Μια πλειάδα αγίων της Εκκλησίας μας υπήρξαν βασιλείς, οι οποίοι υπερέβησαν την εγκόσμια δόξα και τον πειρασμό της εξουσίας και πολιτεύτηκαν σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και προσάρμοσαν τη ζωή τους στη ζωή του Χριστού. Μια τέτοια αγιασμένη μορφή υπήρξε και η αγία Θεοδώρα η βασίλισσα της Άρτας.
Γεννήθηκε στα Σέρβια της Κοζάνης το 1210. Ο πατέρας της ονομαζόταν Ιωάννης Πετραλίφας και ήταν σεβαστοκράτορας και διοικητής της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Η μητέρα του Ελένη ανήκε σε οικογένεια αριστοκρατών της Κωνσταντινουπόλεως. Η οικογένεια του πατέρα της ήλκε την καταγωγή του από την φημισμένη ιταλική οικογένεια των Πετραλίφα. Πρόγονός της υπήρξε ο Πέτρος di Alife, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην Α΄ Σταυροφορία, τον 11ο αιώνα.
Ανάμεσα στα έτη 1224-1230 πέθανε ο πατέρας της και ανάλαβε την προστασία της ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός – Δούκας. Πληροφοριακά αναφέρουμε ότι την εποχή αυτή δεν υφίσταται η βυζαντινή αυτοκρατορία, αφότου την κατέλυσαν οι σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), αλλά κάποια βασίλεια – δεσποτάτα. Ένα από αυτά ήταν αυτό της Ηπείρου, που είχε έδρα την Άρτα. Οι Κομνηνοδούκες έφυγαν από την Κωνασταντινούπολη και ίδρυσαν το Δεσποτάτο της Ηπείρου το 1204.
Στα 1230 ο Θεόδωρος υπέστη ήττα από τους Βουλγάρους και γι’ αυτό αναγκάστηκε να παραδώσει την εξουσία στον ανεψιό του Μιχαήλ Β΄, γιο του Μιχαήλ Α΄ , ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ Β΄ γνώρισε την νεαρή Θεοδώρα και εντυπωσιάστηκε από την σπάνια ομορφιά της και από την πνευματική της καλλιέργεια και γι’ αυτό αποφάσισε να τη ζητήσει σε γάμο. Σύντομα παντρεύτηκαν και την ανέβασε ως βασίλισσα στο θρόνο του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Οι χάρες της δεν άργησαν να γίνουν γνωστές στο παλάτι και στο λαό της Άρτας, ο οποίος εκδήλωνε με κάθε τρόπο την αγάπη του για την ευσεβή βασίλισσά του.
Αν όμως ο λαός εκτιμούσε, θαύμαζε και αγαπούσε την Θεοδώρα, ο βάναυσος, σκληρόκαρδος και φιλήδονος Μιχαήλ την αποστρέφονταν, διότι η σεμνή και ευσεβής βασίλισσα δεν τον ακολουθούσε στις ατέλειωτες διασκεδάσεις και τις άκρατες φιληδονίες και απολαύσεις του. Μετά τη γέννηση του γιου τους Νικηφόρου ο Μιχαήλ, σύναψε σχέσεις με κάποια αρχόντισσα αρτινή, ονόματι Γαγγρινή, την οποία λίγο αργότερα την εγκατέστησε στο παλάτι και έκανε μαζί της δύο νόθους γιους.
Η Θεοδώρα μη μπορώντας να αντέξει την ταπείνωση και την προσβολή αυτή αποφάσισε να φύγει από το παλάτι, εγκαταλείποντας το θρόνο της στην ερωμένη του Μιχαήλ. Πήρε μάλιστα μαζί της και τον ανήλικο Νικηφόρο και έφυγε προς τα άγρια βουνά των Τζουμέρκων. Όπως αφηγείται ο βιογράφος της Θεοδώρας, κάποιος λόγιος μοναχός ονόματι Ιώβ, ο οποίος έζησε τον 17ο αιώνα, η αγία βασίλισσα, μαζί με το παιδί της τριγυρνούσε για πέντε ολόκληρα χρόνια στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου, ζώντας σε πλήρη ένδεια. Τρέφονταν με άγρια χόρτα και στεγάζονταν στις σπηλιές των βουνών. Μάλιστα ο βιογράφος της την αποκαλεί «λαχανευομένη», από την μοναδική τροφή της άτυχης αρχόντισσας και του παιδιού της.
Παρ’ όλα τα βάσανά της ουδέποτε γόγγυσε κατά του Θεού και ούτε στιγμή έχασε την βαθειά της πίστη στην πρόνοιά Του. Μετά από απίστευτες περιπέτειες, πέντε χρόνων, τη βρήκε κάποιος ενάρετος κληρικός, ο οποίος την περιμάζεψε στο χωριό Πρένιστα, το σημερινό ορεινό χωριό Κορφοβούνι της Άρτας.
Εν τω μεταξύ έγινε γνωστή η εύρεση της βασίλισσας στον πιστό και ευλαβή λαό της Άρτας. Η χαρά των αρτινών μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε οργή κατά του μοιχού
Μιχαήλ. Εξαγριώθηκαν οι υπήκοοί του και απαιτούσαν την άμεση επιστροφή της Θεοδώρας στο παλάτι και την αποκατάσταση στο θρόνο της. Στην αρχή ο Μιχαήλ αγνοούσε τη λαϊκή κατακραυγή, αλλά όταν διαπίστωσε πως δεν ηρεμούσαν οι εξαγριωμένοι αρτινοί, αναγκάστηκε να την δεχτεί στο παλάτι, να την αποκαταστήσει στο θρόνο της και να διώξει τη μοιχαλίδα Γαγγρινή από τη βασιλική αυλή.
Μια νέα σελίδα ανοίχτηκε για την ευσεβή βασίλισσα. Μετά την περιπέτειά της, την οποία θεώρησε δοκιμασία από το Θεό, άρχισε ένα πρωτόγνωρο θεάρεστο και φιλάνθρωπο έργο. Κατόρθωσε επισης με την προσευχή και την επιμονή της να κάνει τον Μιχαήλ να μετανοήσει για την συζυγική του απιστία. Έκανε μαζί του άλλα τέσσερα παιδιά: τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα και έζησαν τα υπόλοιπα χρόνια τους θεοφιλώς.
Ο Μιχαήλ, μάλιστα, για να εξιλεωθεί για τον έκλυτο βίο του και την αμαρτία της μοιχείας κατά της Θεοδώρας, έκτισε ονομαστές Μονές και λαμπρές εκκλησίες στην Άρτα, τα οποία σώζοντα μέχρι σήμερα και προκαλούν το θαυμασμό μας. Ίδρυσε την Ιερά Μονή της Κάτω Παναγιάς, της οποίας κτήτορας φέρεται η Θεοδώρα. Την Ιερά Μονή παναγίας Βλαχερνών και την Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου στην παλιά κάτω πόλη της Άρτας.
Το 1270 πέθανε ο Μιχαήλ και η Θεοδώρα αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου, όπου μόνασε για δέκα χρόνια, ως το θάνατό της το 1280, ή το 1281 και θάφτηκε στο νάρθηκα του ναού της Μονής, ο οποίος αφιερώθηκε κατόπιν σε αυτήν.
Οι ευσεβείς κάτοικοι της Άρτας και των γύρω περιοχών, την ανακήρυξαν αμέσως αγία, λόγω της πίστης της στο Θεό, της αγίας ζωής της και του μεγάλου φιλανθρωπικού της έργου. Η μνήμη της εορτάζεται στις 11 Μαρτίου και τιμάται ιδιαίτερα στην Άρτα, της οποίας είναι πολιούχος και προστάτης. Το τίμιο λείψανό της βρίσκεται σε μια κόγχη στα δεξιά του ναού , σε ασημένια λάρνακα. Κάθε χρόνο στην μνήμη της γίνεται λαμπρή λιτάνευση στην πόλη της Άρτας.