«Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν
τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου
πράξεις» (Μέγας Κανών)
Η Μ. Σαρακοστή αποτελεί ένα πνευματικό ταξίδι, που στόχο του έχει να μας μυήσει βαθειά σε μία ξέχωρη πνευματική κατάσταση νήψεως, ασκήσεως, μετανοίας. Δυστυχώς όμως αγνοείται το βαθύ νόημα αυτής της περιόδου και οι περισσότεροι από εμάς τους εναπομείναντες «Χριστιανούς» την βλέπουμε ξερά και άτυπα, τονίζοντας τον νηστευτικό χαρακτήρα μιας νηστείας μάλλον άκαρπης, λόγω του τρόπου που γίνεται, και την εκπλήρωση της θρησκευτικής «υποχρέωσης» της θείας μετάληψης, «μία φορά τον χρόνο», ειδικά πρωί Μ. Πέμπτης. Έτσι το αληθινό και μοναδικό πνεύμα της έχει εντελώς εκλείψει από την ζωή μας. Κι όμως η Μ. Σαρακοστή πρέπει να ασκεί μία αληθινή επίδραση στην ύπαρξή μας, πέρα από επιδερμικές, φολκλορικές και θρησκοληπτικές επήρειες.
Γι’ αυτή την κατάσταση και κατάπτωση ευθύνεται και η φρενήρης αστυφιλία. Τα πρότερα χρόνια, που δεν είναι πολύ μακριά μας χρονικά, ο μείζων κόσμος ζούσε στην ύπαιθρο σε κοινωνίες αγροτικές ή και σε μικρές επαρχιακές πόλεις. Ο κόσμος αυτός ζούσε πιο κοντά στην Εκκλησία η οποία διεμόρφωνε τον γενικό ρυθμό της ζωής. Πιο κοντά στον Θεό! Τώρα όμως ζούμε σε άστεα πολυπληθή, τεχνοκρατούμενα, ρομποτοποιημένα και άψυχα κέντρα, με εκκοσμικευμένες απόψεις για όλα τα θέματα, προπάντων τα θρησκευτικά. Έτσι η Μ. Σαρακοστή δεν είναι πια αισθητή όπως ήταν παλιά. Τότε που τα κρεοπωλεία έβαζαν λουκέτο 50 μέρες. Τότε που η νηστεία ήταν καθολική και αυστηρή. Τότε που η συμμετοχή στις ακολουθίες της Εκκλησίας ήταν αυθόρμητα αθρόα και καθ’ όλη την βδομάδα. Τότε που οι διασκεδάσεις κόβονταν μαχαίρι και το θεϊκό πένθος συνόδευε τα πάντα. Τότε…
Τώρα ξεμείναμε σε μία άκρως τυπική κυριακάτικη επίσκεψη –τουριστικού χαρακτήρα– στην εκκλησία, μετά το «πιστεύω», και η συνέχιση της ημέρας γίνεται στις καφετέριες και στα μπαρ, για να ολοκληρώσουμε κατά τον δικό μας τρόπο την τήρηση της αργίας της εβδόμης ημέρας. Όμως η λατρεία στο σύνολό και στις λεπτομέρειές της είναι το μόνο μέσο που μπορεί να μας μεταφέρει στο πνεύμα της Σαρακοστής, γι’ αυτό μας το στέρησαν και αυτό… Έτσι ξεμείναμε ξέμακροι και ξέμπαρκοι απ’ όλες τις ιερές ακολουθίες· των χαιρετισμών, των προηγιασμένων, των κατηργημένων αγρυπνιών, των απαγορευμένων λιτανειών καθότι είναι ιοκτόνες, χωρίς ιδιαίτερο κήρυγμα, με μόνο αποκούμπι μία σαρακοστιανή Κυριακή, που δεν αρκεί για να μας εμβάλλει στο ανάλογο πνεύμα.
Ο σύγχρονος κόσμος –ο ασυγχρόνιστος– προσπαθεί επιβλητικά, ετσιθελικά, να περάσει νέους τρόπους ζωής, νέα ήθη και έθιμα, πυροδοτώντας τις παλιές δοκιμασμένες άγιες συνήθειες. Όμως, ας το παραδεχθούμε, το κύριο εμπόδιο φωλιάζει μέσα μας. Στο κρησφύγετο της ενδότερης ψυχικής μας ύπαρξης. Είναι η ίδια η δική μας συνειδητή μείωση της θρησκείας σ’ ένα ξερό τυπικισμό, που οδηγεί στην απαξίωση και απεξαρτοποίηση από τον γνήσιο θρησκευτικό χαρακτήρα που ευεργετικά ρύθμιζε την ζωή μας. Έτσι καταντήσαμε οι Χριστιανοί να προσαρμοζόμαστε και συμβιβαζόμαστε με τις χαμηλότερες επιδιώξεις, υποχωρούντες άνανδρα και ξεπέφτοντας οικτρά, δικαιολογούμενοι φτηνά και ανώδυνα ότι· «Έτσι κάνουν στις μέρες μας. Άλλαξαν οι εποχές». Κι όμως οι εποχές δεν έχουν αυτοματισμό να αλλάζουν μόνες τους. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε οι ρυθμιστές και διαχειριστές του εποχικού τοπίου, οπότε ανάλογα το αλλάζουμε και το διαχειριζόμαστε κατά το αμαρτωλό δοκούν μας. Όπως ακριβώς αλλάξαμε– καταστρέψαμε, λόγω κακίστης διαχείρισης, το τοπίο των τεσσάρων φυσικών εποχών.
Κάπως έτσι έχουμε αναγάγει την νηστεία, περιορίζοντάς την μόνο στον βιολογικό τομέα, σε διαγωνισμό παρασκευής νηστήσιμων φαγητών, που υποσκελίζουν απόλυτα τα αρτύσιμα, λόγω γαστριμαργικής νοστιμιάς. Μεγάλη προσπάθεια καταβάλλεται για την προετοιμασία νηστήσιμων φαγητών και του πασχαλινού τραπεζιού, παρά για την νηστεία και την συμμετοχή στο πνευματικό γίγνεσθαι του Πάσχα.
Ό,τι εναπέμεινε λοιπόν από πλευράς θρησκείας το χειριζόμαστε κατά βούληση, για δική μας απόλαυση και τακτοποίηση, παραμερίζοντας και εκτοπίζοντας το ουσιαστικό νόημα. Η πνευματική λοιπόν πρόκληση της Μ. Σαρακοστής ουδόλως μας συγκινεί. Κι όμως είναι περίοδος για δράση, απόφαση, προγραμματισμό και σ’ αυτόν τον τομέα μας παροτρύνει και καθοδηγεί πλήρως η Εκκλησία, πριν ακόμη σαλπάρει το πλοίο μας στο πέλαγος της περιόδου. Μας προσφέρει για μελέτη και στοχασμό πέντε ευαγγελικά αναγνώσματα σε ισάριθμες Κυριακές, που διαχειρίζονται πέντε σοβαρά θέματα. Την διακαή επιθυμία του Ζακχαίου να δει τον Χριστό, την ταπείνωση του Τελώνου, την επιστροφή από την αμαρτία του Ασώτου, την κρίση της δευτέρας παρουσίας για όσους δεν έδειξαν αγάπη για τον ποικίλο συνάνθρωπό τους, την εξορία από τον παράδεισο του Αδάμ και των απογόνων του. Αυτά τα ακούγαμε μέχρι τώρα ξερά, χωρίς ενδιαφέρον, χωρίς συγκίνηση, αναίσθητα, τώρα δε στις ιδιόρρυθμες μέρες μας –τις άψυχες– δεν τα ακούμε καθόλου, δικαιολογούμενοι ότι «κρατούν τις εκκλησιές σφαλιστές». Κι όμως αυτές οι περικοπές μας υποδεικνύουν τον δρόμο να αδολεσχήσουμε πάνω σ' αυτές, σχετίζοντάς τες με την ζωή μας, την οικογένειά μας, την επαγγελματική μας ενασχόληση, τον ξέφρενο υλισμό μας, τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας. Γι’ αυτό το πρωί στον όρθρο παρακαλούμε τον Ζωοδότη να μας ανοίξει τις βαριόκλειστες και διπλαμπαρωμένες θύρες της μετανοίας. «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα». Έτσι χρωματίζεται η Μ. Σαρακοστή ανάλογα. Η δε μελέτη θρησκευτικών βιβλίων –μία ξεχασμένη υγιής και εποικοδομητική ενασχόληση– αποτελεί το ποθητό επιστέγασμα. Ένα επιστέγασμα που «σκέπει» το μυαλό μας από τις μέριμνες της ζωής, της αγωνίες, τις ανησυχίες και τους ποικίλους καταιγισμούς πυρών, από πνευματικές ιοβόλες επιχειρήσεις. Πάντως η Μ. Σαρακοστή όσο και αν περνάνε τα χρόνια, όσο και αν τα αλλάζουμε εμείς οι άνθρωποι προς το χειρότερο, δεν θα παύσει να μας επισκέπτεται χαρίζοντάς μας μία μοναδική ευκαιρία για αλλαγή, ανανέωση, ανακαίνιση, εμβάθυνση.
Ήδη πέρυσι γνωρίσαμε άπαντες μία ξέχωρη, καταναγκαστική νηστεία. Οι του κόσμου ξάφνου στερήθηκαν τα κοσμικά και οι της Εκκλησίας τα πνευματικά. Ειδικά αυτά που είχαν σχέση και εξάρτηση από την συμμετοχή στις ιερές ακολουθίες εντός των ναών. Την μυστηριακή ζωή. Όλοι και από τις δύο παρατάξεις γογγύσαμε για την απώλεια, την στέρηση… Περισσότερο εμείς οι Χριστιανοί, γιατί εγκαταλείψαμε… μόνο του τον Χριστό να διασχίσει το Πάσχα.
Κι όμως λησμονήσαμε τις πρότερες Κυριακές και Μ. Εβδομάδες που πηγαίναμε λίγο πριν από το τέλος των ακολουθιών, για να πούμε απλά ότι πήγαμε.
Λησμονήσαμε Μ. Παρασκευή, που πηγαίναμε εν μέσω προχωρημένης ακολουθίας διαταράσσοντας την ιεροπρέπειά της, και απαιτούσαμε πεισματικά να προσεγγίσουμε τον νεκρό Χριστό για τον τυπικό ασπασμό. Όλη η ευσέβειά μας είναι ένας ξερός τυπικός ασπασμός σε εικόνα, σε άγια λείψανα, στο ευαγγέλιο, σε ιερά σκεύη και αντικείμενα. Και γρήγορα να φύγουμε και να ασχοληθούμε πάλι στις κοσμικές υποχρεώσεις και συνήθειές μας.
Λησμονήσαμε που λογοκρίναμε ή επιδοκάζαμε την ανθόσπαρτη διακόσμηση του επιταφίου, χωρίς να έχουμε ελέγξει καν την ανύπαρκτη εσωτερική δική μας «ομορφιά». Το ένδυμα γάμου. Λησμονήσαμε που βγάζαμε «βόλτα» τον επιτάφιο και μιλούσαμε φλύαρα περί ανέμων και υδάτων με τους συνευρισκόμενους, ξεχνώντας αδιάφορα ότι εκείνη την ώρα κηδεύουμε τον Θεό μας.
Λησμονήσαμε ότι κρατάμε προκλητικά τα εμπορικά καταστήματα ανοιχτά την Μ. Παρασκευή, την ημέρα της κηδείας του Πατέρα μας, προκειμένου να ικανοποιήσουμε τις υπερκαταναλωτικές απαιτήσεις του αχόρταγου αγοραστικού κοινού.
Λησμονήσαμε ότι το Μ. Σάββατο πηγαίναμε στην Εκκλησία 12 παρά λίγο για να σπρωχτούμε και καταπατηθούμε, προκειμένου ν’ ανάψουμε το θαυματουργό κερί κατ’ ευθείαν από τον ιερέα και όχι από άλλους, για να «πιαστεί» καλύτερα, και σε λίγο να αποχωρούμε καμαρωτοί για το πασχαλινό τραπέζι τηρώντας το έθιμο και αφού έχουμε γεμίσει από τσόφλια αυγών, που καταβροχθίσαμε, τον περίγυρο.
Λυπηθήκαμε πέρσυ ιδιαίτερα για την απώλεια των βεγγαλικών και των τυφεκισμών –αυτό το φαντασμαγορικό φαινόμενο– χωρίς όμως να έχουμε λυπηθεί για θανατηφόρους τραυματισμούς που συμβαίνουν τέτοια τέτοια μέρα. Αρκεί που τηρούμε το κοσμικό έθιμο… Η πιστή εθιμοτυπική τήρηση κατά τα γούστα μας, χωρίς ουσιαστική εμβάθυνση και ανάλογη βίωση.
Άρα γιατί ζοριστήκαμε πέρυσι, αφού, τα πρότερα χρόνια που αναφέραμε, στην ουσία βλασφημούσαμε και ονειδίζαμε τον Χριστό με τον τρόπο μας; Μήπως γιατί απωλέσαμε τις παθολογικές συνήθειές μας;
Γιατί δυσανασχετούμε και φέτος που τα ίδια και απαράλλαχτα συμβαίνουν; Η ουσία όμως του πράγματος παραμένει η ίδια και είναι μακριά μας. Οπότε και εκείνος προτιμά να στέκεται μακριά μας. Μακριά μας και απόλυτα πικραμένος.
- Κύριε, όπου κι αν πας μαζί σου θα έρθω, Σου είπε ο αγαπημένος σου Πέτρος. Και στην φυλακή και στον θάνατο ακόμη. Κι Εσύ;
- Αλήθεια σου λέω, Πέτρο, σήμερα κιόλας, σε λίγες ώρες από τώρα και λίγο πριν ο πετεινός λαλήσει, θα μ’ έχεις αρνηθεί όχι μία, ούτε δύο, αλλά τρεις φορές. Έτσι του είπες κι ο Πέτρος σώπασε· δεν έβγαλε άχνα.
Τι να πούμε εμείς που τον μόνο δρόμο που γνωρίζουμε χρόνια ολόκληρα είναι της άρνησης και της περιφρόνησης. Της εγκατάλειψης. Εμείς οι «Χριστιανοί». Οι του εθίμου. Οι πανηγυρτζήδες. Που είμαστε μόνο «για τα πανηγύρια»!
Κι όταν μετά τον Δείπνο τον Μυστικό προσευχήθηκε στον αγαπημένο του τόπο προσευχής, πικρό παράπονο τον έπιασε μόλις είδε τους μαθητές που τον συνόδευαν να κοιμούνται, αντί να ξαγρυπνούν στηρίζοντάς Τον. Και την χρειαζόταν πολύ αυτή την στήριξη από μέρους τους, να «σκουπίσει» παρηγορητικά τον ιδρώτα, που σαν αίμα έτρεχε στο άγιο μέτωπό του. Αλλά δυστυχώς μόνος του και έρημος. Έτσι λοιπόν συνεχώς εγκαταλειμμένος από όλους εμάς τους «πιστούς» του, στέκει σιωπηλός μες το σκοτάδι και την σιωπή, με το άγιο κεφάλι του που γερμένο στο πλάι είναι, πάντα από παράπονο, γερμένο ακόμη περισσότερο.
Μόνος του λοιπόν στην ουσία διασχίζει όλα τα μέχρι τούδε Πάσχα. Όμως κι εμείς τώρα μόνοι μας σε μία πρωτόφαντη και ανυπόφορη–μαρτυρική μοναξιά. Αυτή η παράλληλη συνεύρεση ίσως μας καταδείξει το μέγεθος αυτής της εγκατάλειψης. Ίσως μας αφυπνίσει και αρχίσουμε να συμπονούμε και τον Χριστό όπως και τα τομάρια μας.
Οι Μ. Σαρακοστές δεν σταμάτησαν να διελαύνουν εν μέσω ημών. Ούτε το Πάσχα. Στην ιεραρχική τροχιά τους βρίσκονται. Εμείς παραμένουμε αδικαιολογήτως απόντες με επιστάμενη την παρουσία μας μόνο στην τήρηση των εθίμων.
Έτσι δήλωσε πέρυσι από ενωρίς ένας εθιμοτυπικός βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος. «Ό,τι κι αν γίνει, εγώ Μ. Πέμπτη θα πάω να κοινωνήσω, για να τηρήσω το έθιμο…». Αλλά δεν τον άφησε ο αρχηγός του και φυσικά πειθάρχησε.
Πειθαρχεῖν δή ἀρχηγῷ μᾶλλον ἤ Θεῷ… Αυτή είναι η παλικαριά των ηγετών μας και το ανάστημά τους, αλλά και αυτή είναι η οσφυοκαμψία του συμφεροντολόγου λαού. Ημών των ιδίων.
«Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ποσάκις ἠθέλησα συναγαγεῖν τά τέκνα σου, ὅν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τά νοσσία αὐτῆς ὑπό τάς πτέρυγας, ἀλλ’ ούκ ἠθελήσατε».
Γιατί για τα έθιμα θέλουμε και μπορούμε· για τον Χριστό δεν μπορούμε…
Οὐ θέλομεν…