρισμα
εὐγλωττίας, ἀνέβαινε ἐπάνω στὸν ἄμβωνα καὶ ἀνέφερε τοῦ κόσμου τὰ
ἐπιχειρήματα καὶ ἀπεδείκνυε, ὅτι ἡ ἀθεΐα δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ στὸν κόσμον
αὐτόν. Εἶχε κάποιον μέσα πού, ἅμα τὸν ἔβλεπε στὸν ἄμβωνα, χαμογελοῦσε,
εἰρωνεύετο, καὶ δὲν ἐπίστευε. Αὐτὸ τὸν ἐξώργιζε τὸν ἱεροκήρυκα. Καὶ μιὰ
μέρα, ἀφοῦ εἶχε κάνει δέκα ὁμιλίες ἐπάνω στὸ θέμα τοῦ Θεοῦ, μετὰ τὸν
ἐκάλεσε. Τοῦ λέει· –Ἔλα ἐδῶ· σὲ βλέπω, ὅτι κάθε φορὰ ποὺ ἀνεβαίνω στὸν
ἄμβωνα χαμογελᾷς, σὲ βλέπω, ὅτι μετὰ βγαίνεις ἔξω καὶ λές, ὅτι αὐτὰ εἶνε
μπόσικα, σὲ βλέπω καὶ προσπαθεῖς ἐδῶ μέσα νὰ σκορπᾷς τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν
ἀπιστία. Δὲν μοῦ λές, παιδάκι μου, δὲν μ᾽ ἀκοῦς ν᾽ ἀναφέρω αὐτὰ τὰ
λόγια; ἔχεις τίποτα νὰ πῇς σ᾽ αὐτὰ ποὺ λέγω; Τί τοῦ ἀπήντησε ἐκεῖνος;
–Φωνάζει ἡ ζωή σου ἡ ἀνήθικος καὶ διεφθαρμένη· αὐτὸ ποὺ εἶσαι φωνάζει
περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι κηρύττεις, καὶ δὲν μπορῶ ν᾽ ἀκούσω αὐτὰ ποὺ λές,
ἀλλὰ ἀκούω τὸ παράδειγμά σου, τὸ ὁποῖον εἶνε ἐναντίον τῆς πίστεως.
Συνεπῶς, ἀγαπητοί, ἐμεῖς οἱ λεγόμενοι θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι,
ἐμεῖς οἱ ῥασοφόροι κ᾽ ἐπίσκοποι, ἐμεῖς ποὺ κηρύττομε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ
Χριστοῦ, δίνουμε δυστυχῶς πολλὲς ἀφορμὲς καὶ πολλὰ σκάνδαλα εἰς τὸν
κόσμον, ὥστε ν᾽ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Χριστό. Γι᾽ αὐτὸ λέγω κ᾽
ἐπαναλαμβάνω· Ὅσο κακό –τονίζω τὶς λέξεις–, ὅσο κακὸ μπορεῖ νὰ κάνῃ ἕνας
κακὸς παπᾶς, ἕνας διεφθαρμένος ἐπίσκοπος, μὲ τὰ σκάνδαλά του, δὲν
μπορεῖ νὰ κάνουν χίλιοι χιλιασταί. Δὲν φοβοῦμαι τοὺς χιλιαστάς, δὲν
φοβοῦμαι τοὺς μασόνους, δὲν φοβοῦμαι τοὺς ἀθέους, δὲν φοβοῦμαι τίποτα,
φοβοῦμαι τὰ σκάνδαλα. [Πιστεύω ἀκραδάντως· Ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ παύσουν τὰ
σκάνδαλα, ἐὰν ἦτο δυνατὸν οἱ ἱερεῖς μας καὶ ἀρχιερεῖς μας καὶ ὁ
θρησκευόμενος λαὸς νὰ δώσῃ ἕναν ὑψηλὸν παράδειγμα ἁγιότητος καὶ
εὐσεβείας, αὐτομάτως, ἐὰν δὲν ἐξηλείφετο τελείως ἡ ἀπιστία καὶ ἡ ἀθεΐα,
θὰ περιορίζετο [πάντως πολὺ ἡ ἀπιστία καὶ ἡ ἀθεΐα στὸν κόσμον. Γι᾽ αὐτὸ
καὶ ἡμεῖς, ἀγαπητοί μου, δὲν κάνομε φτηνὸ ἀγῶνα. Ὁ φτηνὸς ἀγώνας εἶνε
ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Φθηνὸς ἀγώνας! Ὁ δύσκολος ἀγώνας, ὁ μεγάλος
ἀγώνας, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς θάνατον, εἶνε νὰ καθαρίσωμεν τὴν ἁγίαν
Ἐκκλησία. Ἐὰν δὲν καθαρίσωμεν τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, θὰ κυριαρχήσῃ ὁ
μασονισμὸς καὶ ἡ ἀθεΐα καὶ τὰ πάντα στὸν κόσμον ἐδῶ μέσα. Ἀλλὰ δυστυχῶς
ποιός μᾶς ἀκούει; Ἀμέσως οἱ ψευτοχριστιανοὶ καὶ ἀμέσως οἱ
ψευτοϊεροκήρυκες καὶ ἀμέσως οἱ ἄλλοι λένε «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε»
(Ματθ. 7,1). Θὰ ἀπολογηθῶ, θὰ κάνω εἰδικὸ κήρυγμα, γιὰ νὰ ἐξηγήσω, ὅτι
εἶνε πλαστογράφησις τοῦ Εὐαγγελίου ν᾽ ἀναφέρουν τὸ ῥητό αὐτό. Ἔχει ἄλλη
ἔννοια τὸ ῥητὸ αὐτό, καὶ ὄχι αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέγουν γιὰ νὰ κλείσουν τὰ
στόματα παντὸς τιμίου ἀνθρώπου, ὥστε νὰ ὀργιάσουν μέσα εἰς τὸν κόσμον
τοῦτο ἡ ἀνηθικότης καὶ ἡ φαυλότης καὶ ἡ κακοήθεια.
Δεῖτε καί: Η απιστία και τα αίτιά της (α)